ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ

Ἀρχιμ. Ἀντώνιος Ρωμαῖος

Στόν σύγχρονο κόσμο ἡ ἐλευθερία δέν εἶναι μόνο ἀναζήτηση καί ἐπιδίωξη. Εἶναι κοινωνικοπολιτικό σύνθημα. Γίνεται ἀντικείμενο φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ. Προβάλλει σάν ὑπαρξιακή ἀνάγκη. Χαρακτηρίζει ὁρισμένα οἰκονομικά συστήματα. Γιά πολλούς εἶναι χαμένος θησαυρός. Γιά ἄλλους ἀνεπίτρεπτη οὐτοπία. Μερικοί τή νομίζουν σάν τό ὕψιστο ἀγαθό καί ἄλλοι τή λατρεύουν σάν θεό ἤ σάν ἡμίθεο.
Ἡ ἐλευθερία τροφοδοτεῖ τίς ἐπαναστάσεις καί τρέφεται ἀπ᾽ αὐτές. Γιά μᾶς τούς Ἕλληνες εἶναι ταυτισμένη μέ τήν ὑπόσταση τῆς πατρίδας μας. Ἄνετα τήν πληρώνουμε μέ τήν αὐτοθυσία μας καί συχνά τή μονοπωλοῦμε στήν πολιτικολογία. Γιά τούς Χριστιανούς εἶναι κλήση καί προορισμός. Ἕνα ξέχωρο δῶρο τοῦ Θεοῦ σέ κάθε πιστό. Ὑπαρξιακή καρποφορία σέ ὅσους ἔχουν ἐγκεντρισθῆ στήν καλλιέλαιο. Στή θεολογία τοῦ Παύλου ἡ ἐλευθερία παρουσιάζεται μέ θεμελιακή σημασία καί οἱ διαστάσεις της ξεκινοῦν ἀπό τήν ἁπλή καθημερινότητα καί φθάνουν στήν ἐσχατολογική προβολή τῆς «καινῆς κτίσης» καί τοῦ «νέου Ἀδάμ».

Ὅποιο νόημα καί ἄν δώσουμε στήν ἐλευθερία δέν μποροῦμε νά ἀρνηθοῦμε τό ἰδίωμά της νά ἠλεκτρίζει τά «φιλελεύθερα» πνεύματα. Εἶναι ἰδιαίτερα προσφιλής στούς καταδυναστευομένους καί καταπιεσμένους. Ὄνειρο τῶν σκλάβων καί παρηγοριά τῶν φτωχῶν. Ἔρωτας τῶν μεγάλων ἐθνικῶν ἡρώων καί πολεμική τους ἰαχή. Ἀκόμη ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη πρϋπόθεση γιά τήν ὀρθή ἠθική ἀποτίμηση τῶν πράξεων καί τῶν ἐνεργημάτων τοῦ ἀνθρώπου, στή σκέψη τῶν ἀσκητῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων.
Ὅμως ὑπάρχει καί μιά ἄλλη, βασικά ἀντίθετη πραγματικότητα. Εἶναι αὐτή πού ἀποτελεῖ «σκάνδαλο» γιά τούς Ἰουδαίους καί «μωρία» γιά τούς Ἕλληνες. Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ.
Παράλληλα καί ἀντίθετα πρός τό «ἐπ᾽ ἐλευθερίᾳ ἐκλήθητε, ἀδελφοί» (Γαλ. ε´, 13), τοῦ Ἀποστολικοῦ καλάμου, ὑπάρχει ἡ αὐθεντική σάλπιγγα τοῦ Κυρίου πού μᾶς καλεῖ μέ τά γνωστά συγκλονιστικά λόγια, «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι» (Μαρκ. η´, 34).
Ἀπό τή μιά μεριά ἔχουμε τήν προτροπή «Tῇ ἐλευθερίᾳ οὖν ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἐλευθέρωσε στήκετε, καί μή πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε» (Γαλ. ε´, 1) καί ἀπό τήν ἄλλη καλούμαστε στή ζωή τῆς «ἐν Χριστῷ» δουλείας. Καλούμαστε νά στέρξουμε τήν ὑπαρξιακή μας ἐξόντωση χάριν τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου Του, ὡς τήν μοναδική προϋπόθεση τῆς σωτηρίας μας.
Μέ ἁπλά λόγια καί ἡ ἐλευθερία μας καί ἡ σταύρωσή μας —ἡ «ἐν Χριστῷ» δουλεία μας— θεωροῦνται ἀπαραίτητες καί ἀποκλειστικές προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας μας, μέ τήν ἴδια σημασία καί σπουδαιότητα. Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἐξηγηθεῖ αὐτή ἡ φαινομενική ἀντίθεση;
Ξεκινοῦμε ἀπό τήν ἀνάγκη νά προσδιορισθοῦν οἱ ὅροι ἐλευθερία-δουλεία καί Σταυρός-Σταύρωση. Πρέπει νά προσδιορίσουμε τουλάχιστον, πῶς ἐννοοῦμε τούς ὅρους αὐτούς. Ἐλευθερία εἶναι ἡ ἐξασφάληση ὅλων τῶν ὅρων καί τῶν ἐσωτερικῶν καί ἐξωτερικῶν προϋποθέσεων γιά μιά ἀπρόσκοπτη καί ὁλοκληρωμένη ἀνάπτυξη τῆς ἐντελέχειας —τοῦ σπερματικοῦ ὑπαρξιακοῦ δυναμισμοῦ— πού ἔχει μέσα του κάθε ἔμβιο δημιούργημα. Δουλεία εἶναι ἡ μερική ἤ καθολική ὑποτέλεια κάποιου δημιουργήματος σέ ἕνα ἄλλο μέ καταφανή περιορισμό τῆς ἐντελέχειάς του καί μάλιστα στό θέμα τοῦ αὐτοορισμοῦ καί τῆς αὐτοδιαθέσεως.
Ἡ Σταύρωση —μέ πρότυπο τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ— εἶναι κατά μέν τό φαινόμενο ἡ ἀνακοπή τῆς λειτουργίας τῆς βιολογικῆς ἐντελέχειας καί ὁ ὑπαρξιακός ἀφανισμός τοῦ ἀνθρώπου. Κατά δέ τήν οὐσία εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς ἀνακοπῆς τῆς ἐντελέχειας, ἡ ὑπέρβαση τῆς φθορᾶς καί τοῦ ὑπαρξιακοῦ ἀφανισμοῦ ἡ ἀποκορύφωση τῆς ἀναγεννητικῆς ἀνάπτυξης, ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἀνάπλασης τοῦ ἀνθρώπου.
Ἄν παραδεχθοῦμε τούς ὁρισμούς αὐτούς, τό ἑπόμενο βῆμα πού ἔχουμε νά κάνουμε εἶναι ἡ διερεύνηση τῆς ἱστορίας καί τῆς ἀνθρωπολογίας γιά νά διαπιστώσουμε ἄν συμφωνεῖ ἡ πραγματικότητα μέ μᾶς. Θεωροῦμε ὅμως αὐτονόητο ὅτι σκοπός μας δέν εἶναι νά ἀπευθυνθοῦμε σέ ἀνθρώπους πού βρίσκονται ἔξω ἀπό τό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Δέν συζητοῦμε μ᾽ αὐτούς πού ἀρνοῦνατι τήν Ἀνάσταση, γιατί στήν οὐσία ἀρνοῦνται τόν Κύριο καί τήν Θεανδρική ἱστορικότητά Του. Κανείς λόγου χάριν δέν μπορεῖ νά μιλήσει μέ μαθηματική γλώσσα ἄν ἀρνηθῆ τά βασικά ἀξιώματα τῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης. Ἄν ἀγνοήσει τήν ἱστορία τῶν Μαθηματικῶν θά ὑποχρεωθῆ νά τήν ξαναδημιουργήσει.
Ἕνα δεύτερο σημεῖο, πού εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά λάβουμε ὑπ᾽ ὄψη μέ ἐπιστημονική σοβαρότητα, εἶναι τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό μόνο δημιούργημα πού ἡ ἐντελέχειά του δέν περιορίζεται στό βιολογικό πλαίσιο, ἀλλά ἐξέρχεται ἀπό τό χῶρο καί τό χρόνο καί εἰσέρχεται στή σφαίρα τῆς ἠθικῆς καί τοῦ πνεύματος. Μόνο ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου μᾶς δίνει τό δικαίωμα νά μιλᾶμε καί γιά τή δουλεία του. Ὁ βιολογικός ντετερμινισμός δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά σκεπτόμαστε γιά δουλεία τῶν ἄλλων δημιουργημάτων. Ἐκεῖ τά φαινόμενα τῆς δουλείας ἐντάσσονται στήν ἐξελικτικότητα τῆς ἐντελέχειάς τους. Γιά ὅσους βλέπουν τόν ἄνθρωπο σάν συνηθισμένη βιολογική μονάδα τοῦ ζωϊκοῦ βασιλείου, δέν εἶναι λογικό νά θέτουν θέμα καί πρόβλημα ἐλευθερίας καί δουλείας. Μόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά πάει κόντρα στούς φυσικούς νόμους καί στό Θεό.
Παρά ταῦτα δέν ξεχνοῦμε τόν ἀποφθεγματικό λόγο τοῦ Ρουσσώ: «Ὁ ἄνθρωπος ἐνῶ γεννιέται ἐλεύθερος εἶναι πάντοτε σιδηροδέσμιος».
Ἄς προσπαθήσουμε νά δοῦμε τίς ἰδέες μας αὐτές, ἐφαρμοσμένες σ᾽ ἕναν ἄνθρωπο βιολογικά ἀκέραιο καί σωστό —πού διαθέτει βιολογική καί ὀντολογική ἀκεραιότητα καί πού ὅλα σ᾽ αὐτόν λειτουργοῦν «κατά φύσιν» ὅπως λένε οἱ γιατροί. Στή ὑπαρξιακή ὑπόσταση αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἀβίαστα διακρίνουμε τή σωματική ὀντότητα μέ τά βιολογικά δεδομένα της καί τήν πνευματική ὀντότητα μέ τά ψυχοπνευματικά φαινόμενά της. Δέν μποροῦμε νά παραβλέψουμε τήν ἀλληλεξάρτηση σώματος καί ψυχῆς στό εὐρύτερο δυνατό φάσμα της. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔχει γεννηθῆ μέ τή θέληση, τήν ἀπόφαση καί τίς ἔμμεσες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί τίς ἄμεσες σχετικές δραστηριότητες ἄλλων ἀνθρώπων. Τό γεγονός αὐτό εἶναι ὁ πρῶτος καί ἀναντίρρητος λόγος πού εἰσάγει τήν ἔννοια τῆς σχετικότητας στήν ἐλευθερία του. Ἡ παρατήρηση αὐτή δέν εἶναι νομιναλιστικό ἀξίωμα, ἀλλά ἱστορικοβιολογική πραγματικότητα, πού ἔχει τόσες γνωστές καί ἄγνωστες συνέπειες στήν περαιτέρω πορεία του. Οἱ περιβαλλοντικές συνθῆκες τῆς βιολογικῆς του ἀνέλιξης καί οἱ προϋποθέσεις τῆς δομῆς τοῦ ψυχικοῦ του κόσμου, δέν ἐξαρτῶνται ἀπό τήν προαίρεσή του, ἀλλά προσδιορίζονται ἀπό παράγοντες πού, ἐνῶ βρίσκονται συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, θεληματικά ἤ ἀθέλητα μέσα καί γύρω ἀπό τήν προσωπικότητα τῶν γονέων του, ὅμως προσδιορίζουν πολλές φορές ἀποφασιστικά τό χαρακτήρα του καί τή πορεία του στή ζωή. Ἔτσι προχωρεῖ «ὀνόματι» καί «δυνάμει» ἐλεύθερος, μέχρι τοῦ σημείου πού θά κατακτήσει τήν αὐτοσυνειδησία καί θά ἀρχίσει νά ἐπιδιώκει τήν αὐτογνωσία. Ὅλη αὐτή τή δουλειά καλεῖται νά τήν κάνει μέ ὑλικό πού δέν τό ἔχει διαλέξει μόνος του καί μέ ψυχοσωματικές δυνάμεις πού δέν τίς ἐλέγχει. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ δεύτερη βαθμίδα τοῦ περιορισμοῦ τῆς ἐλευθερίας του.
Στή συνεχή προσπάθειά του γιά αὐτογνωσία συνειδητοποιεῖ κάποιο εἶδος δουλείας ἤ αἰχμαλωσίας τῆς θέλησής του, ἐνῶ συγχρόνως ἀντιλαμβάνεται, καί «καθ᾽ ἑαυτόν» καί ὕστερα ἀπό ἐξωγενῆ προκλητικά ἐρεθίσματα, ὅτι πρέπει καί μπορεῖ νά ἀνατρέψει ἤ νά ἀναμορφώσει τό μέρος ἤ τό ὅλο τῆς ὑπαρξιακῆς δομῆς του. Ἡ πράξη ὅμως κάμει ὀχληρή αὐτήν τήν αὐτογνωσία καί ἡ ἀδυναμία τόν ὑποχρεώνει στήν ἀναζήτηση ἐνίσχυσης καί ἐπικουρίας. Στό σημεῖο αὐτό ἀρχίζει νά ὑλοποιεῖται ἡ ποιοτική καί δυναμική προαίρεσή του, νά παίρνει μορφή ἡ ἐλευθερία του. Γιά τό θέμα πού ἀναπτύσσουμε δέν ἔχει πολλή σημασία ἄν εἶναι βαπτισμένος Χριστιανός. Παρά ταῦτα, ἐάν ἔχει προηγηθῆ νηπιοβαπτισμός, ὁ ἀγώνας του παίρνει πιό ἔντονο τό χαρακτήρα τοῦ περιορισμοῦ ἤ τοῦ ἐπηρεασμοῦ τῆς βούλησής του. Ἐναγώνια λοιπόν ὀρθώνονται τά ἐρωτήματα: «Θά στηριχθῆ μόνον στόν ἑαυτό του; Θά καλέσει τό α ἤ β συγκεκριμένο πρόσωπο ἤ θά προσφύγει στήν ὁποιαδήποτε κοσμοβιοθεωρία γιά νά τόν βοηθήσουν; Θά ζητήσει τήν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ; Ποιός εἶν᾽ αὐτός ὁ Θεός; Πῶς τόν γνωρίζει;»Ὅτι καί νά κάνει βασικά θά παραδεχτῆ ἤ θά ὑποχρεωθῆ νά παραδεχτῆ τή σχετικότητα καί τῆς δύναμής του καί τῆς ἐλευθερίας του καί τῆς γνώσης του. Ἄν εἶναι εἰλικρινής θά ὁμολογήσει ὅτι ἔχει ἀνάγκη βοηθοῦ καί λυτρωτοῦ γιά νά βγεῖ ἀπό τό ἀδιέξοδο, δηλαδή, θά συνειδητοποιήσει τό τρίτο στοιχεῖο τοῦ περιορισμοῦ τῆς ἐλευθερίας του. Ὅποιοσδήποτε θά κληθῆ νά τόν βοηθήσει καί νά τόν λυτρώσει, εἶναι ἑπόμενο ὅτι θά μεταχειριστῆ τήν ἐλευθερία του μέ σεβασμό ἤ ἀσέβεια καί θά συμβάλει ἀποφασιστικά στήν ἐπιτυχία ἤ στήν ἀποτυχία τοῦ ὑπαρξιακοῦ του προορισμοῦ. Νά τό τέταρτο στοιχεῖο τοῦ περιορισμοῦ τῆς ἐλευθερίας του. Ὑποχρεώνεται νά δεχθῆ τίς συνέπειες μιᾶς δραστηριότητας πού δέν τήν ἐλέγχει ἔστω καί ἄν τήν ἔχει προκαλέσει μέ τήν ἐλεύθερη θέλησή του. Σ᾽ αὐτό ἀκριβῶς τό κρίσιμο σημεῖο παρουσιάζεται τό πρόβλημα τῆς αὐθεντικότητας τοῦ βοηθοῦ καί λυτρωτοῦ πού οὐσιαστικά θά παίξει γιά μᾶς τό ρόλο τοῦ Σωτῆρα. Ἐδῶ πραγματοποιεῖται καί τό σημαντικότερο βῆμα τῆς ἐλευθερίας μας. Ἀναμφισβήτητα πρόκειται γιά τό μοιραῖο διάβημα τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἴσως μετά ἀπ᾽αὐτό νά ἐπακολουθήσει μιά ἀμετάκλητη κατάσταση δουλείας ἤ αἰχμαλωσίας τῆς ὕπαρξής μας πού θά μᾶς φέρει στό χῶρο τῆς ὑπαρξιακῆς ἐπιτυχίας ἤ ἀποτυχίας, θά μᾶς αὐξήσει τό αἴσθημα τῆς ὀντότητας ἤ θά μᾶς χαρίσει τή γεύση τῆς ἀλλοτρίωσης καί τήν τάση τῆς αὐτοκαταστροφῆς.
Εὔλογα δημιουργεῖται τό ἐρώτημα: «Ὑπάρχει κανένας ἄνθρωπος, πού νά ἔχει καί νά διαθέτει τήν αὐθεντικότητα καί τή δύναμη ὥστε ἀκουμπώντας στά χέρια του τήν ἐλευθερία μας νά πάρουμε τή σωτηρία μας;»
Γιά μᾶς τούς Χριστιανούς ἡ ἀπάντηση εἶναι εὔκολη καί ἁπλή. Μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά εἶναι σωτήρας μας. Ὁ ἄνθρωπος ἀποκλείεται νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτό καί μεῖς προστρέχουμε στόν Ἰησοῦ. Ἐκεῖνος ὅμως μᾶς βάζει σέ μιά δοκιμασία χωρίς προηγούμενο. Ὀρθά κοφτά ἀπαιτεῖ τήν πλήρη ἔνταξη τῆς ζωῆς μας στή ζωή Του. Αὐτό θά μᾶς ἐνθουσίαζε καί θά μᾶς ἦταν ἄκοπο ἄν μᾶς καλοῦσε νά μετέχουμε μόνο στόν θρίαμβο —στή δόξα Του ἤ ἄν ἡ δόξα Του δέν ἦταν ὁ Σταυρός Του.
Σέ ποιά κατάσταση βρισκόμαστε ὅταν μᾶς καλεῖ ἤ ὅταν πηγαίνουμε σ᾽ Αὐτόν; Πρῶτα-πρῶτα, ἐλαυνόμαστε κυριολεκτικά ἀπό ἕνα ἀδιαφιλονείκητο ἐγωκεντρισμό. Δέν ἔχει σημασία ἄν εἶναι ντυμένος «στολήν λαμπράν» ἤ ἐάν εἶναι κουρελῆς, ἄν ἀποπνέει ἄρωμα ἀξιοπρέπειας ἤ χυδαιότητας. Εἶναι πάντως ἐγωκεντρισμός, πού ἡ ἰδιοτέλειά του ἔχει περιβληθῆ τήν νομιμότητα τῆς ὑπαρξιακῆς ἀναγκαιότητας. Ἔχουμε ἀνάγκη νά ζήσουμε νά διακριθοῦμε, νά ἐξελιχθοῦμε μέ τίς μορφές πού μᾶς ὑπαγορεύει ὁ λογισμός μας. Πολλές φορές ἔχουμε ἕτοιμο τό ἀρχιτεκτονικό ὑπαρξιακό σχέδιό μας καί τό μόνο, πού ἐπιθυμοῦμε, εἶναι νά ἀναθέσουμε στόν Κύριο τήν ἐργολαβία, καί μάλιστα, ἀφοῦ τόν ὑποβάλουμε σέ πολυποίκιλλες διαδικασίες διαγωνισμῶν. Καί ἐνῶ βασανιζόμαστε ἀπό μιά τέτοια ὑπαρξιακή ἀπαιτητικότητα Ἐκεῖνος μᾶς βάζει ὅρο ἀπαράβατο τό «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν» καί τό «ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ» (Ματθ. ιστ´, 24). Δηλαδή; Ἀπαιτεῖ ἀπό μᾶς ὄχι μιά ἁπλή ἤ συμβατική ὑποτέλεια, ἀλλά μιά ὑπαρξιακή ἀναχώνευση. Ὁ ἄκρος ἐγωκεντρισμός μας πρέπει νά μεταβληθῆ σέ ἀκραιφνῆ Χριστοκεντρισμό. Ὁ Κύριος μέ τή σάρκωσή Του, πρίν νά μᾶς ζητήσει αὐτό τό Χριστοκεντρισμό, ἔζησε τόν ἔρωτα τοῦ πιό τέλειου ἀνθρωποκεντρισμοῦ, γι᾽ αὐτό καί εἶναι καί ὁ Μόνος πού δικαιώνεται νά ἀπαιτήσει τό Χριστοκεντρισμό. Μ᾽ αὐτόν ἀπαλλάσσει οὐσιαστικά τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ἐγωκεντρισμό, δίνοντάς του ρεαλιστικό σχῆμα ζωῆς καί χαρίζοντάς του τίς προπτωτικές διαστάσεις τῆς ἀνθρωπιᾶς του. Αὐτή ἡ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου δέν πραγματοποιεῖται μόνο στή σφαῖρα τοῦ ἰδεατοῦ καί τοῦ μυστικοῦ χώρου καί τρόπου, ἀλλά ὑλοποιεῖται στήν καθημερινή ζωή. Ἔτσι ἔρχεται σέ ἀθέλητη ἀναμέτρηση μέ τή ζωή τῶν ἄλλων, προσκρούει στούς ἄλλους καί οἱ ἄλλοι προσκρούουν σ᾽ αὐτή. Μ᾽ αὐτήν τήν πρόσκρουση δημιουργεῖται ὁ σταυρός μας. Ὁ σταυρός μας εἶναι ἡ διασταύρωση τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ καί τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας. Δηλαδή, σέ σχετικότητα, ἔχουμε ὅ, τι στό ἀπόλυτο εἶναι ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τόν Χριστόν περιέχει μόνον τήν ἀγάπη Του γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅλα τά ἄλλα στοιχεῖα ἀνήκουν στόν ἄνθρωπο καί στήν ἁμαρτωλή ἐπινοητικότητά του. Τό ἴδιο καί στή ζωή τοῦ Χριστιανοῦ ὁ σταυρός του περιέχει μόνον τήν ἀκατάσχετη θέλησή του γιά Χριστοκεντρισμό. Δηλαδή τήν ἐφαρμογή τοῦ «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης ψυχῆς, ἐξ ὅλης ἰσχύος, ἐξ ὅλης διανοίας σου καί τόν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν» (Μαρκ. ιβ´, 30-31). Ὅλα τά ἄλλα, οὐσιαστικά καί μορφολογικά στοιχεῖα τοῦ σταυροῦ μας, προέρχονται ἀπό τήν ἐγωκεντρική ἁμαρτωλότητα τῶν ἄλλων. Τότε πού ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερα θά στέρξει τό σταυρό του, θά ὑλοποιήσει τήν ὕψιστη ἀνάπτυξη τῆς ἐλευθερίας του. Γιατί μόνον ἔτσι θά ὑπερβῆ καί τήν προσωπική του ἀνάγκη γιά ἐλευθερία πού εἶναι ἡ εὐγενέστερη καί δυναμικότερη καί ἱερότερη ἔκφραση, ἄν μπορεῖ ἔτσι νά ὀνομαστῆ, τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ του. Μ᾽ αὐτό τόν τρόπο, αὐτόματα, ἡ ζωή του μπαίνει στή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ γίνεται δική του. Ὅλο αὐτό εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης βούλησής του, πού γιά νά συναντηθῆ μέ τή θέληση τοῦ Σωτῆρα του, περνάει ἀπό μιά ἀτέλειωτη σειρά καθαρτικῶν δοκιμασιῶν.
Σ᾽ αὐτή τή δοκιμασία, οἱ περισσότεροι λυγίζουμε καί ὑπαναχωροῦμε. Παίρνουμε πίσω τή θέλησή μας, διώχνουμε τό Σωτήρα μας ἤ Τοῦ ὑποδεικνύουμε, εὐγενῶς, νά μᾶς σώσει μέ ἄλλο τρόπο ἤ νά μᾶς δοκιμάσει ἔτσι ὅπως ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι μποροῦμε νά σηκώσουμε. Μέ ἄλλα λόγια ἀγωνιζόμαστε νά διατηρήσουμε τήν ἐγωκεντρικότητά μας πού ἀπειλεῖται μέ ἀφανισμό. Εἶναι ἡ στιγμή τῆς προσωπικῆς μας Γεθσημανῆ. Ζώντας μέσα σ᾽ αὐτή ἄν δέν καταλήξουμε στό «πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω ἀλλ᾽ ὡς Σύ Πάτερ» (Ματθ. κστ´, 39) ὅλοι οἱ προηγούμενοι κόποι, ὅλες οἱ ἀσκητικές προσπάθειες καί οἱ πνευματικές ζυμώσεις γιά ἕνα γνήσιο Χριστοκεντρισμό, ὅλα πάνε χαμένα. Καί τό σπουδαιότερο εἶναι ὅτι αὐτό τό δραματικό καί κρίσιμο παιχνίδι, παίζεται κάθε ὥρα καί στιγμή μέσα μας, ἀκόμη καί γιά τά πιό μικρά πράγματα. Γιατί σημασία δέν ἔχει τό μέγεθος τοῦ ἀντικειμένου τῆς ἐντολῆς πού ἐπιδιώκουμε νά ἐφαρμόσουμε ἤ νά μήν ἐφαρμόσουμε, ἀλλά ἔτσι κρίνεται τό Χριστοκεντρικό ἤ τό ἐγωκεντρικό στοιχεῖο τῆς προαίρεσής μας. Ὅποιος διατηρεῖ προσωπικές ἀπόψεις καί ἐπιλογές γιά τό πῶς θά σταυρωθῆ, οὐσιαστικά ἀρνῆται τή σταύρωσή του καί κατά συνέπεια περιορίζει τό μέγεθος τῆς ἐλευθερίας του. Δέν στέκει στήν ἐλευθερία πού τοῦ χάρισε καί τοῦ ζήτησε ὁ Χριστός. Αὐτό μᾶς ὑποχρεώνει νά παραδεχθοῦμε πώς ἡ διάσωση τῆς ἐλευθερίας μας δέν βρίσκεται μέσα στήν ἀσυδοσία ἤ στήν αὐθαιρεσία ἤ τή διακριτική ἐξουσία μας, ἀλλά μέσα στή σταύρωσή μας. Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού δέν κατανοοῦν οἱ ἐκτός Χριστοῦ καί πού φοβοῦνται οἱ Χριστιανοί. Ἔτσι καί σήμερα οἱ Ἕλληνες καί οἱ Ἰουδαῖοι βρίσκουν τούς ἀπογόνους τους στά πρόσωπά μας. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ θά ἐξακολουθῆ νά εἶναι καί «σκάνδαλο καί μωρία». Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι θά παύσει νά εἶναι καί ὄργανο τῆς σωτηρίας μας καί μορφή τῆς καθημερινῆς ζωῆς μας. « Ὁ λόγος γάρ ὁ τοῦ Σταυροῦ τοῖς μέν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστι τοῖς δέ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι» (Α´ Κορινθ. α´, 18). Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἔχει μέσα του τήν παρουσία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί κρύβει ὅλη τή δύναμη τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἡ ὕψιστη καί ἡ τελειότατη ἔκφραση τῆς ἐλευθερίας. «Ὅπου τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ καί ἐλευθερία» (Β´ Κορινθ. γ´, 17).
Ἐκεῖνο πού ἀπομένει σέ μᾶς εἶναι ἡ Χριστοκεντρική ἐλευθερία μας καί ἡ ἐλεύθερη σταύρωσή μας. Μόνον τότε ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ θά γίνει καί δόξα δική μας.