Ὁ Καπετάν Κυριάκος ἂπ’ τὴ Σύμη, ἕνας θεοφοβούμενος θαλασσόλυκος, κάθε χρόνο πρὶν φύγει γιὰ τὴ Μπαρμπαριὰ μὲ τὸ βουτηχτάδικό του, θὰ πήγαινε στὸν Πανορμίτη κερὶ καὶ λάδι, θὰ κολλοῦσε ἕνα πεντόλιρο στὸ μέτωπο τοῦ Ταξιάρχη καὶ θὰ ‘παιρνε τὸν παπὰ νὰ τοῦ κάνει ἁγιασμό.
Ἔτσι ἔκανε καὶ σὲ τοῦτο τὸ ταξίδι. Ξαφνικὰ φύσηξε πουνέντες, ἀπὸ κείνους ποὺ τύχαιναν μία φορᾶ τὸ μήνα. Γιὰ νὰ μὴ χάσει τὸν εὐνοϊκὸ αὐτὸ καιρὸ, ὁ καπετάνιος πρόσταξε καὶ λύσανε τοὺς κάβους, σηκώσανε τὴν ἄγκυρα κι ἁπλώσανε τὰ πανιά. Ὕστερα ἔριξε ἁγιασμὸ στὴ θάλασσα καὶ σάλπαρε μὲ τὴ «Βασιλική», τὴν τρικάταρτη μπρατσέρα του.