Οι άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες

Οι άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες έζησαν στις αρχές του 4ου αι. στην πόλη της Σεβαστείας στον Πολεμωνιακό Πόντο, στη Βόρεια Μ. Ασία. Ήταν στρατιώτες του ρωμαϊκού στρατού, καταγόμενοι ο καθένας από διαφορετικά σημεία της Αυτοκρατορίας. Ήταν τόσο γενναίοι στρατιώτες και ικανοί στην τέχνη του πολέμου, ώστε να αποτελούν ξεχωριστό επίλεκτο σώμα. Όλοι και κυρίως ο λαός της Σεβαστείας τους θαύμαζαν και τους αγαπούσαν. Δεν μπόρεσαν όμως να απαλλαγούν από το φθόνο κάποια στιγμή ορισμένων συστρατιωτών τους, οι οποίοι τους κατηγόρησαν στον ηγεμόνα τής πόλεως Αγρίκολα ότι ήταν χριστιανοί και με αφοσίωση λάτρευαν ως Θεό τους τον Ιησού Χριστό.

«Ως ο Άσωτος Υιός ήλθον καγώ οικτίρμον»

 ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού

(Θεολογικό σχόλιο στην Κυριακή του Ασώτου)

 Οι άγιοι Πατέρες όρισαν τη δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου να είναι αφιερωμένη στην καταπληκτική και διδακτική παραβολή του ασώτου υιού (Λουκ.15,13-32).

Σκοπός τους ήταν να τονισθεί στους πιστούς η απύθμενη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο και το πλούσιο έλεος της συγχώρεσης, που δίνει στους μετανοούντες ανθρώπους. Να διδάξει, σε όσους είναι απελπισμένοι, ότι ο Θεός παραμένει με ανοιχτές αγκάλες να δεχτεί τον κάθε μετανοημένο αμαρτωλό, όσο αμαρτωλός και αν είναι.

Αν η προηγούμενη Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου είναι αφιερωμένη στη στηλίτευση της παθολογικής εγωιστικής αυτάρκειας και την κατάδειξη των δεινών συνεπειών της, η δεύτερη Κυριακή είναι αφιερωμένη στην ταπείνωση, τη μετάνοια και στα ευλογημένα παρεπόμενά της. Αν η καταραμένη εγωπάθεια κλείνει ερμητικά την πόρτα της σωτηρίας, η μετάνοια την ανοίγει διάπλατα και ενώνει ξανά τον άνθρωπο με το Θεό.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Οὐράνιου Πατέρα

Ὁ Θεός μας εἶναι ἀγάπη καὶ «ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ». Ὅποιος Χριστιανὸς δὲν ἔχει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιά του, δὲν ἔχει ζωὴ Χριστοῦ στὴν ψυχή του. Αὐτὸ τὸ μεγάλο ἔργο τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, τὸ νὰ κατέβει ὁ Θεός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ νὰ γίνει ἄνθρωπος, νὰ λάβει σάρκα, νὰ κατοικήσει ἀνάμεσά μας, νὰ μᾶς πλησιάσει, δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ ἀπέραντη φιλανθρωπία τῆς θείας ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς προστατεύει καὶ μᾶς φροντίζει γιὰ ὅλα. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτάνουμε καὶ λυποῦμε τὸν Θεό. Ἀσεβοῦμε πολλάκις, ἀλλὰ ἡ φιλανθρωπία Του εἶναι ἀπέραντη καὶ ὅλα τὰ συγχωρεῖ. Ὅλοι μας, καὶ πρῶτος ἐγώ, ἔχουμε λυπήσει αὐτὴ τὴν μεγάλη καρδιὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέγεται ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ προσέξουμε στὴν ζωή μας, στὸν βίο μας, καὶ στὴ συνέχεια νὰ μὴν Τοῦ δώσουμε ξανὰ τὴν πίκρα τῆς ἁμαρτίας.

Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 3 Μαρτίου 2024, τοῦ Ἀσώτου (Α΄ Κορ. ς΄ 12-20)

Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος. τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο. ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· ὁ δὲ κολ­λώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. φεύγετε τὴν πορνείαν. πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώ­ματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. ἢ οὐκ οἴ­δατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυ­τῶν; ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξά­σατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑ­μῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτι­νά ἐστι τοῦ Θεοῦ.

Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 3 Μαρτίου 2024, τοῦ Ἀσώτου (Λουκ. ιε΄ 11-32)

Eἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐ­­­­πέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.

Νὰ εἴμαστε αἰσιόδοξοι ὅ,τι καὶ ἂν συμβαίνει

 
Ὑπάρχει ἕνας ἀνάπηρος ἄνθρωπος γεμᾶτος αἰσιοδοξία, τὸν ὁποῖο ἔχω δεῖ μὲ τὰ ἴδια μου τὰ μάτια. Εἶναι ἕνας στρατιώτης ποὺ πληγώθηκε στὸν πόλεμο. Μιὰ ἐχθρικὴ σφαῖρα διαπέρασε τὸ σῶμα του, τὸν πλήγωσε δίπλα στὴ μέση του. Μὲ κάλεσε νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ. Μπήκαμε μέσα στὸ μισοσκότεινο δωμάτιο. Σὲ μία μεγάλη καρέκλα, μὲ πλάτη δίπλα στὸ παράθυρο, καθόταν ὁ γνωστός μου. Μὲ κοίταξε καὶ μοῦ εἶπε:

«Κάθομαι ἐδῶ ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ καὶ παρατηρῶ τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸ παράθυρο. Ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ καὶ καμιὰ φορὰ ἀπὸ τὸ ἕνα πρωὶ ὡς τὸ ἄλλο πρωί. Ξέρετε πὼς ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος βρεθεῖ μέσα σ’ ἕνα ἄδειο πηγάδι καὶ ἀπὸ κεῖ παρατηρήσει μέρα μεσημέρι τὸν οὐρανό, θὰ δεῖ τὰ ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ; Καὶ ἐγὼ παρατηρῶ μέσα ἀπὸ τὸ μισοσκόταδό μου τοὺς ἀνθρώπους καὶ μοῦ φαίνονται σὰν ἀστέρια λαμπερὰ ποὺ φέγγουν, κινοῦνται κυκλικὰ καὶ ἀδιάκοπα. Ὅσο συμμετεῖχα στὸν στρόβιλο τῆς ζωῆς δὲν ἤξερα ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι τόσο ὡραία καὶ τόσο γλυκεῖα. Ἀπὸ τότε ποὺ ἔχασα τὰ πόδια μου, κέρδισα τὰ μάτια μου. Ναὶ βλέπω αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀπὸ τότε ποὺ κάθισα σ’ αὐτὴν τὴν καρέκλα. Ἡ ζωὴ εἶναι ὡραία καὶ γεμάτη ἁρμονία.