Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μιλοῦν γιὰ τὸ κακὸ μὲ τρεῖς ἔννοιες, μὲ ὀντολογικὴ ἔννοια, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας καὶ γιὰ τὸ φυσικὸ κακό.
Τὸ κακό δεν ἔχει ὀντολογικὴ ὕπαρξη. Είναι στέρηση τοῦ ἀγαθοὺ καὶ παρεκτροπή, ἀπὸ τὴν κατὰ φύση κατάσταση στὴν παρὰ φύση. Τίποτε ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς κακό, γιατί ὅλα εἶναι κτίσματα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὰ πάντα, χωρὶς Αὐτὸν τίποτε δὲν ἔγινε ἀπὸ ὅσα ἔχουν γίνει (Ἰω. ἀ’ 3) «ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα, τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα…τὰ πάντα δι’ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται καὶ αὐτὸς ἐστὶ πρὸ πάντων καὶ τὰ πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκε»· ὅλα συγκρατοῦνται δι’ αὐτοῦ (Κόλ. ἀ’ 16-17). Ὅλα τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ εἶναι καλὰ καὶ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του κακὸ. «Καὶ εἶδε ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» (Γέν. α’ 31).