ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
Ὁ Χριστός, μετὰ τὴν Ἀνάληψή Του στούς οὐρανούς, σύμφωνα μέ τὴν βεβαιώσή Του, ἔστειλε, τὴν πεντηκοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή Του καὶ τὴν δεκάτη ἀπὸ τὴν Ἀνάληψή Του, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα.
Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶχε προαναγγείλει στούς Μαθητὲς τὴν Ἀποστολὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Καὶ ἐγώ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ’ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτό· ὑμεῖς δὲ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ’ ὑμῖν μένει καὶ ἐν ὑμῖν ἔσται» (Ἴωάν. ιδ’, 16-17). Καὶ ἀμέσως μετὰ εἶπε: «ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν» (Ἰωάν. ιδ’, 26). Καὶ μετὰ εἶπε: «συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγώ ἀπέλθω. Ἐὰν γὰρ ἐγώ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἂν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς» (Ἰωάν. ις’, 7).
Ἡ ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς Μαθητὲς ἔγινε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξ. β΄, 1-13). Σημαντικὴ θέση στήν ζωὴ τῶν Ἀποστόλων εἶχε ἡ Πεντηκοστή. Ἀφοῦ εἴχαν προηγουμένως περάσει ἀπὸ τὴν κάθαρση τῆς καρδίας καὶ τὸν φωτισμὸ -πρᾶγμα πού ὑπῆρχε καὶ στήν Παλαιὰ Διαθήκη, στούς Προφῆτες καὶ δικαίους- ἔπειτα εἴδαν τὸν Ἀναστάντα Χριστὸ καὶ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔγιναν μέλη τοῦ ἀναστημένου Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, γιατὶ ἔπρεπε κάθε Ἀπόστολος νά ἔχει μέσα του τὸν ἀναστάντα Χριστό.
Κατὰ τὴν Πεντηκοστή, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κατέστησε τοὺς Μαθητὲς μέλη τοῦ θεανθρώπινου Σώματος τοῦ Χριστοῦ· ἔτσι, ἐνῶ στήν Μεταμόρφωση τὸ Φῶς ἐνεργοῦσε στούς τρεῖς Μαθητὲς ἔσωθεν, διὰ τῆς Θεώσεως, ἀλλὰ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἤταν ἔξω ἀπὸ αὐτούς, στήν Πεντηκοστὴ οἱ Μαθητὲς ἐνώνονται μέ τὸν Χριστό, γίνονται μέλῃ τοῦ θεανθρωπίνου Σώματος καὶ ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ μετέχουν τοῦ ἀκτίστόυ Φωτός. Αὐτὴ ἡ διαφορὰ ὑπάρχει καὶ μεταξὺ Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ Πεντηκοστῆς.
«Ὅσοι πρὸ τῆς ἀναλήψεως εἴδαν τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ, τὴν εἴδαν διπλῶς. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος σκεπάσθηκαν ἀπὸ τὴν νεφέλη, διότι “ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς” (Ψαλμ. λε΄ 10), σκεπάσθηκαν ἀπὸ τὴν φωτεινὴ νεφέλη καί, εὑρεθέντες μέσα στό Φῶς τὸ ἄκτιστο, βλέπουν ἄκτιστο Φῶς, ἀλλ’ ἐπίσης καὶ ἡ ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶναι πηγὴ τοῦ Φωτός, ὅπως εἶναι ἡ Μεταμόρφωση.
Ἡ ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶναι πηγὴ τοῦ Φωτός, τὸ ὁποῖο ὅμως Φῶς εἴδαν οἱ Ἀπόστολοι, ἐφ’ ὅσον εὑρίσκονται μέσα στό Φῶς, ὡς Θεούμενοι. Δηλαδή, “ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς”. Ἀφοῦ βρίσκονται μέσα στό Φῶς, (αὐτὸ) μαρτυρεῖ ὅτι σκεπάσθηκαν ἀπὸ τὴν φωτεινὴ νεφέλη καὶ εἴδαν καὶ τὴν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ, ὡς πηγὴ Φωτός. Ἔσωθεν ἔλαμπε τὸ Φῶς, ἀλλ’ ἐκ τοῦ σώματος, ὅμως, ἔξωθεν. Ἔσωθεν ἔλαμπε τὸ Φῶς, ἀλλὰ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἤταν ἔξωθεν, ποὺ ἐξέπεμπε Φῶς, τὸ ἴδιο Φῶς. Μὲ τὴν Πεντηκοστή, ὅμως, τὸ Φῶς ἐκπέμπει ἡ ἀνθρωπίνη φύσῃ τοῦ Χριστοῦ “ἔσωθεν πλέον”. Ὁπότε, δέν ὑπάρχει ἐμπειρία τοῦ Φωτὸς ἔξωθεν, χωρὶς νά ὑπάρχει καὶ ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ ἔσωθεν. Τὸ ἕνα εἶναι ἀλληλένδετο πλέον μέ τὸ ἄλλο. Δηλαδὴ εἶναι πλέον τὸ ἴδιό μέ τὸ ἄλλο».
«Γιατὶ ἤταν ἀνάγκη νά γίνει ἡ Ἀνάληψη καὶ νά κατέβη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δηλαδή, γιά ποιό σκοπό; Γιατὶ λέμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἰδρύθηκε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς; Ἡ Ἐκκλησία δέν ἰδρύθηκε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ Ἐκκλησία ἰδρύθηκε ἀπὸ τὸν καιρό πού ὁ Θεὸς κάλεσε τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοὺς Πατριάρχες καὶ τοὺς Προφῆτες. Ἀπὸ τότε ἰδρύθηκε ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει στήν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρχε στόν Ἅδη. Ἀλλά, γίνεται μία διαμόρφωση τῆς Ἐκκλησίας ἐδῶ, δηλαδὴ ἱδρύεται Ἐκκλησία, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι ἱδρύεται Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ πλέον».
Αὐτὸ τὸ σημεῖο εἶναι σημαντικό, γιατὶ δείχνει ὅτι ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ γενέθλια ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀκόμη, ὅσοι ἐνώνονται μέ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὑπερβαίνουν τὸν θάνατο.
«Στήν Παλαιὰ Διαθήκη ὑπάρχει καὶ καταλλαγή, καὶ φίλος τοῦ Θεοῦ καὶ θέωση. Τὰ πάντα ὑπάρχουν στήν Παλαιὰ Διαθήκη, μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι δέν ὑπάρχει Πεντηκοστή. Διότι ὑπάρχει Ἐκκλησία στήν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ θανάτου.
Πεντηκοστή τί εἶναι; Ἡ ἀποκάλυψη πάσης τῆς ἀληθείας. Τότε ἡ Ἐκκλησία γίνεται τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ γιορτάζουμε τὸ γενέθλιο τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἀναστημένης ἐν Χριστῷ, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς».
«Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔρχεται ὁ Χριστὸς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὅπως οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι παροῦσες στόν κόσμο, καὶ ἐκεῖνος πού ἔχει κοινωνία τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ καταλαβαίνει ὅτι ὁ Θεὸς μέσα στίς ἐνέργειές Του μερίζεται ἀμερίστως καὶ πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως, δηλαδή, ἔτσι ὁ καθένας πού ἔχει κοινωνία μέ τὸν Θεό, δέν ἔχει ἕνα κόμματι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ὅλος εἶναι παρών σὲ κάθε ἄνθρωπο καὶ εἶναι πανταχοῦ παρὼν σ’ ὅλον τὸν κόσμο.
Καί μέ τὴν Πεντηκοστὴ ἡ ἀνθρωπίνη φύσῃ τοῦ Χριστοῦ, πλέον, ἐπανέρχεται στήν Ἐκκλησία καὶ εἶναι ἡμέρα τῆς ἱδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ τώρα μερίζεται ἀμερίστως καὶ ὁλόκληρος ὁ Χριστός, μὲ τὴν ἀνθρώπινη Του φύση, βρίσκεται σὲ κάθε πιστό.
Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ὁ κάθε πιστὸς εἶναι ναός, ὄχι μόνο ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ καὶ Σῶμα Χριστοῦ, ἔχοντας δηλαδή μέσα του ὁλόκληρο τὸν Χριστὸ. Καὶ εἶναι ὁ καινούριος τρόπος παρουσίας τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καὶ θεωρεῖται καὶ ἡ ἡμέρα ἱδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας ἡ Πεντηκοστή. Σὲ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς μετέχουν ὅλοι ὅσοι φθάνουν στήν θέωση. Καὶ ἔχουμε παραδείγματα στήν ἴδια τὴν Ἁγία Γραφή, ὅλοι ὅσοι εἴδαν τὸν Χριστὸ μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ αὐτοί πού εἴδαν τὸν Χριστὸ μετὰ τὴν Πεντηκοστή, μέχρι σήμερα».
Ἡ Πεντηκοστὴ λέγεται «τελευταία ἑορτή», γιατὶ εἶναι ἡ τελευταία φάσῃ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ. Τώρα γίνεται μεγάλη ἀλλαγή, γιατὶ ὁ θεούμενος ἐνώνεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματί μέ τὸν Θεάνθρωπο Χριστό.
«Ἡ τελευταία φάση, ἡ ἀποτελεσματική, ἤταν ἡ Πεντηκοστή. Ἐκεῖ ἔγινε ἡ μεγάλη ἀλλαγή. Διότι, ἐνῶ κατοικοῦσε τὸ Πνεῦμα στούς Προφῆτες, διότι εἴχαν Πνεῦμα Θεοῦ οἱ Προφῆτες καὶ νοερὰ εὐχὴ καὶ θέωση κλπ., ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ ἐντεῦθεν αὐτὴ ἡ κατοίκηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στόν θεόπνευστο γίνεται καί μέ τὴν ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ εἶναι Σῶμα Χριστοῦ τώρα ἡ Ἐκκλησία. Δηλαδὴ ἔγινε ἡ Ἐκκλησία τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς Σῶμα Χριστοῦ. Καὶ ὁ Χριστός, ὡς ἄνθρωπος, κατοικεῖ πλέον μέσα στόν ἀνθρωπο.
π. Ἰωάννης Ῥωμανίδης