Στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος

 ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Ἐμπρός, φίλοι μου, ἂς ἁπλώσουμε σήμερα χωρὶς δισταγμὸ τὸ χέρι στοὺς θησαυροὺς τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ νὰ ἀντλήσουμε ἀπὸ ἐκεῖ κατὰ τὴν συνήθειά μας πλοῦτο, πού ἄφθονα σὲ ὅλους διαμοιράζεται καὶ οὔτε στὸ ἐλάχιστο ποτὲ δὲν ξοδεύεται. Ἐλᾶτε, τὸν πάνσοφο καὶ πάλι ἂς ἀκολουθήσουμε, τὸν ὡραῖο ὁδηγό μας, τὸν Λουκᾶ, νὰ δοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ ἀνεβαίνει σὲ ὄρος ὑψηλὸ καὶ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη νὰ παίρνει μάρτυρες τῆς θεϊκῆς Μεταμορφώσεως. Διότι «πῆρε μαζί Του», λέει, «αὐτοὺς πού ἀποτελοῦσαν τὴν συντροφιὰ τοῦ Πέτρου καὶ σὲ ὄρος ὑψηλὸ ἀνέβηκε» ὁ Δεσπότης. Ὄρος ὑψηλό, στὸ ὁποῖο ἡ δυάδα Μωυσῆς καὶ Ἠλίας συζητοῦσε μὲ τὸν Χριστό.

Ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ

(Ματθ θ’, 1-8) Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

«Καὶ ἀφοῦ μπῆκε στὸ πλοῖο πέρασε διὰ μέσου τῆς λίμνης στὸ ἀπέναντι μέρος καὶ ἦλθε στὴ δική του πόλη. Καὶ νὰ ἔφεραν σ’ αὐτὸν ἕνα παραλυτικὸ πάνω στὸ κρεβάτι. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ὅταν εἶδε τὴν πίστη τους, εἶπε στὸν παραλυτικό· Ἔχε θάρρος, παιδί μου, σοῦ ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου»

Δική του πόλη ὀνομάζει ἐδῶ τὴν Καπερναούμ. Ἡ Βηθλεὲμ τὸν ἔφερε στὴ ζωή, ἡ Ναζαρὲτ τὸν μεγάλωσε, ἡ Καπερναοὺμ τὸν εἶχε μόνιμο κάτοικό της. Ὁ παραλυτικὸς ἐδῶ εἶναι ἄλλος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Ἐκεῖνος ἦταν κατάκοιτος στὴν κολυμβήθρα, αὐτὸς ἦταν στὴν Καπερναούμ. Ἐκεῖνος ἦταν ἄρρωστος τριάντα ὀκτὼ χρόνια· γι’ αὐτὸν ἐδῶ δὲ λέγεται τίποτα τέτοιο. Ἐκεῖνος δὲν εἶχε κανένα νὰ τὸν προστατέψει, αὐτὸς ὅμως εἶχε αὐτοὺς ποὺ τὸν φρόντιζαν, ποὺ τὸν σήκωσαν κιόλας καὶ τὸν ἔφεραν. Καὶ σ’ αὐτὸν λέει, «παιδί μου, συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου» σ’ ἐκεῖνον, «θέλεις νὰ βρεῖς τὴν ὑγεία σου»; Κι ἐκεῖνον τὸν θεράπευσε τὸ Σάββατο, αὐτὸν ὅμως ὄχι. Γιατί βέβαια θὰ τὸν κατηγοροῦσαν ἂν τὸ ἔκανε· καὶ γι’ αὐτὸ οἱ Ἰουδαῖοι σ’ αὐτὸν σιώπησαν, σ’ ἐκεῖνον ὅμως ἐπιτέθηκαν καὶ τὸν καταδίωκαν. Αὐτὰ τὰ εἶπα ὄχι χωρὶς λόγο ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανένας πὼς ὑπάρχει διαφωνία, ἐπειδὴ σχημάτισε τὴν ὑποψία πὼς ἦταν ὁ ἴδιος παραλυτικός.

Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 4 Αὐγούστου 2024, Στ΄ Ματθαίου (Ρωμ. ιβ΄ 6-14)

Ἀδελφοί, ἔχοντες χαρίσματα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα, εἴτε προφητείαν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως, εἴτε διακονίαν, ἐν τῇ διακονίᾳ, εἴτε ὁ διδάσκων, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ, εἴτε ὁ παρακαλῶν, ἐν τῇ παρακλήσει, ὁ μεταδιδούς, ἐν ἁπλότητι, ὁ προϊστάμενος, ἐν σπουδῇ, ὁ ἐλεῶν, ἐν ἱλαρότητι. Ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος. ἀποστυγοῦντες τὸ πονηρόν, κολλώμενοι τῷ ἀγαθῷ, τῇ φιλαδελφίᾳ εἰς ἀλλήλους φιλόστοργοι, τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι, τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες, τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες, ταῖς χρείαις τῶν ἁγίων κοινωνοῦντες, τὴν φιλοξενίαν διώκοντες. εὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε.

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 4 Αὐγούστου 2024, ΣΤ΄ Ματθαίου (Ματθ. θ΄ 1-8)

Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. 2 Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐ­τῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης­ βεβλημένον· καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶ­­πε τῷ παραλυτικῷ· θάρσει,­ τέ­κνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρ­τίαι σου. 3 καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτος βλασφημεῖ. 4 καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 5 τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁ­­­μαρ­τίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; 6 ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας – τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. 7 καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. 8 ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύ­μασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θε­­ὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοι­αύτην τοῖς ἀνθρώποις.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

Καί ἀφοῦ μπῆκε σ’ ἕνα πλοῖο, πέρασε στήν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης, καί ἦλθε στή δική του πόλη, τήν Καπερναούμ. 2 Τότε τοῦ ἔφεραν ἕναν παράλυτο, πού τόν εἶχαν βά­λει πάνω σ’ ἕνα κρεβάτι. Καί καθώς ὁ Ἰησοῦς εἶδε τήν πίστη πού εἶχε καί ὁ παράλυτος κι ἐκεῖνοι πού τόν μετέφεραν, εἶπε στόν παράλυτο, ὁ ὁποῖος ἀνησυχοῦσε καί φοβόταν μήπως οἱ ἁμαρτίες του γίνουν ἐμπόδιο στή θεραπεία του: Ἔχε θάρρος, παιδί μου· σοῦ ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου. 3 Τότε ὅμως μερικοί ἀπό τούς γραμματεῖς εἶπαν μέσα τους: Αὐτός βλασφημεῖ, διότι σφετερίζεται δικαίωμα πού μόνον ὁ Θεός ἔχει. 4 Ὁ Ἰησοῦς τήν ἴδια στιγμή εἶδε στά βάθη τῆς καρδιᾶς τους τίς σκέψεις τους καί εἶπε: Γιατί κάνετε μέσα στίς καρδιές σας σκέψεις πονηρές καί κακοπροαίρετες; 5 Καί εἶναι πράγματι οἱ σκέψεις σας αὐτές κακόβουλες καί κακοπροαίρετες, διότι, τί εἶναι εὐκολότερο: νά πεῖ κανείς· εἶναι συγχωρημένες οἱ ἁμαρτίες σου, ἤ νά πεῖ, σήκω ὄρθιος καί περπάτα; Ἐσεῖς θεωρεῖτε δυσκολότερο αὐτό τό τελευταῖο. 6 Γιά νά μάθετε λοιπόν τώρα ὅτι ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, ὁ ἐκπρόσωπος τῆς ἀνθρωπότητος καί ἔν­δοξος Κριτής της κατά τή δευτέρα παρουσία του, ἔχει ἐξουσία νά συγχωρεῖ στή γῆ τίς ἁμαρτίες τῶν ἀν­θρώ­πων, τότε λέει στόν παράλυτο: Σήκω ὄρθιος καί πάρε στούς ὤμους σου τό κρεβάτι σου καί πήγαινε στό σπίτι σου. 7 Καί πραγματικά ἐκεῖνος σηκώθηκε καί πῆγε στό σπίτι του. 8 Ὅταν λοιπόν τά πλήθη τοῦ λαοῦ εἶδαν αὐτό πού ἔγινε, θαύμασαν καί δόξασαν τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἔδωσε διαμέσου τοῦ Χριστοῦ στούς ἀνθρώπους τέτοια ἐξουσία, νά συγχωροῦνται δηλαδή οἱ ἁμαρτίες, καί συγχρόνως νά γιατρεύονται μ’ ἕνα λόγο ἀθεράπευτες ἀσθένειες τοῦ σώματος.

Ἅγιος Παντελεήμων ὁ Μεγαλομάρτυς καὶ Ἰαματικὸς

Γιά όποιον παραδόθηκε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἡ ζωὴ γίνεται πολὺ εὐκολότερη, γιατὶ στίς ἀρρώστιες, στήν φτώχεια καὶ στόν διωγμὸ σκέφτεται : «Ἔτσι εὐδόκησε ὁ Θεὸς καὶ πρέπει νά ὑπομείνω γιά τὶς ἁμαρτίες μου».

Νά, ἐδῶ καί πολλὰ χρόνια πάσχω ἀπὸ πονοκέφαλο καὶ δύσκολα τὸν ὑποφέρω, ἀλλά μέ ὠφελεῖ, γιατί μέ τὴν ἀσθένεια ταπεινώνεται ἡ ψυχὴ. Ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ διακαῶς νά προσεύχεται καὶ νά ἀγρυπνεῖ, ἀλλὰ ἡ ἀσθένεια μέ ἐμποδίζει, διότι τὸ ἄρρωστο σῶμα ἀπαιτεῖ ἀνάπαυση. Καὶ παρακάλεσα πολὺ τὸν Κύριο νά μὲ θεραπεύσει, ἀλλὰ δέν μὲ ἄκουσε. Κι αὐτὸ σημαίνει πώς αὐτὸ δέν θὰ ἦταν πρὸς ὄφελός μου.

Νά, ὅμως, καὶ μία ἄλλη περίπτωση, ποὺ ὁ Κύριος μέ ἄκουσε καί μέ ἔσωσε. Σὲ μιά γιορτὴ πρόσφεραν στήν τράπεζα ψάρι. Ἐνῶ λοιπὸν ἔτρωγα, ἕνα κόκαλο μπῆκε πολὺ βαθιὰ στό λαιμό μου. Ἐπικαλέστηκα τὸν Ἅγιο Παντελεήμονα, παρακαλώντας νά μὲ θεραπεύσει, γιατὶ ὁ γιατρὸς τοῦ Μοναστηριοῦ δέν θὰ μποροῦσε νά μοῦ βγάλει τὸ κόκκαλο ἀπὸ τὸ φάρυγγα. Καὶ μόλις εἶπα: «Γιάτρεψέ με», ἡ ψυχή μου πῆρε ἀπάντηση: «Βγές, ἔξω ἀπὸ τὴν τράπεζα, κάνε μιά βαθιὰ εἰσπνοή καὶ μιά ἀπότομη ἐκπνοή καὶ τὸ κόκκαλο θὰ βγεῖ μὲ αἷμα». Ἔτσι κι ἔκαμα καὶ βγῆκε ἕνα μεγάλο κόκκαλο μέ αἷμα. Καὶ κατάλαβα πώς, ἂν ὁ Κύριος δέν μὲ θεραπεύει ἀπὸ τὸν πονοκέφαλο, αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἶναι ὠφέλιμο γιά τὴν ψυχή μου νά ὑποφέρω τὸν πόνο…

«Εἶμαι ἡ Παρασκευή!»

 Παπποῦς αἰσθανόταν τὴν ἀγάπη τῶν Ἁγίων νὰ τὸν διαπερνᾶ σὰν ζεστὸ ρεῦμα, ὅπως εἶχε ὁμολογήσει ὁ ἴδιος. Καὶ οἱ λόγοι του διαβεβαιώνουν ὅτι ἡ τάσις αὐτοῦ τοῦ ρεύματος ἦταν ὑψηλή: «Ἔχουμε συγχορευτάς καὶ συνεορτάζοντας καὶ συνεορταζομένους τοὺς Ἁγίους καὶ ὅλον τὸν οὐράνιο κόσμο. Οἱ Ἅγιοι μὲ τὴν ἀγάπη τους μᾶς παίρνουν τὰ μυαλά, ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε… Ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ ἐπικοινωνοῦν μαζί μας, γιατί εὑρίσκονται μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἐμποδίζονται ἀπὸ τὴν ὕλη. Λοιπόν, μᾶς παρακολουθοῦν ἐμᾶς συνεχῶς ἀπὸ κοντὰ καί, ὅταν τοὺς παρακαλοῦμε, ἀμέσως μᾶς ἐπισκέπτονται καὶ μᾶς σώζουν ἀπὸ πολλοὺς πειρασμοὺς καὶ μᾶς εὐφραίνουν τὸν νοῦ…

»Οἱ Ἅγιοι, εἴδατε, πηδοῦν καὶ ἔρχονται πρὸς ἐμᾶς καὶ θέλουν νὰ πηδήσωμε καὶ ἐμεῖς πρὸς αὐτούς, γιὰ νὰ εἴμαστε φίλοι. Νὰ τοὺς ἀνταποδίδωμε τὴν ἐπίσκεψι, γιατί τὴν ποθοῦν ἀφάνταστα. Τί καὶ ἂν μᾶς χωρίζει ὁ ὁρατὸς κόσμος ἀπὸ τὸν ἀόρατο; Ἐμεῖς νὰ ἐνστερνιστοῦμε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ κάνωμε τὸ βῆμα!…»