Στην παραλία της λίμνης, που δρόσιζε την πόλη εκείνη, είχε καλέσει τους πρώτους μαθητές Του. Ήταν ψαράδες, κι άφησαν ολοπρόθυμα τα δίχτυα τους για χάρη Του. Ανδρέας και Πέτρος. Ιάκωβος και Ιωάννης.
Στην ίδια παραλία λίγο καιρό αργότερα συνάντησε ο Κύριος μας έναν τελώνη, Λευΐς ήταν το όνομά του. Είχε το τραπέζι του έξω, πλάι στο δρόμο, κι όποιοι έμποροι περνούσαν, φερμένοι απ’ την Αραβία ή την Μεσοποταμία απ’ το δρόμο των Βόστρων, έπρεπε να εισπράξει απ’ αυτούς τους κανονισμένους δασμούς. Καθισμένος, λοιπόν, ο Λευΐς στο γραφείο του έγραφε, υπολόγιζε, έπαιρνε τα χρήματα, επέστρεφε «ρέστα», βουτηγμένος στις έγνοιες και τη βιοπάλη.
Ώσπου, εμπρός του είδε τον Διδάσκαλο. Ήρεμο, ολοφώτεινο, με βλέμμα διεισδυτικό.
-Θέλω να έρθεις κοντά μου, του είπε λιτά. «Ακολούθει μοι».
Ο Λευΐς αναρρίγησε. Τον γνώριζε τον Διδάσκαλο. Κι απ’ τη μεγάλη φήμη Του, κι από κάποιες διδασκαλίες Του, που είχε παρακολουθήσει, ίσως κι απ’ τον Ιορδάνη, όταν Εκείνος βαπτίσθηκε, διότι ξέρουμε ότι κοντά στον Τίμιο Πρόδρομο είχαν προστρέξει και πολλοί «τελώναι» κι εκείνος τους συμβούλευε να είναι τίμιοι και δίκαιοι κι όχι φιλάργυροι και πλεονέκτες (Λουκ. γ΄12-13).