Ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ καί ἡ συγχώρηση τῶν ἀνθρώπων
Σήμερα, ὁδεύοντας πρός τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, φθάνουμε στό τελικό στάδιο· ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μέ τήν Κρίση. ῎Αν τῆς δώσουμε τήν πρέπουσα προσοχή, τήν ἑπόμενη ἑβδομάδα, ὁ πνευματικός μας προορισμός θά εἶναι στό χέρι μας· ἡ ἑπόμενη Κυριακή εἶναι ἡ μέρα τῆς συγχώρησης.
῾Ο σύνδεσμος ἀνάμεσα στίς δύο αὐτές μέρες εἶναι πάρα πολύ προφανής. ῎Αν μπορούσαμε νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὅλοι μας καί κάθε ἕνας ἀπό μᾶς στεκόμαστε μπροστά στήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί στήν κρίση τῶν ἀνθρώπων, ἄν μπορούσαμε νά θυμηθοῦμε καί νά ἀντιληφθοῦμε βαθιά καί ὁλόψυχα, μέ φιλότιμο καί εὐσυνειδησία ὅτι εἴμαστε ὅλοι χρεωμένοι ὁ ἕνας στόν ἄλλον, ὑπεύθυνοι μεταξύ μας γιά κάποιους ἀπό τούς πόνους καί τά βάρη τῆς ζωῆς, τότε θά μᾶς ἦταν εὔκολο, ὄχι μόνο νά συγχωρήσουμε ὅταν μᾶς ζητηθεῖ, ἀλλά καί, ὡς ἀνταπόκριση στό αἴτημα αὐτό, νά ζητήσουμε κι ἐμεῖς συγνώμη.
Δέν εἶναι μόνο μ’ αὐτά πού κάνουμε, δέν εἶναι μόνο μ’ αὐτά πού παραλείπουμε, ἀλλά εἶναι ὅτι κατά ἕνα τρόπο ἐκπληκτικό ἀγνοοῦμε τήν εὐθύνη πού φέρουμε ἀπέναντι τῶν ἄλλων· ἀγνοοῦμε αὐτό πού θά μπορούσαμε νά εἴμαστε γι’ αὐτούς, αὐτό πού θά μπορούσαμε νά κάνουμε γι’ αὐτούς… ῎Οχι, δέν ἐκπληρώνουμε τήν ἀνθρώπινη κλήση μας. Θά μπορούσαμε καί θά ἔπρεπε νά εἴμαστε, σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί γιά κάθε ἄνθρωπο, ἀλλά καί πέρα ἀπ’ τούς ἀνθρώπους, γιά ὅλο τόν κόσμο, μιά εὐλογία καί μιά ἀποκάλυψη· νά εἴμαστε μιά ἀποκάλυψη ἐκείνης τῆς μεγάλης καί τόσο ὑψηλῆς Πραγματικότητας, ὥστε οἱ ἄνθρωποι γύρω μας (κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πρῶτοι) νά μποροῦν νά συνειδητοποιήσουν ὅτι εἴμαστε στή ζυγαριά τοῦ ῎Ιδιου τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἡ κλήση μας δέν εἶναι νά εἴμαστε ἁπλῶς ἠθικά καλοί, ἀλλά νά εἴμαστε μεγάλοι ὅπως Αὐτός. ῞Ενας Γερμανός μυστικός θεολόγος ἔγραφε σ’ ἕνα ἀπό τά ποιήματά του, «Εἶμαι μεγάλος ὅσο ὁ Θεός, ὁ Θεός εἶναι τόσο μικρός, ὅσο κι ἐγώ».
῎Αν μπορούσαμε νά μήν τό ξεχνᾶμε αὐτό! ᾿Επειδή ἡ κρίση δέν εἶναι μόνο μιά στιγμή κατά τήν ὁποία ἀντιμετωπίζουμε τόν κίνδυνο νά καταδικαστοῦμε· στήν ἴδια τήν ἔννοια τῆς κρίσης ὑπάρχει κάτι μεγάλο, κάτι πού ἐμπνέει. Δέν θά κριθοῦμε σύμφωνα μέ τά ἀνθρώπινα πρότυπα συμπεριφορᾶς καί κοσμιότητας, ἀλλά σύμφωνα μέ πρότυπα πέραν τῆς συνηθισμένης ἀνθρώπινης ζωῆς. Θά κριθοῦμε στή ζυγαριά τοῦ Θεοῦ καί ἡ ζυγαριά τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη· ὄχι ἡ ἀγάπη πού νιώσαμε, ὄχι ἡ συναισθηματική ἀγάπη, ἀλλά ἡ ἀγάπη πού ζήσαμε καί ἐκπληρώσαμε, ἡ βιωμένη ἀγάπη. Τό γεγονός ὅτι πρόκειται νά κριθοῦμε, ὅτι ὄντως κρινόμαστε κάθε στιγμή, πέρα ἀπ’ τή μετριότητα καί μικρότητά μας πρέπει, θά ἔπρεπε, νά μᾶς ἀποκαλύπτει τό ἐν δυνάμει μεγαλεῖο μας. Καί ὑπό τούς ὅρους ἀκριβῶς αὐτούς μποροῦμε νά ἐξετάσουμε τήν παραβολή τῶν ἀμνῶν καί τῶν ἐριφίων.
Οἱ ἄνθρωποι κρίνονται ἀπό τόν Χριστό μέ βάση τήν ἀνθρωπιά τους. ῾Υπῆρξαν ὅλοι αὐτοί ἄνθρωποι ἤ ὄχι; Εἶχαν μάθει νά ἀγαποῦν μέ τήν καρδιά τους πρῶτα, ἀλλά καί στήν πράξη, μέ τά ἔργα τους; Διότι, ὅπως τό θέτει ὁ Εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης, ἐκεῖνος πού λέει ὅτι ἀγαπᾶ τόν Θεό καί δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του ἔμπρακτα καί δημιουργικά εἶναι ψεύτης. Δέν ὑπάρχει ἀγάπη πρός τόν Θεό ἄν δέν ἐκφράζεται σέ κάθε λεπτομέρεια τῶν σχέσεών μας μέ τούς ἀνθρώπους, στό σύνολό τους ἀλλά καί σέ κάθε ἕναν ξεχωριστά.
῎Ετσι λοιπόν, ἄς ἑτοιμαστοῦμε αὐτή τήν ἑβδομάδα γιά τό τελικό στάδιο τοῦ ταξιδιοῦ μας, καί, ἐνώπιον αὐτῆς τῆς θείας κρίσεως, ἄς ἀναρωτηθοῦμε· «Εἶμαι ἄνθρωπος; Εἶμαι ἄνθρωπος μέσα μου, στή συμπεριφορά μου, ὄχι στή γενική μου στάση, ἀλλά στούς τρόπους μου· ἔχω ἀνθρώπινους τρόπους; Εἶναι ἡ ζωή μου ἡ ἔκφραση μιᾶς λεπτῆς, στοχαστικῆς, δημιουργικῆς ἀγάπης; Μιᾶς ἀγάπης πού κλείνει μέσα της κατανόηση καί εἶναι ἀνάλογα μέ τήν περίσταση γενναιόδωρη καί θυσιαστική; Καί καθώς τό ἀντικείμενο αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι καί τό κριτήριό της, αὐτό πρέπει νά εἶναι ὁ διπλανός μου, τό νά ἀγαπᾶς τόν Θεό πού δέ ζητάει τίποτε εἶναι τόσο εὔκολο!».
Καί ἄν στό πέρασμα τῆς ἑβδομάδας αὐτῆς ἐπισημάνουμε ποῦ βρισκόμαστε, τότε θά ἔχουμε βρεῖ τόσο τήν ἀδυναμία μας ὅσο καί τό μεγαλεῖο τῆς κλήσης μας· ἐάν εἰρηνεύσουμε μ’ ἐκείνους πού ἔχουμε χρέος, τότε, ὅταν ἔρθει ἡ στιγμή νά συγχωρήσουμε -ὅταν κάποιος ἄλλος θά ἔχει ἀνακαλύψει τό δικό του χρέος πρός ἐμᾶς- θά εἴμαστε ἕτοιμοι νά δώσουμε μέ χαρά τήν εἰρήνη καί τή συγνώμη μας, μέσα ἀπό ἕνα αἴσθημα εὐθύνης καί μέ τήν εὐφροσύνη πού χαρίζει ἡ μετάνοια.
ΙΙ.
Γιά κάποιον ἀνεξήγητο λόγο, ἡ παραβολή αὐτή, περισσότερο ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη, θεωρεῖται ὡς μιά εἰκόνα τῆς Κρίσεως, ἡ διακήρυξη τῆς ἀμετάκλητα τελικῆς αὐτῆς πράξης τῆς ἱστορίας. ῾Ωστόσο, μᾶς λέει κάτι οὐσιαστικό, ὄχι γιά τή μετά θάνατον καταδίκη ἤ σωτηρία μας, ἀλλά γιά τή ζωή μας· ὁ Θεός δέν θά ρωτήσει οὔτε τούς δικαίους οὔτε τούς ἁμαρτωλούς ὁτιδήποτε σχετικό μέ τίς πεποιθήσεις τους ἤ μέ τήν τήρηση τοῦ τελετουργικοῦ· αὐτό πού ὁ Θεός θά ἀξιολογήσει εἶναι ὁ βαθμός στόν ὁποῖον ὑπήρξαμε ἄνθρωποι· «δίψασα καί μοῦ δώσατε νά πιῶ, ἤμουν ξένος καί μέ πήρατε κοντά σας, γυμνός καί μέ ντύσατε· ἤμουν ἄρρωστος καί μέ ἐπισκεφθήκατε, ἐν φυλακῇ καί ἤρθατε κοντά μου». Τό νά εἴμαστε ἄνθρωποι ὅμως, ἀπαιτεῖ φαντασία, ἀπαιτεῖ μιά αἴσθηση χιοῦμορ, μιά αἴσθηση τῆς «στιγμῆς», ἕνα ἀγαπητικό καί ρεαλιστικό ἐνδιαφέρον γιά τίς ἀληθινές ἀνάγκες καί τίς ἐπιθυμίες τοῦ ἀντικειμένου τῆς προσοχῆς μας, ἤ μᾶλλον τοῦ θύματος, θά λέγαμε, τῆς προσοχῆς μας.
῾Η ἱστορία πού ἀκολουθεῖ εἶναι ἀπό τή ζωή τῶν Πατέρων τῆς ἐρήμου καί διευκρινίζει αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο· Μετά ἀπό μιά λαμπρή κοινωνική καί πολιτική δράση στήν Αὐλή τοῦ Βυζαντίου, ὁ ῞Αγιος ᾿Αρσένιος ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου, γιά νά ἐπιτύχει τήν ἀπόλυτη μόνωση καί ἡσυχία. Μιά Κυρία τῆς Αὐλῆς πού ἦταν μεγάλη θαυμάστριά του, τόν ἀναζήτησε στήν ἐρημιά ὅπου ζοῦσε. ῎Επεσε στά πόδια του· «Πάτερ, ξεκίνησα γι’ αὐτό τό ἐπικίνδυνο ταξίδι μόνο καί μόνο γιά νά σέ δῶ καί νά ἀκούσω ἀπό σένα μία καί μόνη ἐντολή, τήν ὁποία ὑπόσχομαι νά τηρήσω σέ ὅλη μου τή ζωή!». Κι ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε· «῎Αν πραγματικά δεσμεύεσαι νά μήν παρακούσεις ποτέ τήν ἐντολή μου, τότε ἄκουσέ την· ῎Αν ποτέ μάθεις ὅτι εἶμαι σ’ ἕνα τόπο, ἐσύ νά πᾶς σ’ ἕναν ἄλλον!». Αὐτό δέν εἶναι πού θά ἔλεγαν πολλοί σ’ ἐκεῖνο τόν ἀγαθιάρη, τοῦ ὁποίου τήν «ἀρετή» εἶναι καταδικασμένοι νά ὑφίστανται;
Κατά τή γνώμη μου, τό νόημα τῆς παραβολῆς τῶν προβάτων καί τῶν ἐριφίων εἶναι τό ἑξῆς· ῎Αν ὑπῆρξες ἀληθινά καί συνετά «ἄνθρωπος», τότε εἶσαι ἕτοιμος νά εἰσέλθεις στή Βασιλεία, νά μοιραστεῖς αὐτά πού ἀνήκουν στόν Θεό, ἀφοῦ ἡ αἰώνια ζωή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ζωή τοῦ ῎Ιδιου τοῦ Θεοῦ, πού τή μοιράζεται μέ τά πλάσματά Του. «᾿Επί ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπί πολλῶν σε καταστήσω» (Ματθ. 25, 21)• ὑπῆρξες ἄξιος στή γῆ, θά ἀξιωθεῖς νά ζήσεις καί τήν οὐράνια ζωή, μετέχοντας στή φύση τοῦ Θεοῦ, πλήρης τοῦ Πνεύματός Του. ῎Αν ἀποδειχθοῦμε πιστοί οἰκονόμοι σέ ὅ,τι δέν ἦταν δικό μας -ὅλα δηλαδή τά δῶρα τοῦ Θεοῦ- θά εἰσέλθουμε καί σέ ὅ,τι εἶναι δικό μας, ὅπως φαίνεται τόσο καθαρά στήν παραβολή τοῦ οἰκονόμου τῆς ἀδικίας (Λουκ. 16, 1-12).
῾Η κρίση θά ἦταν αἰτία τρόμου γιά μᾶς, ἄν δέν εἴχαμε βεβαία τήν ἐλπίδα τῆς συγχωρήσεως. Καί τό δῶρο τῆς συγνώμης εἶναι αὐτονόητο συστατικό τῆς ἀγάπης καί τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων. Δέν ἀρκεῖ ὅμως νά μᾶς παραχωρεῖται ἡ ἄφεση, πρέπει νά εἴμαστε προετοιμασμένοι καί νά τή δεχθοῦμε.
Πάρα πολύ συχνά, ἡ συγνώμη μᾶς προσφέρεται, ἀλλά ἐμεῖς «κλωτσᾶμε»· γιά τόν ἐγωισμό μας, ἡ συγνώμη ἠχεῖ ὡς κάτι ἐξαιρετικά ταπεινωτικό, καί προσπαθοῦμε νά τό παρακάμψουμε «φορώντας» μιά ψευτο-ταπείνωση. «Δέν μπορῶ νά συγχωρήσω τόν ἑαυτό μου γι’ αὐτό πού ἔκανε, πῶς νά δεχτῶ τή συγχώρησή σου; ᾿Εκτιμῶ τήν καλωσύνη σου, ἀλλά ἡ συνείδησή μου εἶναι πάρα πολύ ἀπαιτητική, πολύ εὐαίσθητη γιά νά ἐκμεταλλευθῶ τήν εὐγενική σου διάθεση»· καί χρησιμοποιοῦμε ἀκριβῶς τήν ἔννοια «εὐγενική διάθεση» γιά νά κάνουμε τό δῶρο πού μᾶς προσφέρεται νά φαίνεται ὅσο γίνεται πιό ἀσήμαντο καί τήν ἄρνησή μας ὅσο γίνεται πιό ἀπογοητευτική γιά τόν γενναιόδωρο φίλο μας. Βεβαίως, δέν μποροῦμε, δέν θά ἔπρεπε ποτέ νά συγχωρήσουμε τούς ἑαυτούς μας! Θά ἦταν τερατῶδες ἄν τό μπορούσαμε. Γιατί τότε, θά σήμαινε «πολύ ἁπλά», ὅτι παίρνουμε πολύ ἐλαφρά τό χαστούκι, τήν πληγή πού προκαλέσαμε, τόν πόνο, τή δυστυχία πού ἐπιφέραμε. (Καί, ἀλίμονο! Αὐτό ἀκριβῶς κάνουμε ὅταν εἴμαστε ἀνυπόμονοι ἐνώπιον κάποιου τόν ὁποῖον πληγώσαμε καί ὁ ὁποῖος φαίνεται νά πονᾶ «ὑπερβολικά». «Πόσον καιρό θά δυσανασχετεῖς πιά; ῎Ω, σταμάτα ἐπιτέλους νά κλαῖς! Δέ σοῦ ζήτησα συγνώμη; Τί ἄλλο θέλεις;». Τό ὁποῖο σημαίνει· «᾿Εγώ ἔχω πρό πολλοῦ συγχωρήσει τόν ἑαυτό μου. Πόσο ἀκόμη πρέπει νά περιμένω μέχρι νά μέ συγχωρήσεις κι ἐσύ;»).
῾Ο Θεός δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά συγχωροῦμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας, ἀλλά πρέπει νά μάθουμε ποτέ νά μήν τοῦ ἐπιτρέπουμε νά πληγώνει τούς ἄλλους καί, ἄν κάποτε συμβεῖ, νά δεχόμαστε τό δῶρο τῆς συγνώμης τοῦ ἀδελφοῦ μας. ῎Αν τό ἀρνηθοῦμε εἶναι σάν νά λέμε· «Δέν πιστεύω ὅτι ὄντως ἡ ἀγάπη σβήνει ὅλα τά ἁμαρτήματα, οὔτε ἔχω ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη σου». Πρέπει νά συναινέσουμε στό νά συγχωρηθοῦμε μέσα ἀπό μία πράξη τολμηρῆς πίστης καί γενναιόδωρης ἐλπίδας, νά ὑποδεχθοῦμε τό δῶρο ταπεινά, ὡς ἕνα θαῦμα πού μόνον ἡ ἀγάπη, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη, μποροῦν νά ἀπεργαστοῦν, καί νά εἴμαστε παντοτινά εὐγνώμονες γιά τή δωρεάν προσφερόμενη δύναμή της πού ξέρει νά γιατρεύει, νά ἀποκαθιστᾶ, νά ἀνορθώνει.
Δέν θά πρέπει νά προσδοκοῦμε τή συγχώρηση ἐπειδή ἀλλάξαμε πρός τό καλύτερο· οὔτε θά ’πρεπε νά θεωροῦμε μία τέτοια ἀλλαγή ὡς προϋπόθεση γιά νά συγχωρήσουμε τούς ἄλλους. Μόνο ὅταν κάποιος νιώθει ὅτι συγχωρήθηκε καί ὅτι ἀγαπᾶται, μόνο τότε μπορεῖ νά ἀρχίσει νά ἀλλάζει, καί ὄχι ἀντίστροφα. Νά κάτι πού δέν θά πρέπει ποτέ νά ξεχνᾶμε, ἀλλά τό ξεχνᾶμε τόσο συχνά! Καί ἄς μήν συγχέουμε ποτέ τό «συγχωρῶ» μέ τό «ξεχνῶ», οὔτε νά φανταστοῦμε ὅτι αὐτά τά δυό πᾶνε μαζί. ῎Οχι μόνο δέν προσιδιάζει τό ἕνα στό ἄλλο, ἀλλά τό ἕνα ἀποκλείει τό ἄλλο. Τό νά διαγράψουμε τό παρελθόν ἔχει πολύ μικρή σχέση μέ τήν οἰκοδομητική, εὑρηματική, καρποφόρα συγχώρεση· τό μόνο πράγμα πού πρέπει νά ἀποβληθεῖ, νά διαγραφεῖ ἀπό τό παρελθόν εἶναι τό δηλητήριό του· ἡ πικρία, ἡ μνησικακία, ἡ ἀποξένωση· ἀλλά ὄχι ἡ ἀνάμνηση.
῾Η ἀληθινή συγχώρηση ἀρχίζει τή στιγμή πού τό θύμα τῆς ἀδικίας, τῆς σκληρότητας, τῆς συκοφαντίας, δέχεται τόν προσβολέα ὅπως εἶναι, γιά τόν λόγο καί μόνο ὅτι ἐπέστρεψε. ῞Οπως ὁ ῎Ασωτος γιός, τοῦ ὁποίου ὁ πατέρας δέν ἄρχισε τίς ἐρωτήσεις, δέν διεκδίκησε τίποτε, δέν ἔθεσε ὅρους προκειμένου νά τόν ἐπανεντάξει στήν οἰκογένεια. ῾Η συγνώμη τοῦ Θεοῦ γίνεται δική μας ἀπό τή στιγμή πού Χριστός παίρνει πάνω Του τό φορτίο καί ὅλες τίς συνέπειες τῆς Πτώσεως, ὅταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁ ῎Ανθρωπος «ὁ ἐν πληγῇ ὤν» (῾Ησ. 52-53). Καί σίγουρα ὄχι ἀφοῦ πρῶτα γίνουμε ῞Αγιοι! ῾Ο Θεός εἶχε ἤδη δώσει τήν ἄφεση ὅταν εἶπε· «Εἶμαι ἕτοιμος νά πεθάνω γιά σένα· σέ ἀγαπῶ».
῎Ετσι ἀκριβῶς ἀρχίζει καί ἡ συγνώμη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. ᾿Εάν σέ μία οἰκογενειακή κρίση ὁ ὑπαίτιος ἁπλῶς ἐπιστρέψει, καί, εἴτε ἀπό πολύν ἐγωισμό, εἴτε ἀπό ὑπερβολική συστολή, εἴτε ἀκόμη καί ἀπό τό σφίξιμο τοῦ φόβου, παραμένει διστακτικός, ἡ λύτρωσή του ἀρχίζει ἀπό τή στιγμή πού ἡ οἰκογένειά του τοῦ λέει· «Μά ἐμεῖς ποτέ δέν πάψαμε νά σέ ἀγαπᾶμε· διῶξε τόν φόβο, σέ ἀγαπᾶμε σέ τέτοιο σημεῖο πού νά πονᾶμε! Τώρα πού γύρισες ὅλα θά γιατρευτοῦν». Γιά κεῖνον μάλιστα πού ἔχει τό δίκιο εἶναι εὔκολο νά πεῖ αὐτά τά λόγια, πολύ εὐκολότερο ἀπ’ ὅσο γιά κεῖνον πού ἔκανε τό λάθος· ἀλλά καί διότι ἡ πλευρά πού ἔχει τό δίκιο ἔχει κι αὐτή ἕνα μέρος τῆς εὐθύνης γιά τή ρήξη, γιά τόν καβγά καί πρέπει καί αὐτή νά ἐπανορθώσει. Δικό της πρέπει νά εἶναι τό πρῶτο βῆμα πρός τή συμφιλίωση. Θυμᾶμαι ἕναν ἄνδρα πού κατεῖχε κάποιο ἀξίωμα· ἦρθε κάποτε νά μοῦ πεῖ ὅτι ἕνας φίλος του, ἄνθρωπος μέ πνευματικά ἐπιτεύγματα ὄχι μικρά, τόν εἶχε προσβάλει· «Ποιός πρέπει νά κάνει τό πρῶτο βῆμα γιά τή συμφιλίωση», μέ ρώτησε. «Δέν μπορῶ νά ἀπαντήσω στήν ἐρώτησή σου», τοῦ εἶπα, «ἐπειδή δέν μπορῶ νά παίξω τόν ρόλο τοῦ δικαστῆ ἀνάμεσά σας, ἀλλά ἕνα πράγμα εἶναι βέβαιο· ὅποιος εἶναι πιό ποταπός, αὐτός θά περιμένει τόν ἄλλον νά κάνει τό πρῶτο βῆμα». ῾Ο ἐπιφανής ἄνδρας, χωρίς νά πεῖ τίποτε, πῆγε καί συμφιλιώθηκε μέ τόν φίλο του. ῾Η ματαιοδοξία ἔκανε αὐτό πού οὔτε ἡ ταπείνωση οὔτε ἡ σοφία οὔτε ἀκόμη καί ἡ ἁπλή φιλία δέν εἶχαν μπορέσει νά ἐπιτύχουν. Τί λυπηρό… Πόσο διαφορετική ἦταν ἡ γενναιόδωρη, γεμάτη ἀγάπη, δωρεάν συγνώμη πού πρόσφερε ὁ Πατέρας στόν ῎Ασωτο γιό του!
῾Ωστόσο, ἡ συγχώρηση δέν ἀποτελεῖ σέ καμία περίπτωση τό τέλος ὅλων τῶν προβλημάτων· στή μακρινή, ξένη χώρα τῆς ἐρημιᾶς του, ὁ παραπεταμένος παραβάτης, δέν μπορεῖ παρά νά ἀπέκτησε ἀπωθητικούς γιά τήν οἰκογένειά του καί τούς φίλους του τρόπους· ἡ μυρωδιά τῶν χοίρων θά εἶχε γιά καλά κολλήσει πάνω στό κορμί τοῦ ἄσωτου γιοῦ, καί οἱ συνήθειες τῆς ἀλλοπρόσαλλης ζωῆς δέν μποροῦν νά ἐξαφανιστοῦν μέσα σέ μιά νύχτα· θά πρέπει νά τίς ξεμάθει σιγά σιγά, ἴσως πολύ πολύ ἀργά· εἶναι πιθανόν, ἴσως ἀναπόφευκτο νά ἔχει χάσει πολλούς ἀπό τούς ἐκλεπτυσμένους τρόπους τοῦ ἀρχικοῦ του περιβάλλοντος· θά πρέπει νά τούς ξαναβρεῖ σιγά σιγά. Καί ἡ οἰκογένεια θά μπορέσει νά τόν ἐπανεντάξει, νά τόν ἀναγεννήσει καί νά τόν συγχωρήσει μόνο στόν βαθμό πού τά μέλη της θά θυμοῦνται (δέν θά ξεχνοῦν) τίς ἀδυναμίες του, τά ἐλαττώματα τοῦ χαρακτήρα του, τίς κακές συνήθειες πού ἀπέκτησε. Νά τά θυμοῦνται χωρίς μνησικακία, χωρίς τό αἴσθημα τῆς ὑπεροχῆς, χωρίς ντροπή, ἀλλά μέ τόν πόνο πού γεννᾶ ἡ συμπάθεια, ἐκείνη ἡ συμπόνοια πού κάνει νά «ὑπερπερισσεύει ἡ χάρη ἐκεῖ ὅπου πλεονάζει ἡ ἁμαρτία». Μέ θέληση καί αὐστηρή ἀποφασιστικότητα ποτέ ἄς μήν ξεχάσουν ἀπό τί πρέπει ὁ ἀγαπημένος νά προστατευθεῖ ἀπό τή φυσική του εὐθραυστότητα, ἀπό τήν ἐπίκτητη ἀδυναμία.
Διαφορετικά, ἐκεῖνος πού ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν ἰαματική καί προστατευτική μας βοήθεια θά ὑποβληθεῖ σέ συντριπτικά ἰσχυρούς πειρασμούς καί θά γίνει τό θύμα μιᾶς ἀτέλειωτης, πικρῆς ἀλληλοκατηγορίας. Συγχωρῶ καί θέτω ὑπό ἐπιτήρηση εἶναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα. Συγχωρῶ σημαίνει δέχομαι τόν ἄλλον «καθώς ὁ Χριστός ἐδέξατο ἡμᾶς», σημαίνει «ἀλλήλων τά βάρη βαστάζετε», ὅπως ᾿Εκεῖνος βαστάζει τά δικά μας, τά βάρη τοῦ θύματος καί τά βάρη τοῦ ἐνόχου, ἀγαπώντας τούς μέν μέ μία ἀγάπη χαρούμενη, τούς δέ μέ μία ἀγάπη θυσιαστική, μέ τή χαρά τῆς αὐτο-προσφορᾶς.
Αὐτός εἶναι ὁ τρόπος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Σταυρός Του μαρτυρεῖ τήν πίστη Του στό ἀνθρώπινο γένος καί στόν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, τήν ἀκατάβλητη ἐλπίδα Του. ῎Ετσι ὁ θάνατός Του γίνεται ζωή μας καί ἡ ᾿Ανάστασή Του, ἡ δική μας Αἰωνιότητα.