Το νόημα του πόνου
Ἀρχιμ. Γεώργιος
Προηγούμενος Ι.Μ. Γρηγορίου Άγιον Όρος
Εἶναι εὔκολο κάποιος νά φιλοσοφεῖ ἤ νά θεολογεῖ γιά τόν πόνο. Ἀλλά εἶναι δύσκολο νά ἀντιμετωπίζει σωστά τόν πόνο, ὅταν ὁ ἴδιος περνᾶ ἕνα δυνατό πόνο στή ζωή του.
Θεωρῶ πολύ τολμηρό νά μιλᾶ κανείς γιά τόν πόνο, ὅταν ὁ ἴδιος δέν πονᾶ. Σκέπτομαι ὅλους τούς ἀδελφούς μας ἁπανταχοῦ τῆς γῆς, πού πονοῦν σωματικά ἤ ψυχολογικά ἤ πνευματικά.
Σωματικά πονοῦν οἱ ἄνθρωποι ἀπό ἀρρώστειες, κακουχίες, πείνα.
Ψυχολογικά πονοῦν ἀπό κατατρεγμούς, συκοφαντίες, ἔλλειψη ἀγάπης καί μή ἀνταπόκριση στήν προσφερόμενη σέ ἄλλα προσφιλῆ πρόσωπα ἀγάπη, ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες, ἀσθένειες καί θανάτους προσφιλῶν ἀνθρώπων καί ἄλλα αἴτια.
Πνευματικά πονοῦν ὅσοι ἀγαποῦν τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο καί ὅμως βλέπουν ὅτι μέ τίς ἁμαρτίες τους λυποῦν καί τόν Θεό καί προσβάλλουν τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τόν ἄνθρωπο.
Πῶς μπῆκε ὁ πόνος στή ζωή μας;
Δέν μπῆκε ἀσφαλῶς κατ’ εὐδοκίαν Θεοῦ. Μπῆκε κατά παραχώρηση Θεοῦ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἐγωιστική παρακοή του ἔχασε τήν Πηγή τῆς Ζωῆς, τόν Πλάστη του.
Ἀπό τήν ἄπονο κατάσταση τῆς θείας Βασιλείας, βρέθηκε σέ μία ἄλλη κατάσταση, στή ὁποία, ἀφοῦ δέν βασίλευε ἡ ἀληθινή Ζωή, κυριαρχοῦσε μία ζωή φθαρμένη, συνυφασμένη μέ τόν θάνατο, τά πάθη καί τήν ἁμαρτία.
Σ’ αὐτή τή νέα κατάσταση, ὁ θάνατος κι ὁ πόνος φαινόταν νά ἔχουν ἕνα θετικό νόημα, ὅπως ἄλλωστε καί οἱ ἄλλοι δερμάτινοι χιτῶνες, μέ τούς ὁποίους ὁ Θεός ἐνέδυσε τούς πρωτόπλαστους, ὅταν ἐκεῖνοι ἔφευγαν ἀπό τόν Παράδεισο, γιά νά τούς παρηγορήσει στήν ἐξορία τους.
Ὁ θάνατος θέτει τέρμα στό κακό, πού ἀλλιῶς θά ἦταν ἀθάνατο ἐπί τῆς γῆς.
Ὁ σωματικός πόνος εἰδοποιεῖ γιά τήν ἀσθένεια ὥστε, νά ὑπάρξει ἡ κατάλληλη θεραπεία. Οἱ ἰατροί γνωρίζουν πόσο εὐεργετικός εἶναι ὁ πόνος.
Ἐπίσης, ὅλων τῶν εἰδῶν οἱ πόνοι μᾶς βοηθοῦν νά λάβουμε αἴσθηση τῆς φθαρτότητός μας καί ἔτσι νά γνωρίσουμε τά πεπερασμένα μας ὅρια, γλυτώνοντας ἀπό κάθε μορφή αὐτοθεοποιήσεως.
Ὁ πόνος μᾶς βοηθεῖ νά ἀναθεωρήσουμε τήν πορεία τῆς ζωῆς μας καί νά τήν ἐπαναπροσανατολίσουμε στό σωστό κέντρο της, πού εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός.
Ὁ πόνος μᾶς βοηθεῖ νά λαμπικάρουμε τήν ἀγάπη μας πρός τόν Θεό ὥστε, νά ἀγαποῦμε τόν Θεό, ὄχι γιατί μᾶς δίνει τά δῶρα του (ὅπως ἡ ὑγεία, ἡ οἰκογενειακή εὐτυχία κ.λπ.), ἀλλά γι’ Αὐτόν τόν ἴδιο.
Ἔτσι, ὁ πολυάθλος Ἰώβ, μέ τόν τρόπο πού ἀντιμετώπισε τίς ἀσθένειες καί τίς ἄλλες ἀβάστακτες δοκιμασίες, ἀπέδειξε ὅτι ἀγαπᾶ τόν Θεό καί ὄχι τόν Θεό γιά τά δῶρα Του. Ἀγαποῦσε τόν Θεό τόσο δυνατά –ὅταν βρισκόταν ριγμένος πάνω στίς κοπριές, γεμάτος πληγές καί μέ σκοτωμένα τά δέκα παιδιά του– ὅσο δυνατά καί ὅταν εὐτυχοῦσε.
Ὁ πόνος μᾶς βοηθεῖ ἀκόμη νά τοποθετηθοῦμε σωστά ἀπέναντι στούς συνανθρώπους μας, τούς ὁποίους πολλές φορές, ὅταν δέν πονᾶμε τούς καταφρονοῦμε, τούς ἀδικοῦμε, τούς κάνουμε νά πονοῦν μέ τήν ἐγωιστική μας στάση. Ὅταν ἡ ἡδονή μέ τήν ὁποία ἀπομυζοῦμε τούς συνανθρώπους μας, γίνεται ὀδύνη, καταλαβαίνουμε ὅτι παράνομες ἡδονές μᾶς καταστρέφουν.
Πολλές φορές, ἄνθρωποι πού πόνεσαν δυνατά, βρῆκαν διά τοῦ πόνου τό ἀληθινό τους πρόσωπο, ξεπερνώντας τά προσωπεῖα καί γι’ αὐτό εὐχαρίστησαν τόν Θεό γιά τό δῶρο τοῦ πόνου, ἔστω καί ἄν αὐτό ἦταν μία ἀνίατος καί ὀδυνηρά ἀσθένεια.
Ἄλλοτε πάλι, ὁ πόνος βοηθεῖ καί τούς ὡρίμους πνευματικά ἀνθρώπους νά φθάσουν σέ ὑψηλότερες μορφές πνευματικῆς τελειώσεως, νά στηρίξουν καί νά παρηγορήσουν πολλές ψυχές. Σάν παράδειγμα, ἀναφέρω τόν μακαριστό γέροντα Παΐσιο, πού δέχθηκε τή λεγόμενη «ἐπάρατη» νόσο μέ χαρά, κάνοντας τόν λογισμό ὅτι οἱ κοσμικοί πού πάσχουν, παρηγοροῦνται, ὅταν μαθαίνουν ὅτι πάσχουν καί οἱ μοναχοί. Ἔτσι, ἡ ἐπάρατη νόσος ἔγινε γιά τόν π. Παΐσιο εὐλογημένη νόσος.
Στά χείλη τοῦ ἀνθρώπου ποῦ πονᾶ, ἀνεβαίνει κάποτε ἕνα πολύ βαθύ «γιατί, γιατί Θεέ μου;». Στό «γιατί» αὐτό νομίζω ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνθρώπινη ἀπάντηση. Ὑπάρχει μία μόνο ἀπάντηση. Ἡ συμμετοχή τοῦ Θεοῦ στόν δικό μας πόνο. Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ.
Πιστεύουμε σέ Θεό Ἐσταυρωμένο, πού σημαίνει Θεό ταπεινωμένο, ἐξευτελισμένο, βασανισμένο.
Στό τέμενος τοῦ Ὀμάρ τῆς Ἱερουσαλήμ ὑπάρχει ἡ ἑξῆς ἐπιγραφή: «Ἄς μήν πεῖ κανείς τή βλασφημία ὅτι ὁ Θεός ἔχει υἱόν». Λίγο πιό ἐκεῖ εἶναι ὁ λόφος τοῦ Γολγοθά, ὅπου ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πόνεσε γιά ὅλους μας.
Δέν ντρεπόμαστε πού πιστεύουμε σέ Θεό ἐνανθρωπήσαντα, σταυρωθέντα καί ἀναστάντα. Σέ Θεό πού ἀπό ἄπειρη ἀγάπη συμμερίσθηκε τήν ἰδική μας ἀσθένεια, προσέλαβε τήν ἰδική μας θνητή καί παθητή σάρκα, γιά νά τήν ἀθανατίσει.
Ἕνα Θεό ἀπρόσιτο, κλειστό στόν ἑαυτό του, ἀκοινώνητο, δέν θά τόν πιστεύαμε, δέν θά τόν νοιώθαμε, δέν θά τόν δεχόμαστε.
Κάποτε μία μαθήτρια Λυκείου μου εἶπε: «Θαυμάζω τόν Σωκράτη γιά τό θάνατό του, πού τόν δέχθηκε μέ φιλοσοφική ἀπάθεια, ἀλλά ἀγαπῶ τόν Χριστό γιά τόν ἀνθρώπινο θάνατό του». Ἄς μήν ξεχνᾶμε καί τό «Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί μέ ἐγκατέλειπες».
Τήν θεϊκή εὐαισθησία σέ κάθε πόνο ὅλων τῶν πλασμάτων ἀποκτοῦν καί οἱ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι, πού πονοῦν γιά ὅ,τι κακό καί λυπηρό πάσχουν τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Λέγει ὁ ἀββάς Ἰσαάκ: «Καρδία ἐλεήμων εἶναι καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως, ἤγουν ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ὀρνέων καί τῶν ζώων καί τῶν δαιμόνων καί ὑπέρ παντός κτίσματος, ἐκ τῆς ἐνθυμήσεως καί τῆς θεωρίας τῶν ὁποίων ρέουσιν οἱ ὀφθαλμοί δάκρυα καί ἐκ τῆς πολλῆς συμπαθείας καί ἐλεημοσύνης σμικρύνεται ἡ καρδία τοῦ ἐλεήμονος καί δέν δύναται νά ὑποφέρει ἤ νά ἴδη ἤ νά ἀκούσει βλάβην τινά, ἤ λυπηρόν τι γινόμενον εἰς τήν κτίσην. Καί διά τοῦτο καί ὑπέρ τῶν ἀλόγων ζώων καί ὑπέρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας καί ὑπέρ τῶν βλαπτόντων αὐτόν, εὔχεται κατά πάσαν ὥραν μετά δακρύων, ὅπως φυλλάξει αὐτούς ὁ Θεός καί ἐλεήσει αὐτούς. Ἐπίσης, εὔχεται καί ὑπέρ ἑρπετῶν ὡς ἐκ τῆς πολλῆς αὐτοῦ ἐλεημοσύνης, ἥτις κινεῖται εἰς τήν καρδίαν αὐτοῦ ἀμέτρως»(Λόγος πα’).
Καί ἀκόμη ὁ πόνος τῶν Ἁγίων γιά τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μία βουδιστικοῦ τύπου ἀδρανής συμπάθεια, ἀλλά ἐνεργητική συμμετοχή στόν πόνο τοῦ ἀδερφοῦ. Ὁ ἀββάς Ἀγάθων π.χ. ζητοῦσε νά βρεῖ ἕνα λεπρό νά τοῦ δώσει τό ἰδικό τοῦ ὑγιές σῶμα καί νά λάβει τό ἄρρωστο σῶμα ἐκείνου.
Τελικά, ὁ πόνος παραμένει πάντα ἕνα μυστήριο, συνυφασμένο μέ τό ἀπροσμέτρητο βάθος τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Τώρα, σχετικά μόνον «καί ἐκ μέρους» μᾶς ἀποκαλύπτεται τό μυστήριο αὐτό. Ὅταν διανοιχθοῦν οἱ ὀφθαλμοί μας, τότε καθαρώτερα «ὀψόμεθα».
Ἄς σταθοῦμε μέ σεβασμό, προσευχή καί ἀδελφική ἀγάπη καί κατανόηση στό πλευρό κάθε πονεμένου ἀδελφοῦ μας καί ἄς παρακαλέσουμε τόν Ἐσταυρωμένο Κύριό μας νά μᾶς δώσει Χάρη, φωτισμό καί δύναμη νά ἀντιμετωπίσουμε σωστά ὅποιους πόνους ἐπιτρέψει ἡ ἀγάπη Του νά περάσουμε στήν ἐπίγεια ζωή μας, ἐνῶ πορευόμαστε πρός τόν οὐρανό.