Ματθαίου του Ευαγγελιστού
Στην παραλία της λίμνης, που δρόσιζε την πόλη εκείνη, είχε καλέσει τους πρώτους μαθητές Του. Ήταν ψαράδες, κι άφησαν ολοπρόθυμα τα δίχτυα τους για χάρη Του. Ανδρέας και Πέτρος. Ιάκωβος και Ιωάννης.
Στην ίδια παραλία λίγο καιρό αργότερα συνάντησε ο Κύριος μας έναν τελώνη, Λευΐς ήταν το όνομά του. Είχε το τραπέζι του έξω, πλάι στο δρόμο, κι όποιοι έμποροι περνούσαν, φερμένοι απ’ την Αραβία ή την Μεσοποταμία απ’ το δρόμο των Βόστρων, έπρεπε να εισπράξει απ’ αυτούς τους κανονισμένους δασμούς. Καθισμένος, λοιπόν, ο Λευΐς στο γραφείο του έγραφε, υπολόγιζε, έπαιρνε τα χρήματα, επέστρεφε «ρέστα», βουτηγμένος στις έγνοιες και τη βιοπάλη.
Ώσπου, εμπρός του είδε τον Διδάσκαλο. Ήρεμο, ολοφώτεινο, με βλέμμα διεισδυτικό.
-Θέλω να έρθεις κοντά μου, του είπε λιτά. «Ακολούθει μοι».
Ο Λευΐς αναρρίγησε. Τον γνώριζε τον Διδάσκαλο. Κι απ’ τη μεγάλη φήμη Του, κι από κάποιες διδασκαλίες Του, που είχε παρακολουθήσει, ίσως κι απ’ τον Ιορδάνη, όταν Εκείνος βαπτίσθηκε, διότι ξέρουμε ότι κοντά στον Τίμιο Πρόδρομο είχαν προστρέξει και πολλοί «τελώναι» κι εκείνος τους συμβούλευε να είναι τίμιοι και δίκαιοι κι όχι φιλάργυροι και πλεονέκτες (Λουκ. γ΄12-13).
Τώρα, λοιπόν, ένοιωθε να τον πλημμυρίζει μεγαλείο. Σηκώθηκε αμέσως απ’ το κάθισμα να δείξει σεβασμό, να φανερώσει ψυχή πειθαρχημένη. Δε ζήτησε παράταση χρόνου να το σκεφτεί. Πώς θα άφηνε οριστικά μια τόσο ζηλευτή θέση; Δεν ζήτησε καν προθεσμία, για να παραδώσει τον τρέχοντα λογαριασμό στον προϊστάμενό του. Προφανώς έκανε γρήγορα νόημα σε κάποιον συνάδελφό του να κάτσει στη θέση του και είπε αποφασιστικά «συνέχισε τη δουλειά, σε παρακαλώ. Εγώ φεύγω. Για πάντα. Διαβίβασε και στον Αρχιτελώνη την απόφαση μου. Παραιτούμαι».
Κι έτσι εγκατέλειψε τα πάντα μονομιάς κι ακολούθησε το Διδάσκαλό του.
Μα η χαρά και ο ενθουσιασμός δεν τον ξελόγιασαν. Γεμάτος σύνεση και με ζήλο έβαλε σε ενέργεια αμέσως μια έμπνευσή του. Προσκάλεσε τον Κύριο στο σπίτι του για δείπνο. Τον παρακάλεσε να γιορτάσουν μαζί εκείνο το νέο ξεκίνημά του.
Κι έστειλε μήνυμα σε όλους τους συναδέλφους του, να ’ρθούνε στο πανηγύρι, να μάθουν επίσημα την απόφασή του και πιο πολύ να γνωρίσουν τον θείο Λυτρωτή.
Και πραγματικά ήρθαν.
Ήρθαν πολλοί. Γέμισε το σπίτι. Γέμισε το τραπέζι γύρω από τον Διδάσκαλο. Κι εκείνος συμβούλευε, παρακινούσε στο αγαθό, προέτρεπε στην αρετή, θύμιζε πόση αξία έχει η ψυχή, τόνιζε τη μεγάλη κλήση του ανθρώπου να γίνει «υιός Υψίστου». Κι ο Λευΐ πλάι Του ολόχαρος δήλωνε τη μεταστροφή του, δήλωνε την απόφασή του ν’ ακολουθήσει Εκείνον ολοκληρωτικά, να απαρνηθεί το χρήμα, για να υπηρετήσει την Αλήθεια, το Θεό. Κι αντί ν’ αρπάζει βάναυσα απ’ το λαό τους φόρους, να προσφέρει απλόχερα θεία Χάρη, θείο λόγο παρήγορο κι ενθαρρυντικό, θαύματα, θεραπείες. Κάθε πνευματικό θησαυρό. Κι άλλαξε εκεί το όνομά του πλέον ο Χριστός, κι από Λευΐ τον ονόμασε Ματθαίο, δηλαδή Θεοδώρητο, γιατί δώρο Θεού θα γινόταν για τον κόσμο, Απόστολος και Ευαγγελιστής. Κι έφθασε να κηρύττει μέχρι τους Πάρθους και τους Μήδους, θυσιάζοντας τελικά και τη ζωή του για την αγάπη του Χριστού μας.
Αγνή ψυχή ο Άγιος ένδοξος Ευαγγελιστής Ματθαίος. Τα άφησε όλα σε μια στιγμή. Κι έγινε κήρυκας, Ιεραπόστολος Ιησού Χριστού και ομολογητής. Στους φίλους, τους γνωστούς, τους συναδέλφους πιθανότατα και στους πελάτες του και στους εμπόρους.
Δυνατή ψυχή, ευλογημένη. Γι’ αυτό και τόσο τον τίμησε και τον δόξασε ο Χριστός.
Ας πάρουμε παράδειγμα όλοι μας, να δείχνουμε τέτοιον ώριμο ενθουσιασμό για τον Χριστό μας. Να Τον ακολουθούμε ολοπρόθυμα όπου Εκείνος μας καλεί. Και να φέρνουμε όλους τους φίλους μας κοντά Του.
Γιατί Εκείνος είναι φίλος συμπαθής σε κάθε αμαρτωλό, ξεστρατισμένο, πονεμένο, κι είναι γιατρός που θεραπεύει όλες τις κρυφές και φανερές πληγές του ανθρώπου. Και οδηγεί κάθε καλοπροαίρετη ψυχή στο φως, στην αρετή, στο λυτρωμό, στην αγιότητα, στη δόξα.