Θανάτῳ θάνατον πατήσας
Αλεβιζόπουλος Αντώνιος
Πρεσβύτερος (+)
Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος σώζεται μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Λόγου, γιατί ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ παραδώσει τὸ σῶμα Του στὸ θάνατο;
Τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἦταν κτιστὸ καὶ ἑπομένως θνητό μποροῦσε νὰ ἀποθάνει. Ὅμως ἐπειδὴ ἦταν ἑνωμένο μὲ τὸν ἴδιο τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦταν ἡ ζωὴ (Ἰω. ἀ’ 4, Ἰδ’ 6, Ἀ’ Ἰω. ἐ’ 11), δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ παραμείνει νεκρό. Διὰ τοῦτο ἀπέθανε μὲν ὡς θνητόν, ἀνέζησεν ὅμως λόγω τῆς ζωῆς ποὺ εἶχε μέσα του (Μ. Ἀθαν. Πρβλ. Β’ Κόρ. ἰγ’4. Ψάλμ.ξζ’2,ζ’7-9).
Ἔτσι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνανθρωπίστηκε (Ἰω. ἀ’ 14), ἔλαβε δηλαδὴ σῶμα θνητό, γιὰ νὰ μπορέσει καὶ νὰ ἀποθάνει, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξαφανίσει τὸν θάνατο, μία καὶ ὁ θάνατος δὲν μποροῦσε νὰ κρατήσει τὸν ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς (Πράξ. θ’24.γ’ 15).
Μὲ τὸν θάνατό Του ὁ Χριστὸς προσέφερε τὸ σῶμα Του γιὰ χάρη ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἔπαθε ὑπὲρ πάντων καὶ μὲ τὸ πάθος Του κατάργησε τὸν θάνατο, ἀφοῦ ὁ θάνατος δὲν μπόρεσε νὰ Τὸν νικήσει. Ταυτόχρονα, ὅμως, κατάργησε καὶ ἐκεῖνον ποὺ ἐξουσίαζε τὸ καθεστὼς τοῦ θανάτου, δηλαδὴ τὸν ἴδιο τὸν διάβολο, καὶ ἀπάλλαξε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ σκληρὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας (Ἑβρ. β 14-15).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑπογραμμίζει πώς κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θὰ πραγματοποιηθεῖ ὁ λόγος: Ποῦ ἡ νίκη σου, θάνατε; Ποῦ τὸ κέντρο σου ἅδη; (Ὡς. ἰγ’ 14). Μὲ τὴν δική μας ἀνάσταση θὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου Καὶ ὅταν αὐτὸ, τὸ ὁποῖο εἶναι φθαρτὸ θὰ ἐνδυθεῖ τὴν ἀφθαρσία, τότε θὰ ἐκπληρωθεῖ ὁ λόγος ποὺ εἶναι γραμμένος·
Κατεβροχθίσθη ὁ θάνατος καὶ ἐνικήθη. Ποῦ εἶναι, θάνατε, τὸ κεντρί σου; Ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;… Ἂς εὐχαριστήσωμε τὸν Θεόν, πού μᾶς δίδει τὴν νίκη διὰ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ἀ’ Κόρ. ἰε’ 54-57).
Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σου, ἅδη τὸ νίκος; Ἀνέστη Χριστὸς καὶ σὺ καταβέθλησαι!, ἐπαναλαμβάνει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν νύχτα τοῦ Πάσχα.
Ἐὰν ἕνας ἀληθινὸς βασιλεὺς κατανικήσει ἕναν τύραννον καὶ τοῦ δέσει τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, ὅλοι πλέον οἱ περαστικοὶ τὸν περιπαίζουν καὶ τὸν κτυποῦν καὶ τὸν διασύρουν, διότι δὲν φοβοῦνται τὴ μανία του καὶ τὴν ἀγριότητά του, χάρις εἰς τὸν νικητὴ βασιλέα. Ἔτσι, ἀφοῦ ὁ Σωτὴρ ἐνίκησε καὶ ἐδειγμάτισε τὸν θάνατον εἰς τὸν σταυρὸν καὶ ἔδεσε τὰ χέρια του καὶ τὰ πόδια του, ὅλοι ὅσοι ζοῦν χριστιανικῶς τὸν καταπατοῦν καὶ ὅσοι ὁμολογοῦν τὸν Χριστὸν τὸν χλευάζουν καὶ τὸν περιπαίζουν λέγοντες αὐτὰ ποὺ ἐξ ἀρχῆς ἔχουν γραφεῖ ἐναντίον του:
– Πού σου, θάνατε, τὸ νίκος; Ποῦ σου, ἅδη, τὸ κέντρον; (Μ. Ἀθανάσιος).
Ὁ θάνατος καταβροχθίσθηκε ἀπὸ τὴ νίκη ποὺ συντελέσθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς μετεῖχε τῶν αὐτῶν, ἔγινε δηλαδὴ μέτοχος τῶν ἰδίων πραγμάτων, ὅπως καὶ ὁ ἄνθρωπος, κεκοινώνηκε σαρκὸς καὶ αἵματος, γιὰ νὰ καταργήσει διὰ τοῦ θανάτου τὸν διάβολον καὶ νὰ ἐλευθερώσει ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου ἦταν ὑποδουλωμένοι καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς των (Ἑβρ. β’ 14-15)· Ἡ νίκη συντελέσθηκε ἐν τῇ σαρκὶ τοῦ Χριστοῦ (Ἐφεσ. θ’ 15).
Ἡ νίκη αὐτὴ δὲν περιορίσθηκε στοὺς ζῶντες πάνω στὴ γῆ. Μὲ τὴ θριαμβευτικὴ κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἄδη συμπεριέλαβε καὶ τοὺς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας (Ἀ’ Πέτρ. γ’ 19). Γι’ αὐτὸ ἀναφέρει ὁ ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας μας:
Βασιλεύει, ἂλλ’ οὐκ αἰωνίζει ἅδης τοῦ γένους τῶν βροτῶν Σὺ γὰρ τεθεῖς ἐν τάφῳ, Κραταιέ, ζωαρχικὴ παλάμη, τὰ τοῦ θανάτου κλεῖθρα διεσπάραξας καὶ ἐκήρυξας τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι λύτρωσιν ἀψευδὴ, Σῶτερ, γεγονῶς νεκρῶν πρωτότοκος.
Δὲν μποροῦσε ἄραγε ὁ θάνατος νὰ νικηθεῖ μὲ ἄλλο τρόπο, ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ; Ὁ θάνατος δὲν ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα· εἶχε συμπλεχτεῖ μὲ τὸ σῶμα. Ἦταν λοιπὸν ἀνάγκη καὶ ἡ ζωὴ νὰ συμπλεχτεῖ μὲ τὸ σῶμα, ὤστε τὸ σῶμα νὰ ἀποβάλει τὴ φθορὰ καὶ ἀντὶ γι’ αὐτὴν νὰ ἐνδυθεῖ τὴ ζωή. Ἀφοῦ τὸ σῶμα ἐνδύθηκε τὴ φθορά, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀναστηθεῖ, ἐὰν δὲν ἐνδυόταν τὴ ζωή. Έπρεπε ὁ ἐχθρὸς νὰ ἀντιμετωπισθεῖ στὸ σῶμα. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἐνδύθηκε σῶμα, γιὰ νὰ συναντήσει μὲ τὸ σῶμα τὸ θάνατο καὶ νὰ τὸν ἐξαλείψει. Πλησιάζει λοιπὸν ὁ θάνατος καὶ ἀφοῦ κατέπιε τὸ δόλωμα τοῦ σώματος, σουβλίζεται μὲ τὸ ἀγκίστρι τῆς Θεότητος καὶ ἀφοῦ ἐγεύθη ἀπὸ τὸ ἀναμάρτητο καὶ ζωοποιὸ σῶμα, ἐξοντώνεται καὶ ξερνᾶ ὅλους ὅσους κατέπιεν ἀπὸ τὴν ἀρχὴν (Ἰω. Δαμασκ.).
Ὁ Μ. Βασίλειος συνοψίζει τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου: Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ σαρκώνεται, γεννᾶται ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας (Ρώμ. ἠ’ 3). Λαμβάνει δηλαδὴ τὸ ἁμαρτωλὸ σῶμα μας, χωρὶς ὅμως νὰ διαπράξει ἁμαρτία (Ἤς. νγ’ 9. Λούκ. κγ’ 41. Ἰω. ἠ’ 46. Β’ Κόρ. ἐ’ 21. Ἑβρ. δ’ 15. Ἀ’ Πέτρ. θ’ 22). Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ θάνατος, ποὺ κληρονομήθηκε μὲ τὴν καταγωγή μας ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, κατεπόθη ἀπὸ τὴν Θεότητα καὶ ἡ ἁμαρτία ἐξηφανίσθη ὑπὸ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ δικαιοσύνης, ὥστε κατὰ τὴν ἀνάστασιν νὰ ἀπολαύωμε τὴν σάρκα, ποὺ δὲν εἶναι οὔτε ὑπόδικος εἰς τὸν θάνατον, οὔτε ὑπεύθυνος εἰς τὴν ἁμαρτίαν (πρβλ. Ρώμ. ἐ’ 12, 17).
Τὸ ζήτημα, λοιπὸν, δὲν εἶναι τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς παρέδωσε τὸ σῶμα Του στὸ θάνατο, ἀλλὰ τὸ ὅτι ὁ θάνατος δὲν μπόρεσε νὰ κρατήσει κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του τὸν ἀρχηγὸ τῆς ζωής (Πράξ. β’ 24,γ15
Ὁ θάνατος ὑπερίσχυσε καὶ κατέπιε πολλούς,
ἀλλὰ πάλιν ἀφήρεσε Κύριος ὁ Θεὸς
πᾶν δάκρυον ἀπὸ παντὸς προσώπου·
ἀφήρεσε τὸ ὄνειδος τοῦ λαοῦ ἀπὸ πάσης τῆς γῆς
(Ἤς. κε’8).
Ἔτσι μὲ τὸν θάνατό Του ὁ Χριστὸς κατάργησε ἐκεῖνον ποὺ εἶχε τὸ κράτος τοῦ θανάτου καὶ ἐχάρισε τὴν ἐλευθερία στοὺς ἀνθρώπους (Πρβλ. Ἀ’ Κόρ., ἰε’ 20-23, 54, Ἑβρ. 6′ 14-15, Ἀποκ. κ’ 14). Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει: Θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασιν ζωὴν χαρισάμενος.
Ἀλλὰ ὁ θάνατος μένει γιὰ τὴ διάνοια τοῦ πιστοῦ φοβερὸ καὶ ἀπροσπέλαστο μυστήριο. Αὐτὸ ἐκφράζουν μὲ ἀνεπανάληπτο τρόπο τὰ ἱερὰ κείμενα ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τῆς κηδείας.
Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι
ὅταν ἀναλογισθῶ τὸν θάνατο,
καὶ ἴδω στοὺς τάφους κειμένη
τὴν ὡραιότητά μας τὴν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ,
ἄμορφη, ἄδοξη, χωρὶς σχῆμα.
Ὢ θαῦμα!
Τί μυστήριο συνέβη σέ μας… Ὄντως φοβερώτατο τὸ τοῦ θανάτου μυστήριο, πὼς ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἁρμονία μὲ τὸ σῶμα χωρίζεται βίαια, καὶ πὼς ἀποκόπτεται τῆς συμφυΐας ὁ φυσικότατος δεσμὸς μὲ θεία βούληση…
Ὅμως γιὰ τὸν πιστὸ δὲν ὑπάρχει ἐδῶ ἀδιέξοδο· δὲν ὀδηγεῖται σὲ ἀπόγνωση, ἀλλὰ στὴν ἐλπίδα: Ἀδελφοί, δὲν θέλουμε νὰ ἀγνοεῖτε ὅ,τι ἀφορᾶ τοὺς κεκοιμημένους, διὰ νὰ μὴ λυπεῖσθε ὅπως καὶ οἱ λοιποί, ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα. Γιατί ἂν πιστεύουμε πὼς ὁ Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀναστήθηκε, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Ἰησοῦ θὰ φέρει μαζί του καὶ τοὺς κοιμηθέντας… ὥστε παρηγορεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ τὰ λόγια αὐτὰ.