῾Η ἀνάστασις τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναῒν

«Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ. καὶ ἐξῆλθεν ὁ λόγος οὗτος ἐν ὅλῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ περὶ αὐτοῦ καὶ ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ. (Λουκ. ζ’ 11-17).

Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἔγινε λίγο μετὰ τή θαυματουργικὴ θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ Ῥωμαίου ἑκατοντάρχου στήν Καπερναούμ. Ὁ Κύριος εἶχε σφοδρὴ ἐπιθυμία καὶ βιαζόταν νά κάνει ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα καλὰ ἔργα καὶ νά δώσει ἔτσι ὑπέροχο παράδειγμα στούς πιστοὺς Του. Μ’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ξεκίνησε ἀπὸ τὴν Καπερναούμ μέ κατεύθυνση τὸ ὄρος Θαβώρ. Ἐκεῖ, πέρα ἀπὸ τὸ ὄρος, στίς πλαγιὲς τοῦ ὄρους Ἐρμών, βρίσκεται ὥς τίς μέρες μας ἡ Ναΐν, ποὺ κάποτε ἤταν ὀχυρωμένη πόλη. Ὁ Κύριος ταξίδευε μέ τή συνοδεία πολλῶν μαθητῶν καὶ πλήθους λαοῦ. Εἴχαν δεῖ ὅλοι τους πολλὰ θαύματα στήν Καπερναοὺμ κι ἔλπιζαν νά δοῦν καὶ ν’ ἀκούσουν περισσότερα, γιατὶ τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ δέν εἴχαν ἀκουστεῖ ὡς τότε στόν Ἰσραήλ, ἐνῶ τὰ λόγια Του ἤταν σὰν ποτάμια πού ἔρρεαν μέλι καὶ γάλα.

Ὁ Κύριος μόλις εἶχε προσεγγίσει τὴν πύλη τῆς πόλης μαζί μέ τὸ πλῆθος πού τὸν ἀκολουθοῦσε, συνάντησε μιά πομπή νά βγαίνει ἀπὸ τὴν πόλη, συνοδεύοντας ἕνα νεκρὸ παιδί. Ἔτσι συναντήθηκαν ὁ Κύριος μέ τὸν δοῦλο. Ὁ χορηγὸς τῆς ζωῆς συνάντησε τὸν νεκρό. Ὁ νεκρὸς ἤταν ἕνα νεαρὸ παιδί, ὅπως βλέπουμε ἀπὸ τή διήγηση, πού ὁ Κύριος τὸ παρέδωσε στή μητέρα του, ἀφοῦ τὸ ἐπανέφερε στή ζωή. Ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ πρέπει νά προερχόταν ἀπὸ πλούσια κι ἐπιφανή οἰκογένεια, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸ μεγάλο πλῆθος πού τὴν συνόδευε στήν κηδεία.

Τὸ μεγάλο πλῆθος πού συνόδευε τή χήρα φαίνεται πώς τὸ ἔκανε γιά χάρη της, λόγῳ τῆς κοινωνικῆς της θέσης, ἀλλὰ καὶ γιά τὸ ἰσχυρὸ χτύπημα πού δέχτηκε μέ τὸν θάνατο τοῦ μοναχογιοῦ της. Ἡ θλίψη τῶν ἀνθρώπων γύρω της πρέπει νά ἤταν πολὺ μεγάλη. Κι αὐτὸ πρέπει νά ἔκανε μεγαλύτερη τή θλίψη τῆς μητέρας καὶ αὔξησε τὰ δάκρυα ἀπόγνωσης καὶ τὸν ὀδυρμὸ της.

Ἂν κι ἀναζητοῦμε ἄλλους γιά νά μοιραστοῦν τή θλίψη μας, ὅταν ὁ θάνατος ἀποσπᾶ βίαια κάποιον δικὸ μας ἄνθρωπο, ἡ συμμετοχὴ τους συνεισφέρει πολὺ λίγο στό νά μειώσει τή θλίψη καὶ τὸν πόνο μας. Ὅταν ἡ ἀδυναμία παρηγορεῖ τὴν ἀδυναμία, τότε κι ἡ παρηγορία θὰ εἶναι ἀδύναμη. Ὅλοι ὅσοι παραστέκονται σ’ ἕνα νεκρὸ σῶμα, κυριεύονται ἀπὸ ἕνα περίεργο συναίσθημα πού δύσκολα ἐξωτερικεύεται. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ ντροπή. Οἱ ἄνθρωποι ὄχι μόνο φοβοῦνται τὸν θάνατο, ἀλλὰ καὶ ντρέπονται γι’ αὐτόν. Ἡ ντροπὴ αὐτὴ εἶναι ἀπόδειξη –πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ τὸν φόβο– πώς ὁ θάνατος εἶναι συνέπεια τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ὁ ἄρρωστος ἄνθρωπος ντρέπεται ν’ ἀποκαλύψει στόν γιατρό τίς κρυφὲς πληγὲς του, ἔτσι κι ὅσοι ἔχουν συνείδηση ντρέπονται τή θνητότητά τους. Ἡ ντροπὴ αὐτὴ γιά τὸν θάνατο μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀπόδειξη τῆς ἀθάνατης καταγωγῆς μας καὶ τοῦ ἀθανάτου προορισμοῦ μας. Τὰ ζῶα ὅταν πεθαίνουν κρύβονται μακριά, σὰν νά νιώθουν ντροπή πού εἶναι θνητά. Φανταστεῖτε πόση εἶναι ἡ ντροπὴ ἐκείνων πού εἶναι πνευματικὰ καλλιεργημένοι!

Σὲ τί χρησιμεύουν ὅλα τὰ κλάματα καὶ τὰ μοιρολόγια μας, ὅλη ἡ ματαιότητά μας, ὅλες οἱ τιμὲς καὶ οἱ δόξες μας, τὴν ὥρα πού νιώθουμε ὅτι κομματιάζεται τὸ ἐπίγειο δοχεῖο ὅπου κατοικήσαμε ὅσο ζούσαμε; Μᾶς κατέχει ντροπὴ τόσο γιά τὸ εὔθραυστο τοῦ δοχείου μας ὅσο καὶ γιά τὴν ἄφρονα ματαιότητα μέ τὴν ὁποία γεμίσαμε τή ζωή μας. Σὲ τί χρησιμεύει νά τὸ κρύβουμε; Ἡ ντροπὴ μᾶς κατέχει λόγῳ τῆς βρωμιᾶς πού γεμίσαμε τὸ γήινο σαρκίο μας καί πού ἐξέρχεται μετὰ τὸν θάνατο μας, ὄχι μόνο πρὸς τή γῆ, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν οὐρανό. Ἡ οὐσία τοῦ πνεύματος δέν ἀναδίδει οὔτε ἄρωμα οὔτε δυσοσμία στό σῶμα μας. Ἀνάλογα μέ τὴν ποιότητά μας ὡς ἀνθρώπων καί μέ τὰ ὑλικά πού ἔχουμε σωρεύσει μέσα μας ὅσο ζοῦμε, ἀναδίδουμε τὸ ἄρωμα τοῦ οὐρανοῦ ἢ τή βρωμιὰ τῆς ἁμαρτίας.

Ὁ Κύριος ἔχει ἀγάπη καὶ ἀνοχὴ γι’ αὐτούς πού βρίσκονται σὲ ἀπογνώση. Αὐτὸ τὸ διαπιστώνουμε συχνὰ στίς ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων. «Ἰδὼν δέν τοὺς ὄχλους ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐρριμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ’ 36). Ὅταν τὰ πρόβατα βλέπουν τὸν ποιμένα δέν λιποψυχοῦν, οὔτε καὶ σκορπίζονται. Ἂν οἱ ἄνθρωποι εἴχαν τὸν Θεὸ πάντα μπροστὰ στά μάτια τους δέν θὰ λιποψυχοῦσαν, οὔτε καὶ θὰ σκορπίζονταν. Μερικοὶ ὅμως τὸν βλέπουν, ἄλλοι τὸν ἀναζητοῦν γιά νά τὸν δοῦν, ἐνῶ ἄλλοι εἶναι τυφλοὶ ἢ ἐμπαίζουν ἐκείνους πού ψάχνουν γιά νά τὸν δοῦν. Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι λιποψυχοῦν, διασκορπίζονται, γίνεται ὁ καθένας ὁδηγὸς στόν ἑαυτὸ του κι ἀκολουθεῖ τὸν δικὸ του δρόμο.

Ἂν οἱ ἄνθρωποι εἴχαν ἔστω καὶ τὸν μισὸ φόβο γιά τὸν πανταχοῦ παρόντα Θεό, ἀπ’ αὐτόν πού ἔχουν γιά τὸν θάνατο, δέν θὰ φοβοῦνταν τὸν τελευταῖο. Καὶ μάλιστα δέν θὰ γνώριζαν τὸν θάνατο σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Στήν περίπτωσή μας ὁ Κύριος ἔνιωσε ἰδιαίτερη συμπάθεια γιά τή θλιμμένη μητέρα καὶ γι’ αὐτὸ τῆς εἶπε: «μὴ κλαῖε». Κοίταξε βαθιὰ μέσα στήν ψυχὴ της καὶ διάβασε ὅλα ὅσα γίνονταν ἐκεῖ. Ὁ σύζυγός της εἶχε πεθάνει. Τώρα πέθανε κι ὁ μοναχογιὸς της καὶ βρέθηκε ὁλομόναχη. Ποῦ ἤταν ὁ ζωντανὸς Θεός; Μπορεῖ νά νιώθει μόνος του κανεὶς ὅταν ἔχει συντροφιὰ τὸν Θεό; Μπορεῖ ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος νά βρεῖ καλλίτερη συντροφιά, πιὸ ἐγκάρδια, ἀπὸ τή συντροφιὰ τοῦ Θεοῦ; Δέν εἶναι πιὸ κοντὰ μας ὁ Θεὸς ἀκόμα κι ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τή μητέρα μας, ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς καί τίς ἀδελφὲς μας, ἀπὸ τοὺς γιούς καί τίς θυγατέρες μας; Μᾶς δίνει παιδιὰ κι ὕστερα μᾶς τὰ παίρνει, μὰ δέν μᾶς ἐγκαταλείπει. Τὸ μάτι Του δέν κουράζεται νά μᾶς παρακολουθεῖ, οὔτε κι ἡ ἀγάπη Του γιά μᾶς ἔχει ἀλλοιωθεῖ. Ὅλη ἡ δυσοσμία τοῦ θανάτου μας βοηθάει νά προσκολληθοῦμε περισσότερο στόν Θεό, τὸν ζῶντα Θεό.

«Μὴ κλαῖε»!  Ὁ Κύριος προσπαθεῖ νά παρηγορήσει τὴν ἀπαρηγόρητη μητέρα. Αὐτὸ τὸ λέει Ἐκεῖνος πού δέν σκέφτεται, ὅπως πολλοὶ ἀπὸ μᾶς, πὼς ἡ ψυχὴ τοῦ νεκροῦ ἀγοριοῦ κατεβαίνει στόν τάφο, μαζί μέ τὸ νεκρὸ σῶμα του. Τὸ λέει Ἐκεῖνος πού γνωρίζει αὐτά πού ἀφοροῦν στήν ψυχὴ τοῦ νεκροῦ ἀγοριοῦ, ποὺ κρατᾶ τὴν ψυχὴ αὐτὴ στή δικὴ Του ἐξουσία. Κι ἐμεῖς παρηγοροῦμε αὐτούς πού θρηνοῦν μέ τὰ ἴδια λόγια, ἂν κι οἱ καρδιὲς μας εἶναι γεμάτες δάκρυα.

Ἐκτὸς ἀπὸ τή συμπάθειά μας, ὅμως, νιώθουμε ἀδύναμοι νά προσθέσουμε ὁτιδήποτε ἄλλο σ’ ἐκείνους πού θρηνοῦν. Ἡ δύναμη τοῦ θανάτου ἔχει τόσο πολὺ ξεπεράσει τή δύναμή μας, ὥστε σερνόμαστε σὰν ἔντομα στή σκιά του. Καὶ καθὼς γεμίζουμε τὸν τάφο καὶ σκεπάζουμε τὸν νεκρό μέ χῶμα, νιώθουμε πώς ἐνταφιάζουμε μαζὶ κι ἕνα μέρος ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ μας μέσα στό νεκρικὸ σκοτάδι τοῦ τάφου.

Ὁ Κύριος δέν εἶπε μὴ κλαῖε στή γυναῖκα γιά νά δείξει πώς δέν πρέπει νά κλαῖμε γιά τοὺς νεκρούς. Ὁ ἴδιος δάκρυσε γιά τὸν Λάζαρο (Ἰωάν. ια’ 35). Θρήνησε προκαταβολικὰ γι’ αὐτούς πού θὰ ὑπόφεραν μὲ τὴν πτώση τῆς Ἱερουσαλὴμ (Λουκ. ιθ’ 41-44). Τέλος μακάρισε αὐτούς πού πενθοῦν, «ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Ματθ. ε’ 4). Τίποτα δέν ἠρεμεῖ καὶ δέν καθαρίζει τόσο, ὅσο τὰ δάκρυα.

Ὑπάρχει ὅμως μιά διαφορά ἀπὸ δάκρυα σὲ δάκρυα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος συμβουλεύει τοὺς Θεσσαλονικεῖς: «ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α’ Θεσσ. δ’ 13). Δέν πρέπει νά θλιβόμαστε ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες κι οἱ ἄθεοι, ποὺ κλαῖνε τοὺς νεκροὺς τους σὰν νά χάθηκαν ἐντελῶς. Οἱ χριστιανοὶ δέν πρέπει νά κλαῖνε τοὺς νεκροὺς σὰν χαμένους ἀλλὰ σὰν ἁμαρτωλούς. Ἡ θλίψη τους ἑπομένως πρέπει νά συνοδεύεται μέ προσευχὲς στόν Θεὸ γιά νά συχωρήσει τίς ἁμαρτίες τοῦ ἀποβιώσαντα νά τὸν ἐλεήσει καὶ νά τὸν ὁδηγήσει στήν οὐράνια βασιλεία Του.

Ὁ χριστιανὸς πρέπει νά κλαίει καὶ νά θρηνεῖ ἐπίσης γιά τὸν ἑαυτὸ του, γιά τὶς ἁμαρτίες του. Κι ὅσο πιὸ συχνὰ τὸ κάνει αὐτὸ τόσο καλύτερα. Ὄχι νά συμπεριφέρεται σὰν κι’ αὐτούς πού δέν πιστεύουν στόν Θεὸ καὶ δέν ἐλπίζουν στό ἔλεός Του καὶ στήν αἰώνια ζωή.

Ὅταν τὰ δάκρυα ἔχουν τὸ χριστιανικὸ αὐτὸ νόημα κι αὐτὴ τή χρήση, τότε, γιατὶ ὁ Κύριος εἶπε στή μητέρα τοῦ νεκροῦ ἀγοριοῦ «μὴ κλαῖε»; Ἐδῶ εἶναι ἄλλη περίπτωση. Ἡ γυναῖκα ἔκλαιγε σὰν κι αὐτούς πού δέν ἔχουν ἐλπίδα. Δέν ἔκλαιγε γιά τὶς ἁμαρτίες τοῦ παιδιοῦ της οὔτε καὶ γιά τὶς δικὲς της. Ἔκλαιγε γιά τή σωματική ἀπώλεια, γιά τὸν χαμὸ καὶ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐξαφάνιση τοῦ παιδιοῦ, γιά τὸν αἰώνιο ἀποχωρισμὸ της ἀπ’ αὐτό. Ἐκεῖ ὅμως βρισκόταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ζώντων καὶ νεκρῶν. Δέν εἶχε λοιπὸν λόγο νά κλαίει μπροστὰ Του, ὅπως δέν ἔχει λόγο καὶ νά νηστεύει κανεὶς ὅταν ὁ Κύριος εἶναι παρών. Ἡ θλιμμένη χήρα ὅμως δέν γνώριζε οὔτε τὸν Χριστὸ οὔτε τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Θρηνοῦσε τὸν μοναχογιὸ της χωρὶς ἐλπίδα, ὅπως ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι τότε, ποὺ εἴτε δέν εἴχαν ὁλότελα πίστη στήν ἀναστάση τῶν νεκρῶν εἴτε τὴν εἴχαν χάσει.

Σ’ αὐτὴν τὴν ἀνωφελῆ λόγῳ ἀγνοίας θλίψη της, ὁ Κύριος ἀνταποκρίθηκε μέ τὰ λόγια: «Μὴ κλαῖε»! Δέν τῆς εἶπε νά μὴν κλάψει μέ τὴν ἔννοια πού τὸ κάνουν πολλοὶ σήμερα, ποὺ ἐννοοῦν: «Μὴν κλαῖς! Τὰ δάκρυά σου δέν θὰ τὸν φέρουν πίσω. Αὐτὴ εἶναι ἡ μοῖρα. Ὅλοι τὸν ἴδιο δρόμο θ’ ἀκολουθήσουμε». Αὐτή πού δίνουμε ἐμεῖς εἶναι μιά ἀπαρηγόρητη παρηγοριά. Δέν παρηγορεῖ κανέναν, εἴτε τὴν δίνει κανεὶς εἴτε τὴν παίρνει. Ἄλλο πρᾶγμα σκεφτόταν ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλεγε, «μὴ κλαῖε». Ἤθελε νά πεῖ: Μὴν κλαῖς, γιατὶ Ἑγὼ εἶμαι ἐδῶ. Εἶμαι ὁ ποιμένας ὅλων τῶν προβάτων. Κανένα πρόβατο δέν μπορεῖ νά κρυφτεῖ ἀπὸ Ἐμένα, δέν γίνεται νά μὴ γνωρίζω πού βρίσκεται. Ὁ γιός δέν πέθανε μέ τὸν τρόπο πού νομίζεις ἐσύ. Μόνο ἡ ψυχὴ του ἔφυγε ἀπὸ τὸ σῶμα. Ἐγὼ ἔχω ἐξουσία στήν ψυχὴ του, ὅπως καὶ στό σῶμα του. Λόγῳ τῆς θλίψης σου, ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἄγνοια καὶ ἀπιστία τόσο δική σου ὅσο κι ἐκείνων πού βρίσκονται γύρω σου, θὰ ἑνώσω ξανὰ τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ μέ τὸ σῶμα του καὶ θὰ τὸ ξαναφέρω στή ζωή. Καὶ θὰ τὸ κάνω αὐτὸ ὄχι τόσο γιά δικὴ του χάρη ὅσο γιά σένα καὶ γιά τοὺς δικοὺς σου, γιά νά πιστέψετε πώς ὁ Θεὸς εἶναι ζωντανὸς καὶ παρακολουθεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Γιά νά βεβαιωθεῖτε πώς Ἐγὼ εἶμαι ὁ Μεσσίας πού ἦρθε, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου».

«Καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δέ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι» (Λουκ. ζ’ 14). Τὸ ἄγγιγμα τῶν νεκρῶν ἢ τῶν πραγμάτων πού βρίσκονταν κοντὰ του ἀπαγορευόταν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, γιατὶ λογαριαζόταν ἀκάθαρτο. Ἡ καθιέρωση αὐτὴ εἶχε νόημα τότε πού ὁ Θεὸς καὶ ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ ἤταν περισσότερο σεβαστὰ στόν Ἰσραὴλ ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο. Ὅταν ὅμως ἡ πραγματικὴ εὐλάβεια πρὸς τὸν Θεὸ μειώθηκε, ὅπως κι ὁ σεβασμὸς γιά τὴν ἀνθρώπινη ζωή, τότε πολλὲς ἐντολές, ἀνάμεσά τους κι αὐτὴ γιά τὸ ἄγγιγμα τῶν νεκρῶν, ἔγιναν δεισιδαιμονίες καὶ κέρδισαν προτεραιότητα ἀπό τίς μέγιστες ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση, γιά παράδειγμα, ἀνήκαν ἡ περιτομὴ καὶ ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου.

Ὁ Χριστὸς ἀποκατέστησε τὸ πνεῦμα καὶ τή ζωή τῶν νόμων αὐτῶν. Οἱ καρδιὲς τῶν ἀρχόντων τοῦ λαοῦ ὅμως, τῶν τηρητῶν τοῦ Νόμου, εἴχαν τόσο πολὺ σκοτιστεῖ καὶ σκληρυνθεῖ, ὥστε ἀναζητοῦσαν νά θανατώσουν τὸν Χριστὸ ἐπειδὴ θεράπευε τοὺς ἀρρώστους τὸ Σάββατο. Γι’ αὐτοὺς ἡ τήρηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου ἄξιζε περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, περισσότερο κι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος δέν ἀντιδροῦσε στήν ὀργὴ τῶν πρεσβυτέρων. Συνέχισε ν’ ἀξιοποιεῖ κάθε εὐκαιρία γιά νά τονίσει πώς ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς ἀξίζουν περισσότερο ἀπό τίς νεκρὲς παραδόσεις καὶ τὰ ἔθιμα. Τὸ ἴδιο προσπάθησε νά κάνει καὶ στή συγκεκριμένη περίπτωση. Παραβίασε τὸν Νόμο καὶ ἄγγιξε τὸ φέρετρο ὅπου κείτονταν τὸ νεκρὸ παιδί. Τὸ θαῦμα τῆς νεκρανάστασης πού ἔκανε ὁ Χριστὸς σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὅμως ἤταν τόσο ἀποστομωτικό, ὥστε οἱ ἀπορημένοι Ἰουδαῖοι πρεσβύτεροι δέν τόλμησαν ν’ ἀνοίξουν τὸ στόμα τους καὶ νά διαμαρτυρηθοῦν.

«Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι»! Ὁ Κύριος ἔδωσε τὴν ἐντολὴ στό νεκρὸ παιδὶ στό ὄνομά Του, εἶπε σοὶ λέγω, ὄχι ὅπως οἱ προφῆτες Ἠλίας καὶ Ἐλισαῖος, ποὺ προσευχήθηκαν στόν Θεὸ καὶ τοῦ ζήτησαν ν’ ἀναστήσει τοὺς νεκρούς. Ἐκεῖνοι ἤταν δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἤταν ὁ μονογενὴς Υἱὸς Του. Μὲ τή θεϊκὴ ἐξουσία πού εἶχε ὁ Κύριος ἔδωσε ἐντολὴ στό παιδὶ νά σηκωθεῖ καὶ νά ξαναγυρίσει στή ζωή.

«Σοὶ λέγω»! Μὲ τὰ λόγια αὐτά πού δέν εἶχε χρησιμοποιήσει ὁ Κύριος σὲ ἄλλη περίπτωση ἀνάστασης νεκροῦ, ἤθελε νά δείξει καὶ νά ξεκαθαρίσει πώς ἔκανε τὸ ἔργο αὐτὸ μόνο μέ τή δική Του δύναμη. Ἤθελε νά δείξει μ’ αὐτὸ τὸ θαῦμα πώς ἔχει ἐξουσία καὶ στούς νεκρούς, ὅπως στούς ζωντανούς. Τὸ θαῦμα αὐτὸ δέν ἔγινε μέ τὴν πίστη τῆς μητέρας τοῦ παιδιοῦ, ὅπως στήν περίπτωση τῆς ἀνάστασης τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου. Ἀλλὰ καὶ κανένας στήν πομπὴ τῆς κηδείας δέν περίμενε νά δεῖ τέτοιο μεγάλο θαῦμα, ὅπως καὶ στήν περίπτωση τῆς ἀνάστασης τοῦ Λαζάρου. Ὄχι, τὸ θαῦμα αὐτὸ δέν ἔγινε λόγῳ τῆς δικῆς της πίστης οὔτε κι ἀπὸ τὴν ἀναμονὴ κάποιων, ἀλλ’ ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὸν δυναμικὸ λόγο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

«Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ» (Λουκ. ζ’ 15). Τὸ πλάσμα ἄκουσε τή φωνή τοῦ Δημιουργοῦ καὶ ὑπάκουσε τὴν ἐντολὴ Του. Ἡ ἴδια θεϊκὴ δύναμη πού παλιὰ ἔδωσε πνοὴ ζωῆς στόν πηλὸ κι ἀπὸ τὸν πηλὸ ἔγινε ὁ ἄνθρωπος, τώρα ἔδινε πνοὴ καὶ ξανάφερνε στή ζωὴ τό νεκρὸ παιδί. Ἔκανε πάλι τὸ αἷμα νά κυκλοφορεῖ, τὰ μάτια νά βλέπουν, τ’ αὐτιὰ ν’ ἀκοῦν, τή γλῶσσα νά μιλάει, τὰ κόκκαλα καὶ τὸ σῶμα νά κινοῦνται. Ἐκεῖ πού βρισκόταν ἡ ψυχὴ τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ ἄκουσε τή φωνή τοῦ Κυρίου της καὶ γύρισε ἀμέσως στό σῶμα της, ὑπακούοντας στήν ἐντολὴ Του.

Ὁ ὑποτελὴς ἄκουσε τή φωνή τοῦ Βασιλιὰ κι ἀνταποκρίθηκε. Τὸ παιδὶ ἀνακάθησε στό φέρετρο καὶ ἤρξατο λαλεῖν. Γιατὶ ἄρχισε ἀμέσως νά μιλάει; Γιά νά μὴ νομίσουν οἱ ἄνθρωποι πώς αὐτὸ ἤταν κάποιο μαγικὸ δρᾶμα ἤ πώς κάποιο φάντασμα μπῆκε στό σῶμα τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ καὶ τὸ ἀνασήκωσε στό φέρετρο. Ἔπρεπε ν’ ἀκούσουν ὅλοι τὰ λόγια τοῦ ἀναστημένου παιδιοῦ, ὥστε νά μὴ μείνει ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία πώς ἤταν πραγματικὰ τὸ ἴδιο τὸ παιδὶ κι ὄχι κάποιος ἄλλος μέσα του.

Γιά τὸν ἴδιο λόγο ὁ Κύριος πῆρε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ φέρετρο καὶ «ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ», τὸ παρέδωσε στή μητέρα του. Ὅταν ἡ μητέρα κατάλαβε τί ἔγινε καὶ πῆρε τὸ παιδὶ στήν ἀγκαλιὰ της, τότε ἤταν πού ἀπαλλάχτηκαν ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὴν ἀμφιβολία κι ἐκεῖνοι πού συμμετεῖχαν στήν πομπή. Ὁ Χριστὸς πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι τὸ παιδὶ καὶ τὸ ἔδωσε στή μητέρα του γιά νά τῆς δείξει πώς τῆς τὸ ἔδινε χάρισμα τώρα, ὅπως κι ὅταν ἐκείνη τὸ γεννοῦσε.

Ἡ ζωὴ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δίνει ζωὴ σὲ κάθε ἄνθρωπο μὲ τὸ δικὸ Του χέρι. Δέν διστάζει νά πάρει κάθε πλασμένο ἄνθρωπο χωριστὰ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ νά τὸν στείλει σ’ αὐτὴν τὴν ἐπίγεια, τὴν πρόσκαιρη ζωή. Ὁ Κύριος, λοιπὸν, πῆρε τὸ παιδί πού ἀνάστησε καὶ τὸ ἔδωσε στή μητέρα του γιά νά τῆς δείξει πώς δέν τῆς εἶπε «μὴ κλαῖε» μάταια. Ὅταν τῆς τὸ εἶπε αὐτὸ εἶχε κατὰ νοῦ νά τὴν παρηγορήσει, ὄχι μόνο μέ τὰ λόγια αὐτά, ποὺ ἡ θλιμμένη μητέρα θὰ τὰ εἶχε ἀκούσει ἴσως κι ἀπὸ πολλοὺς γνωστοὺς της, ἀλλὰ καί μέ μιά πράξη πού εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα μιά ἀπρόβλεπτη καὶ τέλεια παρηγοριά.

Τελικὰ ὁ Κύριος τὸ ἔκανε αὐτὸ γιά νά διδάξει καὶ μᾶς πώς, ὅταν κάνουμε ἕνα καλὸ ἔργο, πρέπει νά τὸ κάνουμε ὅσο μποροῦμε πιο προσωπικά, προσεχτικὰ καί μέ τὴν καρδιά μας, ὄχι μέσῳ ἄλλων, ἀπρόσεχτα καὶ βαριεστημένα. Προσέξτε πόση ἀγάπη καὶ στοργὴ ὑπάρχει σὲ κάθε λέξη καὶ κάθε κίνηση τοῦ Κυρίου μας! Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ὅπως καὶ σ’ ὅσες ἀνάλογες προηγήθηκαν ἢ ἀκολούθησαν, δείχνει πώς ὄχι μόνο εἶναι τέλειο κάθε χάρισμα καὶ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κι ὁ τρόπος πού τὰ δίνει εἶναι ἐπίσης τέλειος.

«Ἔλαβε δέν φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ» (Λουκ. ζ’ 16). Μὲ τὴν προσεχτικὴ συμπεριφορὰ Του πρὸς τὸ παιδὶ καὶ τή μητέρα του ὁ Κύριος κατόρθωσε νά διώξει τὸν φόβο γιά τέρατα καὶ μαγεῖες, ὁ φόβος ὅμως ἑξακολουθοῦσε νά ὑπάρχει μέσα τους. Ἀλλὰ ὁ φόβος αὐτὸς ἤταν καλός, γιατὶ ἤταν φόβος Θεοῦ καὶ προκαλοῦσε τή δοξολογία στόν Θεό. Ὁ λαὸς ὀνόμασε τὸν Χριστὸ μεγάλο προφήτη, πού ὁ Θεὸς εἶχε ὑποσχεθεῖ ἀπὸ παλιά πώς θὰ στείλει στόν Ἰσραὴλ. Ὁ λαὸς δέν μποροῦσε νά κατανοήσει ἀκόμα πώς ὁ Χριστὸς ἤταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἤταν καλὸ ὅμως πού τὸ πνεῦμα τους, ποὺ ἤταν σκοτισμένο καὶ καταπιεσμένο ἀπὸ ξένους κατακτητές, μποροῦσε νά βλέπει τὸν Χριστὸ ὡς μεγάλο προφήτη. Ἂν οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ στήν Ἱερουσαλήμ, ποὺ εἴχαν δεῖ τὰ πολυάριθμα θαύματα τοῦ Χριστοῦ, εἴχαν φτάσει σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο κατανόησης πού εἴχαν οἱ ἁπλοί αὐτοὶ ἄνθρωποι, θὰ εἴχαν γλυτώσει ἀπὸ τὰ φοβερὰ ἐγκλήματα τῆς καταδίκης καὶ τοῦ θανάτου τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ καθένας ὅμως ἐνεργεῖ ὅπως ἐκεῖνος θεωρεῖ φυσικό, ἀκολουθεῖ τὸ δικὸ του πνεῦμα καὶ τή δική του καρδιά. Ὁ Χριστὸς ἐπανέφερε τὸν νεκρὸ στή ζωή, ἐνῶ οἱ Ἰουδαῖοι πρεσβύτεροι ἀφαίρεσαν τή ζωή ἀπὸ τὸν Ζῶντα. Ἐκεῖνος ἀγαποῦσε τὸν ἄνθρωπο, αὐτοὶ ἤταν δολοφόνοι τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ Θεοῦ.

Ἐκεῖνος ἤταν θαυματουργὸς καλῶν ἔργων, αὐτοὶ ἤταν ἐκτελεστὲς ἐγκλημάτων. Στό τέλος ὅμως οἱ κακοῦργοι πρεσβύτεροι δέν μπόρεσαν νά πάρουν ἄλλη ζωή, ἐκτὸς ἀπὸ τή δική τους. Ὅλοι οἱ προφῆτες πού εἴχαν θανατωθεῖ, ζοῦσαν παντοτινά μέ τὸν Θεὸ καί μέ ἀνθρώπους, ἐνῶ οἱ φονευτὲς κρύβονταν σὰν φίδια στή σκιὰ τῶν προφητῶν αὐτῶν ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ καὶ δέχονταν ἀπὸ κάθε γενιὰ τὴν κατάκριση καὶ τὸ ἀνάθεμα. Ἔτσι λοιπόν, μὲ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ δέν σκότωσαν Ἐκεῖνον, ἀλλὰ τὸν ἑαυτὸ τους.

Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς