Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 19 Νοεμβρίου 2023, Θ΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιβ΄ 16-21)

Eἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύ­την· ἀνθρώπου τι­νὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· καὶ διελογίζετο ἐν ­ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.

ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ

«Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλὰ»

Αὐτὸ συλλογιζόταν ὁ ἄφρων πλούσιος τῆς παραβολῆς ποὺ ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο: Ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀ­γαθά. Σοῦ φθάνουν γιὰ νὰ ζήσεις πολλὰ χρόνια. Ὁ πλεονέκτης αὐτὸς ἄνθρωπος ἔζησε ὅλη τὴ ζωή του προσκολλημένος στὰ ὑλικὰ πλούτη του. Κυριευμένος ἀπὸ τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας φρόν­τιζε νὰ ἀποθηκεύσει περισσότερα ἀγαθὰ καὶ νὰ ζεῖ γιὰ πάντα μὲ ἀνέσεις. Ἦλθε ὅμως ξαφνικὰ ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου του καὶ δὲν πρόλαβε νὰ ἀπολαύσει τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀποθήκευε. Τὸ τραγικὸ παράδειγμα τοῦ ἄφρονος πλουσίου μᾶς δίνει σήμερα τὴν εὐκαιρία νὰ δοῦμε τί εἶναι τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας καὶ ποῦ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο.

1. Εἰδωλολατρία

Εἶναι ὕπουλο τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας. Κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν ἀρκεῖται στὰ ἀπαραίτητα, ἀλλὰ νὰ θέλει διαρκῶς νὰ συγκεντρώνει περισσότερα. Δὲν τοῦ φθάνουν αὐτὰ ποὺ ἔχει, δὲν μπορεῖ νὰ χαρεῖ μὲ ὅσα τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός, ἀλλὰ ἔχει συνεχὴ ἀγωνία νὰ ἀποκτήσει καὶ ἄλλα. Ὅπως ὁ ἄφρων πλούσιος τῆς παραβολῆς, ὁ ὁ­ποῖος θέλησε νὰ γκρεμίσει τὶς ἀποθῆκες του καὶ νὰ οἰκοδομήσει μεγαλύτερες, γιὰ νὰ συγκεντρώσει ἐκεῖ περισσότερα ἀγαθά, νομίζοντας ὅτι ἔτσι θὰ ζοῦσε μέσα σὲ ἀνέσεις καὶ χαρές. «Πλεονέκτου ὀφθαλμὸς οὐκ ἐμπίπλαται μερίδι» (Σ. Σειρ. ιδ΄ 9), ἀναφέρει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Δηλαδή, τὸ μάτι τοῦ πλε­ονέκτη δὲν χορταίνει μὲ ἕνα μόνο μερίδιο. Τὰ δικά του τοῦ φαίνον­ται λίγα. Θέλει νὰ ἀποκτήσει καὶ τὰ μερίδια τῶν ἄλλων· τὰ χρήματα, τὰ κτήματα, τὸν πλοῦτο τους. Ὅλα δικά του!

Ἔτσι ὅμως φθάνει στὸ σημεῖο νὰ λατρεύει τὸν πλοῦτο, νὰ θεοποιεῖ τὸ χρῆμα, νὰ προσκυνεῖ τὰ φθαρτὰ ἀγαθά. Ἡ ὕλη γίνεται γιὰ τὸν πλεονέκτη ἕνα εἴδωλο. Ἀντικαθιστᾶ τὸν Θεό. Σ᾿ αὐτὴ στηρίζει τὴν ἐλπίδα του, τὴ χαρά του, τὸ μέλλον του. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει εἰδωλολατρία τὴν πλεονεξία. Ἀποφεύγετε, λέει, κάθε τὶ τὸ σαρκικὸ καὶ ἁμαρτωλό, «καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰ­δωλολατρία» (Κολασ. γ΄ 5).

Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος μᾶς ἐφιστᾶ τὴν προσ­οχή: «Ὁρᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας· ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λουκ. ιβ΄ 15). Προσ­έχετε καὶ προστατεύετε τὴν ψυχή σας ἀπὸ κάθε εἴδους πλεονεξία. Δὲν σᾶς χαρίζει ἄνετη καὶ χαρούμενη ζωή. Διότι ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του, οὔτε τὰ πολλὰ πλούτη τοῦ ἐξασφαλίζουν μακροζωία καὶ εὐτυχία.

Αὐτὴ εἶναι ἡ πλεονεξία: ὕπουλη εἰδωλολατρία. Ποῦ ὁδηγεῖ ὅμως τὸν ἄνθρωπο τὸ πάθος αὐτό;

2. Οὔτε τὰ ἐπίγεια οὔτε τὰ οὐράνια

Τὸ φοβερὸ πάθος τῆς πλεονεξίας κάνει τὸν ἄνθρωπο ἄφρονα, ἄμυαλο, ἀνόητο. Δὲν τὸν ἀφήνει νὰ χαρεῖ τὰ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ ἔχει χαρίσει ὁ Θεός. Τὸν θέτει σὲ ἀσταμάτητο κυνήγι τῆς ὕλης, σὲ διαρκὴ ἀγωνία γιὰ τὴν ἐξασφάλιση περιουσίας. Καταστρώνει συνεχῶς σχέδια γιὰ τὸ πῶς θὰ πολλαπλασιάσει τὰ κέρδη του. Ἔτσι ὅμως στερεῖται τὴν εἰρήνη του, χάνει τὸν ὕπνο του, κλονίζεται κάποτε καὶ ἡ ὑγεία του. Δὲν μπορεῖ νὰ χαρεῖ τὴ ζωή του.

Ἐπιπλέον ὁ πλεονέκτης νομίζει ὅτι θὰ ζεῖ αἰώνια, ὅτι δὲν θὰ πεθάνει ποτέ, ὅτι πάντοτε θὰ ἀπολαμβάνει τὰ ἀγαθὰ ποὺ συγκέντρωσε. Δὲν σκέπτεται τὸν θάνατο. «Ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου», συλλογίζεται. Ψυχή μου, μὴ νοιάζεσαι γιὰ τίποτε. Ἀπόλαυσε μιὰ ζωὴ ἀναπαυτικὴ μὲ ὑλικὲς ἀνέσεις. Ὁ πλε­ονέκτης δὲν κατανοεῖ ὅτι ἡ ψυχή του δὲν ἔχει ὑλικὴ ὑπόσταση κι ὅτι δὲν μπο­ρεῖ νὰ γεμίσει μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Οὐ­σιαστικὰ ἀδιαφορεῖ γι᾿ αὐτήν.

Ἔρχεται ὅμως ἀργὰ ἢ γρήγορα ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου καὶ τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα μὲ ἀγωνία ἀπέκτησε, δὲν μπορεῖ νὰ πάρει μαζί του. «Οὐδὲν γὰρ εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδὲ ἐξενεγκεῖν τι δυνάμεθα» (Α΄ Τιμ. ς΄ 7), λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τίποτε δὲν φέραμε στὸν κόσμο ὅταν γεννηθήκαμε. Καὶ τίποτε δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ πάρουμε μαζί μας ὅταν θὰ πεθάνουμε. Ὁ πλεονέκτης τελικὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπίγεια χαρά του χάνει καὶ τὴν αἰωνιότητα, στὴν ὁποία ποτὲ δὲν ἐπένδυσε.

Δυστυχῶς στὶς ἡμέρες μας ­πολλοὶ ἄν­θρωποι μοιάζουν μὲ τὸν ἄφρονα πλούσιο τῆς παραβολῆς. Ὅλες οἱ συζητήσεις καὶ τὰ ἐνδιαφέροντά τους στρέφονται γύρω ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Πίσω ἀπὸ ὅλα ὑπολογίζουν τὸ κέρδος ἢ τὴ ζημία τους. Ἂς ἀκούσουμε ὅμως σήμερα τὴ φω­νὴ τοῦ Κυρίου κι ἂς ἐπιθυμήσουμε τὸν πνευματικὸ πλοῦτο, ποὺ μόνο Ἐκεῖνος χαρίζει, ὥστε νὰ βροῦμε τὴν ἀληθινὴ χαρὰ καὶ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς μας, τόσο στὴν παρούσα ζωή, ὅσο καὶ στὴν αἰωνιότητα.