Η εκκλησία μας

Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Κλεισσούς Ορεστιάδος

Οι κάτοικοι της Κλεισσούς μετά τη μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες αρχικά στο παλαιό τουρκικό χωριό Κλήσελι, που η ονομασία του θεωρείται παραφθορά της λέξης εκκλησία και βρισκόταν στον κάμπο, κοντά στον Ποταμό Έβρο. Ωστόσο από τις επανειλημμένες πλημμύρες του ποταμού οι κάτοικοι αναγκάστηκαν σύντομα να μετακινηθούν και να εγκατασταθούν στα βόρεια της Ορεστιάδος σχηματίζοντας τη συνοικία της Κλεισσούς. Είναι όλοι τους πρόσφυγες από δεκαοκτώ χωριά της Ανατ. Θράκης, όπως αριθμούνται και αναγράφονται στο Βράχο των αλησμόνητων πατρίδων, στο προαύλιο του Ναού. «Κλεισσώ η γη που έσμιξε ψυχές ξεριζωμένες από πόλεις και χωριά για πάντα τιμημένες» Στο κέντρο της Κλεισσούς βρίσκεται ο Ναός και στον ίδιο αύλιο χώρο το Δημοτικό Σχολείο, όπως το ήθελε η παλιά ελληνική συνήθεια, σχολείο και εκκλησία αξεχώριστα. Ο Ναός είναι κόσμημα όχι μόνο της Κλεισσούς αλλά και όλης της πόλης. Τιμάται στην Κοίμηση της Θεοτόκου, ως συνέχεια του Μητροπολιτικού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Ιεράς Μητροπόλεως Αδριανουπόλεως. Ο νυν Ναός κτίσθηκε στο ίδιο σημείο που ήταν κτισμένος και ο παλαιός προσφυγικός το 1933. Ο θεμέλιος λίθος του τέθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1972 από τον τότε Μητροπολίτη Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου μακαριστό Κωνσταντίνο Πούλο, επί εφημερίας του ιερέως Παναγιώτη ενός ολιγογράμματου, αλλά ευλαβούς, ταπεινού και αξιαγάπητου ιερέως. Ο ιερός Ναός είναι ρυθμού τρίκλιτης θολωτής βασιλικής. Τα εγκαίνιά του τελέσθηκαν 20 Ιουνίου 1982 από τον τότε Μητροπολίτη μακαριστό Αγαθάγγελο Ταμπουραζάκη. Το εσωτερικό του Ναού είναι αγιογραφημένο με βυζαντινής τεχνοτροπίας εικόνες από τον αγιογράφο Αναστάσιο Δαμίγο με δωρεές των πιστών.

Ἡ Κυριακὴ Προσευχή

Κεφάλαιο 18• Τὰ τέσσερα εἴδη τῆς προσευχῆς μᾶς ἔχουν ὑποδειχθεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο.

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καταδέχθηκε νὰ λειτουργήσει αὐτοὺς τοὺς τέσσερις τρόπους προσευχῆς καὶ νὰ μᾶς δώσει τὸ παράδειγμα.

Καὶ ἐνεργῶντας ὁ Κύριος ἔτσι, ἐκπλήρωσε αὐτὸ ποὺ ἔχει εἰπωθεῖ γι’ Αὐτὸν• «Ἔπραξε καὶ δίδαξε» [ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν] (Πράξ. 1, 1).

Αὐτὸ ποὺ εἶπε, «Πατέρα μου, ἂν εἶναι δυνατόν, ἂς μὴν πιῶ αὐτὸ τὸ ποτήρι» [πάτερ μου, εἴ δυνατόν ἐστί, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο] (Μάτθ. 26, 39,) εἶναι μιὰ δέηση.

Δέηση ἐπίσης εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ λέει μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Δαυὶδ• «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μὲ ἐγκατέλειψες; Γιατί δὲν ἀκοῦς τὰ λόγια τῆς προσευχῆς μου;» [Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρόσχες μοί· ἵνα τί ἐγκατέλιπές με; μακρὰν ἀπὸ τῆς σωτηρίας μου οἱ λόγοι τῶν παραπτωμάτων μου] (Ψάλμ. 21, 1).

Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 14 Ἀπριλίου 2024, Δ΄ Νηστειῶν (Ἰωάννου τῆς Κλίμακος) (Ἑβρ. ς΄ 13-20)

Ἀδελφοί, τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ᾿ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ᾿ ἑαυτοῦ, λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλο­γήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.

 

Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 14 Ἀπριλίου 2024, Κυριακή Δ΄ Νηστειῶν – Ἰωάννου τῆς Κλίμακος (Μάρκ. θ΄ 17-31)

17 καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. 18 καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν κατα­λάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀ­­­φρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. 19 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕ­­ως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέ­­ρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤν­εγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. 20 καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. 21 καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστίν, ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. 22 καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. 23 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι ­πιστεῦσαι, πάν­­τα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. 24 καὶ εὐθέως κράξας ὁ πα­τὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. 25 ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐ­­πισυντρέχει ὄχλος, ἐπετί­μη­σε τῷ πνεύματι τῷ ἀκα­θάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. 26 καὶ κρᾶξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. 27 ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη.

Τὸ σχοινὶ τοῦ Πατριάρχη

Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης: «Κατὰ τὴν ἔναρξιν τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος κατεῖχε τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον ὁ Γρηγόριος ὁ Ε΄, ὅστις, ὡς ἀνώτατος πνευματικὸς Ἄρχων τῶν ἁπανταχοῦ Ἑλλήνων, ἐκράτει ἀνὰ χείρας πάντα τὰ μυστηριώδη νήματα τῆς μεγάλης Ἑλληνικῆς συνωμοσίας καὶ διετέλει ἐν πλήρῃ γνώσει τῶν ἀκαταπαύστων καὶ ἀκατανοήτων ἐκείνων ἐνεργειῶν, δι’ ὧν οἱ Φιλικοὶ ὠργάνιζον καὶ προπαρασκεύαζον τὴν ἐπανάστασιν.

Γ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ

Η τρίτη Κυριακή των Νηστειών ονομάζεται <<Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης>>. Μετά από τη μεγάλη Δοξολογία στον όρθρο, ο Σταυρός μεταφέρεται σε μια σεμνή πομπή στο κέντρο του ναού και παραμένει εκεί όλη την υπόλοιπη εβδομάδα, οπότε στο τέλος κάθε ακολουθίας γίνεται προσκύνηση του Σταυρού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το θέμα του Σταυρού, που κυριαρχεί στην υμνολογία αυτής της Κυριακής, παρουσιάζεται όχι μέσα στα πλαίσια του πόνου, αλλά της νίκης και της χαράς.
Βρισκόμαστε στη μέση της Μεγάλης Σαρακοστής. Από τη μια πλευρά η φυσική και πνευματική προσπάθεια, αν είναι συστηματική και συνεχής, αρχίζει να μας γίνεται αισθητή, το φόρτωμα να γίνεται πιο βαρύ, η κόπωση πιο φανερή. Έχουμε ανάγκη από βοήθεια και ενθάρρυνση. Από την άλλη πλευρά, αφού αντέξουμε αυτή τη κόπωση και έχουμε αναρριχηθεί στο βουνό μεχρι αυτό το σημείο, αρχίζουμε να βλέπουμε το τέλος της πορείας μας και η ακτινοβολία του Πάσχα γίνεται πιο έντονη.
Η Σαρακοστή είναι η σταύρωση του εαυτού μας, είναι η εμπειρία - περιορισμένη βέβαια - που αποκομίζουμε από την εντολή του Χριστού που ακούγεται στο ευαγγελικό ανάγνωσμα αυτής της Κυριακής: <<όποιος θέλει να με ακολουθεί, ας απαρνηθεί τον εαυτό του ας σηκώσει το σταυρό του, και έτσι ας με ακολουθεί>> (Μαρκ.8,34).

Αλλά δεν μπορούμε να σηκώσουμε το σταυρό μας και ν' ακολουθήσουμε το Χριστό αν δεν ατενίζουμε το Σταυρό που Εκείνος σήκωσε για να μας σώσει. Ο δικός Του Σταυρός είναι εκείνος που δίνει νόημα αλλά και δύναμη στους άλλους. Αυτό μας εξηγεί το συναξάρι της Κυριακής:
Στη διάρκεια της νηστείας των σαράντα ημερών, κατά κάποιο τρόπο, και μείς σταυρωνόμαστε, νεκρωνόμαστε από τα πάθη, έχουμε την πίκρα της ακηδίας και της πτώσης, γι' αυτό υψώνεται ο τίμιος και ζωοποιός Σταυρός, για αναψυχή και υποστήριξή μας. Μας θυμίζει τα πάθη του Κυρίου και μας παρηγορεί.. Είμαστε σαν τους οδοιπόρους σε δύσκολο και μακρινό δρόμο που, κατάκοποι, κάθονται για λίγο να αναπαυθούν. Με το ζωοποιό Σταυρό γλυκαίνει την πίκρα που νοιώθουμε από τη νηστεία, μας ενισχύει στη πορεία μας στην έρημο έως ότου φθάσουμε στην πνευματική Ιερουσαλήμ με την ανάστασή Του.. Επειδή ο Σταυρός λέγεται Ξύλο Ζωής και είναι εκείνο το ξύλο που φυτεύθηκε στον Παράδεισο, γι' αυτό και οι θείοι Πατέρες τοποθέτησαν τούτο στο μέσο της Σαρακοστής, για να μας θυμίζει του Αδάμ την ευδαιμονία και την πτώση του από αυτή, να μας θυμίζει ακόμα ότι με τη συμμετοχή μας στο παρόν Ξύλο δεν πεθαίνουμε πια αλλά ζωογονούμαστε>>.