Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 13 Ὀκτωβρίου 2024, Τῶν Πατέρων (Τίτ. γ΄ 8-15)

Τέκνον Τίτε, πιστὸς ὁ λόγος· καὶ περὶ τούτων ­βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φρον­τί­ζωσι καλῶν ἔργων προ­ΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ. ταῦτά ἐστι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις· μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς ­περιίστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι. αἱ­ρετικὸν ­ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν ­νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρ­τάνει ὢν αὐτοκατά­κριτος. Ὅταν πέμψω ᾿Αρτεμᾶν πρός σε ἢ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπο­λιν· ἐκεῖ γὰρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνᾶν τὸν νομικὸν καὶ Ἀπολλὼ σπουδαί­ως πρόπεμψον, ἵνα μη­δὲν αὐτοῖς λείπῃ. μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀ­­ναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι. Ἀσπάζον­ταί σε οἱ μετ᾿ ἐμοῦ πάντες. ἄσπασαι τοὺς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. Ἡ χάρις μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

«Πιστὸς ὁ λόγος».

Ἡ σημερινὴ Κυριακή, ποὺ ὀνομάζεται Κυριακὴ τοῦ Σπορέως ἐξαιτίας τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς τῆς θείας Λειτουργίας, εἶναι ἀφιερωμένη στοὺς θεοφόρους Πατέρες ποὺ συγκρότησαν τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 787, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας. Ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς ἡμέρας ἀναγινώσκεται πρὸς τιμὴν τῶν θεοφόρων Πατέρων.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθύνεται στὸν μαθητή του Τίτο καὶ μεταξὺ ἄλλων τοῦ γράφει μιὰ πολὺ σύντομη καὶ περιεκτικὴ φράση: «Πιστὸς ὁ λόγος». Δηλαδή, τὸ κήρυγμά μου εἶναι ἀξιόπιστο. Ὅλα ὅσα σοῦ ἔγραψα νωρίτερα, εἶναι ἀναμφίβολες ἀλήθειες τῆς πίστεως. Ἂς δοῦμε λοιπὸν μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτή, ποιό εἶναι τὸ περιεχόμενο τοῦ κηρύγματος αὐτοῦ καὶ ποιά εἶναι ἡ εὐθύνη μας ἀπέναντί του.

1. Ὁ Χριστὸς χαρίζει τὴ σωτηρία

Ποιό εἶναι τὸ περιεχόμενο τοῦ κηρύγματος τοῦ Ἀποστόλου; Εἶναι ὅσα ἔχει ἀναφέρει νωρίτερα στὴν ἐπιστολή του, καὶ συγκεκριμένα ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς χάρισε τὴ σωτηρία ὄχι ἐξαιτίας τῆς ἀρετῆς μας, ἀλλὰ «κατὰ τὸν αὐτοῦ ἔλεον»· ἀπὸ τὸ πλούσιο ἔλεός του, τὸ ὁποῖο μᾶς πρόσφερε «διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν». Ἀπὸ τὴν ἄπειρη ἀγάπη του ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ μᾶς πρόσ­φερε τὴ Χάρι του, μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἐξαγιάζει καὶ μᾶς ἀνακαινίζει. Ἐκεῖνος θὰ μᾶς καταστήσει κληρονόμους καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Ἡ ἀπολύτως ἀξιόπιστη αὐτὴ ἀλήθεια εἶναι τὸ μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, ὅπως ὀνομάζεται στὴν Ἐκκλησία μας. Τὴν ἴδια αὐτὴ ἀλήθεια ὑπογραμμίζει καὶ σὲ ἄλλη ἐπιστολή του ὁ Ἀπόστολος: «Πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι» (Α΄ Τιμ. α΄ 15). Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ εἶναι ἀξιόπιστη καὶ ἄξια κάθε ἀποδοχῆς: ὅτι δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσει τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὅποιος πιστεύει σ᾿ Ἐκεῖνον καὶ λαμβάνει τὴ Χάρι του διὰ τῆς Ἐκκλησίας, γίνεται νέος ἄνθρωπος, ἀναγεννᾶται. Ἔχει δὲ προορισμὸ νὰ ἀπολαύσει τὴν αἰώνια ζωὴ κοντὰ στὸν Κύριο· νὰ ζεῖ μέσα στὴν αἰώνια χαρὰ τῆς Βασιλείας του. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ἀναμφίβολη ἀλήθεια στὸν κόσμο αὐτό.

2. Ὁμολογία τῆς ἀλήθειας

Ποιά εἶναι ὅμως ἡ εὐθύνη μας ἀπέναν­τι στὴν ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας; Εἶναι ἡ ὁμολογία. Αὐτὸ συνιστᾶ στὸν Τίτο ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος, λέγοντας «περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι». Δηλαδή, θέλω νὰ μιλᾶς γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου μὲ βεβαιότητα καὶ κύρος. Ὁ Τίτος βέβαια, ὡς ἐπίσκοπος τῆς Κρήτης, εἶχε τὴν εὐθύνη νὰ διατυπώνει τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως καὶ νὰ λυτρώνει ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς πλάνης τοὺς ἀνθρώπους. Ἀντίστοιχη εὐθύνη ἔχουν καὶ σήμερα οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας, νὰ διατυπώνουν δηλαδὴ μὲ παρρησία τὴν ἀλήθεια, χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν τὸ κόστος καὶ τὶς συνέπειες. Ἰδιαίτερα μάλιστα στὴν ἐποχή μας, ποὺ ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου περιφρονεῖται ὡς ἀνούσια, χλευάζεται ὡς ἀναχρονιστική, ἐμπαίζεται ὡς παρωχημένη ἰδεολογία.

Παράλληλα ὅμως καὶ ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅλοι οἱ πιστοὶ ἔχουμε τὴν εὐθύνη νὰ ὁμολογοῦμε τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ στοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς περιβάλλουν. Νὰ ὁμολογοῦμε καὶ μὲ τὰ λόγια μας, ὅταν μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία, ὅτι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία» (Πράξ. δ΄ 12). Μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου του σώζεται ὁ ἄνθρωπος. Νὰ ἐκφράζουμε ἐπιπλέον τὴν ἀλήθεια αὐτὴ μὲ τὴ ζωή μας, «ὅπως ἴδωσιν ἡμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ἡμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ε΄ 16), κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου. Δηλαδή, νὰ βλέπουν τὰ καλὰ ἔργα μας οἱ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας ἄνθρωποι καὶ νὰ δοξάζουν τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ὅλη ἡ ἀναστροφή μας νὰ εἶναι μιὰ θαρρετὴ ὁμολογία, ὅτι ἡ μόνη σωτηρία τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. «Καθάπερ ὁ βασιλεὺς τὸ διάδημα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, οὕτω καὶ ἡμεῖς τὴν ὁμολογίαν πανταχοῦ» (ΕΠΕ 37, 48), μᾶς προτρέπει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Δηλαδή, ὅπως ὁ βασιλιὰς φορεῖ πάντοτε τὸ στέμμα στὸ κεφάλι του, ἔτσι κι ἐμεῖς νὰ ἐκφράζουμε παντοῦ τὴν ὁμολογία μας.

Αὐτὴ τὴν ὁμολογία τῆς ἀλήθειας τῆς πίστεώς μας ἐξέφραζαν μὲ παρρησία οἱ θεοφόροι Πατέρες, τοὺς ὁποίους τιμοῦμε σήμερα. Ἐπιτέλεσαν ἔργο ποιμαντικό, καλλιέργησαν τοὺς πιστοὺς διδάσκοντας τὴ μόνη ἀλήθεια μὲ τοὺς φωτισμένους λόγους τους· ὅταν δὲ τοὺς κάλεσε ἡ Ἐκκλησία, ἔδωσαν μάχη γιὰ τὴν προάσπιση τῆς ἀλήθειας, κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς θυσιάζον­τας καὶ τὴ ζωή τους ἀκόμη. Παρέδωσαν ἔτσι καθαρὴ καὶ ἀνόθευτη τὴν ὀρθὴ πίστη στὴν Ἐκκλησία μας. Ἂς δοξάζουμε τὸν Θεὸ ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου του κι ἂς ὁμολογοῦμε τὴν ἀλήθεια αὐτὴ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὰ λόγια μας.