Κυριακή Ε' τοῦ Λουκᾶ
«Ὑπῆρχε καὶ ἕνας φτωχός, ὀνομαζόμενος Λάζαρος, ὁ ὁποῖος ἤταν ξαπλωμένος κοντὰ στήν πύλη τοῦ πλουσίου γεμάτος πληγὲς καὶ ἐπιθυμοῦσε νά χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου, ἀλλὰ καὶ τὰ σκυλιὰ ἔρχονταν καὶ ἔγλειφαν τίς πληγὲς του».(Λουκ. 16, 19-31).
Βλέπετε τὴν πλήρη ἔλλειψη κοινωνίας τοῦ πλουσίου πρὸς τὸν φτωχὸ Λάζαρο; Ὁ πρῶτος παραχόρταινε καθημερινὰ ἀπὸ τὴν τράπεζά του πού ἤταν γεμάτη ἀπὸ παντὸς εἴδους φαγητὰ καὶ πολυτελῆ καρυκεύματα, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἐπιθυμοῦσε νά χορτάσει καὶ ἀπὸ τὰ εὐτελέστατα πράγματα, γιατί ποτέ δέν εἶχε χορτάσει. Ἐκεῖνος ἔλαμπε ἀπὸ τὴν πορφύρα καὶ τὰ μεταξωτά πού φοροῦσε καὶ ἀπὸ τὸν ὑπερβολικὸ ἐξωραϊσμὸ τοῦ εὐρώστου σώματος, ἐνῶ ὁ Λάζαρος εἶχε καὶ τὰ ξεσχισμένα ῥάκη του γεμάτα ἀπὸ βρωμιὰ καὶ δυσωδία, γεμάτος πληγὲς καὶ περιρρεόμενος ἀπὸ πύο. Ἐκεῖνος καθόταν σὲ ψηλὸ θρόνο περικυκλωμένος ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ὑπηρετῶν, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἤταν ξαπλωμένος κάτω στό ἔδαφος κοντὰ στήν πύλη μὴ ἔχοντας κάποιον οὔτε γιά νά ἀπομακρύνει τὰ σκυλιά.
Ἀλλὰ γιά ποιὸ λόγο τὸν φτωχὸ ἀποκαλεῖ μέ τὸ ὄνομά του, ἐνῶ τόν πλούσιο τὸν ἀνέφερε χωρὶς τὸ ὄνομά του; Μποροῦμε βέβαια νά ποῦμε, ὅτι τό ὄνομα αὐτοῦ τοῦ φτωχοῦ σύμφωνα μέ τὸν εὐαγγελικὸ λόγο εἶναι γραμμένο στούς οὐρανούς, ἐνῶ τοῦ πλούσιου ἐξαλείφθηκε καὶ χάθηκε ἀπό ἐκεῖ ἀκόμα καὶ ἡ μνήμη μαζί μέ τὸ ὄνομα. Γιατὶ καὶ ὁ Ψαλμωδὸς λέγει γιά τοὺς ἀνθρώπους αὐτοῦ τοῦ εἴδους· «δέν θὰ ἀναφέρω τὰ ὀνόματά τους μέ τὰ χείλη μου». Ἐπειδὴ, ὅμως, καὶ κάθε πλούσιος μπορεῖ ν’ ἀποδώσει στόν ἑαυτὸ του τὴν παραβολὴ καὶ θεωρώντας ἐκεῖνον ὡς τὸν ἑαυτὸ του, νά λάβει ἀπὸ αὐτό ἀφορμὴ μετανοίας, ὁ πλούσιος ἀναφέρθηκε χωρὶς τὸ ὄνομά του, ὥστε ἔτσι ὁ λόγος ν’ ἀφορᾶ πρὸς κάθε πλούσιο, ὁ κάθε φτωχὸς, ὅμως, δέν μπορεῖ νά θεωρήσει τὸν ἑαυτὸ του Λάζαρο, ἀκόμη καὶ ἂν βρίσκεται σὲ κατάσταση σὰν ἐκείνου· γιατί πρέπει νά περιμένει μέ ταπείνωση τή δεσποτικὴ ἀπόφαση. Γι’ αὐτὸ, λοιπὸν, ὁ φτωχὸς ἀναφέρθηκμε μέ τὸ ὄνομά του.
«Συνέβηκε ὅμως», λέγει, «νά πεθάνει ὁ φτωχὸς καὶ νά μεταφερθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους στόν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ». …
«Πέθανε ὅμως», λέγει, «καὶ ὁ πλούσιος καὶ τάφηκε».Ἴσως ὁ Λάζαρος δέν ἀξιώθηκε οὔτε ταφῆς ὅταν πέθανε, ἀφοῦ δέν εἶχε κάποιον νά τὸν κηδεύσει· γι’ αὐτὸ στήν περίπτωση ἐκείνου δέν ἀνέφερε καθόλου ταφή, ἐδῶ, ὅμως, ἀναφέρεται ὅτι, πλούσιος, «πέθανε καὶ τάφηκε». Ἀναφέρεται, ἐπίσης, καὶ γιά τὸν λόγο ὅτι ἡ φαντασία καί ἡ πολυτέλεια τῶν πλουσίων φθάνει μέχρι τὸν τάφο. Ἀλλὰ ὁ τέτοιου εἴδους τάφος τῶν τέτοιου εἴδους πλουσίων γίνεται γι’ αὐτοὺς θύρα, ἀλλοίμονο!, τοῦ Ἅδη καὶ τῶν βασάνων στά καταχθόνια.
Γιατί λέγει, τάφηκε ὁ πλούσιος «καὶ εὑρισκόμενος στόν Ἅδη, σηκώνοντας τὰ μάτια του, ἐνῶ βασανιζόταν, βλέπει τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακριὰ καὶ τὸν Λάζαρο στούς κόλπους του». Κάποτε ὁ πλούσιος ἔβλεπε τὸν Λάζαρο πεσμένο μπροστὰ στόν πυλῶνα του, πληγωμένον ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ κυλιόμενον στή σκόνη τοῦ ἐδάφους, μὴ ἔχοντας τή δύναμη οὔτε νά κινεῖται, καὶ τὸν περιφρονοῦσε, τώρα εὑρισκόμενος κάτω αὐτὸς ὁ ἴδιος καὶ βασανιζόμενος καὶ μὴ μπορώντας ν’ ἀποφύγει τοὺς βασανισμούς, σηκώνοντας τὰ μάτια του βλέπει τὸν Λάζαρο πάνω σὲ σκηνὲς ἀναψυχῆς νά διαμένει μέ πολλὴ ἄνεση καὶ νά ζεῖ στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, καὶ δέν προσπαθεῖ νά τὸν παραβλέπει, ἀλλὰ μᾶλλον ζητεῖ νά μὴ παραβλεφθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον πού προηγουμένως παραβλέφθηκε ἀπὸ αὐτόν. Ἐκεῖ, βέβαια, πού ἤταν τόπος ἐλέους, δηλαδὴ στή γῆ, δέν τὸν ζήτησε οὔτε τὸ ἐπεδίωξε αὐτό, ἐκεῖ, ὅμως, πού ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἀνελέητη, ζητεῖ μάταια τὸ ἔλεος· γιατί λέγει, «φώναξε καὶ εἶπε· πατέρα Ἀβραάμ, ἐλέησέ με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο, γιά νά βυθίσει τὸ ἄκρο τοῦ δακτύλου του στό νερὸ καὶ νά δροσίσει τή γλῶσσα μου· γιατί ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτή τή φλόγα». Περιόρισε τὴν παράκληση στό πολὺ ἐλάχιστο, γιατί δέν εἶχε τὸ θάρρος νά ζητήσει τίποτε παραπάνω, ἔχοντας αὐτοκατάκριτη τή συνείδηση.
Φώναξε βέβαια, ἐπειδή τό μεταξὺ τους διάστημα ἤταν μεγάλο. Παρουσιάσθηκε, ἐπίσης, νά λέγει «πατέρα» τὸν Ἀβραάμ, γιά νά διδαχθοῦμε ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλούσιος ἀνῆκε στό γένος τῶν θεοσεβῶν, καὶ νά μὴ νομίζουμε ὅτι καταφλέγεται ὡς δυσσεβής. Γιατί περιζώσθηκε ἀπὸ τὴν ἄσβεστη φλόγα τοῦ πυρός ὡς ἄσπλαχνος καὶ φιλήδονος, ἂν καὶ κατὰ τὴν καταγωγὴ ἤταν συγγενὴς τοῦ Ἀβραάμ. Λέγει ὅμως, «ἐλέησέ με, γιατί ὑποφέρω, καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο», τὸν ὁποῖο αὐτὸς δέν ἐλέησε, ὅταν ὑπέφερε μπροστὰ στόν πυλῶνα· γι’ αὐτὸ καὶ δέν ἀπηύθυνε πρὸς αὐτὸν τὴν παράκληση. Παρακαλεῖ γιά μιά σταλαγματιὰ καὶ μιά μικρή ῥανίδα πού δροσίζει τή γλῶσσα, καί δέν τὸ πετυχαίνει. Βλέπετε τὴν ἀνταπόδοση τῆς τιμωρίας μέ τὸ παραπάνω; Γιατί ὁ κάποτε φτωχὸς Λάζαρος δέν μποροῦσε νά χορτάσει μέ τὰ ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι του, τώρα ὅμως αὐτὸς ὄχι μόνο τὸ χόρτασμα καὶ τῶν πλέον ἀκόμη εὐτελῶν πραγμάτων ἔχει στερηθεῖ, ἀλλὰ δέν ἀξιώνεται οὔτε μιᾶς μικρῆς στάλας νεροῦ. Γιατί, λέγει, «εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Ἀβραάμ, τέκνο, θυμήσου ὅτι σὺ ἀπολάμβανες τὰ ἀγαθὰ σου στή ζωή, καὶ ὁ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· τώρα, ὅμως, αὐτὸς ἀπολαμβάνει τὴν ἀναψυχὴ καὶ σὺ ὑποφέρεις».
Λυπᾶται βέβαια ὁ Ἀβραὰμ τὸν πλούσιο πού βρισκόταν στή φλόγα· γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀποκαλεῖ μέ συμπάθεια, «τέκνο». Τόν λυπᾶται ὅμως, νομίζω, ὄχι μᾶλλον γιά τὴν τιμωρία του, ἀλλὰ γιά τὴν ἀκόμη ἐνεργούμενη σ’ αὐτὸν κακία. Γιατί δέν εἶχε ἔρθει ἀκόμη σὲ συναίσθηση τῶν ἁμαρτημάτων του· δέν εἶχε ἀντιληφθεῖ ὅτι δίκαια καταφλεγόταν. Δέν λέγει, ἐλέησέ με, γιατί ἐγώ ἄναψα αὐτὴ τή φωτιὰ γιά τὸν ἑαυτό μου, ἐγὼ θησαύρισα αὐτές τίς ὀδύνες γιά τὸν ἑαυτό μου· ἀντὶ γιά τοὺς αὐλοὺς καὶ τοὺς θορύβους καὶ τὰ σιχαμερὰ ἄσματα ἔχω τίς κραυγὲς καὶ τοὺς θρήνους καὶ τοὺς φρικωδέστατους ἤχους τοῦ πυρός πού παφλάζει ἐπάνω μου, ἀντὶ γιά τὶς εὐχάριστες ὀσμὲς τὸν ἀτμὸ τοῦ πυρός, ἀντὶ γιά τὰ περιττὰ φαγητὰ καὶ τὰ ποτὰ καὶ τὴν ἀπόλαυση ἀπὸ αὐτὰ ἔχω τή γλῶσσα πού ξηραίνεται τελείως ἀπὸ αὐτὴ τή φλόγα καὶ τὴν μέχρι σταγόνας ἔλλειψη, ἀντὶ γιά τὶς πορνικὲς πυρώσεις ὅλο τὸ σῶμα μου τὸ καταφλέγει ἡ φωτιά. Δέν εἶπε αὐτά, ἀλλὰ παραπονεῖται κλαίοντας γιά τὶς ὀδύνες μόνο. Τί ἀπαντᾶ, λοιπὸν, πρὸς αὐτὸν ὁ Ἀβραάμ; Ἔλα κάποτε στόν ἑαυτὸ σου· ὁμολόγησε ὅτι δίκαια παραδόθηκες στή φλόγα, ἐνθυμούμενος ὅτι ἀπόλαυσες στή ζωὴ σου τὰ ἀγαθὰ σου, αὐτά πού νόμισες ὅτι εἶναι ἀγαθὰ σου, ποὺ προτίμησες ν’ ἀποκτήσεις ἀπὸ ἐκεῖνα πού προσφέρθηκαν στή διαθεσή σου, τὰ ὁποῖα ἐπεδίωξες καὶ ἔλαβες, δηλαδή τά πρόσκαιρα. Γιατί προτίμησες αὐτά ἀπὸ τὰ αἰώνια. Ὁ Λάζαρος ὅμως, λέγει, δοκίμασε τὰ ἀντίθετα κακά. Δηλαδὴ, τίς κακώσεις τοῦ σώματος· γι’ αὐτὸ τώρα αὐτός ἀπολαμβάνει αἰώνια ἀναψυχή, ἀφοῦ τότε ἔπασχε πρόσκαιρα ἀπὸ τὰ κακά, καὶ σὺ ὑποφέρεις ἀκατάπαυστα, ἀφοῦ τότε καλοπερνοῦσες καὶ ἀπολάμβανες πρόσκαιρα τίς ἠδονές.
Πῶς, ὅμως, δέν εἶπε «ἔλαβες», ἀλλ’ «ἀπέλαβες»; Γιά νά δείξει ὅτι αὐτός πού στή ζωὴ αὐτὴ εἶναι προσκολλημένος στίς ἠδονὲς καί τίς ἀπολαύσεις κι ἔχει μέ ὑπεραφθονία τὰ χρήματα καὶ τὸν πλοῦτο καὶ κάνει κατάχρηση τῆς εὐπορίας, κι ἂν ἀκόμη κατορθώσει κάτι ἀπὸ τίς ἄλλες ἀρετές, δέν θὰ λάβει μισθό· γιατὶ ἀντὶ γιά μισθὸ ἔχει τὴν τωρινὴ εὐπορία καὶ καλοπέραση, ὅπως ἐκεῖνος πού κατατρύχεται ἀπὸ τή φτώχεια καὶ τὴν ἀσθένεια καὶ τὰ ὑπομένει γενναῖα ἔχει ὡς ἀνταπόδοση τῶν πλημμελημάτων τὴν ἐδῶ κακοπάθεια τῆς σάρκας.
Ἀλλ’ «ἐκτὸς ἀπ’ ὅλα αὐτά», λέγει, «ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς καὶ σὲ σᾶς ὑπάρχει μεγάλο χάσμα, γιά νά μὴ μποροῦν νά περάσουν αὐτοί πού θέλουν ἀπὸ ἐδῶ πρὸς ἐσᾶς, οὔτε νά περνοῦν ἀπὸ ἐκεῖ πρὸς ἐμᾶς». Βλέπετε ὅτι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀβραάμ δέν μπορεῖ, καὶ ἂν ἀκόμη θέλει, νά βοηθήσει τοὺς ἐκεῖ καταδικασμένους; Γιατὶ τὸ ἀναμεταξὺ χάσμα εἶναι ἀδιάβατο γιά ὅλους, ὥστε καὶ ὅσοι θέλουν νά περάσουν νά μὴ μποροῦν· «οὔτε οἱ ἀπὸ ἐκεῖ», λέγει, «μποροῦν νά περνοῦν πρὸς ἐμᾶς». Φαίνεται νά βρίσκονται πιὸ μέσα ἀπὸ τή φλόγα οἱ ἄλλοι τιμωρούμενοι, τοὺς ὁποίους ὁ Ἀβραὰμ λέγει «ἀπὸ ἐκεῖ», ἀλλὰ καὶ δοκιμάζουν σφοδρότερα τή φωτιά, ὥστε νά μὴ μποροῦν νά μιλοῦν καθόλου. Αὐτοὶ ἐνδεχομένως νά εἶναι ἐκεῖνοι πού στόν παρόντα κόσμο ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι δέν δίνουν ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τους πλουτοῦν καί μέ ἁρπαγή, πρᾶγμα γιά τὸ ὁποῖο δέν κατηγορήθηκε ὁ πλούσιος αὐτός· γιατὶ δέν κατακρίνεται ὡς ἅρπαγας καὶ ἄδικος, ἀλλὰ μόνο ὡς ἄσπλαχνος καὶ φιλήδονος. Πρὸς αὐτὸν λέγει ὁ Ἀβραὰμ ὅτι, ἐπειδὴ προτίμησες τὸν ἀπολαυστικὸ καὶ ἄνετο καὶ πρόσκαιρο βίο ἀντὶ γιά τὸν ἐγκρατή, τώρα δίκαια σὲ κυρίευσε ὀδύνη καὶ θλίψη καὶ στενοχώρια. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ πρὸς τοὺς φτωχοὺς δέν εἶχες καμμιά κοινωνία μέ τὴν ἐλεημοσύνη, οὔτε ἀπέκτησες φίλους ἀπὸ τὸν μαμωνᾶ τῆς ἀδικίας, οὔτε ἔδωσες τὸ περίσσευμά σου πρὸς ἀναπλήρωση τοῦ ὑστερήματος ἐκείνων, ἀλλ’ ἔμεινες ἐντελῶς ἀκοινώνητος πρὸς τοὺς ἁγίους, ἀπομακρυσμένος ἀπὸ αὐτοὺς, ὅπως εἶναι ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὴν ἀρετὴ ἡ κακία, γι’ αὐτὸ τώρα ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς πού ἔχουμε ζήσει μέ ἀρετὴ καὶ σ’ ἐσᾶς πού ἔχετε ζήσει μέ κακία ὑπάρχει μεγάλο καὶ ἀδιάβατο χάσμα, ὥστε νά μὴ μποροῦμε ποτέ νά μεταβοῦμε ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλο. Παριστάνει βέβαια μέ αὐτὰ τὸ ἀτελείωτο καὶ ἀμετάθετο τόσο τῆς κόλασης τῶν ἁμαρτωλῶν, ὅσο καὶ τῆς ἄνεσης τῶν δικαίων.
Ἀλλ’ ὁ πλούσιος, ὄντας ἀνόητος, οὔτε ἔτσι σωφρονίσθηκε, οὔτε σταμάτησε τὴν κακία, οὔτε κατέκρινε τὸν ἑαυτὸ του, ἀλλ’ ἐπιχειρεῖ ἀκόμη νά δικαιώνει τὸν ἑαυτὸ του καί, σὰν νά μὴ τὸν εἶχε κανεὶς βεβαιώσει προηγουμένως γιά τὸν τόπο αὐτὸν τῶν βασάνων, λέγει, «σὲ παρακαλῶ, λοιπόν, στεῖλε τὸν Λάζαρο στόν πατρικό μου οἶκο (γιατὶ ἔχω πέντε ἀδελφούς), γιά νά τοὺς διαβεβαιώσει, ὥστε νά μὴ ἔρθουν καὶ αὐτοὶ στόν τόπο αὐτὸν τῶν βασάνων». Δείχνει δηλαδὴ ὅτι, ἂν εἶχε καὶ αὐτὸς ἕνα μάρτυρα προηγουμένως, δέν θὰ ἔκανε ἐκεῖνα, γιά τὰ ὁποῖα καταδικάσθηκε στή γέεννα. Ὅταν, ὅμως, ὁ Ἀβραὰμ εἶπε, «ἔχουν τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, ἂς ἀκούσουν αὐτοὺς» (γιατὶ ὁ Μωϋσῆς σὰν ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ λέγει στήν ᾠδή, «ἔχει ἀνάψει φωτιὰ ἀπὸ τὸν θυμό μου, θὰ φθάσει ἡ φλόγα μέχρι τὰ βάθη τοῦ Ἅδη»· ἐνῶ ὁ Ἠσαΐας, συμφωνώντας μέ τοὺς ἄλλους προφῆτες, λέγει· «θὰ κατακαοῦν οἱ ἄνομοι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ συγχρόνως καὶ δέν θὰ ὑπάρχει κανεὶς νά σταματήσει τή φωτιά»)· λέγοντας αὐτὰ ὁ Ἀβραάμ, ἐκεῖνος πάλι ἀντιλέγοντας λέγει· «ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάει πρὸς αὐτούς, θὰ μετανοήσουν». Τὶ ἀπαντᾶ, λοιπὸν, πάλι σ’ αὐτὸ ὁ Ἀβραάμ; «Ἂν δέν ἀκοῦν τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, οὔτε, ἂν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ πιστέψουν», σὰν νά τοῦ ἔλεγε ἀκριβῶς αὐτό, ὅτι, ἐπειδὴ πρὶν πεθάνεις δέν ἐνδιαφερόσουν καθόλου γιά τοὺς μωσαϊκοὺς καὶ προφητικοὺς λόγους, κι ἂν ἀκόμη ἔβλεπες νεκρὸ ἀναστημένο, δέν ἐπρόκειτο νά ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τή σπατάλη καὶ τὴν ἀσπλαγχνία πιστεύοντας σ’ ἐκεῖνον. Γι’ αὐτὸ τώρα, ποὺ ἔχεις περικυκλωθεῖ δίκαια ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς γέεννας ἀντιμετωπίζεις ἀνελέητους καὶ ἀκατάπαυστους τοὺς φρικτοὺς πόνους.
Ὁ πλούσιος, λοιπὸν, ἐκεῖνος, ἀδελφοί, ἔχοντας τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους κανένας δέν ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, φαινόταν νά ἔχει κάποια πρόφαση, ἐμεῖς ὅμως μαζὶ μ’ ἐκείνους ἀκοῦμε καὶ Ἐκεῖνον πού ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς γιά χάρη μας, νά λέγει· «μὴ θησαυρίζετε γιά τοὺς ἑαυτοὺς σας θησαυροὺς πάνω στή γῆ, ἀλλὰ θησαυρίζετε θησαυροὺς γιά τὸν οὐρανό»· ἐπίσης, «σ’ ὁποῖον σοῦ ζητεῖ νά δίνεις, καὶ αὐτόν πού θέλει νά δανεισθεῖ ἀπὸ σένα μὴ τὸν διώξεις»· καὶ, «δῶστε ἀπὸ αὐτά πού ἔχετε ἐλεημοσύνη, καὶ νά ὅλα θὰ εἶναι καθαρὰ γιά σᾶς». Ἐάν, ὅμως, κάποιος τρώγει καὶ πίνει μαζί μέ μέθυσους, καὶ πρὸς τοὺς φτωχοὺς εἶναι σκληρὸς καὶ ἄσπλαχνος, «θὰ ἔρθει», λέγει ὁ Κύριος, «σὲ ἡμέρα πού δέν τὴν περιμένει καὶ σὲ ὤρα πού δέν τή γνωρίζει, καὶ θὰ τὸν ξεχωρίσει καὶ θὰ τὸν τοποθετήσει στή μερίδα τῶν ἀπίστων».
Ἀφοῦ, λοιπὸν, δέν σᾶς μένει καμμιά πρόφαση, ἐπειδὴ «κανενὸς ἡ ζωὴ δέν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ περισσεύματα τῶν ὑπαρχόντων του», ὅποιος ἔχει κάτι πού τοῦ περισσεύει ἂς τὸ δίνει σὲ ἐκείνους πού δέν ἔχουν, εἰσαγόμενος μέ αὐτὸν τὸν τρόπο στόν κλῆρο τοῦ πατέρα τῶν σωζομένων Ἀβραάμ, ἐνῶ οἱ φτωχοὶ νά μιμοῦνται τὴν καρτερία τοῦ Λαζάρου, κερδίζοντας μέ τὴν ὑπομονὴ τους τίς ψυχὲς τους. Μέ τὴν ταπείνωσή τους, ἄς ἀποκτήσουν μόνοι τους τούς κόλπους ἐκείνους τοῦ Ἀβραάμ, ἀπὸ τοὺς ὁποίους «ἔχει ἀποδράσει κάθε ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός», καὶ ἐπικρατεῖ χαρά, ἀπόλαυση καὶ θυμηδία ἔνθεη καὶ ἀτελείωτη. Γι’ αὐτὸ, μάλιστα, ὁ Χριστὸς μᾶς φανέρωσε τὰ ἐκεῖ μ’ αὐτή τὴν παραβολή, ὥστε, ἀφοῦ βελτιωθοῦμε μέ τή μετάνοια, νά μᾶς καταστήσει ἀξίους ἐκείνων τῶν αἰωνίων ἀπολαύσεων, ἀπαλλάσσοντάς μας ἀπὸ τὰ βάσανα πού ἐπιφυλάσσονται ἐκεῖ· γιατὶ λέγει, «αὐτός πού γνώρισε τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου του καὶ δέν τὸ ἔπραξε, θὰ δεχθεῖ μεγάλη τιμωρία».
Ἀφοῦ μᾶς εἶπε αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια καί μᾶς διεβεβαίωσε Ἐκεῖνος πού ἔπαθε, τάφηκε, ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς καί ἀνέβηκε στούς οὐρανούς. Ἀνέδειξε, ὅμως, πολυάριθμο πλῆθος Μαρτύρων τῆς παρουσίας Του καί τῆς ἀλήθειας τῶν ὅσων κηρύχθηκαν ἀπὸ Αὐτόν,…
…Ἄς δείχνουμε ὑπακοὴ στήν Αὐτοαλήθεια ζῶντας μέ τρόπο θεάρεστο,… ὥστε νά ποθήσουμε, καί μέ ἔργα μέχρι τέλους νά ἐπιζητήσουμε τὴν μακαριότητα πού ἐπιφυλάσσεται στούς οὐρανοὺς γιά ἐκείνους πού ἔζησαν ἐδῶ μέ τρόπο θεοφιλῆ.
Αὐτὴ τή μακαριότητα εἴθε νά ἐπιτύχουμε ὅλοι ἐμεῖς μέ τή χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖο πρέπει δόξα, δύναμη, τιμὴ καὶ προσκύνηση μαζί μέ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ