Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 18 Φεβρουαρίου 2024, ΙΖ΄ Κυριακῆς (Β΄ Κορ. ς΄ 16-ζ΄ 1)

Ἀδελφοί, ὑμεῖς ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός. διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παν­τοκράτωρ. Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, ­καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁ­­­γιω­σύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ. 

ΦΟΒΟΣ ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΟΣ

«Ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ»

Ἀπὸ τὴ Β΄ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶ­ναι ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὴ θεία Λειτουργία. Στὴν Κόρινθο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν πολὺ διαδεδομένη ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ διαφθορά. Γι᾿ αὐτὸ ὁ θεῖος Ἀπόστολος νουθετεῖ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου νὰ κρατοῦν τὴν πνευματικὴ καθαρότητά τους καὶ νὰ προάγονται στὴν ἁγιότητα καλλιεργώντας τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ.

Τί εἶναι ὅμως ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ πῶς ἐξαγιάζει τὸν ἄνθρωπο; Αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα θὰ μᾶς ἀπασχολήσουν στὴ συνέχεια.

1. Εὐλάβεια καὶ δέος

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, Ἐπίσκοπος Πεν­ταπόλεως, ἐπισημαίνει ὅτι στὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ φράση «φόβος Θεοῦ» σημαίνει τὴν αἰδώ, τὴν εὐλάβεια (Ἅπαντα, τόμ. Β΄, 70). Θὰ θυμόμαστε ὅτι κάποτε ὁ Μωυσῆς ἀντίκρισε ἕνα παράδοξο θέαμα: μιὰ βάτο ἀπὸ τὴν ὁποία ἔβγαιναν φλόγες, χωρὶς νὰ κατακαίγεται. Συγκλονίσθηκε καὶ πλησίασε γιὰ νὰ δεῖ καλύτερα. Ἄκουσε τότε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ: «Μωυσῆ, Μωυσῆ, μὴ ἐγγίσῃς ὧ­δε. λῦσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου· ὁ γὰρ τόπος ἐν ᾧ σὺ ἕστηκας, γῆ ἁγία ἐστί» (Ἐξ. γ΄ 5). Μὴν πλησιάσεις ἐδῶ, Μωυσῆ. Βγάλε τὰ ὑποδήματά σου. Στάσου μὲ φόβο καὶ σεβασμό, διότι ὁ τόπος αὐτὸς εἶναι ἅγιος καὶ καθαρός. Ὁ Μωυσῆς τότε «ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· εὐλαβεῖτο γὰρ κατεμβλέψαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (στίχ. 6). Ἔστρεψε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό του ἀπὸ σεβασμὸ καὶ εὐλάβεια, διότι αἰσθανόταν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει φόβο Θεοῦ ζεῖ μέσα στὴν πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς παρουσίας του, παρόλο ποὺ δὲν Τὸν βλέπει μὲ τὰ μάτια του, δὲν Τὸν ἀκούει μὲ τὰ αὐτιά του, δὲν Τὸν αἰσθάνεται μὲ τὶς αἰσθήσεις του. Ὁ Θεὸς γι᾿ αὐτὸν ὄχι μόνο ὑπάρχει καὶ ἐνεργεῖ στὸν κόσμο, ἀλλὰ εἶναι διαρκῶς παρὼν ἐνώπιόν του. Περιβάλλει τὰ πάντα μὲ τὴ θεία του παρουσία. Ὁ θεοφοβούμενος ἄνθρωπος ἀγάλλεται, εὐφραίνεται, γοητεύεται, καθὼς βιώνει αὐτὸ ποὺ περιγράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐν αὐτῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν» (Πράξ. ιζ΄ 28). Ζοῦμε καὶ κινούμαστε καὶ ὑπάρχουμε μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ.

Συνεπῶς, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ εὐλάβεια ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου ἐνώπιόν του. Πῶς ὅμως μᾶς ἐξαγιάζει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ;

2. Συγκρατεῖ καὶ ἐμπνέει

Ὁ ἅγιος αὐτὸς φόβος ἐνεργεῖ σὰν ἕνα σωτήριο χαλινάρι στὴν ἁμαρτία. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ σέβεται τὸν Θεό, συστέλλεται, καθὼς σκέφτεται τὴ Μέλλου­σα Κρίση, καὶ συγκρατεῖται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Δὲν ἀντέχει νὰ πράξει κάτι τὸ πονηρὸ ἐνώπιον τῶν ἁγίων ὀφθαλμῶν τοῦ Κυρίου. Αὐτὸς ὁ σωτήριος φόβος προστάτεψε τὸν πάγκαλο Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν ἀνήθικη γυναίκα τοῦ Πετεφρῆ, ποὺ θέλησε νὰ τὸν παραπλανήσει. «Πῶς ποιήσω τὸ ρῆμα τὸ πονηρὸν τοῦτο, καὶ ἁμαρτήσομαι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ;» (Γεν. λθ΄ [39] 9), εἶπε. Εἶναι ὁ Θεὸς ἐνώπιόν μου. Μὲ βλέπει, μὲ ἀκούει. Πῶς μπορῶ νὰ διαπράξω κάτι τὸ ἁμαρτωλὸ μπροστὰ στὰ μάτια του;

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἐπιπλέον μᾶς κατανύσσει. Ὅταν βρισκόμαστε σ᾿ ἕναν ἱερὸ Ναό, μὲ τὸ λιβάνι νὰ μοσχοβολᾶ, τὶς λαμ­πάδες καὶ τὰ κανδήλια νὰ φωτίζουν τὰ πρόσωπα τῶν Ἁγίων καὶ τὸ ἐξεταστικὸ βλέμμα τοῦ Παντοκράτορα στὸν θόλο νὰ μᾶς παρακολουθεῖ, αἰσθανόμαστε ὅτι εἶναι παρὼν ὁ Θεός. Ἱερὸ δέος τότε μᾶς κυριεύει καὶ μᾶς ὠθεῖ σὲ ἅγιες ἀ­ποφάσεις. Ὁ λογισμός μας ξεκολλᾶ ἀ­πὸ τὰ μάταια, γιὰ νὰ ὑψωθεῖ στὰ αἰώνια.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐπισημαίνει: «Οὗ φόβος, ἐντολῶν τήρησις. Οὗ δὲ ἐντολῶν τήρησις, σαρκὸς κάθαρσις. Οὗ δὲ κάθαρσις, ἔλλαμψις· ἔλλαμψις δέ, πόθου πλήρωσις» (PG 36, 344). Ὅπου ὑπάρχει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἀκολουθεῖ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν του καὶ κατόπιν ἡ κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη. Τότε χαρίζεται στὸν ἄνθρωπο ἡ ἔλλαμψη τοῦ θείου φωτισμοῦ καὶ ἐκπληρώνεται κάθε ἀγαθὸς πόθος του. Τελικὰ ὁ θεῖος αὐτὸς φόβος μᾶς χαρίζει τὸν Παράδεισο στὴν πληρότητά του. «Ἔδωκας κληρονομίαν τοῖς φοβουμένοις τὸ ὄνομά σου» (Ψαλ. ξ΄ [60] 6), σημειώνει ὁ ἱερὸς Ψαλμωδός. Ποιά εἶναι ἡ ἀτίμητη αὐτὴ κληρονομιά; Εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ· ὁ Παράδεισος· ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶναι· ἡ ἕνωσή μας μαζί Του στὴν οὐράνια Βασιλεία του.

Στὴν ἐποχή μας, δυστυχῶς, ἔχει χαθεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Πολλοὶ ἄνθρωποι ζοῦν σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει Θεός, ἀδιά­φοροι γιὰ τὸν αἰώνιο Νόμο του καὶ τὸν οὐράνιο προορισμό τους. Ἀκόμη καὶ ὕβρεις ἀκούγονται γιὰ τὸ ἅγιο Ὄνομά του. Ἂς μετανοήσουμε ἄμεσα! Ἂς ἐπιστρέψουμε στὸν μακρόθυμο Πατέρα μας κι Ἐκεῖνος θὰ ἀπομακρύνει κάθε ἄλλο φόβο ἀπὸ μέσα μας. Ὁ μόνος φόβος θὰ εἶναι νὰ μὴ λυπήσουμε τὸν ἀγαθό μας Δεσπότη. Ἱερὸ δέος θὰ ὁρίζει τὴ ζωή μας καὶ ὁ ἅγιος φόβος τοῦ Θεοῦ θὰ μᾶς χαρίσει τελικὰ τὴν ἄφθαρτη κληρονομιὰ τῆς Βασιλείας του.