Ἡ Παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη
Ἁγίου Γερμανοῦ Κωνστ/λεως
Μὲ τὴν Παραβολὴ αὐτὴ ὁ πολυέλεος Κύριος μᾶς διδάσκει νά σπλαγχνιζώμαστε τὸν πλησίον καὶ νά βοηθοῦμε ὅσο μποροῦμε τοὺς ἐνδεεῖς καὶ πτωχούς, διότι δέν ὑπάρχει σπουδαιότερη ἀρετὴ ἀπὸ αὐτή, ἐπειδὴ ὠφελοῦνται καὶ τὰ δύο μέρη. Ὁ πτωχὸς καὶ ἄπορος ὠφελεῖται σωματικῶς, λαμβάνοντας τὰ ἀναγκαῖα τῆς φύσεως, καὶ ἐκεῖνος πού τὸν ἐλεεῖ, ὠφελεῖται ψυχικῶς, πρᾶγμα πού εἶναι καλλίτερο. Πλὴν ὅμως τὸ νόημα τῆς Παραβολῆς αὐτῆς εἶναι ὅτι ὁ Κύριος ἀναφερόταν στὸν ἑαυτὸν Του, ὅτι δηλαδὴ Ἐκεῖνος ὡς φιλάνθρωπος ἔδειξε τόση ἀπέραντη εὐσπλαγχνία καὶ ἀγαθότητα στόν πληγωμένο ἄνθρωπο. Καὶ ἀκοῦστε τὴν ἐξήγηση, ὥστε νά λάβετε πολλὴ ὠφέλεια καὶ κατάνυξη.
Ἡ ἀνθρώπινη φύση κατέβαινε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία ἑρμηνεύεται ὅραση εἰρήνης, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν εἰρηνικὴ διαγωγή, στήν Ἱεριχῶ, ἡ ὁποία εἶναι χαμηλὴ καὶ πνιγηρὰ ἀπὸ τὸν καύσωνα [Ἡ Ἱεριχῶ εἶναι ἀπὸ τὰ χαμηλώτερα μέρη τῆς γῆς, εὑρισκομένη 270 μέτρα κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης], ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατέπεσε στήν ἐμπαθῆ καὶ κτηνώδη ζωή. Καὶ δέν εἶπε κατέβη, ἀλλὰ κατέβαινε, διότι ἡ ἀνθρώπινη φύση τρέχει καὶ αὐτὴ στόν κατήφορο, ὅπως τὰ ὕδατα τῶν ποταμῶν, καὶ ἔχει στόν νοῦ της μόνο τήν λάσπη καὶ τὸν βόρβορο τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὴ ἔπεσε πάνω στούς ληστές δαίμονες, οἱ ὁποῖοι τῆς ἀφήρεσαν τὸ ἔνδυμα τῆς ἀρετῆς καὶ ἔπειτα τὴν πλήγωσαν μέ ἁμαρτήματα διάφορα. Διότι οἱ δαίμονες πρῶτα μᾶς ἀπογυμνώνουν ἀπὸ τοὺς καλοὺς λογισμοὺς καὶ ἀπὸ τὴν σκέπη καὶ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, καὶ μετά μᾶς πληγώνουν μέ ἁμαρτήματα καὶ μᾶς ἀφήνουν ἔρημους τῆς Θείας χάριτος. Εἶπε δὲ ὅτι οἱ δαίμονες ἄφησαν τὴν φύση τῶν ἀνθρώπων μισαποθαμένη, ἐπειδὴ τὸ σῶμα, ποὺ εἶναι τὸ ἥμισυ μέρος τοῦ ἀνθρώπου, ἔγινε θνητὸ καὶ ἀπέθανε, ἡ δὲ ψυχὴ ἔμεινε ἀθάνατος. Νά τὸ ἐξηγήσουμε καί μέ ἄλλο τρόπο: Ἡ ἀνθρώπινη φύση δέν ἔμεινε ἐντελῶς ἀπεγνωσμένη, οὔτε ἐθανατώθη τελείως, ἀλλὰ τῆς ἔμεινεν ἡ ἐλπίδα στόν Χριστό, ὅτι δηλαδὴ Αὐτὸς θὰ τὴν θεραπεύσει, ὅπως καὶ ἔγινε. Ἐπειδὴ τὸν θάνατο πού προξένησε ὁ πρῶτος Ἀδὰμ στήν ἀνθρωπότητα, τὸν θανάτωσε ὁ ἀθάνατος Κύριος. «Ἱερέα» καὶ «Λευίτη» ὀνομάζει τὸν Νόμο καὶ τοὺς Προφῆτες, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν μὲν νά βοηθήσουν τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ δέν εἴχαν τή δυνατότητα, διότι οἱ πληγὲς ἦσαν ἀνίατες γιά τὴν ἀνθρώπινη δύναμη. Ὅθεν, ἀντὶ νά βοηθήσουν, ὑπεχώρησαν. Αὐτὸ σημαίνει τὸ «ἀντιπαρῆλθε».
Ἐπ’ αὐτοῦ ὁ Ἀπόστολος λέγει: Τὸ αἷμα τῶν ταύρων καὶ τῶν τράγων στίς θυσίες δέν μποροῦσε νά συγχωρήσει ἁμαρτήματα. Τὸ δὲ «κατὰ συγκυρίαν» ἔχει τὴν ἑξῆς ἔννοιαν: Ὁ Νόμος ἐδόθη πρωτύτερα γιά τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦσαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νά δεχθοῦν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ λέγει γιά τὸν ἱερέα καὶ τὸν Λευίτη «κατὰ συγκυρίαν», δηλαδὴ, δέν ἤλθαν ἐπὶ τούτου οἱ Προφῆτες γιά νά θεραπεύσουν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸ ἔφερε, τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ περίσταση. Ὁ Κύριος, ὅμως, καὶ Θεὸς μας, ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ἔλεγαν ὑβριστικὰ «Σαμαρείτη», ἦλθε ἐπὶ τούτου, μὲ αὐτὸ τὸν σκοπό,νά μᾶς θεραπεύσει ὡς εὔσπλαγχνος. Καὶ ἀφοῦ ἐσαρκώθη μέ τρόπο ἀνέκφραστο, ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ φιλάνθρωπος, ἀπὸ τὴν πολλὴ Του ἀγαθότητα. Καὶ δέν ἄφησε τὸ κακὸ ἀθεράπευτο, ἀλλὰ ἔδεσε καλὰ τὰ τραύματα καὶ ἔβαλε λάδι καὶ κρασί, δηλαδὴ τὸν λόγο τῆς διδασκαλίας. Μὲ τὸ «ἔλαιον» ἐννοεῖ τὴν εὐσπλαγχνία, καί με τὸν οἶνον τὸ στυπτικὸ καὶ αὐστηρὸ τῆς δικαιοσύνης. Ὅταν ἀκούεις τὸν Κύριο νά λέγη «Δεῦτε πρός με πάντες, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς», καὶ ἄλλα ὅμοια, αὐτὰ φανερώνουν τὸ ἔλαιον, τὴν ἱλαρότητα, δηλαδὴ, καὶ τὴν εὐσπλαγχνία. Καὶ ὅταν πάλι λέγει: «Πορεύεσθε εἰς τὸ σκότος» καὶ τὰ τοιαῦτα, φανερώνει τὸν οἶνο, δηλαδὴ τὴν αὐστηρότητα τῆς Κρίσεως. Ἀκόμη, καί μέ ἄλλο τρόπο, «ἔλαιον» νοεῖται ἡ ἀνθρώπινη διαγωγή, καὶ «οἶνος» ἡ θεϊκή. Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, λοιπὸν, ἐνεργεῖ ἄλλοτε ὡς Θεὸς καὶ ἄλλοτε ὡς ἄνθρωπος. Καὶ ὅταν μὲν ἔτρωγε, ἔπιν, ἐκοιμᾶτο καὶ ἄλλα ὅμοια ἔπραττε, ἐγνωρίζετο ὡς ἄνθρωπος. Τοῦτο εἶναι τὸ «ἔλαιον», ἐπειδὴ δέν μετεχειρίζετο ζωὴ σκληρή καὶ ἐπίπονη. Ὅταν δὲ πάλιν νήστευε πολλὲς ἡμέρες, περιπατοῦσε στήν θάλασσα ἢ ἄλλα ὅμοια ἔκαμε, ἐγνωρίζετο Θεὸς παντοδύναμος. «Οἶνον» λοιπὸν νά ἐννοήσεις τὴν θεότητα, τὴν ὁποία δέν μποροῦσε κανεὶς νά τὴν ὑποφέρει ἄκρατη, χωρὶς τὸ ἔλαιον τῆς ἀνθρώπινής Του φύσης. Ἐπειδὴ, λοιπὸν, ὁ Κύριος μᾶς ἔσωσε ὡς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, γι’ αὐτὸ λέγει ὅτι μᾶς ἔβαλεν οἶνον καὶ ἔλαιον, μὲ τὰ ὁποῖα λυτρώνονται ὅσοι βαπτίζονται καὶ θεραπεύονται ἀπὸ τὰ ψυχικὰ τραύματα. Καὶ πρῶτα μὲν χρίονται μέ τὸ ἔλαιον τοῦ Μύρου, ἔπειτα μεταλαμβάνουν καὶ τὸ Θεῖον Αἷμα, τὸν οἶνον δηλαδή.
Καὶ ἀνέβασε ὁ Κύριος τὴν πληγωμένη μας φύση «εἰς τὸ ἴδιον ὑποζύγιον», τὴν σήκωσε δηλαδὴ ἐπάνω Του ὁ φιλεύσπλαχνος, ἐπειδὴ μᾶς ἔκαμε μέλη Του καὶ κοινωνοὺς τοῦ Ἰδικοῦ Του σώματος καὶ μᾶς ἀνύψωσε στήν προτέρα ἀξία. «Πανδοχεῖον» ὀνόμασε τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τοὺς δέχεται ὅλους. Διότι ὁ παλαιὸς Νόμος τοὺς Μωαβίτες καὶ τοὺς Ἀμμωνίτες δέν τοὺς ἐδέχετο. Ἀλλὰ τώρα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέχεται κάθε ἔθνος, καὶ πόρνους καὶ τοὺς πάντες, ὅπως ἔχει γραφεῖ στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.
Ἐπειδὴ ὅταν συνεστήθη ἡ Ἐκκλησία, ἔγινε δηλαδὴ τὸ «Πανδοχεῖο» ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, ἡ πίστη ξαπλώθηκε. Τότε ἔγινε καὶ ἡ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἡ Χάρη ἐπληθύνετο. Λοιπὸν, ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι καὶ Διδάσκαλοι καὶ Ἀρχιερεῖς, λογίζονται ὡς πανδοχεῖς, εἰς τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἔδωσε τὰ δύο δηνάρια, δηλαδὴ, τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινή Διαθήκη, ποὺ ἔχουν καὶ οἱ δύο τὴν εἰκόνα καὶ τὰ λόγια τοῦ Βασιλέως. Αὐτὰ τὰ δύο δηνάρια ἄφησε ὁ Κύριος ὅταν ἀνέβαινε στούς Οὐρανούς, καὶ τὰ παρέδωσε στούς Ἀποστόλους Του καὶ σ’ ὅλους τοὺς Ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καὶ διδασκάλους, λέγοντας «ὁ ἐὰν προσδαπανήσεις ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοί».
Καὶ ἀληθῶς πολλὰ ξώδευσαν οἱ μακάριοι Ἀπόστολοι, καὶ πολὺ ἐκοπίασαν γιά νά σπείρουν τὴν Διδασκαλία σὲ κάθε τόπο. Ἀλλὰ καὶ οἱ κατὰ καιροὺς Διδάσκαλοι πολλὰ δαπάνησαν καὶ αὐτοὶ καὶ κοπίασαν. Καὶ τὸν μισθὸν ὅμως μέλλει νά τὸν ἀπολαύσουν πλούσιο ὅταν ἐπιστρέψει πάλι ὁ Κύριος, δηλαδὴ στήν Δευτέρα Αὐτοῦ Παρουσία καὶ ἐπάνοδο. Τότε θὰ τοῦ εἰπεῖ κάθε ἕνας ἀπὸ αὐτούς: «Κύριε, δύο δηνάριά μοι ἔδωκας, ἰδοὺ ἄλλα δύο προσεδαπάνησα», καὶ ὁ Κύριος θὰ τοὺς εἰπεῖ: «Εὖ, δοῦλοι ἀγαθοὶ καὶ πιστοί, εἰσέλθετε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σας».
Ἀκουστε τὴν Παραβολή μέ συντομία σαφέστερα καὶ καθαρώτερα. Ὁ «Σαμαρείτης» εἶναι ὁ Χριστός πού ἐσαρκώθη ἀπὸ τὴν ὑπερευλογημένη ἀειπάρθενο Μαρία, τὴν ὑπερένδοξον Μητέρα Του, τὸ «ἴδιον κτῆνος», τὸ ζῶον Του, εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. «Οἶνος», ὁ διδασκαλικὸς λόγος, «ἔλαιον» ἡ φιλανθρωπία. Τὸ «πανδοχεῖο» εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὁ πανδοχεὺς οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ Διδάσκαλοι. «Δύο δηνάρια», ἡ Παλαιὰ καὶ ἡ Καινή Διαθήκη καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον. Καὶ ἐπάνοδος τοῦ Σαμαρείτου, ἡ Δευτέρα τοῦ Χριστοῦ Παρουσία καὶ ἔλευση.
Ἀφοῦ ἐτελείωσε ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν θαυμάσια παραβολή, ρώτησε τὸν Νομικό: «Ποῖος ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς σοῦ φαίνεται ὅτι ἔγινε ‘Πλησίον’ ἐκείνου πού ἔπεσε πάνω στούς ληστές; Καὶ αὐτὸς τοῦ εἶπε: Ἐκεῖνος πού τοῦ ἔδειξε εὐσπλαγχνία. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Κύριος: Πήγαινε καὶ κάνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει νά γινώμαστε μιμητές Του στήν εὐσπλαγχνία καὶ τὴν συμπάθεια,νά ἐλεοῦμε τοὺς ἐνδεεῖς καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ νά τοὺς βοηθοῦμε ὅσο μποροῦμε, εἴτε καλοί εἶναι εἴτε πονηροί. Ἐπειδὴ, ὅπως ἔκαμεν Ἐκεῖνος, ὁ πανοικτίρμων καὶ πολυέλεος πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἀχάριστους καὶ ἐσταυρώθη καὶ ἔπαθε γιά τὴν ἀγάπη μας, ἔτσι θέλει νά συμπάσχουμε καὶ ἐμεῖς μέ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ νά τοὺς βοηθοῦμε χωρὶς προφάσεις. Καὶ πρέπει νά ὑπακούωμε σ’ Αὐτὸν ὡς τέκνα γνήσια, ἐὰν ποθοῦμε νά γίνουμε καὶ κληρονόμοι τῆς Βασιλείας Του. Ὅταν, λοιπὸν, ἰδοῦμε τὸν ἀδελφὸ καὶ πλησίον μας νά θλίβεται ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ δίψα, καὶ νά βασανίζεται ἀπό τίς συμφορὲς καί τίς δυστυχίες καί νά εἶναι πληγωμένος καὶ πονεμένος ἀπό τίς ἀδικίες, νά μὴν τὸν παραβλέψουμε ὅπως ὁ ἱερεὺς καὶ τὸν ἀφήσουμε ἀβοήθητο, οὔτε νά ἀλλάξουμε δρόμο ὅπως ὁ Λευίτης, ἀλλὰ ἂς δείξουμε πρὸς αὐτὸν συμπάθεια καὶ καλωσύνη. Ἂς τὸν κοιτάζουμε μέ βλέμμα εὔσπλαγχνο, ἂς ἀνοίξουμε τὰ ὦτα στούς στεναγμοὺς καὶ τὰ δάκρυά του, ἂς κατεβοῦμε ἀπὸ τὸ ὑποζύγιο τῆς ὑπερηφανείας, τῆς ἀλογίας καὶ τῆς ματαιότητος. Ἂς σταλάξουμε ἔλαιο φιλανθρωπίας καὶ ἂς δέσουμε τίς πληγὲς του μέ λόγους παρηγορίας. Ἄς τὸν ἀνεβάσουμε στό καλὸ ὑποζύγιο, νά τὸν φέρουμε στόν οἶκο μας, νά παρηγορήσουμε , κατὰ τὴν δύναμη μας, τὴν συμφορὰν του, σύμφωνα μέ τὸ παράδειγμα πού μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος. Καὶ ἂν δέν ἔχουμε τὰ ἀπαραίτητα πρὸς ἐξυπηρέτηση καὶ παρηγορίαν του, μὴ μᾶς φανεῖ δύσκολο καὶ βαρυνθοῦμε τὸν κόπο, ἀλλὰ ἂς τὸν πᾶμε στό πανδοχεῖο, νά παρακινήσωμε ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν δύναμη νά τὸν βοηθήσουν. Ἀκόμη ἂς παρακαλέσουμε τὸν Θεό, ἐὰν εἶναι θέλημά Του,νά τοῦ ἐλαφρώσει καὶ νά τοῦ σμικρύνει τὴν παίδευση. Καὶ ἀκόμη ἂς φροντίζουμε καὶ γιά τὴν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν καὶ πλησίον μας, διότι ὅπως εἴμεθα χρεῶστες νά τοὺς βοηθοῦμε στά σωματικά, ἔτσι πρέπει νά τοὺς νουθετοῦμε καὶ στά πνευματικὰ καὶ νά τοὺς διδάσκουμε τὰ ψυχωφελῆ καὶ σωτήρια,νά τοὺς παρακινοῦμε πρὸς βίο ἐνάρετο. Ἔτσι γινόμαστε πρόξενοι τῆς σωτηρίας τους, καθὼς μᾶς διδάσκει καὶ ὁ Ἀπόστολος, λέγοντας: «Ἄς ἔχουμε φιλαδελφία ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλο, νά ἀγαποῦμε τὸν πλησίον, καθὼς ὁ Θεὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἔδωκε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ λύτρον ὑπὲρ ἡμῶν». Ἂς γίνουμε, λοιπὸν, καὶ ἐμεῖς συμπαθεῖς καὶ ἀγαθοὶ πρὸς τοὺς πλησίον καὶ ὄχι ἀμελεῖς καὶ ἄσπλαγχνοι. Καὶ ἄλλοτε ἂς τοὺς βοηθοῦμε στίς ἀνάγκες τοῦ σώματος, ἄλλοτε ἂς τοὺς διορθώνουμε καὶ ἂς τοὺς ὁδηγοῦμε στήν ὀδὸ τῆς σωτηρίας, ὥστε ἔτσι νά ἔχουμε περισσότερο μισθό…