Κυριακή Θ΄ Ματθαίου -Ὁ Ἰησοῦς ἐπί τῶν κυμάτων
Μετὰ τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν πέντε ἄρτων καὶ τῶν δύο ἰχθύων στὴν ἔρημο καὶ τὸν χορτασμὸ τοῦ πλήθους, ἀναφέρεται στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς «ἀνάγκασε» τοὺς μαθητές Του νὰ ἀνέβουν στὸ πλοῖο καὶ νὰ πᾶνε στὴν ἄλλη ὄχθη τῆς λίμνης, ὡσότου ἀπολύσει τοὺς ὄχλους.
Ὁ ὄχλος ἀκολουθοῦσε τὸν Κύριο καὶ ἐκπλησσόταν μὲ τὰ σημεῖα ποὺ ἐπιτελοῦσε. Ὡστόσο δὲν εἶχαν μπορέσει νὰ εἰσέλθουν στὸ μυστήριο τοῦ λόγου Του. Ὁ κόσμος, ἔχοντας χορτάσει μὲ τοὺς ἄρτους καὶ τοὺς ἰχθύς, καὶ βεβαίως μὲ τὴν εὐλογία ποὺ τοὺς συνόδευε, ἦταν ἕτοιμος νὰ ἀνακηρύξει τὸν Χριστὸ Βασιλέα, ἐπίγειο ὅμως.
Οἱ μαθητὲς ἐπίσης πρὶν τὴν Ἀνάσταση καί ἰδιαίτερα πρὶν τὴν ἐπιφοίτηση του Ἁγίου Πνεύματος δὲν ἦταν ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸν πειρασμὸ αὐτόν. Δὲν ἐξελάμβαναν τὸν λόγο τοῦ Κυρίου ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ὥστε νὰ κατανοήσουν ὅτι ὁ Χριστὸς ἔμελλε μὲν «λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ», ἀλλὰ ὅτι εἶναι ἐπίσης ὁ Σωτήρας ὅλου τοῦ κόσμου. Γιὰ νὰ προστατεύσει τὸ πνεῦμα τῶν Ἀποστόλων ἀπὸ τὸν πνευματικὸ μολυσμὸ τῆς φιλαρχίας, ὁ Κύριος τοὺς ἀνάγκασε νὰ ἀποχωρήσουν πρὶν ἀπὸ Αὐτόν.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀπέλυσε τὸν ὄχλο καὶ ἔπειτα ἀνέβηκε στὸ ὄρος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ κατ’ ἰδίαν. Πιθανὸν τὸ αἴτημα τῆς προσευχῆς Του πρὸς τὸν Οὐράνιο Πατέρα ἦταν νὰ ἐλευθερώσει τὸν λαό Του καὶ ἰδιαίτερα τοὺς ἐκλεκτούς Του ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς ἐγκόσμιας δυνάμεως· νὰ τοὺς ὁδηγήσει σὲ πνευματικὴ κατανόηση τοῦ μυστηρίου τοῦ Προσώπου Του, στὴν κατανόηση ὅτι ἡ Βασιλεία Του «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου».
Ἡ Γεννησαρὲτ εἶναι μικρὴ λίμνη, ἀλλὰ ἂν σηκωθεῖ θύελλα, μπορεῖ νὰ γίνει μεγάλη τρικυμία. Στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ διήγηση ὁ ἄνεμος ἦταν ἐνάντιος στὸν πλοῦ τῆς βάρκας τῶν μαθητῶν καὶ σηκώθηκαν τόσο μεγάλα κύματα, ποὺ κινδύνευαν νὰ βυθισθοῦν. Πρόκειται γιὰ τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ἀναφέρεται στὸ Εὐαγγέλιο γιὰ κίνδυνο ναυαγίου τοῦ πλοίου τῶν μαθητῶν1. Πάλι οἱ μαθητὲς κλυδωνίζονταν, ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ ἦταν μόνοι τους. Τὴν προηγούμενη ὁ Κύριος ἦταν μαζί τους. Ἂν καὶ «ἐκάθευδεν», ἡ Παρουσία Του δημιουργοῦσε στοὺς μαθητὲς αἴσθηση ἀσφάλειας. Μόλις αἰσθάνθηκαν τὸν κίνδυνο, ἔτρεξαν νὰ ἐκζητήσουν τὴ βοήθειά Του καὶ ἀκολούθησε «γαλήνη μεγάλη».
Τώρα ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἄφησε μόνους ὅλη τὴ νύχτα νὰ βασανίζονται στὴ θαλασσοταραχὴ χωρὶς νὰ ἔχουν ἐλπίδα σωτηρίας, ἴσως γιὰ νὰ γίνουν πιὸ δόκιμοι, ἴσως γιὰ νὰ διεγείρει στὴν καρδιά τους τὸν πόθο γιὰ τὸν Σωτήρα τους. Κατὰ τὴν τέταρτη φυλακὴ τῆς νυκτός, δηλαδὴ πιθανὸν μεταξὺ τρεῖς καὶ ἕξι τὰ ξημερώματα, τοὺς ἐπισκέφθηκε βαδίζοντας πάνω στὴ μανιασμένη θάλασσα. Βεβαίως, γιὰ τὸν Παντοκράτορα Κύριο, τὸν Δημιουργὸ Οὐρανοῦ καὶ γῆς, ποὺ κρέμασε «τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων» δὲν ἦταν κάτι τὸ θαυμαστὸ νὰ περιπατεῖ πάνω στὴ θάλασσα σὰν σὲ ξηρά.
Γιὰ τοὺς μαθητὲς ὅμως τὸν φόβο τῆς ἐπικείμενης καταστροφῆς ἀκολούθησε ἄλλος φόβος. Ὅταν ἀντίκρισαν τὸν Κύριο νὰ πλησιάζει τὸ πλοῖο τους ταράχθηκαν καὶ τρομαγμένοι ἔκραξαν. Ἴσως στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας δὲν ἀναγνώρισαν τὸν Χριστό, ἴσως ἀντιλήφθηκαν ὅτι ἦταν ὁ Διδάσκαλός τους, ἀλλὰ θεώρησαν ὅτι εἶχε πεθάνει καὶ ὅτι τὸ πνεῦμα Του ἐρχόταν πρὸς αὐτούς. Ἴσως νὰ σκέφτηκαν ὅτι ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ ἦταν πράγγελος τοῦ θανάτου τους. Πάντως ἔβγαλαν κραυγὴ ἀπὸ τὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς τους πρὸς τὸν «μόνον δυνάμενον σῴζειν αὐτοὺς ἐκ θανάτου»2.
Ὁ Κύριος «εὐθέως» κατεύνασε τὸν φόβο τους λέγοντας μὲ τὴν οἰκεία καὶ ἀγαπημένη σὲ αὐτοὺς φωνή Του, ποὺ ἀπό μόνη της διαλύει τὴν ταραχὴ καὶ ἐμπνέει θάρρος: «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε».
Ὅπως καὶ ἡ λίμνη τῆς Γεννησαρὲτ στὴ συγκεκριμένη περίπτωση, ἔτσι καὶ ἡ ζωὴ σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο εἶναι μιὰ ἀτελείωτα τρικυμιώδης θάλασσα. Τὰ πάθη, οἱ κάθε λογῆς θλίψεις καὶ οἱ δοκιμασίες εἶναι σὰν γιγαντιαῖα ἀπειλητικὰ κύματα ποὺ ὀρθώνονται ἀπὸ τὸν θυελλώδη ἄνεμο, δηλαδὴ τὸ δολοφονικὸ πνεῦμα τοῦ διαβόλου ποὺ «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ»3. Ἀντιμέτωπος μὲ τὴ φρικτὴ αὐτὴ προοπτική, ὁ ἄνθρωπος πληροῦται φόβου. Οἱ σκέψεις του ταράσσονται καὶ σκότος καλύπτει τὴν ψυχή του. Ἐνίοτε βυθίζεται τόσο βαθιὰ στὴν ἀπελπισία, ποὺ φαίνεται ὅτι τὰ ὁρμητικὰ κύματα θὰ συντρίψουν τὴν ψυχή του καὶ πουθενὰ δὲν βλέπει ἐλπίδα βοηθείας.
Ἂν στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος στραφεῖ πρὸς τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς βαθειὰς θλίψεως ποὺ καταπλακώνει τὴν ψυχή του, ἂν ἐκχύσει τὴν καρδιά του πρὸς τὸν Φιλάνθρωπο Θεὸ ἀπευθύνοντάς Του κραυγή, ἡ στιγμὴ αὐτὴ ποὺ νομίζει ὅτι καταποντίζεται στὴν ἄβυσσο, θὰ γίνει ἡ ἀρχὴ ἑνὸς μεγάλου καὶ ἀπερίγραπτου θαύματος, τῆς αἰώνιας σωτηρίας του μέσα στὴν κοινωνία τῶν Ἁγίων καὶ ὅλων τῶν τετελειωμένων πνευμάτων. Στὸν πονεμένο ἄνθρωπο, ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει τὸ Φῶς Του, γιὰ νὰ παρηγορήσει καὶ νὰ θεραπεύσει τὶς πληγές του.
Ἔτσι, ὅταν πνίγουν τὸν ἄνθρωπο οἱ θλίψεις, οἱ πειρασμοί, οἱ ἀρρώστιες καὶ οἱ δοκιμασίες αὐτῆς τῆς ζωῆς, ἂν βρεῖ τὴ δύναμη νὰ κράξει πρὸς τὸν Θεό: «Κύριε, ἐλέησον· Κύριε, σῶσον», Αὐτὸς ὡς Θεὸς Παράκλητος καὶ Παρηγορητὴς ἀπαντᾶ μὲ τὴ γλυκειὰ καὶ οἰκεία στὴν καρδιὰ φωνή Του: «Μὴ φοβoῦ, λαός μου». «Ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός σου, ὁ ἅγιος Ἰσραήλ, ὁ σῴζων σε»4. «Μὴ φοβοῦ, ὅτι μετὰ σοῦ εἰμι»5. Μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς ἀνεκλάλητη εἰρήνη ἐκχέεται στὴν καρδιά του καὶ βρίσκει τὴ δύναμη νὰ περπατᾶ ἄφοβα πάνω στὴ θάλασσα τῶν μεριμνῶν αὐτῆς τῆς ζωῆς, πάνω ἀπὸ τὰ κύματα τῶν πειρασμῶν, κατευθείαν πρὸς τὸν Κύριο.
Ὅποιος θέλει νὰ σωθεῖ βρίσκει στὸν λόγο τοῦ Κυρίου ἄγκυρα σωτηρίας. Δέχεται τὸ ρῆμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγωνίζεται νὰ τὸ ἐφαρμόσει. Πιάνεται ἀπὸ αὐτό, στηρίζεται σὲ αὐτὸ καὶ μπροστά του ἀνοίγεται διέξοδος σωτηρίας.
Τὸ ὄντως μεγαλύτερο θαῦμα στὴν πλάση, ἡ ἕνωση τῆς καρδιᾶς του μὲ τὸ Παντοκρατορικὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐπιτελεῖται μέσα του. Ὁ ἄνθρωπος τότε ἀφήνει πίσω κάθε μέριμνα τοῦ βίου τούτου καὶ ξεχνᾶ ἀκόμη καὶ τὰ βάσανα τῶν πληγῶν του, διότι βρῆκε ἀμύθητο θησαυρό, ἀνώτερο ἀπὸ ὁτιδήποτε μπορεῖ νὰ διανοηθεῖ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς. Στὸ ἑξῆς ὁλοένα καὶ περισσότερο θέλει νὰ προσομιλεῖ μὲ τὸν οὐρανό, καὶ ὅταν κοιτάζει τὴ γῆ, συνειδητοποιεῖ ἀκόμη βαθύτερα τὴ φτώχειά της. Πάλι μὲ αὐξανόμενο πόθο στρέφεται πρὸς τὰ ἄνω καὶ μόνο θέλει νὰ κράζει συνεχῶς στὸν Θεὸ ποθώντας τελειότερη ἕνωση μαζί Του.
Ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου ποὺ ἡ ἄφατη Πρόνοιά Του κατεργάζεται καθημερινά, δὲν ἔχουν τέλος. Ἔχουν μόνον ἕνα σκοπό: Νὰ διεγείρουν κραταιότερη πίστη καὶ νὰ ὁδηγήσουν σὲ ὁλοένα καὶ μεγαλύτερο πλήρωμα εὐγνωμοσύνης καὶ ἀγαπητικῆς ἑνώσεως μαζί Του γιὰ ὅλη τὴν αἰωνιότητα.
Ἡ Ἐκκλησία ἐπίσης ἔχει παρομοιασθεῖ μὲ βάρκα ποὺ πλέει καὶ ἐνίοτε κλυδωνίζεται στὸ μανιασμένο πέλαγος τοῦ κόσμου. Συχνὰ κινδυνεύει, πλὴν ὅμως οὐδέποτε καταποντίζεται, ἀκριβῶς διότι ὑπάρχουν κάποιοι πάνω της ποὺ ἀφήνουν μεγάλη κραυγὴ πρὸς τὸν Θεό, δεόμενοι γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ πληρώματος τῆς βάρκας καὶ ὅλου τοῦ κόσμου. Ἡ κραυγὴ τῶν Ἀποστόλων στὴ σημερινὴ διήγηση εἶναι καὶ ἡ κραυγὴ τῶν Ἁγίων ὅλων τῶν αἰώνων, «Κύριε, σῷσον ἡμᾶς», καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ποὺ εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας»6 ἀπαντᾶ: «Θαρσεῖτε, μὴ φοβεῖσθε»· «ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον»7.
Ἂς ἐπιστρέψουμε ὅμως στὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Πέτρος εἶχε πολλὴ θέρμη καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν Διδάσκαλό του. Ἦταν ὅμως ἐκ χαρακτῆρος αὐθόρμητος καὶ λίγο προπετής. Γι’ αὐτὸ καὶ κάποιες φορὲς προκαλοῦσε τὸν Κύριο νὰ τὸν ἐπιτιμήσει. Ὅταν προσπάθησε γιὰ παράδειγμα νὰ ἀποτρέψει τὸν Χριστὸ ποὺ βάδιζε ἀκάθεκτα πρὸς τὸν Σταυρό, ὁ Κύριος ἀποκάλεσε τὸν Πέτρο, «σατανᾶ». Στὴ συγκεκριμένη περίπτωση οἱ παρακλητικοί, ἀλλὰ καὶ προκλητικοὶ λόγοι τοῦ Πέτρου πρὸς τὸν Κύριο: «Εἰ Σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός Σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα», δείχνουν τὴν τρυφερὴ ἀγάπη ποὺ εἶχε γι’ Αὐτόν, ἐπίσης ὅμως καὶ μιὰ τάση ὑπεροχῆς ἔναντι τῶν ἄλλων Ἀποστόλων. Ἦταν σὰν νὰ εἶχε ξεχάσει τὴν παρουσία τους.
Ὁ Χριστὸς στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν ἀποπῆρε τὸν μαθητῆ Του. Τὸν πρόσταξε μόνον: «Ἐλθέ». Καὶ ὁ Πέτρος πράγματι ὑπάκουσε, πήδηξε ἀπὸ τὴ βάρκα καὶ ἄρχισε νὰ περπατᾶ στὰ κύματα, λαχταρώντας νὰ σπεύσει πρὸς συνάντηση τοῦ Κυρίου του. Ὄντως, γιὰ νὰ προσεγγίσει καὶ νὰ γνωρίσει κανεὶς τὸν Θεό, ἀπαιτεῖται ὅλη ἡ ὁρμητικότητα τῆς καρδιᾶς του. Γιὰ νὰ περπατήσει ὁ ἄνθρωπος πάνω ἀπὸ τὰ ἀφρισμένα κύματα τοῦ κόσμου σπεύδοντας νὰ συναντήσει τὸν Κύριο, χρειάζεται νὰ ἔχει καρδιὰ σὰν ἐκείνη τοῦ Πέτρου.
Ἐνῶ ὅμως ἀρχικὰ ὁ Πέτρος ἦταν ὅλος μιὰ ὁρμὴ καρδιᾶς, ξαφνικὰ ἄρχισε νὰ σκέφτεται. Ὅρμησε μὲ τὴν καρδιά του στὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα μὲ τὸ βλέμμα του προσηλωμένο στὸ Πρόσωπο τοῦ Ἠγαπημένου Κυρίου καὶ κατόρθωσε νὰ περπατήσει ὅπως καὶ Αὐτὸς ἐπὶ τὰ ὕδατα. Καθόσον δηλαδὴ εἶχε τὸ βλέμμα του στερεωμένο στὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ, ὑπερέβη κάθε πειρασμὸ τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου. Ἔγινε ὑπερκόσμιος.
Ὡστόσο, ὅταν ἀπέσπασε τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ ἀντίκρισε γύρω του τὸν σάλο τῶν κυμάτων, ἡ ὁρμητικότητά του κατεπνίγη. Ἀσθένησε ἡ πίστη του καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ χάρη της, ποὺ τὸν ἐνίσχυε καὶ τὸν ἔκανε ἀνάλαφρο, τὸν ἐγκατέλειψε. Εἰσῆλθαν οἱ αἰσθήσεις, τὸν κατέλαβε ὁ φόβος τοῦ θανάτου, καὶ ὁ Πέτρος ἄρχισε νὰ καταποντίζεται. Γνώριζε ὅμως ἀπὸ ποῦ νὰ ἐκζητήσει βοήθεια. «Ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῷσον με». Καὶ εὐθέως ὁ Κύριος τὸν ἅρπαξε.
Αὐτὸ ποὺ συνέβη στὸν Πέτρο εἶναι τύπος ἐκείνου ποὺ καθημερινὰ συμβαίνει στὴν πνευματικὴ ζωή. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἔχει πίστη καὶ ὑπακοὴ μὲ ἁπλότητα καρδιᾶς, ὅσο κοιτάζει στερρῶς στὸ Πρόσωπο τοῦ Ἀρχηγοῦ καὶ Τελειωτῆ τῆς πίστεώς μας, περπατᾶ πάνω ἀπὸ ὄφεις καὶ σκορπιούς. Βεβαίως, χρειάζεται μεγάλη καύση καρδιᾶς, γιὰ νὰ μὴν παρεκκλίνει τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὸν Κύριο. Χρειάζεται φλόγα ποὺ νὰ ἀναλώνει καθετὶ ἄλλο. Τότε, ὅ,τι καὶ νὰ ἔλθει, ἀρρώστια, συκοφαντία, δωγμός, δὲν κλονίζει τὸν πιστό. Γνωρίζει ὅτι ὁ Κύριος ἔδωσε τὴ ζωή, Αὐτὸς τὴ συντηρεῖ καὶ τὴν παρατείνει, Αὐτὸς μπορεῖ καὶ νὰ τὴν πάρει. Εὐθὺς ὅμως ὅταν εἰσέλθει ὁ νοῦς καὶ ἀρχίσουν οἱ ὑπολογισμοί, ὁ ἄνθρωπος γίνεται θύμα τῶν παθῶν τοῦ κόσμου.
Ὁ Θεὸς ὅπως ἄφησε καὶ τοὺς μαθητὲς ὅλη τὴ νύχτα νὰ παιδεύονται στὴ θύελλα, χορηγεῖ καὶ στὸν ἄνθρωπο θλίψεις καὶ ἐπιτρέπει πειρασμούς, γιὰ νὰ ταλαιπωρηθεῖ, νὰ πονέσει καὶ τελικὰ νὰ βγάλει ἐκ βαθέων κραυγή: «Ἐλθὲ καὶ ποίησον Σὺ Αὐτὸς ἐν ἐμοὶ τὸ θέλημά Σου. Τὰ προστάγματά Σου δὲν χωροῦν ἐν τῇ στενῇ μου καρδίᾳ, καὶ ὁ πεπερασμένος μου νοῦς δὲν συλλαμβάνει τὸ περιεχόμενον αὐτῶν… Ἐὰν Σὺ δὲν εὐδοκήσεις νὰ κατοικήσῃς ἐν ἐμοί, ἀναποφεύκτως θὰ πορευθῶ εἰς τὸ σκότος»8.
Ἂν ἡ ἔλλειψη πίστεως βρεῖ δίοδο στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀρχίσει νὰ καταποντίζεται, ἐνθυμούμενος τὴν ἀγαθότητα τοῦ Κυρίου δὲν τὰ χάνει. Κράζει καὶ πάλι: «Κύριε, σῷσόν με», καὶ ἀμέσως ὁ Κύριος εἶναι ἐκεῖ, γιὰ νὰ τοῦ ἁπλώσει χεῖρα βοηθείας. Τὸν ἁρπάζει ἀπὸ τὴ ζοφερὴ ἄβυσσο καὶ τὸν σώζει. Ὅπου ἐμφανίζεται ὁ Χριστός, ἐκεῖ ἡ πιὸ τρικυμιώδης ταραχὴ μετατρέπεται σὲ γαλήνη μεγάλη. Καὶ ὁ ἄνθρωπος γεμάτος ἀπὸ δέος καὶ εὐγνωμοσύνη, ὁμολογεῖ στὸν Σωτήρα του: «Ἀληθῶς, Θεοῦ Υἱὸς εἶ», «ὁ Ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ»9.
Ὁ ἄνθρωπος πλασμένος ἐκ τοῦ μηδενός, δὲν εἶναι τίποτε. Οὔτε ὁ Θεὸς τοῦ χρωστᾶ τίποτε· ἀπὸ ἀκατάληπτη ἀγαθότητα σώζει. Ἡ δύναμη, ἡ δόξα, ἡ σωτηρία ἀνήκουν σὲ Αὐτόν. Ὁ Χριστὸς αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν ἐπετίμησε τὸν ἄνεμο, ἀλλὰ τὴν ὀλιγοπιστία τοῦ Πέτρου. Ἡ τρικυμία κόπασε, μόνον ὅταν ὁ Κύριος μὲ τὸν Πέτρο μπῆκαν στὸ πλοῖο, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀντίληψη τοῦ Χριστοῦ ὁ Πέτρος εἶχε ἤδη γίνει ἰσχυρότερος τοῦ πειρασμοῦ.
Ὅλοι ὅσοι ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ πρέπει νὰ ὑποβληθοῦν σὲ θλιβερὲς δοκιμασίες σὲ αὐτὴ τὴ ζωή, νὰ γευθοῦν τὸ «κρῖμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ»10. Αὐτὴ εἶναι ἡ παδιαγωγικὴ χεῖρα τοῦ Πατέρα μας, ποὺ ποθεῖ νὰ μὴ χαθεῖ κανένας, ἀλλὰ ὅλοι νὰ παραμείνουν σταθερὰ καὶ ἀπαρέγκλιτα στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας καὶ τελικὰ νὰ ὁμοιωθοῦν μὲ Αὐτόν. Ἄλλωστε ὁ Χριστὸς ἤδη διάβηκε αὐτὴ τὴν ὁδό, τὴν καθάρισε γιὰ χάρη μας, καὶ στὸν τόπο μας νίκησε τὸν κόσμο.
Μέσῳ τῆς νίκης τῶν πειρασμῶν ὁ Χριστιανὸς ἀποκτᾶ βαθιὰ ριζωμένη μέσα του τὴ γνώση ὅτι μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει τίποτε. Μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ὅμως μπορεῖ νὰ κάνει τὸ ἅλμα πάνω ἀπὸ τὸ τεῖχος ποὺ ἀνορθώθηκε ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν ἀλαζονεία τοῦ παρόντος αἰῶνος. Μαθαίνει νὰ ὑπερνικᾶ τοὺς πειρασμοὺς μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζει τὴ δική του ἀδυναμία, καὶ ἔτσι γίνεται συγκαταβατικὸς καὶ συμπονετικὸς μὲ τοὺς ἀδελφούς του. Συνειδητοποιεῖ ὅτι δὲν πρέπει νὰ θέτει τὴν ἐλπίδα του σὲ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ διαρκῶς νὰ βάζει καινούργια ἀρχὴ καὶ νὰ κάνει νέο ἅλμα πίστεως. Στὶς θλίψεις καὶ στοὺς κινδύνους μαθαίνει νὰ στρέφεται στὸν Θεὸ καὶ νὰ κράζει μὲ ὅλη τὴν καρδιά του πρὸς Αὐτόν, διότι μόνον τότε ὁ Κύριος, ποὺ ποθεῖ ὅλη τὴν καρδιά του, τὸν ἀποδέχεται.
Ὁ ἄνθρωπος φθάνει νὰ ὁμολογήσει μὲ ταπεινὴ εὐγνωμοσύνη ὅτι, αὐτὴ ἡ πίστη ποὺ «νικᾶ τὸν κόσμον»11 καὶ τὸν θάνατο εἶναι Θεοῦ δῶρον, ὄχι δική του. Δίνει ἔτσι σταθερὰ δόξα στὸν Θεὸ καὶ παίρνει ἐπάνω του τὴ μομφὴ γιὰ τὶς ἀποτυχίες, τὰ σφάλματα καὶ τὶς ἁμαρτίες του. Ἀγωνίζεται νὰ αὐτοσμικρυνθεῖ, ὥστε νὰ μεγαλυνθεῖ καὶ νὰ δοξασθεῖ ὁ Εὐεργέτης του, ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, ἡ ζωή, τὸ φῶς καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου. Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου