Ἡ Σωτηριολογικὴ σημασία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ
Ἀνδρέας Θεοδώρου
«Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (᾿Ιω. αʹ 14)
Ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου ἀποτελεῖ τὸ ἐπίκεντρο τῆς Πίστεώς μας. ῎Εγινε, ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου (Γαλ. δʹ 4), δηλαδὴ ὁ «καιρὸς», ποὺ ὅρισε ὁ Πατὴρ στὸ ἀπειρόσοφο σχέδιο τῆς «θείας περὶ τὸν ἄνθρωπον οἰκονομίας» Του. Τότε ἔστειλεν ὁ Πατὴρ τὸν Υἱόν Του τὸ μονογενῆ στὸν κόσμο, νὰ γίνει ἄνθρωπος ἀπὸ γυναῖκα, γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πτώση του στὴν ἁμαρτία.
῞Οτι ἡ θεία Σάρκωση ἀπέβλεπε στὰ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀναφέρεται ρητὰ καὶ στὸ ἱερὸ Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας: «Τὸν δι᾿ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα». Μερικοὶ πιστεύουν ὅτι ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου θὰ γινόταν οὕτως ἤ ἄλλως, καὶ σὲ περίπτωση ἀκόμα, ποὺ δὲν ἁμάρτανε ὁ ἄνθρωπος. ῾Η θεωρία αὐτή, ποὺ εἶναι «θεολογούμενο», κάτι δηλαδή, ποὺ συζητιέται ἐλεύθερα στὴ θεολογία, δὲν νομίζω ὅτι εἶναι σωστή.
* * *
῾Η Σάρκωση τοῦ Λόγου, σύμφωνα μὲ ὅσα λέγονται πιὸ πάνω, εἶναι μετατόπιση, μετακίνηση τοῦ Λόγου ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ. Φυσικὰ πρόκειται γιὰ ἔκφραση σαφῶς ἀνθρωποπαθῆ, κομμένη στὰ φυσικὰ μέτρα μας, γιατὶ ὁ Θεός, ὡς τὸ ἄπειρο καὶ ἀπόλυτο πνεῦμα, ποὺ συνέχει, συγκρατεῖ καὶ πληροῖ τὰ πάντα, δὲν μετακινεῖται στὸν ἐκτατὸ χῶρο, ὅπως μετακινοῦνται τὰ φυσικὰ κτίσματα. ῎Αλλωστε, ὁ χῶρος, ὡς δημιούργημα καὶ αὐτὸς τοῦ Θεοῦ, βρίσκεται μέσα στὸ Θεό, καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο, ὁ Θεὸς στὸ χῶρο.
῾Η ᾿Ενανθρώπηση δὲν εἶναι «μετάβασις τοπική, ἀλλὰ συγκατάβασις θεϊκὴ» (᾿Ακάθιστος ῞Υμνος), μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὁ Λόγος, χωρὶς νὰ χάσει τὸ θεῖο Του ἀξίωμα ὡς δεύτερο πρόσωπο τῆς῾Αγίας Τριάδος (ἡ Σάρκωση ἦταν «ἀνεκφοίτητη» καὶ «ἀδιάστατη»), μπῆκε θεληματικὰ σὲ μιὰ καινούργια φάση ζωῆς, προσλαμβάνοντας στὸ πρόσωπὸ Του «ἀσυγχύτως» καὶ «ἀδιαιρέτως» τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, πράγμα ποὺ συμπίπτει μὲ τὴ θεία Του «κένωση».
* * *
Μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του ὁ Λόγος ἔπιασε στὰ στιβαρὰ χέρια Του τὴ φύση στὸ σημεῖο ποὺ ὁ ᾿Αδὰμ τὴν ἄφησε, ἀστοχώντας νὰ τὴν ὁδηγήσει στὴν ἀλήθεια της· ἀνέλαβε ὁ ἴδιος τὴ χαμένη της ὑπόθεση, πετυχαίνοντας στὴν ἀπειροδυναμία τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου Του τὸ θεοδύναμο προορισμὸ της.᾿Απάλειψε ἀπὸ τὴ χαλασμένη φύση τὸ αἶσχος τῆς παρακοῆς,ἀφαιρώντας ἀπ᾿ αὐτὴν τὰ ράκη τῆς φθορᾶς, μὲ τὰ ὁποῖα τὴν ἔντυσε ἡ προγονικὴ παράβαση. ᾿Εκαθάρισε τὴν «εἰκόνα» ἀπὸ τὴ μελάνωση τῆς ἁμαρτίας. ῎Εκανε νὰ λάμψουν καὶ πάλιν οἱ θεοειδεῖς χαρακτῆρες της, ἡ ἀρχέγονή της εὐγένεια καὶ λαμπρότητα. Ζύμωσε τὴ φύση μας μὲ τὴ θεότητα, κάνοντας τὸν ἄνθρωπο «θεό»!
Τὴ θέωση τῆς φύσεώς του θὰ πετύχαινε βέβαια καὶ ὁ πρῶτοἄνθρωπος στὸ μέτρο, ποὺ θὰ παρέμενε πιστὸς στὴ φυσική του ἐνέργεια. ῾Η πτώση στὴν ἁμαρτία ἀνέκοψε τὸ θεοδύναμο αὐτὸ προορισμό.
* * *
Τὸ θαῦμα τῆς λυτρώσεως ἐπιτεύχθηκε στὴ διαμόρφωση τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Στὸ ἀΐδιο πρόσωπο τοῦ Λόγου ἑνώθηκαν «ἐξ ἄκρας συλλήψεως», δηλαδὴ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς μορφώσεως τοῦ ἐμβρύου Χριστοῦ στὴ μήτρα τῆς Παρθένου, ἡ θεία φύση καὶ ἡ ἀνθρώπινη, ποὺ δέθηκαν στενὰ σὲ μιὰ περιχώρηση βαθιὰ καὶ πραγματική, ἀσύγχυτη καὶ ἀδιαίρετη. ᾿Εκεῖ (στὸ πρόσωπο τοῦ Λόγου) ἔγινε καὶ ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῶν φύσεων, τῆς θείας στὴν ἀνθρώπινη καὶ τῆς ἀνθρώπινης στὴ θεία.
* * *
Στὸ θαῦμα τῆς λυτρώσεως κυρίαρχη θέση κατέχει ἡ θεία φύση. Σ᾿ αὐτὴν θεοποιεῖται ἡ ἀνθρώπινη καὶ αὐτὴ καθιστᾶ δραστικὸ τὸ σωτήριο ἔργο τοῦ Χριστοῦ. ῞Ομως στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀπαραίτητη καὶ ἡ συνέργεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει τὸ μυστήριο τῆς θείας ᾿Ενανθρωπήσεως. ᾿Ενῶ θὰ μποροῦσε ὁ Θεὸς μὲ ἕνα παντοδύναμο λόγο Του νὰ συντρίψει τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ διάβολο, σώζοντας μιὰ γιὰ πάντα τὸ πλάσμα Του, δὲν τὸ ἔκανε, γιατὶ αὐτὸ ἦταν ἀντίθετο πρὸς τὰ μέτρα τῆς θείας δικαιοσύνης Του (ἐδῶ ἡ δικαιοσύνη νοεῖται μὲ τὴν εὐρύτερή της θεολογικὴ ἔννοια)· ἀλλὰ μπῆκε στὴν ἱστορία, ἔγινε πραγματικὸς ἄνθρωπος, ἔδωσε τὴ μάχη, ἐκεῖ ποὺ ἡττήθηκε ὁ ᾿Αδάμ, πεθαίνοντας σὲ μιὰ φύση φθαρτὴ καὶ παθητὴ γιὰ τὴ λύτρωση τοῦ κόσμου. Γιὰ τὴ σωτηρία του ἔπρεπε νὰ δουλέψει κι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ἑνωμένος ὑποστατικὰ μὲ τὸν Θεό.
* * *
῾Η ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν φύση πραγματικὴ καὶ ἀληθινή. ῾Ο Χριστὸς πῆρε τὴ φύση τοῦ ᾿Αδάμ, χωρὶς ὅμως νὰ εἶναι «ἐξ ᾿Αδάμ». Πῆρε τὴν προπτωτικὴ φύση στὴν πληρότητά της, δηλαδὴ σῶμα καὶ ψυχή, ὅπως τὰ εἶχε καὶ ὁ προπάτορας. ῾Ωστόσο δὲν βρισκόταν καὶ στὴν ἱστορικὴ συνέχεια ἐκείνου. Δὲν καταγόταν γενετικὰ ἀπὸ τὸν ᾿Αδάμ· δὲν εἶχε τὴ φύση τοῦ μονάρχη, ὅπως τὴν ἔχουν οἱ ἄλλοι μεταπτωτικοὶ ἄνθρωποι, ποὺ κατάγονταν ἀπ᾿ αὐτόν. Δὲν εἶχε φυσικὸ πατέρα ὁ Χριστός. ῏Ηταν «ἀπάτωρ ἐκ μητρός». Τὴν ἀνθρωπότητὰ Του τὴν πῆρε ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴ Μαρία, ποὺ ἦταν ἡ πραγματικὴ Μητέρα Του. Τὴ θέση τοῦ φυσικοῦ πατέρα ἀνεπλήρωσε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, τὸ ὁποῖο κατέβαλεστὴ μήτρα τῆς Παρθένου τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ σαρκωθέντος Λόγου.
῎Ετσι ὁ Χριστός, ἐπειδὴ καμμιὰ γενετικὴ σχέση δὲν εἶχε μὲ τὴν πεσμένη φύση τοῦ ᾿Αδάμ, δὲν κληρονόμησε τὸ ἁμάρτημα ἐκείνου, τὸ ὁποῖο μεταδίδεται σὲ κάθε ἄνθρωπο διὰ τῆς φυσικῆς γεννήσεως. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ Χριστὸς εἶχε μὲν τὴ φύση τοῦ ᾿Αδὰμ χωρὶς ὅμως τὸ ἐπιγενὲς στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας. Πῆρε φύση ἀναμάρτητη, πλασμένη ἀπ᾿ εὐθείας ἀπὸ τὸ Θεό, ἔξω ἀπὸ τὴ λειτουργία τοῦ φυσικοῦ νόμου τῆς συλλήψεως.
* * *
Στὴν ἀλήθεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ ἐπικεντρώνεται καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ χριστολογικοῦ θαύματος.῞Ενας ψεύτικος ἤ μειωμένος Χριστὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ προσανατόλιζαν τὴ σκέψη ὅλες ἐκεῖνες οἱ αἱρέσεις, ποὺ κατὰ τὸ ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο προσέβαλλαν τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὶς ὁποῖες σθεναρὰ καταπολέμησε ἡ ᾿Εκκλησία.