Θάνατος καὶ Ἀπώλεια
Σὲ παλιότερες ἐποχές, ὅταν οἱ Χριστιανοὶ βρίσκονταν πλησιέστερα στὶς παγανιστικές τους ρίζες καὶ στὴ φοβερὴ καὶ συνταρακτικὴ ἐμπειρία τῆς μεταστροφῆς τους, μιλοῦσαν γιὰ τὸ θάνατο ὡς μία γέννηση στὴν αἰώνια ζωή. Δὲν τὸν ἀντιλαμβάνονταν ὡς τέλος, ὡς μία ἔσχατη ἥττα, ἀλλὰ ὡς μία ἀρχή. Θεωροῦσαν τὴ ζωὴ ὡς ἄνοδο πρὸς τὴν αἰωνιότητα καὶ τὸ θάνατο ὡς τὴν πύλη ποὺ ἀνοίγει καὶ μᾶς ἀφήνει νὰ εἰσέλθουμε σ’ αὐτήν. Αὐτὸ μάλιστα ἐξηγεῖ καὶ τὸ γιατί, τόσο συχνά, οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ συνήθιζαν νὰ ὑπενθυμίζουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὸ θάνατο μὲ φράσεις ὅπως «ἔχε μνήμη θανάτου», ἐνῶ στὶς εὐχὲς ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὡς πολύτιμη κληρονομιὰ ὑπάρχει μία αἴτηση, μὲ τὴν ὁποία ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς δώσει «μνήμη θανάτου».
Ὅταν ἀναφέρονται αὐτὲς οἱ λέξεις στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἡ ἀντίδρασή του εἶναι συνήθως ἡ ἀπόρριψη καὶ ἡ ἀποστροφή. Μήπως σημαίνουν αὐτὲς οἱ λέξεις ὅτι θὰ πρέπει νὰ θυμόμαστε πὼς ὁ θάνατος εἶναι σὰν τὴ Δαμόκλειο σπάθη, ποὺ κρέμεται ἀπὸ μία τρίχα πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας καὶ πώς, ἀνὰ πάσα στιγμή, μπορεῖ τὸ συμπόσιο τῆς ζωῆς νὰ τερματιστεῖ τραγικά; Σημαίνουν μήπως πώς oποτεδήποτε βροῦμε μία χαρά, θὰ πρέπει ἀμέσως νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι αὐτὴ θὰ ἔχει ἕνα τέλος; Πρέπει μήπως νὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ συσκοτίζεται τὸ φῶς κάθε μέρας μὲ τὸ φόβο ἑνὸς ἐπικείμενου θανάτου; Ὄχι, δὲν αἰσθάνονταν ἔτσι οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Αὐτὸ ποὺ αἰσθάνονταν εἶναι ὅτι ὁ θάνατος ἀποτελεῖ μία ἀποφασιστικὴ στιγμή, ὅταν ὅσα μποροῦμε νὰ κάνουμε πάνω στὴ γῆ φθάνουν σ’ἕνα τέλος. Πρέπει λοιπὸν νὰ βιαστοῦμε νὰ ἐπιτύχουμε πάνω στὴ γῆ ὅσα μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἀποτελεῖ, κατὰ ἕναν παράδοξο τρόπο, ἕνα σκοπὸ γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε στὴ ζωή, γιὰ νὰ γίνουμε τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο ποὺ κληθήκαμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ γίνουμε, γιὰ νὰ πλησιάσουμε ὅσο περισσότερο μποροῦμε αὐτὸ ποὺ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλεῖ «μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ», γιὰ νὰ γίνουμε ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερα μία ἀπαραμόρφωτη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς του λέει ὅτι πρέπει νὰ βιαστοῦμε νὰ ζήσουμε, ἐπειδὴ ὁ χρόνος εἶναι ἀπατηλός. Ζοῦμε ὅλες τὶς μέρες τῆς ζωῆς μας σὰν νὰ γράφουμε βιαστικά, ἀπρόσεχτα, ἕνα πρόχειρο γραφτὸ ποὺ μία μέρα θὰ καθαρογραφεῖ. Εἶναι σὰν νὰ ἑτοιμαζόμαστε νὰ κτίσουμε καὶ μαζεύουμε ὅλα τὰ χρειώδη ποὺ ἀργότερα θὰ ὀργανωθοῦν σὲ ὀμορφιά, ἁρμονία καὶ νόημα. Ζοῦμε μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, χρόνο μὲ τὸ χρόνο, δίχως νὰ ὁλοκληρώνουμε ἢ νὰ τελειοποιοῦμε αὐτὰ ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε, ἐπειδὴ ἔχουμε καιρὸ μπροστά μας. Λέμε στὸν ἑαυτό μας: ἀργότερα θὰ κάνω κάτι, αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει ἀργότερα, κάποια μέρα θὰ κάνω τὸ καθαρογράψιμο. Ἀλλὰ τὰ χρόνια περνοῦν καὶ δὲν κάνουμε τίποτε.
Αὐτὸ συμβαίνει ὄχι μόνο ἐπειδὴ πλησιάζει ὁ θάνατος, ἀλλὰ ἐπειδὴ σὲ κάθε περίοδο τῆς ζωῆς μας δὲν ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ κάνουμε ὅσα ἡ προηγούμενη περίοδος μᾶς ἔχει ἐπιτρέψει νὰ κάνουμε. Δὲν μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε μία ὄμορφη καὶ γεμάτη νεότητα κατὰ τὴν περίοδο τῆς ὡριμότητας, ὅπως δὲν μποροῦμε, σὲ μεγάλη ἡλικία, νὰ ἀποκαλύψουμε στὸν Θεὸ καὶ στὸν κόσμο αὐτὸ ποὺ πιθανῶς θὰ ἤμασταν στὰ χρόνια της ὡριμότητας. Ὑπάρχει ὁ κατάλληλος καιρὸς γιὰ ὅλα τὰ πράγματα, ἀλλά, μόλις περάσει, δὲν εἶναι πλέον δυνατὸν νὰ γίνουν αὐτά.
Ὁ Βίκτωρ Οὐγκῶ ἔλεγε ὅτι ὑπάρχει φωτιὰ στὰ μάτια τῶν νέων, ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει καὶ φῶς στὰ μάτια τῶν γερόντων. Ὁ καιρὸς τῆς δυνατῆς φωτιᾶς περνᾶ, ὁ καιρὸς τοῦ φωτὸς πλησιάζει, ἀλλὰ ὅταν ἔλθει ὁ καιρὸς γιὰ νὰ γίνουμε φῶς, δὲν μποροῦμε πλέον νὰ κάνουμε αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶχαν γίνει τὴν ἐποχὴ ποὺ ἤμασταν φωτιά. Ὁ χρόνος εἶναι ἀπατηλός. Ὅταν μᾶς λένε ὅτι πρέπει νὰ θυμόμαστε τὸ θάνατο, δὲν εἶναι γιὰ νὰ μᾶς δώσουν φόβο γιὰ τὴ ζωή, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς κάνουν νὰ ζήσουμε μὲ ὅλη τὴν ἔνταση ποὺ θὰ εἴχαμε ἂν συνειδητοποιούσαμε ὅτι κάθε στιγμὴ εἶναι μόνο ἡ στιγμὴ πού κατέχουμε, καὶ ὅτι ἡ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς πρέπει νὰ εἶναι τέλεια: μᾶς ὑποδεικνύεται ὄχι τὸ βάθος ἀλλὰ ἡ κορυφὴ τοῦ κύματος, ὄχι μία ἥττα ἀλλὰ ἕνας θρίαμβος. Ἔτσι, ἡ μνήμη θανάτου φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ μόνη δύναμη ποὺ κάνει τελικὰ τὴ ζωὴ ἔντονη.
Ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ ζήσουν γιὰ κάποια περίοδο μ’ ἕναν ἑτοιμοθάνατο, μ’ ἕνα πρόσωπο ποὺ γνωρίζει τὸν ἐρχομὸ τοῦ θανάτου, καὶ ἔχουν συνειδητοποιήσει κι αὐτοὶ αὐτὸ τὸ γεγονός, θὰ πρέπει νὰ κατανοήσουν τὸ τί μπορεῖ νὰ σημαίνει γιὰ μία σχέση ἡ παρουσία τοῦ θανάτου. Σημαίνει πὼς κάθε λέξη ὀφείλει νὰ περιλαμβάνει ὅλο τὸ σεβασμό, ὅλη τὴν ὀμορφιά, ὅλη τὴν ἁρμονία καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ πιθανῶς νὰ βρισκόταν σὲ κατάσταση νάρκης σ’ αὐτὴν τὴ σχέση. Σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ ἀσήμαντο, ἐπειδὴ ὅσο ἀσήμαντο κι ἂν εἶναι κάτι, μπορεῖ νὰ γίνει εἴτε ἔκφραση ἀγάπης ἢ ἀκόμη καὶ ἄρνησή της.
Αὐτὸ εἶναι κάτι πολὺ σημαντικό, ἐπειδὴ χρωματίζει ὅλη μας τὴ στάση ἀπέναντι στὸ θάνατο. Μπορεῖ νὰ τὴ μετατρέψει σὲ μεγάλη πρόκληση, σὲ κάτι ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ ἀναπτυχθοῦμε στὸ πλῆρες μέτρο τῆς ἡλικίας καὶ στὸ νὰ προσπαθοῦμε συνεχῶς νὰ εἴμαστε ὅλα ὅσα μποροῦμε νὰ γίνουμε, χωρὶς ἐλπίδα νὰ βελτιωθοῦμε ἀργότερα ἂν δὲν φροντίσουμε νὰ εἴμαστε σωστοὶ ἀπὸ σήμερα.
Ὁ Ντοστογιέφσκυ, στοὺς “Ἀδελφοὺς Καραμαζώφ”, μιλᾶ γιὰ τὴν κόλαση. Λέει πὼς ἡ κόλαση μπορεῖ νὰ συνοψιστεῖ σὲ δύο λέξεις: «πολὺ ἀργά!» Μόνο ἡ μνήμη τοῦ θανάτου μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ζήσουμε αὐτὸ ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε ποτὲ νὰ ἀντιμετωπίσουμε ὑπὸ τὸ βάρος αὐτῆς τῆς φοβερῆς συνειδητοποίησης: εἶναι πολὺ ἀργά. Λέξεις ἢ χειρονομίες ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ γεμίσουν μία σχέση δὲν μποροῦν πλέον νὰ λεχθοῦν ἢ νὰ πραγματοποιηθοῦν. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ στὸ τέλος, ἀλλὰ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει παρὰ μόνο μ’ ἕναν ἄλλο τρόπο, μὲ πολὺ πόνο.
Πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, ἦρθε νὰ μὲ δεῖ ἕνας ἡλικιωμένος γύρω στὰ ὀγδόντα πέντε. Ἤθελε νὰ μὲ συμβουλευτεῖ, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ συνεχίσει νὰ ζεῖ μὲ τὴν ἀγωνία μὲ τὴν ὁποία εἶχε ζήσει γιὰ περίπου ἑξήντα χρόνια. Στὸν ἐμφύλιο πόλεμο τῆς Ρωσίας εἶχε σκοτώσει τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαποῦσε καὶ ποὺ καὶ αὐτὸ τὸν ἀγαποῦσε. Ἀγαποῦσε ὁ ἕvας τὸν ἄλλο πολύ. Σκόπευαν νὰ παντρευτοῦν, ἀλλὰ κατὰ τὴ διάρκεια μίας σκοποβολῆς, αὐτὴ εἶχε τρέξει ξαφνικὰ μπροστὰ ἀπὸ τὴ γραμμὴ σκόπευσης καὶ ἔτσι ἦταν πολὺ ἀργὰ γιὰ νὰ ἐκτρέψει τὴ βολή του.
Γιὰ ἑξήντα χρόνια δὲν εἶχε μπορέσει νὰ βρεῖ εἰρήνη. Ὄχι μόνο εἶχε κόψει τὸ νῆμα μίας ζωῆς ποὺ τοῦ ἦταν ἄπειρα πολύτιμη, ἀλλὰ μίας ζωῆς ποὺ ἄνθιζε καὶ ποὺ ἦταν ἐξίσου πολύτιμη καὶ γιὰ τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαποῦσε. Μοῦ εἶπε ὅτι προσευχόταν, ζητοῦσε συγγνώμη ἀπὸ τὸν Κύριο, εἶχε ἐξομολογηθεῖ, εἶχε μετανοήσει, εἶχε λάβει τὴν ἄφεση καὶ τὴ Θεία Κοινωνία – εἶχε κάνει ὅλα ὅσα ἡ φαντασία του καὶ ἡ φαντασία αὐτῶν ποὺ εἶχε στραφεῖ γιὰ συμβουλὲς εἶχαν προτείνει, ποτὲ ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ βρεῖ εἰρήνη.
Μὲ μία ἔμπνευση ἔντονης καὶ δυνατῆς συμπάθειας, τοῦ εἶπα: «Στρέφεσαι στὸν Χριστὸ ποὺ δὲν ἔχεις δολοφονήσει, στοὺς ἱερεῖς ποὺ δὲν ἔχεις πληγώσει. Γιατί δὲν ἔχεις σκεφτεῖ νὰ στραφεῖς στὸ κορίτσι ποῦ σκότωσες;»
Ἐξεπλάγη. Δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ συγχωρήσει; Δὲν εἶναι ὁ μόνος πού μπορεῖ νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων πάνω στὴ γῆ; Καὶ ὅμως, ἔτσι εἶναι. Τοῦ εἶπα λοιπὸν πώς, ἂν τὸ κορίτσι ποὺ πυροβόλησε μποροῦσε νὰ τὸν συγχωρήσει, νὰ μεσολαβήσει γι’ αὐτόν, τότε ἀκόμη κι ὁ Θεὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴν προσπεράσει ἀσυγκίνητος.
Ὑπάρχει μία ἱστορία γιὰ τὸν προφήτη Δανιήλ. Ὁ Δανιὴλ προσεύχεται καὶ ὁ Θεὸς τοῦ λέει ὅτι ἡ προσευχὴ του εἶναι μάταιη. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι μία ἡλικιωμένη γυναίκα, ποὺ τὸν φθονεῖ, προσεύχεται ἐνάντια στὴν προσευχὴ τοῦ Δανιὴλ καὶ ἔτσι ἡ προσευχὴ της εἶναι σὰν δυνατὸς ἄνεμος ποὺ σβήνει τὴ φλόγα τῆς προσευχῆς ποὺ ὁ Δανιὴλ ἔλπιζε πὼς θὰ φθάσει στὸν οὐρανό.
Αὐτὴ ἦταν ἡ εἰκόνα ποὺ πιθανῶς μοῦ ἦρθε ὑποσυνείδητα. Τοῦ πρότεινα νὰ κάθεται μετὰ τὴ βραδινὴ προσευχὴ καὶ νὰ διηγεῖται στὴν κοπέλα γι’ αὐτὰ τὰ ἑξήντα χρόνια πνευματικῆς ἀγωνίας, γιὰ μία καρδιὰ ποὺ σπαταλήθηκε, γιὰ τὸν πόνο ποὺ εἶχε ὑπομείνει, καὶ νὰ τῆς ζητήσει συγγνώμη καὶ κατόπιν νὰ τῆς ζητήσει νὰ μεσολαβήσει γι’ αὐτὸν στὸν Κύριο νὰ στείλει εἰρήνη στὴν καρδιά του, ἂν βεβαίως τὸν εἶχε κι αὐτὴ συγχωρήσει. Τὸ ἔκανε, καὶ ἦλθε ἡ εἰρήνη. Ἔτσι μπορεῖ νὰ ἐκπληρωθεῖ ὅ,τι ἔχει μείνει ἀτέλειωτο στὴ γῆ. Ὅ,τι ἔχει ἀποτύχει στὴ γῆ μπορεῖ νὰ θεραπευθεῖ ἀργότερα, ἀλλὰ τὸ τίμημα μπορεῖ νὰ εἶναι πολλὰ χρόνια πόνου καὶ τύψεων, δακρύων καὶ μοναξιᾶς.
Τώρα, ὅταν σκεφτόμαστε τὸ θάνατο, δὲν μποροῦμε νὰ τὸν φανταστοῦμε οὔτε ὡς ἕνα ἔνδοξο οὔτε ὡς ἕνα ἄθλιο γεγονός. Ἡ εἰκόνα ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς στὴ Βίβλο καὶ στὰ Εὐαγγέλια εἶναι πιὸ περίπλοκη ἀπ’ αὐτήν. Νὰ τὸ θέσω ἀλλιῶς: ὁ Θεὸς δὲν μᾶς δημιούργησε γιὰ τὸ θάνατο καὶ γιὰ τὴν καταστροφή. Μᾶς δημιούργησε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Μᾶς κάλεσε στὴν ἀθανασία – ὄχι μόνο στὴν ἀθανασία τῆς ἀναστάσεως ἀλλὰ σὲ μία ἀθανασία ποὺ δὲν γνωρίζει θάνατο.Ὁ θάνατος εἰσῆλθε ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Εἰσῆλθε ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὸν Θεό, στράφηκε μακριὰ ἀπ’ Αὐτόν, ἔψαξε νὰ βρεῖ τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους θὰ μποροῦσε νὰ κάνει πράγματα μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Τὴ γνώση ποὺ θὰ ἀποκτοῦσε μέσω τῆς κοινωνίας μὲ τὴ γνώση καὶ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος προσπάθησε νὰ τὴν ἀποκτήαει μόνος του. Ἀντὶ νὰ ζεῖ κοντὰ στὸν Θεό, διάλεξε τὴ δική του ἀνεξαρτησία.
Ὁ Γάλλος πάστορας Ρολλᾶν ντὲ Κυρὶ γράφει κάπου, μὲ ἕναν τρόπο ποὺ ἀποτελεῖ ἴσως μία καλὴ εἰκόνα, ὅτι τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔστρεφε τὴν πλάτη του στὸν Θεὸ καὶ κοίταζε τὸ ἄπειρο μπροστά του, τὴ στιγμὴ ἐκείνη δὲν ὑπῆρχε Θεὸς γι’ αὐτὸν καί, καθὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἡ μόνη πηγὴ ζωῆς, δὲν γινόταν παρὰ νὰ πεθάνει. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὸ θάνατο ὑπάρχει μία τραγωδία. Ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ὁ θάνατος εἶναι τερατώδης, δὲν θὰ ἔπρεπε κὰν νὰ ὑπάρχει, Ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀπώλειας τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὅμως, μία, ἀτέλειωτη διάρκεια χρόνου χωρισμένη ἀπὸ τὸν Θεό, πολλὲς χιλιάδες χρόνων ζωῆς δίχως καμιὰ ἐλπίδα ὅτι θὰ ὑπάρξει ἕνα τέλος σ’ αὐτὸν τὸ χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ ἦταν κάτι τὸ πολὺ τρομακτικότερο κι ἀπὸ αὐτὴν τὴ διάλυση τοῦ σωματικοῦ μας πλαισίου, ποὺ ἀποτελεῖ ἕνα τέλος σ’ αὐτὸν τὸ φαῦλο κύκλο.
Ἔτσι, ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη πλευρὰ τοῦ θανάτου: ὅσο στενὴ πύλη κι ἂν εἶναι, εἶναι ὡστόσο ἡ μόνη πύλη ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀποδράσουμε ἀπὸ τὸν φαῦλο κύκλο τοῦ ἀτέλειωτου χρόνου μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ – ἕνας κτιστὸς ἀτέλειωτος χρόνος, ὅπου δὲν ὑπάρχει, χῶρος γιὰ νὰ ξαναγίνουμε μέτοχοί τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τελικὰ μέτοχοί τῆς Θείας φύσης. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μπόρεσε νὰ πεῖ: «Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος». Ἐπειδὴ ὅσο ζῶ σ’ αὐτὸ τὸ σῶμα θὰ εἶμαι χωρισμένος ἀπὸ τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ σὲ ἕνα ἄλλο ἐδάφιο λέγει ὅτι γι’ αὐτὸν τὸ νὰ πεθάνει δὲν σημαίνει ὅτι ἁπλῶς ρίχνει ἀπὸ τοὺς ὤμους του τὴν πρόσκαιρη ζωή, σημαίνει ὅτι ἐνδύεται τὴν αἰωνιότητα. Ὁ θάνατος δὲν ἀποτελεῖ ἕνα τέλος, εἶναι μία ἀρχή. Εἶναι μία πόρτα ποὺ ἀνοίγει καὶ μᾶς εἰσάγει στὴν ἀπεραντοσύνη τῆς αἰωνιότητας, ποὺ θὰ ἦταν κλειστὴ γιὰ μᾶς γιὰ πάντα ἂν ὁ θάνατος δὲν μᾶς ἀπελευθέρωνε ἀπὸ τὴν ἐνσωμάτωσή μας στὰ γήινα πράγματα.
Αὐτὲς οἱ δύο πλευρὲς πρέπει νὰ παίξουν ἕναν σημαντικὸ ρόλο στὴ στάση μας ἀπέναντι στὸ θάνατο. Ὅταν πεθαίνει κάποιος, νομιμοποιούμαστε νὰ εἴμαστε συντετριμμένοι. Μποροῦμε νὰ παρατηροῦμε μὲ τρόμο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἁμαρτία σκότωσε τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶμε. Μποροῦμε νὰ ἀρνηθοῦμε τὸ θάνατο ὡς τὴν τελευταία λέξη, τὸ τελευταῖο γεγονὸς τῆς ζωῆς. Ἔχουμε δίκιο ὅταν κλαῖμε πάνω στὸν κεκοιμημένο, ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν ἔπρεπε νὰ συμβεῖ. Τὸ πρόσωπο αὐτὸ σκοτώθηκε ἀπὸ τὸ κακό.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, μποροῦμε νὰ χαιρόμαστε ἐπειδὴ μία νέα ζωή, ἀπεριόριστη, ἐλεύθερη, ἄρχισε γι’ αὐτὸν ἢ γι’ αὐτήν. Καὶ πάλι, μποροῦμε νὰ κλαῖμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, γιὰ τὴν ἀπώλεια ποὺ νιώθουμε, τὴ μοναξιά μας, ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ πρέπει νὰ μάθουμε τί εἶχε ἤδη προβλέψει καὶ προείπει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη: «κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ δὲν ἐπιτρέπει νὰ ξεθωριάσει ἡ μνήμη τοῦ ἀγαπημένου, ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς κάνει νὰ μὴ μιλοῦμε γιὰ τὴ σχέση μας μὲ τὸν ἀγαπημένο στὸν ἀόριστο: «Τὸν ἀγαποῦσα, ἤμασταν τόσο κοντά», ἀλλὰ μᾶς κάνει νὰ σκεφτόμαστε στὸν ἐνεστώτα: «Τὸν ἀγαπῶ, εἴμαστε τόσο κοντά».
Στὴν Καινὴ Διαθήκη, βρίσκουμε κάτι ἀκόμη σπουδαιότερο ἀπ’ αὐτό. Μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος οὐσιαστικὰ κατεβλήθη. Ὁ θάνατος ἔχει καταβληθεῖ μὲ περισσότερους ἀπὸ ἕναν τρόπους. Κατεβλήθη, ἐπειδὴ γνωρίζουμε ὅτι μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος δὲν ἀποτελεῖ τὴν τελευταία λέξη καὶ καλούμαστε νὰ ἐγερθοῦμε ξανὰ καὶ νὰ ζήσουμε.Ὁ θάνατος νικήθηκε ἐπίσης μὲ τὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ κατὰ τοῦ ἴδιου του θανάτου, μὲ τὴν εἰς Ἅδου κάθοδο, ἐπειδὴ ἡ φρικτότερη ἄποψη τοῦ θανάτου, ὅπως τὴ συνέλαβε ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ἦταν ὅτι ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶχε ἐπιφέρει τὸ θάνατο, εἶχε γίνει ὁριστικός, ἀκατάλυτος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ θάνατο. Ὅσοι εἶχαν πεθάνει -καὶ αὐτὸ ἐφαρμόζεται σὲ ὅλους- ὅσοι λοιπὸν εἶχαν πεθάνει ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ, Τὸν ἔχασαν γιὰ πάντα στὸ θάνατο. Ἡ Σεὸλ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ὁ τόπος ὅπου δὲν ὑπάρχει ὁ Θεός, ὁ τόπος τοῦ χωρισμοῦ, τῆς ὁριστικῆς καὶ ἀνεπανόρθωτης ἀπουσίας.
Μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν κάθοδό Του στὸν Ἅδη, ὁ θάνατος ἔφθασε στὸ τέλος του. Ὑπάρχει ὁ χωρισμὸς πάνω στὴ γῆ καὶ ὁ πόνος τοῦ χωρισμοῦ, ἀλλὰ μὲ τὸ θάνατο δὲν ὑπάρχει χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀντίθετα, ὁ θάνατος εἶναι ἡ στιγμὴ καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο, ὅσο κι ἂν ἤμασταν χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Θεό, ὅσο κι ἂν ἤμασταν ἀτελῶς ἑνωμένοι ἢ ἐναρμονισμένοι μαζί Του, παρουσιαζόμαστε μπροστά Του. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ σωτήρας τοῦ κόσμου. Δὲν μᾶς λέει συνεχῶς, «Οὐ γὰρ ἦλθον ἴνα κρίνω τὸν κόσμο, ἀλλ’ ἴνα σώσω τὸν κόσμον»; Στεκόμαστε λοιπὸν μπροστὰ σ’ Αὐτόν, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία.
Ἔτσι, ὁ θάνατος διαθέτει μία περιπλοκότητα -θὰ μπορούσαμε ἴσως νὰ ποῦμε ἕναν διφορούμενο χαρακτήρα-, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα, ἂν εἴμαστε λαὸς τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἐπιτρέψουμε στὸν ἑαυτό μας νὰ παραβλέψει τὴ γέννηση τοῦ κεκοιμημένου στὴν αἰωνιότητα, ἐπειδὴ εἴμαστε τόσο πληγωμένοι ἀπὸ τὴν ἀπώλεια καὶ ἀπὸ τὴ γήινη μοναξιά μας. Ὑπάρχει στὸ θάνατο καὶ μία δύναμη τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς ἐγγίζει. Ἂν ἡ ἀγάπη μας εἶναι πιστή, ἂν ἔχουμε τὴ δύναμη νὰ θυμόμαστε, ὄχι μόνο μὲ τὸ μυαλὸ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν καρδιά μας, αὐτοὺς ποὺ ἔχουμε ἀγαπήσει πάνω στὴ γῆ, τότε, σύμφωνα μὲ τὸν Χριστό: «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν».
Εἶναι δύσκολο, ἂν ὄχι καὶ ἀδύνατο, νὰ μιλοῦμε γιὰ τὰ ζητήματα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ἂν αὐτὰ δὲν εἶναι προσωπικά. Συναντοῦμε τὸ θάνατο πρῶτα ἀπ’ ὅλα στὴ ζωή μας, ὄχι ὡς ἕνα θέμα πάνω στὸ ὁποῖο στοχαζόμαστε, ἂν καὶ συμβαίνει κι αὐτό, ἀλλὰ κυρίως ὡς ἀποτέλεσμα κάποιας ἀπώλειας, δικῆς μας ἢ κάποιου ἄλλου. Μάλιστα, αὐτὴ ἡ ὑποκατάστατη ἐμπειρία τοῦ θανάτου εἶναι ποὺ λειτουργεῖ ὡς ὑπόβαθρο γιὰ νὰ στοχαζόμαστε ἐκ τῶν ὑστέρων πάνω στὴ βεβαιότητα τοῦ δικοῦ μας θανάτου, καὶ γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο σχετιζόμαστε μ’ αὐτόν.
Ὁ πατέρας μου ἦταν ἕνας ντροπαλὸς ἄνθρωπος. Μιλοῦσε λίγο, καὶ ἔτσι μιλούσαμε λίγο καὶ μεταξύ μας. Ἀνήμερα τὸ Πάσχα αἰσθάνθηκε λίγο ἀδιάθετος καὶ ξάπλωσε. Κάθησα κοντά του καὶ γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωὴ μας μιλήσαμε τελείως ἀνοιχτά. Δὲν ἦταν τόσο τὰ λόγιά μας ποὺ ἦταν σημαντικά. Ἦταν ἕνα ἄνοιγμα τοῦ μυαλοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς. Οἱ πόρτες ἄνοιξαν.Ἡ σιωπὴ ἦταν τόσο ἀνοιχτὴ καὶ βαθιὰ ὅσο καὶ οἱ λέξεις.
Κατόπιν ἔπρεπε νὰ φύγω. Χαιρέτησα ὅλους ὅσοι ἦταν στὸ δωμάτιο, ἀλλὰ ὄχι αὐτόν, ἐπειδὴ αἰσθάνθηκα πώς, ἔχοντας συναντηθεῖ μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴχαμε συναντηθεῖ, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀποχωριστεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Δὲν ὑπῆρξε χαιρετισμός. Δὲν ὑπῆρξε καν ἕνα «εἰς τὸ ἐπανιδείν», ἐπειδὴ εἴχαμε συναντηθεῖ, καὶ αὐτὸ ἦταν γιὰ πάντα.
Πέθανε τὴν ἴδια νύχτα. Θυμᾶμαι, ὅταν ἐπέστρεψα ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο ὅπου ἐργαζόμουν καὶ μοῦ εἶπαν πὼς εἶχε πεθάνει, προχώρησα στὸ δωμάτιό του καὶ ἔκλεισα τὴν πόρτα πίσω μου. Αὐτὸ ποὺ ἀντιλήφθηκα ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἦταν ἡ ποιότητα καὶ τὸ βάθος τῆς σιωπῆς, ἡ ὁποία κατὰ κανένα τρόπο δὲν ἦταν μία ἀπουσία θορύβου, σύμφωνα μὲ τὴν ἔκφραση τοῦ Γάλλου συγγραφέα Ζὼρζ Μπερνανός, σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μυθιστορήματά του -«μία σιωπὴ ποὺ ἦταν παρουσία». Ἔπιασα μάλιστα τὸν ἑαυτό μου νὰ λέει: «καὶ οἱ ἄνθρωποι τολμοῦν νὰ λένε ὅτι ὑπάρχει ὁ θάνατος. Τί ψέμα».
Αὐτὸ ἴσως ἐξηγεῖ τὸ γιατί ἡ στάση μου ἀπέναντι στὸ θάνατο εἶναι τόσο μονόπλευρη: ἐπειδὴ βλέπω τὴ δόξα του καὶ ὄχι μόνο τὸν πόνο καὶ τὴν ἀπώλεια. Ἡ ἐμπειρία μου ἀναφέρεται στὸν ξαφνικὸ θάνατο, στὸν ἀπροσδόκητο θάνατο, στὸ θάνατο ποὺ ἔρχεται σὰν «κλέφτης ἐν νυκτί». Ἂν τέτοιες ἐμπειρίες βρεθοῦν μπροστά σας, θὰ καταλάβετε ἴσως τὸ γιατί κάποιος μπορεῖ ἀκόμη καὶ νὰ χαίρεται, ὅταν ἡ καρδιὰ του βρίσκεται σὲ ἔντονο πόνο καὶ ἀγωνία, καὶ τὸ πῶς -σ’ αὐτὸ θὰ ἐπιστρέψουμε ἀργότερα- μποροῦμε νὰ ἀναφωνήσουμε στὴν ἐξόδια ἀκολουθία μας: «Μακαρία ἡ ὁδός, ἥ πορεύει σήμερον, ὅτι ἠτοιμάσθη σοι τόπος ἀναπαύσεως». Γι’ αὐτὸ καὶ χρησιμοποιοῦμε τὰ λόγια ἑνὸς ψαλμοῦ ἀπὸ τὴν ἴδια ἀκολουθία, ὡσὰν ὁ κεκοιμημένος, στρεφόμενος πρὸς ἐμᾶς, νὰ μᾶς ἔλεγε: «Ζήσεται ἡ ψυχή μου καὶ αἰνέσει σέ».
Πολὺ συχνότερα, ὅμως, ἀντὶ γιὰ ἕναν ξαφνικὸ θάνατο, ἀντιμετωπίζουμε μία μακρόχρονη ἢ ὀλιγόχρονη ἀρρώστια, ἢ γηρατειά, ποὺ σταδιακά μᾶς φέρνουν εἴτε στὸν τάφο, εἴτε στὴν ἐλευθερία μας, ἀνάλογα ἀπὸ ποιὰ πλευρὰ θὰ τὸ δεῖ κανείς. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπέρτατη συνάντηση ποὺ λαχταρᾶ ὁ καθένας μας, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, καὶ γιὰ τὴν ὁποία ἀγωνίζεται σὲ ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωή του, ποὺ εἶναι ἡ πρόσωπο μὲ πρόσωπο συνάντησή μας μὲ τὸν ζῶντα Θεό, μὲ τὴν Αἰώνια Ζωή, καὶ ἡ κοινωνία μαζί Του. Αὐτὴ ἡ περίοδος τῆς ἀρρώστιας, ἡ τῶν προϊόντων γηρατειῶν, πρέπει νὰ ἀντιμετωπισθεῖ καὶ νὰ κατανοηθεῖ δημιουργικὰ καὶ χρήσιμα.
Μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες τραγωδίες τῆς ζωῆς, ποὺ φέρνει μεγάλη πνευματικὴ ἀγωνία στοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ὅταν βλέπουν ἕνα ἀγαπημένο τοὺς πρόσωπο νὰ γερνάει, νὰ χάνει, τὶς σωματικὲς καὶ πνευματικές του ἱκανότητες, νὰ φαίνεται πὼς χάνει ὅ,τι ἦταν τὸ πιὸ πολύτιμο πράγμα: τὸ καθαρὸ μυαλό, τὴν πνευματώδη ἀνταπόκριση στὴ ζωή. Πολὺ συχνά, αὐτὴ ἡ πορεία βρίσκεται στὴ μία πλευρά. Κλείνουμε τὰ μάτια μας γιὰ νὰ μὴ βλέπουμε, ἐπειδὴ φοβόμαστε νὰ δοῦμε καὶ νὰ προβλέψουμε. Μὲ ἀποτέλεσμα, ὅταν ἔρχεται ὁ θάνατος, νὰ εἶναι ἕνας ξαφνικὸς θάνατος ποὺ ὄχι μόνο διαθέτει τὸν τρόμο τοῦ ἀπροσδόκητου θανάτου, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐπιπλέον τρόμο νὰ μᾶς κτυπᾶ στὴν πλέον εὐαίσθητη χορδή μας.
Αὐτὸ συμβαίνει ἐπειδὴ ὁ πόνος, ὁ φόβος καὶ ἡ ἀγωνία ἔχουν ἀνεβάσει τὴν ἔντασή τους μέσα μας, ἀφοῦ ἐμεῖς ἀρνηθήκαμε νὰ τοὺς δώσουμε ἐλευθερία ἔκφρασης καὶ τὴ δυνατότητα νὰ ὡριμάσουν. Τὸ κτύπημα γίνεται ἀκόμη πιὸ ὀδυνηρὸ καὶ καταστροφικὸ ἀπ’ ὅ,τι στὴν περίπτωση ἑνὸς ξαφνικοῦ θανάτου, ἐπειδή, χώρια ἀπὸ τὸν τρόμο καὶ τὸν πόνο τῆς ἀπώλειας ποὺ δημιουργεῖ, στὴ συνέχεια μεμφόμαστε καὶ καταδικάζουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὸ ὅτι δὲν κάναμε ὅλα ὅσα θὰ μπορούσαμε νὰ εἴχαμε κάνει. Ἂν τὰ εἴχαμε κάνει, αὐτὸ θὰ μᾶς ὠθοῦσε στὴν ἀλήθεια καὶ θὰ ξεσκέπαζε σέ μᾶς καὶ στὸν θνήσκοντα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ θάνατος ἄνοιγε σιγὰ σιγὰ τὴν πόρτα – καὶ πὼς αὐτὴ ἡ πόρτα θὰ ἄνοιγε διάπλατα μία μέρα καὶ τὸ ἀγαπημένο μας πρόσωπο θὰ ἔπρεπε νὰ τὴ διαβεῖ δίχως νὰ κοιτάζει πίσω.
Εἶναι σημαντικὸ γιὰ ὅλους μας, ὁποτεδήποτε ἀντιμετωπίζουμε αὐτὴ τὴν ἀπώλεια ποὺ πλησιάζει σταδιακά, νὰ τὴν ἀντιμετωπίζουμε ἀπ’ ἀρχῆς μὲ ἐκεῖνον τὸν ὄμορφο καὶ ἰσορροπημένο τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε ὅσο τὸ ἀγαπημένο μας πρόσωπο βρίσκεται ἀκόμη ἐν ζωῇ καὶ ἀνάμεσά μας. Ἀπέναντι στὴ σκέψη τοῦ ἐπερχόμενου θανάτου ὑπάρχει ἡ πραγματικότητα μίας ζωντανῆς παρουσίας. Μποροῦμε κάθε στιγμὴ νὰ ἀκουμπᾶμε στὴν ἀσφάλεια αὐτῆς τῆς παρουσίας ἐνῶ ὅλο καὶ περισσότερο θὰ συνειδητοποιοῦμε τὴν περιπλοκότητα τῆς ἐπερχόμενης ἀπώλειας. Αὐτὴ ἡ ἰσορροπία ἀνάμεσα στὴ δύναμη τῆς πραγματικότητας καὶ στὴν ἀστάθεια τῆς σκέψης εἶναι ποὺ μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ τὸ θάνατο πολύτιμων γιὰ μᾶς ἀνθρώπων.
Αὐτὴ ἡ προετοιμασία συνεπάγεται ἐπίσης -ὅπως ἀνέφερα προηγουμένως- μία στάση ἀπέναντι στὸ θάνατο ποὺ νὰ ἀναγνωρίζει ἀφενὸς τὸν τρόμο καὶ τὸν πόνο τῆς ἀπώλειας, ἀλλὰ νὰ ἀναγνωρίζει ἐπίσης καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ θάνατος εἶναι μία πύλη ποὺ ἀνοίγει στὴν αἰώνια ζωή. «Τὸ νὰ πεθάνω δὲν σημαίνει νὰ ἀπεκδυθῶ τὴν πρόσκαιρη ζωή, ἀλλὰ νὰ ἐνδυθῶ τὴν αἰωνιότητα», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μποροῦμε τώρα νὰ δώσουμε λίγα παραδείγματα γι’ αὐτὴ τὴν περίοδο προετοιμασίας.
Ἡ μητέρα μου πέθανε ἀπὸ καρκίνο ποὺ τὴ βασάνισε γιὰ μία περίοδο περισσότερο ἀπὸ τρία χρόνια. Ἐγχειρίστηκε, ἀλλὰ ἀνεπιτυχῶς. Ὁ γιατρός μοῦ μίλησε γι’ αὐτὸ καὶ κατόπιν πρόσθεσε: «Φυσικά, δὲν θὰ πεῖς τίποτε στὴ μητέρα σου».
Toυ εἶπα: «Θὰ τὸ πῶ». Καὶ τὸ εἶπα.
Θυμᾶμαι πὼς τὴν πλησίασα καὶ τῆς εἶπα ὅτι εἶχε τηλεφωνήσει ὁ γιατρὸς καὶ μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ἡ ἐγχείρηση δὲν εἶχε πετύχει. Σιωπήσαμε γιὰ ἕνα λεπτὸ καὶ κατόπιν ἡ μητέρα μου εἶπε:«Καὶ ἔτσι θὰ πεθάνω».
Τῆς εἶπα: «Ναί».
Κατόπιν ἔμεινα κοντά της, ἐντελῶς σιωπηλός, ἐπικοινωνώντας μαζί της δίχως λέξεις. Δὲν νομίζω ὅτι κάναμε τίποτε σκέψεις. Εἴχαμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε κάτι ποὺ εἶχε εἰσβάλει στὴ ζωή μας καὶ τὴν εἶχε ἀλλάξει τελείως. Αὐτὸ δὲν ἦταν κάποια σκιά, ἕνα κακό, κάποιος τρόμος. Ἦταν τὸ ἔσχατο. Καὶ ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίσουμε αὐτὸ τὸ ἔσχατο χωρὶς ἀκόμη νὰ γνωρίζουμε πὼς θὰ ἐκτυλισσόταν. Μείναμε μαζὶ ὅσο αἰσθανθήκαμε ὅτι ἔπρεπε νὰ μείνουμε. Καὶ μετὰ ἡ ζωὴ συνεχίστηκε.
Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ μὴν κλειστοῦμε οὔτε γιὰ μία στιγμή, ἡ μητέρα μου κι ἐγώ, σ’ ἕνα ψέμα, νὰ μὴν ὁδηγηθοῦμε σὲ μία κωμωδία, στερημένοι ἀπὸ ὁποιαδήποτε βοήθεια. Δὲν ὑπῆρξε στιγμὴ ποὺ νὰ μπῆκα στὸ δωμάτιο τῆς μητέρας μου μ’ ἕνα ψεύτικο χαμόγελο, ἢ λέγοντας κάτι τὸ ψεύτικο. Δὲν ὑπῆρξε καμία στιγμὴ ποὺ νὰ παίξαμε τὴν κωμωδία μίας ζωῆς ποὺ κατακτᾶ τὸ θάνατο, ποτὲ δὲν ἰσχυριστήκαμε ὅτι ἡ ἀρρώστια θὰ φύγει, ὅταν καὶ οἱ δύο γνωρίζαμε ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ συμβεῖ. Δὲν ὑπῆρξε καμιὰ στιγμὴ ποὺ νὰ στερήθηκε ὁ ἕνας τὴ βοήθεια τοῦ ἄλλου. Ὑπῆρξαν στιγμὲς ποὺ ἡ μητέρα μου αἰσθάνθηκε νὰ χρειάζεται βοήθεια. Θὰ κτυποῦσε τότε τὸ κουδούνι καὶ θὰ ἐρχόμουν, καὶ θὰ μιλούσαμε γιὰ τὸν ἐπερχόμενο θάνατο καὶ τὸ αἴσθημα ἀπώλειας ποὺ εἶχα.
Ἀγαποῦσε τὴ ζωή. Τὴν ἀγαποῦσε βαθιά. Λίγες μέρες πρὶν πεθάνει ἔλεγε ὅτι θὰ προτιμοῦσε νὰ ζήσει 150 χρόνια ὑποφέροντας, ἀντὶ νὰ πεθάνει. Μᾶς ἀγαποῦσε. Θλιβόταν γιὰ τὸν χωρισμό: «Ὤ! Γιὰ τὸ ἄγγιγμα ἑνὸς χαμένου χεριοῦ καὶ τὸν ἦχο μίας φωνῆς ποὺ ἀκόμη ὑπάρχει».
Κατόπιν, ὑπῆρξαν ἄλλες στιγμὲς ποὺ αἰσθάνθηκα τὸν πόνο, καὶ πήγαινα τότε καὶ μιλοῦσα γι’ αὐτὸν στὴ μητέρα μου. Μὲ στήριζε καὶ μὲ βοηθοῦσε νὰ ἀντικρίσω τὸν θάνατο. Αὐτὴ ὑπῆρξε μία βαθιὰ καὶ ἀληθινὴ σχέση, δίχως κανένα ψέμα μέσα της. Σ’ αὐτὴν τὴ σχέση εἶχε βρεῖ θέση ὁτιδήποτε εἶναι ἀληθινό.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία ἄλλη πλευρά, ποὺ τὴν ἀνέφερα προηγουμένως. Ἐπειδὴ ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ ἐπέλθει ἀνὰ πάσα στιγμή, καὶ τότε θὰ εἶναι πολὺ ἀργὰ νὰ διορθωθεῖ κάτι ποὺ ἦταν στραβό, ὅλη ἡ ζωὴ πρέπει κάθε στιγμὴ νὰ γίνεται μία ἔκφραση, ὅσο τὸ δυνατὸν τελειότερη καὶ πιὸ ὁλοκληρωμένη, σχέσης σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης. Μόνο ὁ θάνατος μπορεῖ νὰ μετατρέψει ὅσα πράγματα φαίνονται μικρὰ καὶ ἀσήμαντα σὲ σημεῖα μεγάλα καὶ σημαντικά. Ὁ τρόπος ποὺ προετοιμάζεις ἕνα φλιτζάνι τσάι πάνω σ’ ἕνα δίσκο, ποὺ τοποθετεῖς τὰ μαξιλάρια κάτω ἀπὸ ἕναν ἄρρωστο, ὁ τρόπος ποὺ ἠχεῖ ἡ φωνή σου, ὁ τρόπος ποὺ κινεῖσαι – τὰ πάντα μποροῦν νὰ γίνονν ἔκφραση ὅλων ὅσων ὑπάρχουν σὲ μία σχέση.
Ἂν ὑπάρχει μία λανθασμένη παρατήρηση, ἂν ὑπάρχει ἕνα ρῆγμα, ἂν κάτι ἔχει στραβώσει, πρέπει νὰ διορθωθεῖ ἀμέσως, ἐπειδὴ ὑπάρχει ἡ ἀναπόφευκτη βεβαιότητα ὅτι ἀργότερα θὰ εἶναι πολὺ ἀργά. Ὁ θάνατος μᾶς κάνει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴν ἀλήθεια τῆς ζωῆς, μὲ μία ἁδρότητα καὶ σαφήνεια ποὺ τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὴ μεταδώσει.
Εἶναι σημαντικό, εἴτε ἀντικρίζοντας τὸ θάνατό μας εἴτε ἀντιμετωπίζοντας τὸ θάνατο κάποιου ἄλλου, νὰ συνειδητοποιοῦμε τὴν αἰωνιότητα. Πρὶν ἀπὸ τριάντα περίπου χρόνια, ἕνας ἄνθρωπος ὁδηγήθηκε στὸ νοσοκομεῖο, μὲ μία φαινομενικὰ συνηθισμένη ἀρρώστια. Μετὰ τὶς ἐξετάσεις βρέθηκε ὅτι ἔπασχε ἀπὸ καρκίνο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ χειρουργηθεῖ. Τὸ πληροφορήθηκε ἡ ἀδελφή του καθὼς καὶ ἐγώ, ἀλλὰ ὄχι αὐτός. Αἰσθανόταν ἀκμαῖος, δυνατὸς καὶ πάρα πολὺ ζωντανός.
Μοῦ εἶπε: «Ἔχω τόσα νὰ κάνω καὶ βρίσκομαι ἐδῶ, καθηλωμένος στὸ κρεβάτι, γιὰ πόσο ἀκόμη;»
Τοῦ εἶπα: «Πόσο συχνὰ δὲν μοῦ ἔχεις πεῖ ὅτι ὀνειρεύεσαι τὴ στιγμὴ ποῦ θὰ μποροῦσες νὰ σταματήσεις τὸ χρόνο ὥστε νὰ μπορεῖς νὰ εἶσαι ἀντὶ νὰ φτιάχνεις; Ποτὲ δὲν τὸ ἔκανες. Ὁ Θεὸς τὸ κάνει τώρα γιὰ σένα. Τώρα εἶναι καιρὸς γιὰ νὰ εἶσαι».
Ἀντιμετωπίζοντας τὴν ἀνάγκη του νὰ «εἶναι», σὲ μία κατάσταση ποὺ θὰ τὴν ἀποκαλούσαμε ἐντελῶς θεωρητική, ἔμεινε ἔκπληκτος καὶ εἶπε: «Τί πρέπει νὰ κάνω;»
Τοῦ εἶπα ὅτι ἡ ἀρρώστια καὶ ὁ θάνατος δὲν καθορίζονται μόνο ἀπὸ φυσιολογικὲς ἀλλαγὲς -ἀπὸ τὰ μικρόβια καὶ τὴν παθολογία-ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ καταστρέφουν τὴν ἐσωτερική μας ἐνέργεια. Αὐτὰ εἶναι ὅλα ὅσα θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἀποκαλέσει ἀρνητικὲς σκέψεις καὶ αἰσθήματα, τὸ καθετὶ ποὺ ἐξασθενίζει τὴ ζωὴ μέσα μας, τὸ καθετὶ ποὺ ἐμποδίζει τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ νὰ ξεχυθεῖ σὰν ποτάμι, καθαρὸ καὶ ἐλεύθερο. Τοῦ πρότεινα λοιπὸν νὰ τακτοποιήσει ὄχι μόνο ἐξωτερικά, ἀλλὰ καὶ μέσα του ὅλα ὅσα ὑπῆρξαν λανθασμένα στὴ σχέση του μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὸν ἴδιο, σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς του, καὶ νὰ ἀρχίσει ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμή. Ὅταν μάλιστα τὸ κάνει αὐτὸ γιά, τὸ τώρα, ἂς προχωρήσει πίσω στὸ παρελθὸν γιὰ νὰ τὸ καθαρίσει, γιὰ νὰ κάνει εἰρήνη μὲ τοὺς πάντες, λύνοντας τοὺς κόμβους, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει κάθε κακό, γιὰ νὰ μετανοήσει, γιὰ νὰ δεχθεῖ καὶ νὰ εὐγνωμονήσει μὲ ὅλη του τὴ ζωὴ – πράγματι, ἡ ζωὴ τοῦ εἶχε σταθεῖ σκληρή.
Ἔτσι, μέρα μὲ τὴ μέρα, μήνα μὲ τὸ μήνα, περάσαμε ἀπὸ ὅλη αὐτὴν τὴ διαδικασία.Ἔκανε εἰρήνη μὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή. Καὶ τὸν θυμᾶμαι στὸ τέλος, ξαπλωμένο στὸ κρεβάτι του, τόσο ἀδύνατο ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήσει τὸ κουτάλι, νὰ μοῦ λέει μὲ μάτια ποὺ ἔλαμπαν: «Τὸ σῶμα μου ἔχει, κιόλας πεθάνει, καὶ ὅμως ποτὲ δὲν ἔνιωσα τόσο πολὺ ζωντανός, ὅπως νιώθω τώρα». Εἶχε ἀνακαλύψει ὅτι ἡ ζωὴ δὲν ἦταν μόνο τὸ σῶμα του, ἂν καὶ ὁ ἴδιος ἦταν τὸ σῶμα του, καὶ ὅτι διέθετε μία πραγματικότητα ποὺ ὁ θάνατος τοῦ σώματός του δὲν μποροῦσε νὰ καταστρέψει.
Αὐτὴ εἶναι μία πολὺ σπουδαία ἐμπειρία. Εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μας, σὲ κάθε στιγμή, ἂν θέλουμε νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴ δύναμη τῆς αἰώνιας ζωῆς μέσα μας καὶ συνεπῶς νὰ ἀποβάλουμε τὸ φόβο γιὰ ὁτιδήποτε συμβεῖ στὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή, ποὺ ἐπίσης μᾶς ἀνήκει.