Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 16 Φεβρουαρίου 2025, τοῦ Ἀσώτου (Λουκ. ιε΄ 11-32)
Eἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός·
πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. Τέλεια στέρηση
Ἡ θαυμάσια καὶ διδακτικότατη παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, ποὺ ἀκούσαμε στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, μᾶς παρουσιάζει πολὺ γλαφυρὰ τὴν πορεία ἑνὸς νέου, ὁ ὁποῖος ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα του τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας του κι ἔφυγε σὲ χώρα μακρινή, ὅπου ἔκανε ἁμαρτωλὴ ζωή. Ὅταν ξόδεψε μὲ ἀσωτίες τὴν περιουσία του, «ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι». Δηλαδή, ἔπεσε μεγάλη πείνα στὴ χώρα ἐκείνη καὶ ἄρχισε νὰ στερεῖται ἀκόμη καὶ τὰ ἀπαραίτητα. Πῆγε τότε νὰ ἐργασθεῖ ὡς χοιροβοσκός. Ἦταν τέτοια ἡ στέρηση καὶ ἡ πείνα του, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει ἀκόμη καὶ μὲ ξυλοκέρατα, τὴν τροφὴ τῶν χοίρων.
Ἐκεῖ ὁδηγεῖ ἡ ἁμαρτία τὸν ἄνθρωπο· στὴν τέλεια στέρηση, στὸν λιμό, στὴν ἀχόρταγη πείνα, στὸ ἀπλήρωτο κενό, στὸ ἀπόλυτο ἄδειασμα, στὴν πλήρη ἔνδεια. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ψευδαίσθηση ὅτι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ θὰ ἀπολαύσει τὰ πάντα, θὰ βρεῖ τὴν εὐτυχία του. Αὐτὸ ὅμως ποὺ ὀνειρεύεται ὡς εὐτυχία, αὐτὸ γίνεται ἡ αἰτία τῆς δυστυχίας του. Στερεῖται κάθε θεία παρηγοριά, κάθε ἀγαθό. Ψάχνει νὰ καλύψει τὸ κενὸ μὲ ὑποκατάστατα, μὲ «ξυλοκέρατα». Μάταια ὅμως· χωρὶς τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει, διότι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ χορηγὸς τῆς ζωῆς καὶ κάθε ἀγαθοῦ. Πεινᾶ, ἐξαθλιώνεται, ἀρρωσταίνει, νεκρώνεται. Ἔτσι καταντᾶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος· ἕνας στερημένος φτωχός, ἕνας αἰχμάλωτος ἐπαίτης.
2. Ἀνάσταση ψυχῆς
Κάποια στιγμὴ ὁ νεότερος γιὸς συνῆλθε, κατανόησε τὴν ἐξαθλίωσή του, θυμήθηκε τὴ χαρὰ καὶ τὴν πληρότητα ποὺ ἀπολάμβανε κοντὰ στὸν πατέρα του. Γι᾿ αὐτὸ πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση νὰ ἐπιστρέψει. Ὄχι γιὰ νὰ ζητήσει τὴ θέση ποὺ εἶχε πρίν, ὡς υἱός, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐργασθεῖ ἔστω ὡς μισθωτὸς ὑπηρέτης. Καθὼς ὅμως ἐπέστρεφε, καὶ ἐνῶ περίμενε νὰ συναντήσει ἕναν πατέρα σκληρὸ καὶ ἀμείλικτο, βρῆκε ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο· μιὰ μεγάλη ζεστὴ ἀγκαλιά, γεμάτη κατανόηση καὶ ἀγάπη. Ὁ πατέρας τὸν εἶδε ἀπὸ μακριὰ καὶ ἔτρεξε νὰ τὸν προϋπαντήσει· τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν καταφιλοῦσε μὲ στοργή. Πρὶν προλάβει ν᾿ ἀπολογηθεῖ ὁ νέος, ὁ πατέρας παρήγγειλε στοὺς δούλους νὰ τὸν ντύσουν μὲ τὴν πιὸ ἐπίσημη φορεσιά, νὰ τοῦ φορέσουν δακτυλίδι στὸ χέρι, ὑποδήματα στὰ πόδια, νὰ σφάξουν τὸ καλύτερο μοσχάρι καὶ νὰ χαροῦν, διότι ὁ υἱός του «νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη». Ἔστησε ἔτσι μεγάλο πανηγύρι γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ πρώην νεκροῦ παιδιοῦ του· γιὰ τὴν εὕρεση ἐκείνου ποὺ εἶχε χαθεῖ.
Θαυμάζουμε ἀσφαλῶς τὴν εἰλικρινὴ μετάνοια τοῦ πρώην ἄσωτου υἱοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν πνευματικὰ νεκρός, ἀλλὰ μὲ τὴ μετάνοια ἀναστήθηκε. Αὐτὸ εἶναι τελικὰ ἡ μετάνοια· ἡ ἀνάσταση τῆς νεκρωμένης ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ψυχῆς. Ἡ μετάνοια ὁδηγεῖ καὶ πάλι τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν πνευματικὸ θάνατο στὴ ζωή. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ ὅτι ὁ Κύριος στὴ διήγησή του δύο φορὲς ἀναφέρει ὅτι ὁ νέος αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ ἀναστήθηκε. Θέλει νὰ τονίσει τὴ μεγάλη ἀλλαγὴ ποὺ συμβαίνει στὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, ὅταν ἐπιστρέφει στὸν σπλαχνικὸ Θεὸ Πατέρα· ὅταν σπεύδει νὰ ἐξομολογηθεῖ μὲ εἰλικρίνεια τὶς ἁμαρτίες του ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ. Ὅπως μετὰ τὸν χειμώνα ἀκολουθεῖ ἡ ἄνοιξη καὶ ἀλλάζει ἡ ὄψη τῆς γῆς, ἀντίστοιχα μὲ τὴ μετάνοια ἀνθίζει μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ πρώην ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου ἡ ζωή. Ἀνασταίνεται!
3. Ἕνας ἄλλος ἄσωτος
Ἄρχισε λοιπὸν τὸ πανηγύρι στὸ σπίτι. Συμμετεῖχαν ὅλοι σὲ αὐτό, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν· ἀπὸ τὸν πρεσβύτερο υἱό, ὁ ὁποῖος θύμωσε, ἐπειδὴ ὁ πατέρας συγχώρησε τὸν νεότερο, ποὺ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας. Φέρθηκε μὲ φθόνο καὶ σκληρότητα ὁ μεγαλύτερος, κι ἐνῶ πάντοτε ἔτρωγε στὸ πλούσιο τραπέζι τοῦ πατέρα, τὸν κατηγόρησε τώρα ὅτι ποτὲ δὲν ἔδωσε στὸν ἴδιο ἕνα ἐρίφιο γιὰ νὰ χαρεῖ μὲ τοὺς φίλους του. Ἐνῶ ζοῦσε ὅλα τὰ χρόνια μέσα στὸ πατρικὸ σπίτι, δίπλα στὸν πατέρα, ἦταν ὡστόσο πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης του.
Ὑπάρχει κάποτε ὁ κίνδυνος κι ἐμεῖς, καὶ ἰδιαιτέρως οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, νὰ φερθοῦμε ἀντίστοιχα. Νὰ μὴν ἐκτιμήσουμε αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔχει χαρίσει ὁ Θεός. Νὰ νομίσουμε ὅτι τὰ ἀξίζουμε, ἢ ὅτι ἀξίζουμε περισσότερα ἀπὸ ὅσα μᾶς ἔχει δώσει. Νὰ ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία, μέσα στὸν ἅγιο Οἶκο τοῦ οὐράνιου Πατέρα, καὶ ὅμως ἡ καρδιά μας νὰ ἀπέχει πολὺ ἀπὸ Ἐκεῖνον, ἐξαιτίας τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς ὑπερηφάνειάς μας.
Τὸ Τριώδιο εἶναι μιὰ καλὴ εὐκαιρία γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε στὸν Πατέρα μας, εἴτε ἀποστατήσαμε στὶς χῶρες τῆς ἁμαρτίας, εἴτε τυφλωθήκαμε ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ μέσα στὸ ἴδιο μας τὸ σπίτι. Ἡ ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, εἶναι ἀνοιχτὴ καὶ μᾶς περιμένει. Ὅλοι χωροῦμε μέσα σ’ αὐτήν, ἀρκεῖ νὰ μετανοήσουμε. Τότε ἡ πατρικὴ ἀγάπη μᾶς ἀνασταίνει καὶ ἀπολαμβάνουμε τὰ ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.