Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 24 Σεπτεμβρίου 2023, Α΄ Λουκᾶ (Λουκ. ε΄ 1-11)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ ᾿Ιησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶ­τα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀ­ποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ­ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου

τοὺς ὄχλους. ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. καὶ τοῦτο ποιήσαν­τες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυ­θίζεσθαι αὐτά. ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν ᾿Ιησοῦ λέγων· ἔξ­ελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, ὁμοίως δὲ καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ ᾿Ιησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.

Η ΥΠΑΚΟΗ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΘΑΥΜΑΤΑ

«Ἐπὶ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον»

Ἡὥρα εἶναι πρωινή. Ὁ Πέτρος καὶ οἱ συνεργάτες του ἔχουν ἐπιστρέψει στὶς ὄχθες τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Κατάκοποι μετὰ τὸ ὁλονύκτιο ψάρεμα καὶ ἀπογοητευμένοι, διότι δὲν ἔπιασαν οὔτε ἕνα ψάρι, πλένουν τὰ δίχτυα τους. Κάποια στιγμὴ ὁ Κύριος ἀπευθύνεται στὸν Πέτρο καὶ τοῦ ζητεῖ κάτι τὸ παράδοξο: Τὸν προτρέπει νὰ ὁδηγήσει τὸ πλοῖο στὸ βάθος τῆς λίμνης καὶ νὰ ρίξει πάλι τὰ δίχτυα στὸ νερό. Ὁ Πέτρος, παρὰ τὸν ἄκαρπο κόπο τῆς προηγούμενης νύχτας, δὲν φέρνει ἀντίρρηση. «Ἐπὶ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον». Ἀφοῦ τὸ λὲς ἐσύ, Κύριε, θὰ τὸ κάνω· θὰ ξαναρίξω τὰ δίχτυα γιὰ ψάρεμα. Καὶ ὑπάκουσε.

Τὸ θαυμαστὸ παράδειγμα τοῦ Πέτρου μᾶς διδάσκει, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συν­έχεια, ὅτι πρέπει νὰ ὑπακοῦμε πρόθυμα σὲ ὅ,τι ὁ Κύριος μᾶς ζητεῖ, καὶ ὅτι ἡ ὑπακοὴ αὐτὴ θὰ φέρνει τὴν εὐλογία του στὴ ζωή μας.

1. Χωρὶς ἀμφιταλάντευση

Δὲν εἶναι πάντοτε εὔκολο αὐτὸ ποὺ μᾶς ζητεῖ ὁ Κύριος. Ἴσως κάποτε νὰ ὑπερβαίνει τὴ λογική μας καὶ νὰ μᾶς φαίνεται αὐστηρό, ἀνεφάρμοστο στὴν ἐποχή μας, ἀκατόρθωτο γιὰ τὶς δυνάμεις μας, ἀδύνατον κατὰ τὴ γνώμη μας. Ἴσως πάλι νὰ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐμπειρία μας. Γνήσια ὅμως εἶναι ἡ ὑπακοὴ ποὺ γίνεται ὄχι μόνο σὲ αὐτὰ ποὺ συμφωνοῦμε, ἀλλὰ σὲ ὁτιδήποτε μᾶς ζητεῖ ὁ Κύριος.

Ὁ Πέτρος, ὡς ἔμπειρος ψαράς, γνώριζε καλὰ ὅτι ἡ ὥρα ἦταν τελείως ἀκατάλληλη. Τὸ ψάρεμα γίνεται τὸ βράδυ κι ὄχι τὸ μεσημέρι. Κι ὅμως, ἔκανε ὑπακοὴ στὸν Κύριο. Κι ὄχι μόνο ὁ Πέτρος. Αἰῶνες νωρίτερα ὁ μεγάλος πατριάρχης Ἀβραὰμ ὑπάκουσε σὲ μία ἄλλη παράδοξη ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ: «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ ­πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω» (Γεν. ιβ΄ 1). Φύγε ἀπὸ τὴν πατρίδα σου καὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σου καὶ ἀπὸ τὸ πατρικό σου σπίτι. Ἄφησέ τα ὅλα καὶ πήγαινε σὲ μιὰ ἄγνωστη χώρα, τὴν ὁποία δὲν θὰ σοῦ ἀποκαλύψω ἀκόμη. Ξεκίνησε τότε ὁ Ἀβραὰμ χωρὶς δισταγμὸ καὶ ἀμφιβολία, μὲ προορισμὸ τὸ ἄγνωστο.

Αὐτὸ σημαίνει ὑπακοή: τέλεια ἐμπιστο­σύνη στὸν Θεό· ἀπόλυτη ἀνάθεση τῶν πάντων στὴν πανσοφία του καὶ στὴ θεία δύναμή του· ἀταλάντευτη βεβαιότητα ὅτι αὐτὸ ποὺ μᾶς ζητεῖ ὁ Κύριος, εἶναι τὸ πιὸ συμφέρον γιὰ ἐμᾶς· ἡ καλύτερη ἐπιλογὴ τῆς ζωῆς μας. Ἡ θεϊκὴ λογικὴ διαφέρει ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη. Ἐμεῖς βλέπουμε μόνο κοντά. Ὁ Θεὸς ὅμως βλέπει μακριά. Γνωρίζει ποιό εἶναι τὸ αἰώνιο συμφέρον τῆς ψυχῆς μας· ἑπομένως ὅ,τι μᾶς ζητεῖ εἶναι πάντοτε γιὰ τὸ καλό μας. Ξέρει τί ζητεῖ ὁ Θεός!

Γι᾿ αὐτὸ ἡ ὑπακοή μας σ᾿ Ἐκεῖνον πρέπει νὰ γίνεται μὲ προθυμία, χωρὶς γογγυσμοὺς καὶ ἀμφιβολίες. «Πάντα ποιεῖτε χωρὶς γογγυσμῶν καὶ διαλογισμῶν» (Φιλιπ. β΄ 14), μᾶς συμβουλεύει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὅ,τι σᾶς ζητεῖ ὁ Κύριος, νὰ τὸ πράττετε χωρὶς δυσφορία, ἀκόμη κι ἂν αὐτὸ ἀπαιτεῖ κάποια θυσία. Νὰ κάνετε ὑπακοὴ μὲ χαρά.

2. Γεμάτα τὰ δίχτυα

«Ἐπὶ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον», Κύριε· ἔτσι ἀπάντησε τότε ὁ Πέτρος. Ἔτσι ἂς ἀποκρινόμαστε μὲ προθυμία κι ἐμεῖς σὲ κάθε τὶ ποὺ μᾶς ζητεῖ ὁ Θεός, καὶ τότε θὰ βλέπουμε θαύματα στὴ ζωή μας, διότι θὰ δεχόμαστε πλούσια τὴ θεία εὐλογία του. Ὅπως συνέβη μὲ τὸν Πέτρο, ποὺ ὑπάκουσε στὴν προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ, ἔριξε τὰ δίχτυα στὴ λίμνη καὶ τὰ δίχτυα πλημμύρισαν μὲ τόσα ψάρια, ποὺ κινδύνευαν νὰ σχισθοῦν καὶ τὰ πλοιάρια νὰ βυθισθοῦν.

Ἴσως αὐτὸ ἀκούγεται παράδοξο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀντίληψή μας. Ὅμως «τὰ ­ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. ιη΄ 27), εἶχε πεῖ ὁ Χριστός. Τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατον γιὰ τὸν Κύριο, ἀκόμη κι αὐτὰ ποὺ φαίνονται στὸν ἄνθρωπο ἀκατόρθωτα. Ὅπου εὐλογεῖ ὁ Θεός, ὑπερβαίνονται οἱ νόμοι τῆς φύσεως, πλουτίζει ὁ ἄνθρωπος πνευματικά, ἀπολαμβάνει δὲ καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ χαρίζει ὁ Θεός. Δὲν ἀρκεῖ ὁ δικός μας κόπος γιὰ νὰ πετύχουμε κάτι. Γιὰ τὴν εὐόδωση κάθε προσπάθειάς μας εἶναι ἀπαραίτητη ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ· ὄχι μόνο στὸν πνευματικό μας ἀγώνα, ἀλλὰ καὶ στὶς κα­­θημερινές μας ἀνάγκες καὶ ἐπιλογές.

Ὅταν λοιπὸν ὑπακοῦμε πρόθυμα στὸ θέλημά του, μποροῦμε τότε νὰ στρέφουμε τὸ βλέμμα μας στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸν πανάγαθο Θεὸ νὰ μᾶς χαρίζει τὴ θεία εὐλογία του: Κύριε, «ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου τὴν ἀόρατον ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου σου, καὶ εὐλόγησον πάν­τας ἡμᾶς» (Εὐχὴ ἀκολουθίας Ὄρθρου). Ἅπλωσε τὸ χέρι σου τὸ ἀόρατο ἀπὸ τὸ ἅγιο κατοικητήριό σου, εὐλόγησέ μας ὅλους καὶ δώρισέ μας τὰ ἐγκόσμια καὶ ὑπερκόσμια ἀγαθά σου.