Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 25 Αὐγούστου 2024, Θ΄ Ματθαίου (Α΄ Κορ. γ΄ 9-17)

Ἀδελφοί, Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε. Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων θεμέλιον τέθεικα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ· ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ· θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός. εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ τὸν θεμέλιον τοῦτον χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἑκάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει. εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησε, μισθὸν λήψεται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός. Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς. 

ΕΝΑΣ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

«Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε;»

Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀ­κούσαμε σήμερα εἶναι ἀπὸ τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή. Οἱ Χριστιανοὶ τῆς πόλεως ἀντιμετώπιζαν καθημερινὰ τὸν κίνδυνο νὰ παρασυρθοῦν στὴν εἰδωλολατρία καὶ τὴν ἀνηθικότητα καὶ νὰ παρεκκλίνουν ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου, τοὺς ἐπισημαίνει μεταξὺ ἄλλων μία πο­λὺ σημαντικὴ ἀλήθεια. Δὲν γνωρίζετε, τοὺς ρωτᾶ, ὅτι εἶσθε ναὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοι­κεῖ μέσα σας; Σ᾿ αὐτὸ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου θὰ σταθοῦμε στὴ συνέ­χεια, γιὰ νὰ δοῦμε τί σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ.

1. Κατοικεῖ στὴν καρδιά μας

Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς κατοικεῖ μέσα μας. Τὸ λέει σαφῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ συνέχεια τοῦ λόγου του: «τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν». Ἴσως ὅμως ἀναρωτηθεῖ κάποιος· πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει συγκεκριμένη κατοικία ὁ ἄπειρος Θεός; Πῶς γίνεται νὰ χωρεῖ κάπου Ἐκεῖνος ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα; Ἄλλωστε, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶχε πεῖ ὁ Θεὸς μέσω τοῦ προφήτη Ἡσαΐα ὅτι «ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι; καὶ ποῖος τόπος τῆς καταπαύσεώς μου;» (Ἡσ. ξς΄ [66] 1). Δηλαδή, θρόνος μου εἶναι ὅλος ὁ οὐρανὸς καὶ στήριγμα κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου ἡ γῆ. Ποιόν ναὸ λοιπὸν μπορεῖτε νὰ οἰκοδομήσετε γιὰ μένα, ποὺ δὲν μὲ χωρεῖ ὁλόκληρος ὁ κόσμος;

Ὁ ἄπειρος Θεός, ὡστόσο, «ὁ ἀχώρητος παντί», ὅταν βρεῖ τὶς κατάλληλες συνθῆκες ἔρχεται καὶ κατοικεῖ σὲ συγ­κεκριμένο τόπο· στὸ ἐσωτερικό μας, μέσα στὸν ἱερὸ τόπο τῆς καρδιᾶς μας. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ λάβαμε τὸ ἅγιο Βάπτισμα, ὁ κάθε πιστὸς ἔγινε ἕνας ἔμ­ψυχος ναὸς τοῦ Θεοῦ· ἕνα παλάτι τοῦ οὐράνιου Βασιλιᾶ! Τί τιμὴ μᾶς κάνει ὁ Θεός, νὰ συγκαταβαίνει, νὰ σμικρύνει τή μεγαλοσύνη Του, νὰ «ἐνοικεῖ ἐν ἡ­μῖν» καὶ νὰ «ἐμπεριπατεῖ» (Β΄ Κορ. ς΄ 16), ὅπως σημειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος! Νὰ κατοικεῖ ὄχι ἁπλῶς κάπου πολὺ κοντά, ἀλλὰ στὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεώς μας, στὴν καρδιά μας, καὶ νὰ ἐνεργεῖ σ᾿ αὐτήν!
Δὲν χρειάζεται, συνεπῶς, νὰ πᾶμε μακριὰ γιὰ νὰ Τὸν συναντήσουμε. Οὔ­τε νὰ διανύσουμε χιλιόμετρα, νὰ καταβάλουμε κόπο καὶ ἔξοδα, νὰ ἀνεβοῦμε στὸν οὐρανό. Ἕνα χρειάζεται· νὰ στραφοῦμε στὴν καρδιά μας.

2. Τὸ θυσιαστήριο μέσα μας

Ναὸς τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος! Ὁ λόγος αὐτὸς κρύβει καὶ μία ἀκόμη σημαν­τικὴ ἀλήθεια. Μᾶς λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἁπλῶς κατοικία, οἶκος, ἀλλὰ ναὸς τοῦ Θεοῦ. Ὁ ναὸς εἶναι τὸ ἱερότερο οἰκοδόμημα. Εἶναι ὁ τόπος τῆς λατρείας τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ βρίσκεται τὸ θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ προσφέρεται ἡ ἀναίμακτη θυσία, ἡ θεία Λειτουργία, τὸ κέντρο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἀντίστοιχα στὸ ἐσωτερικό μας, στὸ θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς μας πρέπει νὰ προσφέρεται μία ἄλλη θυσία, ἡ θυσία τοῦ ἑαυτοῦ μας, τῶν παθῶν μας. Νὰ θυσιάζουμε τὶς μικρότητές μας, τὶς ἀ­δυναμίες μας, τὸ ἁμαρτωλὸ θέλημά μας, τὶς κατώτερες διαθέσεις μας, τὸν ἐγωισμό μας, τὰ πείσματά μας καὶ ὅ,τι ἄλλο μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ εὐωδιαστὸ θυμίαμα τῆς θυσίας αὐτῆς ἀνεβαίνει στὸν θρόνο τοῦ Κυ­ρίου. Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ εὐάρεστη θυσία στὸν Θεό. Ἡ πιὸ δύσκολη, ἀλλὰ καὶ εὐωδιαστὴ θυσία.

Πόση ἱερότητα κρύβει τελικὰ ὁ ἄν­θρωπος! Εἶναι ἕνας ἔμψυχος ναός· ὁ ἱε­ρότερος ναὸς τοῦ Κυρίου. Ἕνας ναός, στὸν ὁποῖο πρέπει νὰ λατρεύεται μόνο ὁ ἀληθινὸς Θεός. «Ἐννόησον πῶς ναὸς κατεσκευάσθης ἀρραγής· οὐ χρυσῷ καλλωπισθείς, οὐδὲ μαργαρίταις, ἀλλὰ τῷ τούτων τιμιωτέρῳ Πνεύματι» (ΕΠΕ 11, 796), ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Σκέψου ὅτι κατασκευάσθηκες νὰ εἶσαι ἀσάλευτος ναὸς τοῦ Θεοῦ. Δὲν στολίσθηκες μὲ χρυσάφι καὶ πολύτιμα πετράδια, ἀλλὰ μὲ τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ ἀξίζει ἀπείρως περισσότερο ἀπὸ αὐτά.
Στὴν ἐποχή μας, δυστυχῶς, πολλοὶ ἄνθρωποι λησμονοῦν τὴν ἀλήθεια αὐ­τή. Ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν ἱερότητα ποὺ τοὺς ἔχει χαρίσει ὁ Θεός. Ξεπουλοῦν τή μεγάλη τιμὴ ποὺ τοὺς ἔκανε, νὰ εἶναι ἔμψυχοι ναοί του, νὰ κατοικεῖ μέσα τους ὁ ζωντανὸς Θεός, καὶ ἐπιλέγουν νὰ ζοῦν σὰν νὰ μὴν εἶναι ἄνθρωποι, σὰν νὰ μὴν ἔχουν ψυχή, παρὰ μόνο σῶμα, ὑποταγμένοι στὴ σαρκολατρία καὶ τὴν ἀνηθικότητα. Ἂς μὴν παρασυρόμαστε ἀπὸ τὸ ρεῦμα αὐτὸ ποὺ σαρώνει τὰ πάντα στὴν ἐποχή μας. Ἂς καθαρίζουμε τὴν καρδιά μας ἀπὸ κάθε μολυσμὸ ἁμαρτίας. Ἕνας ναὸς πρέπει πάντοτε νὰ εἶναι εὐπρεπής, νὰ λάμπει ἀπὸ καθαριότητα. Μόνο τότε ὁ ἄμωμος καὶ ἀναμάρτητος Κύριος κατέρχεται, κατοι­κεῖ στὴν καρδιά μας καὶ τὴν καθιστᾶ ἔμψυχο καὶ ζωντανὸ ναό του.