Ἡ φύση τοῦ κακοῦ
Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μιλοῦν γιὰ τὸ κακὸ μὲ τρεῖς ἔννοιες, μὲ ὀντολογικὴ ἔννοια, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας καὶ γιὰ τὸ φυσικὸ κακό.
Τὸ κακό δεν ἔχει ὀντολογικὴ ὕπαρξη. Είναι στέρηση τοῦ ἀγαθοὺ καὶ παρεκτροπή, ἀπὸ τὴν κατὰ φύση κατάσταση στὴν παρὰ φύση. Τίποτε ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς κακό, γιατί ὅλα εἶναι κτίσματα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὰ πάντα, χωρὶς Αὐτὸν τίποτε δὲν ἔγινε ἀπὸ ὅσα ἔχουν γίνει (Ἰω. ἀ’ 3) «ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα, τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα…τὰ πάντα δι’ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται καὶ αὐτὸς ἐστὶ πρὸ πάντων καὶ τὰ πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκε»· ὅλα συγκρατοῦνται δι’ αὐτοῦ (Κόλ. ἀ’ 16-17). Ὅλα τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ εἶναι καλὰ καὶ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του κακὸ. «Καὶ εἶδε ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» (Γέν. α’ 31).
Ἂν ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ παρέμενε “κατὰ φύση”, ὅπως βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ, δὲν θὰ ὑπῆρχε τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ. Υπήρξε, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν θέλησή του ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ “κατὰ φύση” καὶ προτίμησε τὴν “παρὰ φύση” κατάσταση. Ἐδῶ πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε τὸ κακό· ὄχι σὲ ὀντολογικὴ ὕπαρξη.
Ἡ κακία λοιπὸν εἶναι ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ ἀγαθό, ἀπὸ τὸ “κατὰ φύση”, ὅπως τὸ σκοτάδι εἶναι ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ φῶς. «Ἐφ’ ὅσον παραμένουμε στὴ φυσική μας κατάσταση, εἴμεθα στὴν ἀρετή, ἂν ὅμως παρεκκλίνουμε ἀπὸ τὴ φυσική μας κατάσταση, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀρετή, πηγαίνουμε στὴν παρὰ φύση», λέγει ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, συνεχίζοντας τὴ διδαχὴ τῶν προηγουμένων ἀπὸ αὐτὸν πατέρων. «Ἡ κακία δὲν εἶναι κάτι ποὺ ὑπάρχει… Τὸ κακὸ εἶναι στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ. Ὁ ὀφθαλμὸς κατεσκευάσθη. Ἡ τύφλωση, ὅμως, προέρχεται μὲ τὴν ἀπώλεια τῶν ματιῶν. Ὥστε ἐὰν ὁ ὀφθαλμὸς δὲν ἦταν ἀπὸ φθαρτὴ φύση, ἡ τύφλωση δὲν θὰ εἶχε θέση. Ἔτσι καὶ τὸ κακὸ, δὲν ἔχει ἰδία ὕπαρξη ἀλλ’ ἔρχεται κατόπιν στὶς ἀναπηρίες τῆς ψυχῆς» (Μ. Βασίλειος).
Τὸ κακὸ δὲν εἶναι γνώρισμα κάποιας ὕπαρξης ἀλλὰ ἕνα “συμβάν”, θεληματικὴ παρεκτροπὴ ἀπὸ τὸ κατὰ φύση στὸ παρὰ φύση- αὐτὸ τὸ συμβὰν ὀνομάζουμε ἁμαρτία.
Ὁ ἄνθρωπος βρισκόταν σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, σὲ ἑνότητα ἀγάπης μὲ τὸν Δημιουργό του. Ἀπὸ αὐτὴν ἐξέπεσε καὶ ὁδηγήθηκε σὲ ποικιλόμορφες ἀσθένειες. Ἔδειξε ἀποστροφὴ ἀπὸ τὸ καλύτερο καὶ πῆρε κατεύθυνση ἀντίθετη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγηθεῖ μακρυὰ ἀπὸ τὸν σκοπό του, νὰ χάσει δηλαδὴ τὸ νόημα τῆς ζωῆς του. Ἔτσι, ὁ ἀπόστολος μιλάει γιὰ τὴν ἐπάνοδο σ’ αὐτὸ τὸν “σκοπό”, ὅταν λέγει: «Κατὰ σκοπὸν διώκω ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Φίλ. γ’ 14).
Τὸ κακὸ λοιπόν, ὡς ἁμαρτία, ἔχει τὴν ὕπαρξή του στὴν προαίρεση τοῦ ἄνθρωπου καὶ ὄχι στὴ φύση του. «Ἡ αἰώνια οὐσία μεταδίδει τὴν ἀγαθότητα καὶ μὲ τὸ λόγο καὶ μὲ τὶς πράξεις, καὶ παρατηρούμενη, ἐνῶ ἡ σωματικὴ μεταδίδει μόνο παρατηρούμενη. Ἡ αἰώνια ἡ μὴ ὕπαρξη τῆς λογικῆς καὶ νοερῆς οὐσίας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα καλὰ. Τὸ νὰ εἶναι ὅμως αὐτὰ καλὰ ἢ κακά, αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ θέληση τῶν δημιουργημάτων. Τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει στὴν οὐσία τῶν δημιουργημάτων ἀλλὰ στὴν ἐσφαλμένη καὶ ἀσυλλόγιστη ἐνέργεια αὐτῶν» (Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής).
Ἡ ψυχὴ ἐδημιουργήθη γιὰ νὰ βλέπει τὸν Θεὸ καὶ νὰ φωτίζεται ἀπὸ αὐτόν, λέγει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ἀλλὰ αὐτή, ἀντὶ γιὰ τὸν Θεό, ἐπεζήτησε τὰ φθαρτὰ καὶ τὸ σκότος· «Ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν ἄνθρωπο εὐθύ καὶ αὐτοὶ ἐζήτησαν λογισμοὺς πολλούς» ἀναφέρει ὁ Ἐκκλησιαστῆς (ζ’ 29). Αὐτοὶ οἱ πονηροὶ λογισμοὶ προέρχονται ἀπὸ τὴν «καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου» (Ματθ. ιε’ 19), ὅταν βέβαια ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ἀμέλεια ἐγκαταλείψει ἀκαλλιέργητα “τὰ φυσικὰ σπέρματα τῶν ἀγαθῶν”, ὅπως ἀναφέρει ὁ Μ. Βασίλειος. Γιατί ὁ ἄφρων εἶναι σὰν τὸν ἀγρό, λέγει ἡ Γραφή, καὶ «ὥσπερ ἀμπελὼν ἄνθρωπος ἐνδεὴς φρενῶν ἐὰν ἁφῇς αὐτόν, χερσωθήσεται», θὰ χερσωθεῖ, θὰ γεμίσει χορτάρια καὶ θὰ ἐγκαταλειφθεῖ (Παροιμ. κδ’ 30-31).
Στὴν ψυχὴ λοιπὸν ποὺ ἔχει χερσωθεῖ, εἶναι φυσικὸ νὰ φυτρώνουν ἀγκάθια καὶ ζιζάνια καὶ νὰ συμβαίνει ἐκεῖνο ποὺ ἔχει λεχθεῖ: «Καὶ ἔμεινα τοῦ ποιῆσαι σταφυλήν, ἐποίησε δὲ ἀκάνθας» (Ἤσ. ἐ’ 2), περίμενα νὰ κάνει σταφύλια καὶ ἔκανε ἀγκάθια! «Ἐγὼ δὲ ἐφύτευσα σὲ ἄμπελον καρποφόρον πᾶσαν ἀληθινὴν, πῶς ἐστράφης εἰς πικρίαν, ἄμπελος ἡ ἀλλοτρία;» (Ἱερεμ. β’ 21)· ἐγὼ σὲ ἐφύτευσα κατὰ πάντα ἀληθινὴ ἄμπελο καρποφόρο, πῶς μεταβλήθηκες σὲ πικρὰ ἄμπελο καὶ ἔγινες ξένη πρὸς ἐμέ;
Κατά τὸν Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ «τρία εἶναι ἐκεῖνα πού μᾶς παρακινοῦν νὰ κάμνομε τὰ κακὰ: τὰ πάθη, οἱ δαίμονες καὶ ἡ κακὴ προαίρεση. Τὰ πάθη μᾶς παρακινοῦν, ὅπως ὅταν ἐπιθυμοῦμε κάποιο παράλογο πράγμα… καὶ ὅταν ὀργιζόμαστε ἢ λυπούμαστε ἀδικαιολόγητα… Οἱ δαίμονες πάλι μᾶς παρακινοῦν, ὅπως ὅταν ἐκμεταλλεύονται τὴν ἀδιαφορία ποὺ δείχνουμε ἐμεῖς, μᾶς ἐπιτίθενται ξαφνικὰ μὲ μεγάλη σφοδρότητα, διεγείροντας τὰ πάθη… Τέλος, ἡ κακὴ προαίρεση μᾶς παρακινεῖ, ὅπως ὅταν, ἐνῶ γνωρίζομε τὸ καλό, προτιμοῦμε τὰ κακά». Τοῦτο γίνεται, γιατί ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τρεπτῆ καὶ ὄχι ἄτρεπτος.
«Βλέπεις πῶς μεταβάλλεται ἡ ἴδια ἡ φύση; Μπορεῖ νὰ ρέπει πρὸς τὸ κακό καὶ ἀμέσως πάλι μπορεῖ νὰ στραφεῖ πρὸς τὸ καλό, καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ συμφωνήσει μὲ ἐκεῖνες τὶς πράξεις ποὺ θέλει. Μπορεῖ νὰ δεχθεῖ, λοιπὸν, ἡ ἀνθρώπινη φύση τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό, δηλαδὴ τὴ θεία χάρη ἢ τὴν ἀντίπαλη δύναμη τοῦ σατανᾶ, αὐτὸ ὅμως δὲν γίνεται ἀναγκαστικά, ἀλλὰ μὲ τὴ δική της θέληση» (Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος).
Ἂν δὲν ζητήσουμε τὸ κακὸ στὴν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, πρέπει νὰ τὸ θεωρήσουμε ἀναπόφευκτο γεγονός. Τότε εἶναι περιττοὶ οἱ νόμοι καὶ οἱ δικαστὲς καὶ κάθε προσπάθεια γιὰ βελτίωση τῶν συνθηκῶν τῆς ζωῆς ἢ καὶ γιὰ ἀποφυγὴ τῶν δυσάρεστων. «Θὰ κερδίσει μὲν ὁ γεωργός, χωρὶς νὰ σπείρει καὶ χωρὶς νὰ ἀκονήσει δρέπανον, θὰ ὑπερπλουτήσει δὲ ὁ ἔμπορος, εἴτε τὸ θέλει εἴτε ὄχι, ἀφοῦ ἡ εἱμαρμένη θὰ τοῦ συγκεντρώνει τὰ χρήματα. Αἱ δὲ μεγάλαι ἐλπίδες τῶν Χριστιανῶν θὰ μᾶς γίνουν ἄφαντοι, διότι οὔτε ἡ δικαιοσύνη θὰ βραβεύεται, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι δὲν κάνουν τίποτε κατὰ τὴν προαίρεσίν των» (Μ. Βασίλειος).
Κανένας δὲν εἶναι “ἐκ φύσεως καλός” ἢ “ἐκ φύσεως κακός”. Γιατί ἂν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε κανένας καλὸς δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ γίνει κακὸς καὶ κανένας κακὸς νὰ μεταβληθεῖ σὲ καλό. Ὅμως βλέπουμε στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων νὰ συμβαίνουν τέτοιες καταπληκτικὲς μεταβολές, νὰ μεταπίπτουν ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ καλὸ ἢ καὶ τὸ ἀντίθετο. Τελῶνες νὰ γίνονται ἀπόστολοι καὶ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ νὰ μεταβάλλονται σὲ προδότες. Πόρνες νὰ μεταστρέφονται καὶ νὰ γίνονται ἁγίες καὶ ληστὲς εὐσεβεῖς. Αὐτὸ σημαίνει, πὼς κανεὶς δὲν εἶναι καλὸς ἢ κακὸς ἀπὸ τὴ φύση του.
Ἀλλὰ, θὰ πεῖ ἴσως κανείς, ὁ Θεὸς γνωρίζει ἐκ τῶν προτέρων τὰ πάντα. Αὐτὸ δὲν σημαίνει, πὼς κάθε τί στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀναπόφευκτο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει διαφορετικὴ τροπή;
Ὁ Θεὸς εἶναι βέβαια παντογνώστης, γνωρίζει ἐκ τῶν προτέρων καὶ αὐτὰ ποὺ πρόκειται νὰ συμβοῦν. Ἀλλὰ τὰ γνωρίζει, ἐπειδὴ γι’ αὐτὸν τὰ πάντα εἶναι παρόντα· δὲν ὑπάρχει στὸν Θεὸ παρελθὸν καὶ μέλλον. Ὑπάρχει μόνο τὸ αἰώνιο παρόν. Ἡ γνώση ἀναφέρεται πάντοτε σ’ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν καὶ ἡ πρόγνωση ἀναφέρεται σ’ αὐτὰ ποὺ ὀπωσδήποτε θὰ συμβοῦν, λέγει ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός· δὲν συμβαίνουν, ἐπειδὴ τὰ προγνωρίζει ὁ Θεός, ἀλλὰ τὰ γνωρίζει, ἐπειδὴ ἐνώπιόν Του ἔχουν ἤδη συμβεῖ.
Μήπως θὰ ἦταν καλύτερο, ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἐπέτρεπε καθόλου νὰ ἔλθουν στὴν ὕπαρξη, ὅσοι, σύμφωνα μὲ τὴ δική Του πρόγνωση, θὰ γίνονταν κακοί; Ἂν τὰ κτίσματα, ποὺ ἐδημιουργήθησαν ἐξαιτίας τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ, ἐπρόκειτο νὰ γίνουν κακὰ ἐξαιτίας τῆς δικῆς τους κακῆς προαιρέσεως, καὶ αὐτὸ τὸ γεγονὸς τὰ ἐμπόδιζε νὰ ἔλθουν σὲ ὕπαρξη, τότε «τὸ κακὸν θὰ ἐνικοῦσε τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ», καταλήγει ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ὁ Θεὸς, λοιπὸν, δὲν εὐθύνεται γιὰ τὴν ἁμαρτία τοῦ ἄνθρωπου.
Ἀλλά, θὰ παρατηρήσει κανείς, πολλὲς φορές, ἀκόμη καὶ οἱ κακοί, ὑπηρετοῦν τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ. Γιατί τότε νὰ ἐπιρρίπτουμε σ’ αὐτοὺς εὐθύνες;
Θὰ ἦταν βλάσφημο νὰ ποῦμε, πὼς λόγου χάρη ὁ Ἰούδας δὲν εὐθύνεται γιὰ τὴν πράξη του καὶ ὅτι ὑπηρέτησε τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ, ποὺ διαφορετικὰ θὰ ἐματαιώνοντο· «μὴ γένοιτο» λέγει ὁ Χρυσόστομος καὶ καταλήγει: «Διότι ὁ ἴδιος ὁ πάνσοφος Θεὸς ἐγνώριζε πὼς θὰ ἐνεργοῦσε τὴν σωτηρίαν μας καὶ ἂν ἀκόμη δὲν συνέβαινε αὐτό. Ἄλλωστε, δι’ αὐτό, διὰ νὰ μὴ νομίση κανεὶς, ὅτι ὁ Ἰούδας ἔγινεν ὑπηρέτης τῆς θείας οἰκονομίας, τὸν οἰκτίρει». «Ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ», λέγει καὶ καταλήγει: «οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι’ οὖ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται, καλὸν ἢν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος» (Μάτθ. κστ’24). Εἶχε λοιπὸν εὐθύνη ὁ προδότης τοῦ Κυρίου.
Ὁ Χρυσόστομος θέτει ἐδῶ τὸ πρόβλημα: «Ἐὰν ἦτο καλὸν νὰ μὴ γεννηθῆ αὐτός, διατὶ τὸν ἄφησε νὰ ἔλθη εἰς τὸν κόσμον, καὶ αὐτὸν καὶ ὅλους τοὺς πονηρούς;». Σ’ αὐτὸ δίνει τὴν ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση: «Πρέπει νὰ κατηγορήσης τοὺς πονηρούς, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ ἤσαν ἐλεύθεροι νὰ μὴ γίνουν τέτοιοι, ἔγιναν πονηροί. Σὺ ὅμως ἄφησες αὐτὸ καὶ λεπτολογεῖς καὶ περιεργάζεσαι τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ· ἂν καὶ γνωρίζεις, ὅτι δὲν γίνεται ἀναγκαστικὰ κανεὶς πονηρός». Κανένας λοιπὸν δὲν εἶναι ἀναγκαστικὰ κακός· δὲν εἶναι ἡ φύση ἡ αἰτία τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ἡ προαίρεση.
Ὅμως τί θὰ ποῦμε γιὰ τὸ φυσικὸ κακό, δηλαδὴ γιὰ τὸ «ἐπίπονον καὶ ὀδυνηρὸν εἰς τὰς αἰσθήσεις», κατὰ τὴν διατύπωση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου; Ἐδῶ γίνεται λόγος γιὰ τὴν σωματικὴ ἀσθένεια γιὰ τὴν στέρηση τῶν ἀναγκαίων στὴ ζωή, γιὰ τὴν αἰσχύνη, τὴ χρηματικὴ ζημιά, τὴν ἀπώλεια τῶν συγγενῶν, γιὰ συμφορὲς ποὺ ταλαιπωροῦν ὅλους τοὺς ἀνθρώπους μίας περιοχῆς, ὅπως πεῖνες, ξηρασίας, βροχές, σεισμοὶ κ. ὁ. κ.
Ὅλα αὐτὰ ἀναφέρονται στὴν ἁγία Γραφὴ ὡς “κακά”, τὰ ὅποια ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς ὡς παιδαγωγικὰ μέσα ἢ γιὰ ἄλλο σκοπό. «Ἐγὼ ὁ κατασκευάσας φῶς καὶ ποιήσας σκότος», λέγει ὁ Θεὸς στὸν προφήτη, «ὁ ποιῶν εἰρήνην καὶ κτίζων κακά» (Ἤσ. μὲ’ 7)· «ὅτι κατέβη κακὰ παρὰ Κυρίου ἐπὶ πύλας Ἱερουσαλήμ» (Mix. ἀ’ 12)· «εἰ ἔστι κακία ἐν πόλει ἢν Κύριος οὐκ ἐποίησε;» (Ἀμῶς γ’ 6). «Ἴδετε ἴδετε ὅτι ἐγὼ εἰμὶ καὶ οὐκ ἐστὶ Θεὸς πλὴν ἐμοῦ· ἐγὼ ἀποκτενῶ καὶ ζῆν ποιῶ, πατάξω καγῶ ἰάσομαι, καὶ οὐκ ἐστὶν ὃς ἐξελεῖται ἐκ τῶν χειρῶν μου» (Δευτερ. λβ’ 39).
Δὲν ὀνομάζει ἐδῶ κακία τὴν πονηρὶα καὶ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ τὴν ταλαιπωρία, τὸν πόνο καὶ τὶς συμφορές· αὐτὸ ἐννοοῦσε καὶ ὁ Κύριος, ὅταν ἔλεγε· «ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» (Μάτθ. στ’ 34). Ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εὔρημα τῆς θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ δὲ ἡ “κακία”, οἱ ὀδυνηρὲς δηλαδὴ καταστάσεις στὴ σωματικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ κάκωση, γίνεται πρὸς ἀναίρεση τῆς ἁμαρτίας καὶ ὀνομάζεται κακία, ὄχι ἀπὸ τὸν χαρακτῆρα της ἀλλὰ «ἀπὸ τὴν γνώμην τῶν ἀνθρώπων, διότι συνηθίζομε νὰ ὀνομάζωμε κακίαν ὄχι μόνον τὰς κλοπάς καὶ τὰς μοιχείας, ἀλλὰ καὶ τὰς συμφοράς» (Χρυσόστομος).
Στὴν πραγματικότητα, αὐτὲς οἱ κακώσεις εἶναι ἀγαθά, ἐπειδὴ δὲν ἀποβλέπουν στὴν τιμωρία μας ἀλλὰ στὸν σωφρονισμό μας καὶ στὴν ἐπιστροφή μας μέσω τῆς κακοπαθείας πίσω, στὴν κατάσταση τῆς ὑγείας. «Καὶ ἐκάκωσέ σε καὶ ἐλιμαγχόνησέ σε καὶ ἐψώμισέ σε…» (Δευτερ. η’ 3), σὲ ἐταλαιπώρησα καὶ σὲ ἄφησα νὰ πεινάσεις, γιὰ νὰ σὲ εὐεργετήσω· «διὰ νὰ σταματήσω τὴν κακίαν προτοῦ ἐξαπλωθεῖ ὑπερβολικά, ὅπως τὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ, ποὺ συγκρατεῖται μὲ κάποιον ἰσχυρὸν φράκτην καὶ ἀντιτείχισμα» (Μ. Βασίλειος).
Ὁ ἴδιος πατέρας, σχολιάζοντας τὸ Ἠσ. με’ 7, λέγει πὼς ὁ Θεὸς “κτίζει κακά” μὲ τὴν ἔννοια, ὄχι ὅτι τὰ δημιουργεῖ ἀπὸ τὸ μηδέν ἀλλὰ τὰ “μεταποιεῖ”· μέσω αὐτῶν τῶν κακώσεων ὁδηγεῖ σὲ καλλιτέρευση. Ἡ ἴδια ἔννοια ἀποδίδεται καὶ στὸ «πατάξω καγῶ ἰάσομαι», ἐγὼ πληγώνω καὶ ἐγὼ θεραπεύω (Δευτερ. λβ’ 39), ὅσον ὁ ἐξωτερικὸς ἄνθρωπος φθείρεται, τόσο ὁ ἐσωτερικὸς ἀνακαινουργιώνεται (Β’ Πέτρ. δ’ 16). «Λοιπόν», σχολιάζει ὁ Μ. Βασίλειος, «δὲν ἀποκτείνει ἄλλον καὶ ἄλλον ζωοποιεῖ, ἀλλὰ τὸν ἴδιο, μὲ αὐτὰ ποὺ τὸν σκοτώνει, τὸν ζωοποιεῖ, καὶ μὲ αὐτὰ ποὺ τὸν πληγώνει, τὸν θεραπεύει». «Σὺ μὲν γὰρ πατάξεις αὐτὸν ράβδῳ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ἐκ θανάτου ρύση» (Παροιμ. κγ’ 14)· πληγώνεται ἡ σάρκα γιὰ νὰ θεραπευθεῖ ἡ ψυχή. «Ἡ ράβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου, αὐταὶ μὲ παρεκάλεσαν» (Ψαλμ. κβ/κγ’ 4).
Τὸ κακὸ λοιπὸν εἶναι μόνο ἕνα, ἡ ἁμαρτία. Δὲν ἔχει ὀντολογικὴ ὕπαρξη οὔτε εἶναι γνώρισμα κάποιας ὑπάρξεως. Εἶναι ἕνα συμβάν, μία πράξη ἀποκλίσεως ἀπὸ τὸ ἀγαθό, ἡ στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ, ποὺ ἔχει τὴν αἰτία στὴν προαίρεση τοῦ ἄνθρωπου, ὄχι στὴ φύση του. Τὸ «κατὰ φύσιν» προηγεῖται ἀπὸ τὸ «παρὰ φύσιν» καὶ αὐτὴ ἡ ἀπόκλιση ἀπὸ τὸ «κατὰ φύσιν» δὲν εἶναι ἀναπόφευκτο γεγονός. Καὶ μόνο ἡ ὕπαρξη καλῶν καὶ κακῶν τὸ ἀποδεικνύει αὐτό.
Τὰ «κακά», γιὰ τὰ ὁποία στὴν ἁγία Γραφὴ φέρεται «δημιουργός» ὁ Θεὸς, εἶναι τὰ φυσικὰ κακά, οἱ κακώσεις κατὰ τὴν ἀντίληψη τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ παρουσιάζονται σὰν καταστάσεις ὀδυνηρές. Μέσω αὐτῆς τῆς κακοπαθείας σωφρονίζεται ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁδηγεῖται στὴν ἐπιστροφή. Ἔτσι, ὁ Θεὸς “μεταποιεῖ” τὶς κακώσεις αὐτὲς σὲ δωρεὲς καὶ ὁδηγεῖ σὲ καλλιτέρευση.