Εἰς τὴν ἀνάστασιν τῆς θυγατρὸς τοῦ Ἰαείρου καὶ εἰς τὴν αἱμορροοῦσαν
(Λουκ. 8, 41-56)
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
…Ὅταν σηκώθηκε νά φύγει, τὸν ἠκολούθησαν πολλοί, σὰν νά περίμεναν κάποιο μεγάλο θαῦμα, ἀλλὰ καὶ ἐξ αἰτίας τοῦ προσώπου πού εἶχε ἔλθει. Ἐπίσης, ἐπειδὴ οἱ περισσότεροι ἦσαν παχύτεροι στόν νοῦ, ζητοῦσαν ὄχι τόσο τὴν ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς ὅσο τὴν θεραπεία τοῦ σώματος, καὶ συνέρρεαν ὠθούμενοι ἄλλοι ἀπὸ τὰ παθήματά τους καὶ ἄλλοι σπεύδοντας νά γίνουν θεαταὶ τῆς διορθώσεως ξένων παθημάτων. Αὐτοὶ ὅμως πού τὸν πλησίαζαν κυρίως γιά τοὺς λόγους καὶ τὴν διδασκαλία Του ὡς τότε, ἦσαν λίγοι.
Πράγματι, γι’ αὐτὸ δέν ἄφησε νά εἰσέλθουν στήν οἰκία τοῦ Ἰάειρου παρὰ μόνον οἱ μαθηταί, καὶ πάλιν ὄχι ὅλοι, σὲ κάθε περίπτωση διδάσκοντάς μας νά ἀποφεύγωμε τὴν δόξα τῶν πολλῶν. «Καὶ ἰδού», λέγει, «γυνὴ ἐν ῥύσει αἵματος δώδεκα ἔτη ἔχουσα, προσῆλθεν ὄπισθεν, καὶ ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ. Ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ. Ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι». Γιά ποιό λόγο δέν τὸν πλησίασε μέ παρρησία; Ἐντρέπετο γιά τὴν ἀρρώστια, ἐπειδὴ νόμιζε ὅτι εἶναι ἀκάθαρτη… Πράγματι, σύμφωνα μέ τὸν νόμο, αὐτὴ ἡ ἀσθένεια ἐθεωρεῖτο πολὺ ἀκάθαρτη. Γι’ αὐτὸ προσπαθεῖ νά μὴ γίνει ἀντιληπτὴ καὶ κρύβεται. Δέν εἶχε οὔτε αὐτὴ ἀκόμη σωστὴ καὶ διαμορφωμένη γνώμη γιά τόν Κύριο. Ἀλλιῶς δέν θὰ πίστευε πώς θὰ περνοῦσε ἀπαρατήρητη. Καὶ εἶναι αὐτὴ ἡ πρώτη γυναῖκα πού προσέρχεται δημοσίως. Εἶχε ἀκούσει ὅτι θεραπεύει καὶ γυναῖκες, καὶ ὅτι τώρα πορεύεται πρὸς τὴν μικρὴ κόρη πού μόλις πέθανε. Δέν τὸν κάλεσε ὅμως στό σπίτι της, μολονότι ἤταν πλουσία, οὔτε προσῆλθε φανερά, ἀλλὰ μόνον ἤγγισε μέ πίστη κρυφὰ τὰ ἐνδύματά του. Οὔτε κάν ἀμφέβαλλε οὔτε εἶπε μέσα της: Θὰ ἀπαλλαγῶ ἄραγε ἀπὸ τὴν ἀσθένειά μου; Ἢ μήπως δέν θά ἀπαλλαγῶ; Ἀλλὰ πλησίασε γεμάτη ἐλπίδες γιά τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας της. «Ἔλεγε γάρ», διηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστής, «ἐν ἑαυτῇ. Ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου του, σωθήσομαι». Εἶδε ἀπὸ ποιά οἰκία εἶχεν ἐξέλθει, τῶν τελωνῶν, καὶ ποιοί τὸν ἀκολουθοῦσαν, ἁμαρτωλοὶ καὶ τελῶνες. Ὅλα αὐτὰ τὴν ἔκαμαν αἰσιόδοξη. Καὶ ὁ Χριστὸς δέν τὴν ἄφησε νά διαφύγει ἀπαρατήρητη, ἀλλὰ τὴν παρουσιάζει στό μέσον. (Ὁ ἅγιος φαίνεται συμπεραίνει ὅτι ἡ γυναῖκα αὐτή, ἡ μετέπειτα ἁγία Βερονίκη, ἤταν πλουσία, ἀπὸ τὸν χάλκινο ἀνδριάντα πού, ὅπως διέσωσε ἡ παράδοση, ἔστησε ἀργότερα στήν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ της.) Καὶ τὴν φανερώνει, γιά πολλοὺς λόγους. Ἂν καὶ μερικοὶ ἀναίσθητοι λέγουν ὅτι αὐτὸ τὸ ἔκαμε ἀπὸ φιλοδοξία. Γιατί, λέγει, δέν τὴν ἄφησε νά περάσει ἀπαρατήρητη; Τὶ λέγεις, μιαρὲ καὶ παμμίαρε; Αὐτὸς πού προστάσσει νά σιωποῦμε, πού ἀφήνει μύρια θαύματα νά περάσουν ἀπαρατήρητα, αὐτὸς ἀγαπᾶ τὴ δόξα;
Γιατὶ λοιπὸν τὴν παρουσιάζει στό μέσον; Πρῶτον διαλύει τὸν φόβο τῆς γυναίκας, γιά νά μὴ τὴν ἐλέγχει ἡ συνείδηση, καὶ ζεῖ μὲ ἀγωνία σὰν νά τὴν ἔχει κλέψει τὴν δωρεά τῆς ἰάσεως. Δεύτερον, τὴν διορθώνει, ἐπειδὴ εἶχε φαντασθεῖ ὅτι δέν θὰ ὑποπέσει στήν ἀντίληψή Του. Τρίτον, ἐπιδεικνύει σὲ ὅλους τὴν πίστη της, ὥστε νά ποθήσουν καὶ οἱ ἄλλοι νά τὴν μιμηθοῦν. Ἄλλωστε τὸ ὅτι ἔδειξε πώς τὰ γνωρίζει ὅλα πολὺ καλά, ἀποτελεῖ σημεῖον ὄχι μικρότερον ἀπὸ τὴν παύση τῆς ῥοῆς τοῦ αἵματος. Ἔπειτα, μὲ τὴν στάση τῆς γυναίκας κερδίζει τὸν ἀρχισυνάγωγο, ὁ ὁποῖος ἤταν ἕτοιμος νά κλονισθεῖ στήν πίστη, καί μέ αὐτὸν τὸν τρόπο νά χάσει τὸ πᾶν. Ἐπειδὴ ἐκεῖνοι πού ἤλθαν ἔλεγαν «μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον, ὅτι τέθνηκε τὸ κοράσιον», καὶ οἱ οἰκιακοὶ τὸν περιγελοῦσαν ὅταν εἶπε ὅτι κοιμᾶται, ἤταν φυσικὸ κάτι παρόμοιο νά πάθει καὶ ὁ πατέρας.
Γι’ αὐτό, προλαβαίνοντας αὐτὴν τὴν ἀδυναμία, φέρνει στό μέσον τὴν γυναῖκα. Τὸ ὅτι ἐκεῖνος ἤταν πολὺ παχὺς στόν νοῦ, ἄκουσέ το ἀπὸ τὰ λόγια πού τοῦ ἀπευθύνει: «μὴ φοβοῦ, σύ μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται». Καὶ πράγματι, ἐπίτηδες περίμενε νά ἐπέλθει ὁ θάνατος, καὶ τότε νά παρουσιασθεῖ, ὥστε νά γίνει σαφὴς ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεως. Γι’ αὐτὸ καὶ βαδίζει κάπως ἀργά, καὶ παρατείνει τὴν συνομιλία του μέ τὴν γυναῖκα, γιά νά πεθάνει ἐν τῷ μεταξὺ ἡ μικρή, καὶ νά ἔλθουν οἱ ἀπεσταλμένοι νά τὸ ἀναγγείλουν καὶ νά εἰποῦν: «Μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον». Αὐτὸ ὑπονοεῖ καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς καὶ τὸ ἐπισημαίνει λέγοντας ὅτι «ἔτι λαλοῦντος αὐτοῦ, ἤλθαν οἱ ἀπὸ τῆς οἰκίας λέγοντες, τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου, μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον». Ἤθελε νά διαπιστωθεῖ ὁ θάνατος, γιά νά μὴ δημιουργηθοῦν ὑποψίες γιά τὴν ἀνάστάση. Αὐτὸ κάνει παντοῦ. Ἔτσι ἔκαμε καὶ στήν περίπτωση τοῦ Λαζάρου, περίμενε καὶ μία καὶ δύο καὶ τρεῖς ἡμέρες. Γιά ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους τὴν παρουσιάζει στό μέσον καὶ τῆς λέγει: «Θάρσει, θύγατερ». Ὅπως ἀκριβῶς εἶχεν εἰπεῖ καὶ στόν παράλυτο: «Θάρσει τέκνον». Ἐπειδὴ ἡ γυναῖκα ἤταν φοβισμένη. Γι’ αὐτὸ λέγει «Θάρσει», καὶ τὴν ἀποκαλεῖ θυγατέρα. Ἡ πίστη τὴν ἔκαμε θυγατέρα. Καὶ ἀκολουθεῖ τὸ ἐγκώμιον «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». Ὁ εὐαγγελιστἠς Λουκᾶς, μάλιστα, μᾶς ἀναφέρει περισσότερα γιά τὴν γυναῖκα. Ἀφοῦ προσῆλθε, λέγει, καὶ ἔλαβε τὴν ὑγεία, δέν τὴν κάλεσε ὁ Χριστὸς ἀμέσως, ἀλλὰ πρῶτα ἐρώτησε: «τὶς ὁ ἁψάμενός μου;». Ἔπειτα, ὅταν ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι τοῦ εἴπαν: «Ἐπιστᾶτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;» (αὐτὸ μάλιστα εἶναι πολὺ μεγάλη ἀπόδειξη τοῦ ὅτι εἶχε ἐνδυθεῖ σάρκα ἀληθινή, καὶ ὅτι εἶχε καταπατήσει ἐντελῶς τὴν ὑπερηφάνεια. Διότι δέν τὸν ἀκολουθοῦσαν ἀπὸ μακρυά, ἀλλὰ τὸν εἴχαν περικυκλώσει ἀπὸ παντοῦ). Αὐτός, λέγει, ἐπέμενε: «ἥψατό μου τις. Ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξ ἐμοῦ ἐξελθοῦσαν», ἀποκρινόμενος μέ ἁπλοϊκότερο τρόπο, σύμφωνα μέ τὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο τῶν παρευρισκομένων. Αὐτὰ τὰ ἔλεγε γιά νά πείσει καὶ ἐκείνητή γυναίκα νά τὸ ὁμολογήσει μόνη της. Γι’ αὐτὸ καὶ δέν τὴν ἤλεγξε ἀμέσως, ὥστε ἀφοῦ ἀποδείξει ὅτι τὰ γνωρίζει ὅλα σαφῶς, νά τὴν πείσει νά τὰ ὁμολογήσει ὅλα αὐθόρμητα. Αὐτὸ θὰ τὸν βοηθοῦσε νά διακηρύξει τὴν πίστη τῆς γυναίκας, χωρὶς νά προξενήσει ἀμφιβολίες.
Εἶδες ὅτι ἡ γυναῖκα ἤταν καλλίτερη ἀπὸ τὸν ἀρχισυνάγωγο; Δέν τὸν σταμάτησε, δέν τὸν κράτησε. Μόνον μέ τὰ ἄκρα τῶν δακτύλων της τὸν ἄγγιξε, καὶ μολονότι ἦλθε ἀργότερα, ἔφυγε πρὶν ἀπὸ αὐτὸν θεραπευμένη. Καὶ ἐκεῖνος μὲν ὁδήγησε τὸν ἰατρὸ στήν οἰκία του, ἐνῶ σ’ αὐτὴν ἤρκεσε μόνον ἡ ἁφή.
Ἂν καὶ ἤταν δεμένη μέ τὰ δεσμὰ τοῦ πάθους της, ἡ πίστη τῆς εἶχε ἀναπτερώσει τὸ ἠθικὸ. Καὶ πρόσεξε πῶς τὴν παρηγορεῖ μέ τὰ λόγια: «Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». Ἐὰν «Κύριος τὴν εἶχε φέρει στό μέσον γιά νά ἐπιδειχθεῖ ὁ Ἴδιος, βεβαίως δέν θὰ τὸ προσέθετε αὐτό. Ἀλλὰ τὸ εἶπε γιά νά ἐνισχύσει τὴν πίστη τοῦ ἀρχισυνάγωγου, καὶ συγχρόνως νά διακηρύξει τὴν ἀρετὴ τῆς γυναίκας, ὥστε νά τῆς προξενήσει μέ αὐτὰ τὰ λόγια εὐχαρίστηση καὶ ὠφέλεια ὄχι μικροτέρη ἀπὸ τὴν σωματικὴ ὑγεία. Ἀπὸ τοῦτο γίνεται φανερὸ ὅτι μέ αὐτό πού ἔκαμε ἤθελε νά δοξάσει ἐκείνη, καὶ συγχρόνως νά διορθώσει τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ὄχι νά προβάλει τὸν ἑαυτὸν Του. Διότι ὁ Ἴδιος ἔμελλε νά εἶναι ἐξ ἴσου θαυμαστὸς καὶ χωρὶς νά γίνει αὐτὸ (ἀφθονότερα ἀπὸ χιονονιφάδες ἐξεχύνοντο γύρω Του τὰ θαύματα, καὶ πολὺ μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἔκαμε καὶ ἐπρόκειτο νά κάμει). Ἐνῶ ἡ γυναῖκα αὐτή, ἐὰν δέν συνέβαινε αὐτό, θὰ εἶχε φύγει ἀπαρατήρητη, ἀπεστερημένη τῶν μεγάλων αὐτῶν ἐπαίνων. Γι’ αὐτὸ τὴν ἔφερε στό μέσον καὶ τὴν παρουσίασε ἐνώπιον ὅλων, καὶ τὴν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὸν φόβο (διότι, λέγει, πλησίασε τρέμοντας) καὶ τὴν ἔκαμε νά λάβει θάρρος. Καὶ μαζί μέ τὴν ὑγεία τοῦ σώματος τῆς ἔδωσε καὶ ἄλλα ἐφόδια λέγοντας: «πορεύου ἐν εἰρήνη»…