Ο  Μέγας Αθανάσιος

βίος και πολιτεία

Είναι κοινή διαπίστωση, μα και λυπηρά δυστυχώς, στις ημέρες μας αντιστραφήκανε οι όροι. Οι όροι της λογικής, της τάξεως και της ευπρέπειας. Τα κάτω, τα μικρά, τα ανάξια λόγου τα βάλαμε στα επάνω σκαλοπάτια της κλίμακος των αξιών και τα μεγάλα στα χαμηλά. Σεβόμαστε, αναγνωρίζουμε και ηρωποιούμε τους μικρούς, τους ανάξιους, αντί τους μεγάλους και τους άξιους. Τους μεγάλους ευεργέτες της ανθρωπότητας, τους κορυφαίους της επιστήμης, των τεχνών και των γραμμάτων, τους ήρωες της πίστεως και της πατρίδας τους περιφρονούμε, δεν τους αναγνωρίζουμε.

Είμαι βέβαιος ότι, οι περισσότεροι, της νέας γενιάς, γνωρίζουν πιο πολλά για τους διάφορους ηθοποιούς, τραγουδιστές, χορευτές, ποδοσφαιριστές, παρά για τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, για τον Θεμιστοκλή και τον Αλκιβιάδη, για τον Κολοκοτρώνη και τον Μακρυγιάννη και τους άλλους ήρωες της πατρίδας μας, που όμως ένεκα της θυσίας τους απολαμβάνουμε εμείς τώρα την ελευθερία μας.

Ο καιρός στην Ορεστιάδα

Θανάτῳ θάνατον πατήσας

Αλεβιζόπουλος Αντώνιος

Πρεσβύτερος (+)

Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος σώζεται μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ἐναν­θρώπησης τοῦ Λόγου, γιατί ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ παρα­δώσει τὸ σῶμα Του στὸ θάνατο;

Τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἦταν κτιστὸ καὶ ἑπομένως θνη­τό μποροῦσε νὰ ἀποθάνει. Ὅμως ἐπειδὴ ἦταν ἑνωμένο μὲ τὸν ἴδιο τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦταν ἡ ζωὴ (Ἰω. ἀ’ 4, Ἰδ’ 6, Ἀ’ Ἰω. ἐ’ 11), δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ παραμείνει νε­κρό. Διὰ τοῦτο ἀπέθανε μὲν ὡς θνητόν, ἀνέζησεν ὅμως λόγω τῆς ζωῆς ποὺ εἶχε μέσα του (Μ. Ἀθαν. Πρβλ. Β’ Κόρ. ἰγ’4. Ψάλμ.ξζ’2,ζ’7-9).

Ἔτσι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνανθρωπίστηκε (Ἰω. ἀ’ 14), ἔ­λαβε δηλαδὴ σῶμα θνητό, γιὰ νὰ μπορέσει καὶ νὰ ἀποθάνει, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξαφανίσει τὸν θάνατο, μία καὶ ὁ θάνατος δὲν μποροῦσε νὰ κρατήσει τὸν ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς (Πράξ. θ’24.γ’ 15).

Μὲ τὸν θάνατό Του ὁ Χριστὸς προσέφερε τὸ σῶμα Του γιὰ χάρη ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἔπαθε ὑπὲρ πάντων καὶ μὲ τὸ πάθος Του κατάργησε τὸν θάνατο, ἀφοῦ ὁ θάνατος δὲν μπόρεσε νὰ Τὸν νικήσει. Ταυτόχρονα, ὅμως, κατάργη­σε καὶ ἐκεῖνον ποὺ ἐξουσίαζε τὸ καθεστὼς τοῦ θανάτου, δηλαδὴ τὸν ἴδιο τὸν διάβολο, καὶ ἀπάλλαξε τοὺς ἀνθρώ­πους ἀπὸ τὴ σκληρὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας (Ἑβρ. β 14-15).

Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 30 Ἀπριλίου 2023, Τῶν Μυροφόρων (Πράξ. ς΄ 1-7)

ν δ τας μέραις ταύταις πληθυνόντων τν μα­θητν γένετο γογ­γυ­­­σ­μς τν λληνιστν πρς τος βραίους, τι πα­ρε­­­­θεω­ροντο ν τ δια­κονί τ καθημεριν α χραι ατν. 2 προσκαλεσάμενοι δ ο δώδεκα τ πλθος τν μα­θητν επον· οκ ρε­στόν στιν μς καταλείψαντας τν λόγον το Θεο δια­κονεν τραπέζαις. 3 πισκέψασθε ον, δελ­φοί, νδρας ξ μν μαρτυρουμένους πτά, πλήρεις Πνεύματος γίου κα σοφίας, ος καταστήσομεν π τς χρείας ταύτης· 4 μες δ τ προσευχ κα τ διακονί το λόγου προσκαρτερήσομεν. 5 κα ρεσεν  λόγος νώπιον παντς το πλήθους· κα ξελέξαντο Στέφανον, νδρα πλήρη πίστεως κα Πνεύματος γίου, κα Φίλιππον κα Πρόχορον κα Νικάνορα κα Τίμωνα κα Παρμενν κα Νικόλαον προσήλυτον ντιοχέα, 6 ος στησαν νώπιον τν ποστόλων, κα προσευξάμενοι πέθηκαν ατος τς χερας. 7 κα  λόγος το Θεο ηξανε, κα πληθύνετο  ριθμς τν μαθητν ν ερουσαλμ σφόδρα, πολύς τε χλος τν ερέων πήκουον τ πίστει.

Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 30 Ἀπριλίου 2023, Τῶν Μυροφόρων (Μάρκ. ιε΄ 43 – ις΄ 8)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀρι­­μα­θαίας, εὐσχήμων ­βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν ­βα­σι­­λείαν τοῦ Θεοῦ, τολ­μήσας εἰσῆλθε πρὸς Πι­λᾶτον καὶ ­ᾐτ­ήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. ὁ δὲ Πι­λᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ ­προσ­καλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπη­ρώ­τησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ ­κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύ­λισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ ­μνημείου. ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰω­σῆ ἐθεώρουν ποῦ ­τίθεται. Καὶ διαγενομέ­νου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώ­μη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ­ἀ­λεί­ψωσιν αὐ­τόν. καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχον­ται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνα­τείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευ­κήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς μὴ ἐκθαμβεῖ­σθε Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ᾿ ὑπάγετε ­εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημεί­ου εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον ἐφο­βοῦντο γάρ.