Τό ἑορτολογικό περιεχόμενο τῆς Κοιμήσεως

Γεώργιος Φίλιας

Ἐπίκουρος καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

  Οἱ περὶ τῆς ἑορτῆς μαρτυρίες ἐκ τῶν πανηγυρικῶν

 ἢ ἐγκωμιαστικῶν Ὁμιλιῶν

Ἡ σταδιακὴ -μετὰ τὸν 5ο αἰ- διαμόρφωση τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως καὶ ἡ μετὰ τὸν 6ο αἰ. ἐπισημοποίηση καὶ καθολικὴ ἰσχὺ τῆς ἔδωσαν τὸ ἔναυσμα σὲ περισσότερο ἢ ὀλιγότερο γνωστοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς νὰ ἐγκωμιάσουν τὸ γεγονός. Αὐτὰ τὰ ἐγκώμια ἢ πανηγυρικὲς Ὁμιλίες ἐξεφωνοῦντο κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἑορτασμοῦ, ἑπομένως ἐντός τοῦ λειτουργικοῦ πλαισίου ἐπιτελέσεως τῆς ἑορτῆς. Ἡ συνάφειά τους αὐτὴ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ λατρεία ὑπῆρξε, προφανῶς, ἡ αἰτία τοῦ ἐπισήμου χαρακτήρα, τὸν ὁποῖο προσέλαβαν ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοὺς79. Στὶς συγκεκριμένες Ὁμιλίες ἐκφράζεται μὲ τὸ δαψιλέστερο τρόπο ἡ περὶ τῆς Θεοτόκου θεολογία τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό, τὰ ἐν λόγω κείμενα ἀποτελοῦν πηγὲς μελετῶν συστηματικῆς θεολογίας περὶ τοῦ γεγονότος τῆς Κοιμήσεως. Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ τὴν πτυχὴ αὐτή, οἱ Ὁμιλίες ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τῆς Κοιμήσεως παρέχουν πλῆθος μαρτυριῶν περὶ τοῦ λειτουργικοῦ τους πλαισίου, δηλαδὴ τοῦ ἑορτολογικοῦ τους περιεχομένου καὶ τῶν τελετουργικῶν τους παραμέτρων.

Τὸ ἐορτολογικὸ περιεχόμενο τῆς Κοιμήσεως

Ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα κείμενα (ἂν ὄχι τὸ ἀρχαιότερο)80, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὸ ἑορτολογικὸ περιεχόμενο τῆς Κοιμήσεως εἶναι τὸ Ἐγκώμιον εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ὑμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας τοῦ Μοδέστου, πατριάρχου Ἱεροσολύμων (631-634)81. Ἂν καὶ τὸ συγκεκριμένο Ἐγκώμιο φέρεται ὡς μεταγενέστερό του Μόδεστου (ἔργο τοῦ τέλους 7ου-ἀρχῶν 8ου αἰ.)82  δὲν παύει νὰ μαρτυρεῖ περὶ τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς καθολικῆς ἐξαπλώσεώς της.

Τὰ ὑπὸ τοῦ Ἐγκωμίου περιγραφόμενα γεγονότα παραπέμπουν, κατὰ βάση, στὴν ἀπόκρυφη διήγηση περὶ τῆς Κοιμήσεως, χωρὶς νὰ ἐλλείπουν οἱ διαφορές: ὁ Θεὸς ἀποστέλλει «ἁγίους ἀγγέλους» (καὶ ὄχι τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ), προτρέψασθαι τὴν Θεοτόκον ἐπὶ τὴν οὐράνιον βασιλείαν83.Ἡ «προτροπὴ» τῆς Θεοτόκου ἀποτελεῖ μία ἀκόμη διαφοροποίηση ἀπὸ τὴν ἀπόκρυφη παράδοση, ἐφόσον δὲν ὑποδηλώνεται πρωτοβουλία τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ. Ἴσως γιὰ τὸ λόγο αὐτό, στὸ Ἐγκώμιο τοῦ Μοδέστου δὲν ἀναφέρονται τὰ σχετικὰ μὲ τὴ χαρὰ της Θεοτόκου ἐπὶ τῇ ἀναγγελία τῆς ἐπερχόμενης Κοιμήσεως καὶ μὲ τὴ γνωστοποίηση τοῦ ἐπερχομένου γεγονότος στὸ συγγενικό της περιβάλλον. Οἱ οὐράνιες δυνάμεις «ἐξίστανται» ἐνώπιόν του ἐπερχομένου γεγονότος τῆς Κοιμήσεως84. Ἐδῶ ὁ Μόδεστος παραθέτει τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἔλευση τῶν ἀποστόλων στὰ Ἱεροσόλυμα, προκειμένου νὰ παραστοῦν στὴν Κοίμηση καὶ νὰ κηδεύσουν τὴ Θεοτόκο. Τὸ σημεῖο αὐτὸ τοῦ ἑορτολογικοῦ περιεχομένου τῆς Κοιμήσεως εἶναι ἐνδιαφέρον διότι ἐμφανίζει παραλλαγὲς μεταξὺ τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση τοῦ Μοδέστου, οἱ ἀπόστολοι ἔσπευδον ἐκ πάσης τῆς ὑφηλίου, ὁδηγούμενοι καὶ συνεργούμενοι ὑπὸ τῆς ἄνωθεν ροπῆς85.

 Ἡ ἐπὶ τοῦ σημείου αὐτοῦ διήγηση τοῦ Μοδέστου κρίνεται ὡς λιτή, ἐφόσον οὔτε ἡ Θεοτόκος ἐμφανίζεται νὰ παρακαλεῖ τὸν Υἱὸ τῆς περὶ προσελεύσεως τῶν ἀποστόλων, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀναφέρεται ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἀπόστολοι «μετεφέρθησαν» στὰ Ἱεροσόλυμα προερχόμενοι ἀπὸ διαφορετικὰ μέρη τῆς ὑφηλίου. Οἱ ἀπόστολοι ἐγκωμιάζουν ἐξοδιαστικῶς τὴ Θεοτόκο, παρατίθεται δὲ ἕνα σύνολο «χαιρετισμῶν» πρὸς τὴ Θεοτόκο86. Οἱ ἄγγελοι κατέρχονται ὥστε νὰ παραλάβουν τὴν ψυχὴ τῆς Θεοτόκου, τὸ σῶμα τῆς ὁποίας κηδεύεται στὴ Γεθσημανῆ87.

Ἡ διήγηση τοῦ Μοδέστου περὶ τῶν γεγονότων τῶν σχετικῶν μὲ τὴν Κοίμηση ἀντανακλᾶ μία παράδοση, στὴν ὁποία ἡ σημασία ἐπικεντρώνεται στὰ περὶ παρουσίας τῶν ἀποστόλων καὶ ταφῆς τῆς Θεοτόκου. Τὸ στοιχεῖο αὐτὸ παρατηροῦμε ὅτι κυριαρχεῖ καὶ στὸν σχεδὸν σύγχρονο τοῦ Μοδέστου, τὸν Ἀνδρέα Κρήτης (+675), ὁ ὁποῖος κατέλειπε τρεῖς Λόγους εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, τοὺς IB’, ΙΓ’ καὶ ΙΔ’88.

Ἡ παράδοση περὶ τῶν γεγονότων τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως στὶς Ὁμιλίες τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης ὑποδηλώνεται ὡς παλαιὰ89. Καὶ τοῦτο διότι ὁ Ἀνδρέας Κρήτης πληροφορεῖ ὅτι ἡ μὲν σύσταση τῆς ἑορτῆς ἦταν σχετικῶς πρόσφατη ἐπὶ ἐποχῆς του, ἀλλὰ ὅτι τὸ περιεχόμενό της συνιστοῦσε «οἰκεία εὐπρέπεια», δηλαδὴ ἦταν γνωστὸ ἀπὸ παλαιότερους χρόνους· τονίζει, μάλιστα, ὅτι ἡ ἄγνοια τοῦ παρελθόντος ἀπὸ κάποιους, δὲν μπορεῖ νὰ στοιχειοθετήσει τὴ θεώρηση τῆς ἑορτῆς ὡς νεοφανοῦς90. Αὐτὸ τὸ ἑορτολογικὸ περιεχόμενο τῆς Κοιμήσεως, ὁ ἐπίσκοπος Κρήτης θεωρεῖ ὅτι δὲ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι γνωστὸ μέσω τῶν Εὐαγγελίων -παρέχων τοιουτοτρόπως ἐπεξήγηση τοῦ γεγονότος τῆς ἄγνοιας κάποιων συγχρόνων του- ἀλλὰ μόνο μέσα ἀπὸ «διηγήσεις» καὶ «πραγματεῖες» ἄλλης μορφῆς (ἐδῶ, προφανῶς, αἰτιολογεῖ τὴν ὕπαρξη τῆς ἀποκρύφου παραδόσεως)91.

Τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Ὁμιλιῶν περὶ τοῦ ἑορτολογικοῦ περιεχομένου εἶναι αὐστηρῶς περιορισμένο σὲ εἰδικὰ γεγονότα, κυρίως δὲ στὴν ἔλευση τῶν ἀποστόλων καὶ στὸν ἐξόδιο πρὸς τὴ Θεοτόκο θρῆνο τους. Στὰ περὶ τῆς ἐλεύσεως τῶν ἀποστόλων, ὁ Ἀνδρέας Κρήτης υἱοθετεῖ κάποια στοιχεῖα ἀπὸ μὴ ἀπόκρυφη γραμματεία92, μὲ βάση τὰ ὁποία συνθέτει τὸ ἑορτολογικὸ περιεχόμενο τῆς Κοιμήσεως.

Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ προέρχονται κυρίως ἀπὸ τὴ «διήγηση Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου». Ὁ Ἀνδρέας Κρήτης ἐμφανίζει τὸ Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη νὰ ἀναφέρει ὅτι, μαζὺ μὲ τοὺς ὑπολοίπους ἀποστόλους συνεληλύθαμεν ἐπὶ τὴν θέαν τοῦ ζωαρχικοῦ καὶ θεοδόχου σώματος, ἀναφέροντας μάλιστα ἰδιαιτέρως τοὺς Ἰάκωβο καὶ Πέτρο93.

Ἡ ὑπὸ τοῦ Ἀνδρέα παρατιθέμενη διήγηση γίνεται λεπτομερὴς ὡς πρὸς τὸ σκήνωμα τῆς Θεοτόκου, ἀναλύοντας τὴν προέλευση τῆς λαμπρότητας τοῦ τὴν ὁποία χαρακτηρίζει ὡς «φωτοειδὴ θέα»94. Ἡ διήγηση τοῦ Ἀρεοπαγίτη καταχωρίζεται στὸ ψευδο-Ἀρεοπαγιτικὸ ἔργο «Περὶ τῶν θείων ὀνομάτων», ὅπου ὁ ἄγνωστος συγγραφέας διηγούμενος τὰ περὶ τῆς Κοιμήσεως (στοιχεῖα διασωζόμενα στὸ IB’ Λόγο τοῦ Ἀνδρέα) ἐξαίρει τὴν παρουσία τοῦ Ἱεροθέου Ἀθηνῶν κατὰ τὴν κήδευση τῆς Θεοτόκου95. Ἡ σχετικὴ παράδοση παρατίθεται στὴν ἐπιστολὴ τοῦ Διονυσίου πρὸς τὸν Τιμόθεο (ἡ ὁποία διασώζεται στὸ Περὶ τῶν θείων ὀνομάτων), ἀλλὰ μόνο στὸ τμῆμα ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἐξυπηρετεῖ τὸ σκοπὸ τοῦ ἔργου, δηλαδὴ τὴν κατάδειξη τοῦ κλέους τοῦ ἐπισκόπου Ἀθηνῶν Ἱεροθέου.

Ἡ ψευδο-Ἀρεοπαγιτικὴ διήγηση, βεβαίως, δὲν ἀποτελεῖ τὴ μόνη πηγὴ πληροφοριῶν τοῦ Ἀνδρέα Κρήτης. Στὸ ΙΔ’ Λόγο του καταγράφει λεπτομερῶς τὸν ἐγκωμιαστικὸ θρῆνο τῶν «θεολήπτων ἐκείνων ἀνδρῶν» ἔμπροσθέν τῆς νεκρικῆς κλίνης τῆς Θεοτόκου96, γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἐπιβεβαιώνει τὴ διάσωση στὸ ἔργο τοῦ Ἀνδρέα ποικίλων παραδόσεων σχετικῶς μὲ τὴν Κοίμηση.

Ἡ νοηματοδότηση τοῦ ἑορτολογικοῦ περιεχομένου τῆς Κοιμήσεως μὲ στοιχεῖα ἀπὸ τὸν Ἀρεοπαγίτη προσδίδει στὶς Ὁμιλίες τοῦ Ἀνδρέα Κρήτης μία βαθύτερη (μυστηριακὴ) πρόσβαση στὴν ἑορτή. Ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ἀνδρέα στὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως ἀναδεικνύει τὴν «μυστικὴ» ἑορτολογικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας: Μυστήριον ἡ παροῦσα πανήγυρις, ὑπόθεσιν ἔχουσα τῆς Θεοτόκου τὴν κοίμησιν, καὶ λόγων ὑπεραίρουσα δύναμιν. Μυστήριον, οὐ παρὰ πολλοῖς μὲν ἤδη τελούμενον, παρὰ πᾶσι δὲ νῦν καὶ τιμώμενον καὶ στεργόμενον. Καὶ τοῦτο ἡμῶν ἐστιν ἡ πανήγυρις, ἡ τοῦ μυστηρίου φανέρωσις, ἢτ’ οὖν ἐξάπλωσις97.Ἡ ἑορτολογική ὁρολογία θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἐπιλήψιμη, ἐφόσον ὁ Ἀνδρέας ἀναφέρεται -περὶ τοῦ περιεχομένου τῆς ἑορτῆς- σὲ «μυστικῶς ἱεροτελούμενα θεοπαράδοτα ὄργια»98. Ὁ ἐπίσκοπος Κρήτης, ὅμως, διατυπώνει τὴ θεολογία τῆς ἑορτῆς κατὰ τρόπο «μυστικὸ» (χαρακτηριστικό τῆς ἀρεοπαγιτικῆς παραδόσεως)99 καὶ ὄχι «μυστικιστικὸ» (χαρακτηριστικό τῆς ἀρχαιοελληνικῆς εἰδωλολατρικῆς παραδόσεως).

Ὁ Ἰωάννης Θεσσαλονίκης (7ος αἰ.) θὰ τολμούσαμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι δημιουργεῖ ἰδιαίτερη παράδοση ὡς πρὸς τὰ γεγονότα τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως. Στὸ ἔργο του Κοίμησις τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας100 παρέχει πληροφορίες περὶ τοῦ ἑορτολογικοῦ περιεχομένου τῆς Κοιμήσεως, οἱ διαφορετικὲς πτυχὲς τῶν ὁποίων δὲν εὑρίσκουν ἀναλογία σὲ ἀντίστοιχες Ὁμιλίες ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὑπῆρξε, προφανῶς, συνείδηση τοῦ ἰδίου τοῦ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος σὲ κάποιο σημεῖο τῆς Ὁμιλίας του αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἐπιχειρηματολογήσει ὑπὲρ τῆς ἀληθείας τῶν πληροφοριῶν του. Τὸ κέντρο τῆς ἐπιχειρηματολογίας του δὲν εἶναι σαφές: διατείνεται ὅτι δὲν συμπεριέλαβε στὴ διήγησή του τὰ ἀναγραφόμενα «σὲ διάφορα βιβλία», ἀλλὰ μόνο ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα «μαρτυροῦνται ὡς ἀληθινά». Ἐπιτίθεται, μάλιστα, ἐναντίον ἐκείνων οἱ ὁποῖοι «ἐνόθευσαν» τὴν παράδοση περὶ τῶν γεγονότων τῆς Κοιμήσεως. Δὲν ἀναφέρεται, ὅμως, στὸ κριτήριο περὶ τῆς ἀληθείας τῶν πληροφοριῶν101.

Σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση τοῦ Ἰωάννου Θεσσαλονίκης: α) Ἡ Θεοτόκος μετὰ τὸ «πάθος τοῦ Υἱοῦ της» παρέμεινε «γιὰ ἀρκετὸ χρόνο» (χρόνον οὐ βραχὺν) στὴν Ἰουδαία καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα μαζὺ μὲ τοὺς ἀποστόλους καὶ τὸν «ἠγαπημένο μαθητή», τὸν Ἰωάννη102, β) Ὀλίγο χρόνο ἀφοῦ οἱ ἀπόστολοι ἐξόρμησαν εἰς τὸ κηρύττειν τὸ εὐαγγέλιον ἐν ὅλῳ τῷ κόσμω, ἡ Θεοτόκος τὴν γῆν φυσικῷ τέλει κατέλιπεν103. Στὸ σημεῖο αὐτὸ διαπιστώνουμε ὅτι ὁ Ἰωάννης προαναγγέλλει τὸ γεγονὸς τῆς Κοιμήσεως, στὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ ἀναφερθεῖ διεξοδικῶς, γ) Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἀποθάνει, ἦλθε ὁ ἄγγελος καὶ τὴν παρότρυνε «νὰ λάβει τὸ βραβεῖο, τὸ ὅποιο ἔδωσε ὁ Θεὸς» καὶ νὰ τὸ παραδώσει στοὺς ἀποστόλους, ὥστε κρατώντας το νὰ τὴν ὑμνήσουν διότι σὲ τρεῖς ἡμέρες «θὰ ἀπέθετε τὸ σῶμα». Προσέθεσε, ἐπίσης, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τῆς ἀπέστελλε τοὺς ἀποστόλους γιὰ νὰ τὴν κηδεύσουν καὶ νὰ «θεωρήσουν τὴ δόξα της»104, δ) Ἡ Θεοτόκος παραπονεῖται διότι ὁ ἄγγελος δὲν προσεκόμισε ἕνα «βραβεῖο» γιὰ τὸν κάθε ἀπόστολο, ἀλλὰ μόνο ἕνα καὶ μοναδικό, ὥστε νὰ φοβεῖται ἡ Θεοτόκος μήπως λυπηθοῦν οἱ ἀπόστολοι οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ κρατοῦσαν τὸ «βραβεῖο»105. Ἡ Θεοτόκος ἐρωτᾶ, ἐπίσης, περὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀγγέλου106 καὶ τοῦ ζητᾶ νὰ τῆς ὑποδείξει τὸ πρακταῖο107. ε) Ὁ ἄγγελος δὲν ἀποκαλύπτει τὸ ὄνομά του (θαυμαστὸν γὰρ ἀκοῦσαι), τὴν προτρέπει νὰ παραλάβει τὸ «βραβεῖο» διότι μὲ αὐτὸ «θὰ θεραπευθοῦν πολλοὶ» καὶ νὰ «μεταβεῖ στὸ ὅρος»108. στ) Ἡ Θεοτόκος μεταβαίνει στὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν, καθοδηγούμενη ἀπὸ τὸ «φῶς τοῦ ἀγγέλου»109 καὶ κρατώντας στὸ χέρι τὸ «βραβεῖο».

Κατὰ τὴν εἴσοδό της στὴν περιοχὴ τοῦ ὅρους τῶν Ἐλαιῶν, τὰ δένδρα καὶ τὰ φυτὰ «ὑποκλίνονται» ὡς νὰ τὴν προσκυνοῦν. Ἡ Θεοτόκος διερωτᾶται μήπως εἶναι παρὼν ἀοράτως ὁ Χριστός, σκεπτόμενη ὅτι πρὸς Ἐκεῖνον ἀπευθυνόταν ὁ σεβασμὸς τῆς φύσεως110. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ διήγηση ἐξαίρει τὴν ταπεινοφροσύνη τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία δὲν θεωρεῖ τὴν ἴδια ἀλλὰ τὸ Θεὸ ὡς ἄξιο τιμῆς. ζ) Ἡ ταπείνωση τῆς Θεοτόκου γίνεται ἀντιληπτὴ ἀπὸ τὸν ἄγγελο, ὁ ὁποῖοςτῆς ἐπιβεβαιώνει ὅτι τὰ «σημεῖα» αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ τὸ Θεό, προσθέτει δὲ ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ὁ τὰς ψυχάς τῶν ταπεινούντων ἑαυτοὺς τῷ Θεῶ παραλαμβάνων καὶ μεταφέρων εἰς τὸν τόπον τῶν δικαίων ἐν ἐκείνη τῇ ἡμέρα, ἐν ᾗ ἐξέρχονται ἀπὸ τοῦ σώματος.Ὁ ἄγγελος καταλήγει ἀπευθυνόμενος πρὸς τὴ Θεοτόκο: Καὶ σὺ οὖν ἐὰν ἀποτιθῆ τὸ σῶμα, ἐγὼ αὐτὸς ἔρχομαι ἐπὶ σὲ111.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ διήγηση ἐξαίρει ἐκ νέου τὴν ταπείνωση τῆς Θεοτόκου, κυρίως ὅμως προαναγγέλλει τὴν Κοίμησή της, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπει ὑπονοούμενα περὶ μὴ μετοχῆς τῆς Θεοτόκου στὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου. η) Προέκταση τῶν προηγουμένων διαπιστώσεων ἀποτελεῖ τὸ ἐρώτημα τῆς Παναγίας πρὸς τὸν ἄγγελο περὶ τοῦ ὑπ’ αὐτῆς πρακταίου, ὥστε ἐκεῖνος νὰ παραλάβει τὴν ψυχή της. Ὁ ἄγγελος, ὅμως, τῆς γνωστοποιεῖ ὅτι κατὰ τὴν ὥρα τῆς Κοιμήσεώς της δὲν θὰ παρίσταται μόνος γιὰ νὰ συνοδεύσει τὴν ψυχή της, ἀλλὰ θὰ περιβάλλεται ἀπὸ «στρατιὲς ἀγγέλων». Τὴν προτρέπει νὰ διαφυλάξει τὸ «βραβεῖο» καὶ χάνεται «ὡς φῶς στὸν οὐρανὸ»112.

θ) Ἡ Θεοτόκος ἐπιστρέφει στὴν οἰκία της, ἡ ὁποία «σείεται» λόγω «τῆς δόξας τοῦ βραβείου» τὸ ὁποῖο κρατοῦσε. Εἰσέρχεται στὸ «ταμεῖο» της (στὸ ἰδιαίτερο δωμάτιό της καὶ χῶρο προσευχῆς) καὶ τοποθετεῖ τὸ «βραβεῖο» σὲ σινδόνη113. ι) Τότε ἀπευθύνει θερμὴ προσευχὴ πρὸς τὸν Κύριο νὰ εἰσακούσει τὴν προσευχὴ τῆς μητέρας του, ὥστε κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου νὰ ἀποφύγει «τὰς ἐξουσίας, τὰς ἐρχομένας ἐναντίον τῆς ψυχῆς της». Ὁ Κύριος ἀπαντᾶ, ὑποσχόμενος ὅτι τὴν ψυχή της δὲν θὰ παραλάβουν ἄγγελοι ἀλλὰ ὁ ἴδιος. Ἡ Θεοτόκος δοξολογεῖ τὸν Υἱό της γιὰ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ114. Στὸ σημεῖο αὐτὸ καταγράφεται μία ἐκ τῶν πλέον ἀξιομνημόνευτων ἰδιαιτεροτήτων τῆς διηγήσεως τοῦ Ἰωάννου: ὁ φόβος τῆς Θεοτόκου μήπως ἡ ψυχὴ της παραληφθεῖ ἀπὸ ἀγγέλους, προφανῶς δὲ ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ (περὶ αὐτοῦ δὲν θὰ ὑπῆρχε φόβος), ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Διαβόλου. Ὁ ἴδιος φόβος θὰ ἐκφρασθεῖ ἀπὸ τὴ Θεοτόκο στὴ συνέχεια τῆς διηγήσεως. Ἡ αἰτία τοῦ συγκεκριμένου φόβου δὲν εὑρίσκεται, σίγουρα, σὲ κάποια αἴσθηση ἁμαρτωλότητας τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ στὴν ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης ἡ ὁποία δὲν τῆς ἐπέτρεπε νὰ θεωρεῖ δεδομένη καὶ αὐτονόητη τὴν παραλαβὴ τῆς ψυχῆς της ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο.

ια) Ἀκολούθως, ἡ Θεοτόκος ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ «ταμεῖο» της καὶ παραγγέλλει στὴν «παιδίσκη» νὰ εἰδοποιήσει συγγενεῖς καὶ γνωστοὺς ὅτι ἐπιθυμοῦσε νὰ τοὺς συναντήσει. Ὅταν ἐκεῖνοι προσέρχονται, ἡ Θεοτόκος ἀναγγέλλει τὰ τῆς ἐπικείμενης Κοιμήσεώς της καὶ τοὺς προτρέπει νὰ «ποιήσουν μετ’αὐτῆς μεγάλην φιλανθρωπίαν». Ἐξηγεῖ ὅτι δὲν ἐννοεῖ τὴ φιλανθρωπία τῶν χρημάτων, ἀλλὰ τὸ νὰ παραμείνουν κοντά της γιὰ τὶς δύο ἑπόμενες νύχτες καὶ ἕκαστος νὰ κρατήσει ἀναμμένο ἕνα λυχνάρι, ὥστε νὰ τοὺς εὐλογήσει πρὸ τῆς Κοιμήσεως115. Ἡ συγκεκριμένη προτροπὴ τῆς Θεοτόκου ὑποδηλώνει τὴν ἐπιτέλεση κάποιας «προσευχητικῆς ἀγρυπνίας», στοιχεῖα τῆς ὁποίας παρέχονται στὴ συνέχεια τῆς διηγήσεως.

 ιβ) Ὅλοι συμμορφώνονται μὲ τὶς ὑποδείξεις τῆς Θεοτόκου, ἐνῶ διαδίδεται ἤδη ἡ φήμη περὶ τοῦ ἐπικείμενου θανάτου της. Ἡ Θεοτόκος τοὺς προτρέπει νὰ ἀνάψουν τὶς λυχνίες τους καὶ νὰ «γρηγορήσουν», διότι -ὅπως ἐπεξηγεῖ- ὑπάρχουν κάποιοι ἄγγελοι οἱ ὁποῖοι «περιγίγνονται» (ὑπερισχύουν) τῶν ἁμαρτωλῶν, ἐνῶ στοὺς δικαίους δὲν ἔχουν ἐξουσία. Ἀναφέρεται, μάλιστα, στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ «ἄγγελος τῆς δικαιοσύνης» παραλαμβάνει τὶς ψυχὲς τῶν δικαίων, ἐνῶ ὁ «ἄγγελος τῆς πονηρίας» τὶς ψυχὲς τῶν ἀδίκων116. Στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς διηγήσεως διαφαίνεται ὁ σκοπὸς τῆς προμνημονευθείσας «προσευχητικῆς ἀγρυπνίας», δηλαδὴ ἡ προσπάθεια κατατάξεως τῶν παρισταμένων μεταξὺ τῶν δικαίων. Ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἡ Θεοτόκος διδάσκει τοὺς παρισταμένους περὶ θεμάτων σχετικῶν μὲ τὴ σωτηρία. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποκαλύπτει τὴ σημαντικὴ θέση τῆς Θεοτόκου στὴν πρώτη Ἐκκλησία, ὡς διδασκάλου τῶν πιστῶν, ιγ) Οἱ παριστάμενες γυναῖκες ἀπαντοῦν πρὸς τὴ Θεοτόκο ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ μητέρα τους καὶ δὲν πρέπει νὰ φοβεῖται. Οἱ ἴδιες, ὅμως, ἐκφράζουν τὸ φόβο τους ἐνώπιον τῆς κρίσεως τοῦ θανάτου. Ἡ Θεοτόκος τὶς παρηγορεῖ καὶ τὶς προτρέπει νὰ ψάλλουν καὶ νὰ μὴν θρηνοῦν. Προσκαλεῖ, ἐπίσης, ὅλους νὰ προσευχηθοῦν ἡ προτροπὴ τῆς πραγματοποιεῖται καὶ οἱ παριστάμενοι κάθονται, προσεύχονται καὶ διηγοῦνται «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ»117.

ιδ) Τὴ στιγμὴ ἐκείνη προσέρχεται ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, πρῶτος ἀπὸ ὅλους τούς ἀποστόλους ἐφόσον -ὅπως ἐπισημαίνεται στὴ συνέχεια- οἱ ὑπόλοιποι φθάνουν ὅλοι μαζὺ ἀργότερα. Ἡ Παρθένος μὲ δάκρυα τὸν παρακαλεῖ νὰ μὴν ξεχάσει τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου στὸ Σταυρὸ καὶ τὴν ἐκφρασθεῖσα ἐπιθυμία του ὥστε ὁ Ἰωάννης νὰ προστατεύει τὴ Θεοτόκο. Τοῦ ὑπενθυμίζει, ἐπίσης, ὅτι ὁ Κύριος τὸν ἀγάπησε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ μὴν τὴν ἐγκαταλείψει. Ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος δὲν γνωρίζει τὰ τῆς ἐπικείμενης Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ταράσσεται ἀπὸ τοὺς λόγους καὶ ἐρωτᾶ μήπως στενοχώρησε ὁ ἴδιος τὴ Θεοτόκο ἢ μήπως ἔχει κάποια ἀνάγκη118,

ιε) Ἡ Θεοτόκος τότε τοῦ ἀναγγέλλει τὰ περὶ τῆς Κοιμήσεώς της, τὸν παρακαλεῖ νὰ φροντίσει τὰ τῆς ταφῆς της καὶ τὰ τῆς διαφυλάξεως τοῦ σκηνώματός της ἀπὸ τοὺς ἑβραίους ἀρχιερεῖς. Στὸ ἄκουσμα τῆς ἐπικείμενης Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ὁ Ἰωάννης θρηνεῖ καὶ εὔχεται νὰ ἀπέθνησκε ἐκεῖνος καὶ ὄχι ἡ Θεοτόκος119.

ιστ) Ἡ Θεοτόκος παρηγορεῖ τὸν Ἰωάννη, τὸν εἰσάγει στὸ «ταμεῖο» της καὶ τοῦ ἐπιδεικνύει τὰ προετοιμασμένα γιὰ τὴν κηδεία της. Τοῦ ἐπιδεικνύει, ἐπίσης, δύο χιτῶνες παραγγέλοντας νὰ δοθοῦν σὲ δύο χῆρες, καθὼς καὶ τὸ «βραβεῖο», προσθέτοντας ὅτι ἔχει προσταγὴ νὰ τὸ κρατήσει ὁ ἴδιος μπροστὰ ἀπὸ τὴ νεκρικὴ κλίνη. Ὁ Ἰωάννης, ὅμως, διστάζει φοβούμενος μήπως θιγοῦν οἱ ἀπόντες ἀπόστολοι120.

ιζ) Τὴ στιγμὴ ἐκείνη «ἐγένετο βροντὴ» καὶ ἔφθασαν στὴ θύρα τῆς οἰκίας οἱ ἀπόστολοι, καθήμενοι ἕκαστος ἐπὶ μίας νεφέλης. Ἡ διήγηση ἀναφέρει ὅτι ἤσαν συνολικῶς ἕνδεκα, μὲ πρῶτο τὸν Πέτρο καὶ δεύτερο τὸν Παῦλο. Οἱ ἀπόστολοι ἀσπάζονται ἀλλήλους καὶ διερωτῶνται περὶ τοῦ τρόπου καὶ τῆς αἰτίας ἕνεκα τῆς ὁποίας εὑρέθησαν ὅλοι μαζὺ121. Παρατηροῦμε, ἐν προκειμένω, ὅτι διασώζεται ἡ παράδοση περὶ «βροντῆς» καὶ «νεφελῶν» ὡς τρόπου μεταφορᾶς τῶν ἀποστόλων στὴν οἰκία τῆς Θεοτόκου.

ιη) Ὁ Πέτρος προτρέπει τοὺς ὑπολοίπους ἀποστόλους νὰ προσευχηθοῦν ὥστε ὁ Θεὸς νὰ τοὺς ἀποκαλύψει τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποία τοὺς συγκέντρωσε. Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος προτρέπουν ἀλλήλους νὰ προηγηθοῦν στὴν προσευχή. Οἱ ὑπόλοιποι ἀπόστολοι χαίρονται γιὰ τὴν ταπείνωση τῶν δύο κορυφαίων καὶ παρακαλοῦν, τελικῶς, τὸν Πέτρο νὰ προστεῖ τῆς προσευχῆς. Ὁ Πέτρος ἀπευθύνει εὐχὴ δοξολογίας πρὸς τὸ Θεὸ122.

ιθ) Μόλις ὁλοκληρώνεται ἡ προσευχὴ τοῦ Πέτρου ἐξέρχεται τῆς οἰκίας ὁ Ἰωάννης καὶ ἐξηγεῖ στοὺς ὑπολοίπους ἀποστόλους ὅτι, ἐνῶ εὐρίσκετο στὶς Σάρδεις τὸν ἤρπασε νεφέλη μεταφέροντας τὸν στὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐνημερώνει τοὺς ἀποστόλους γιὰ τὸν ἐπικείμενο θάνατο τῆς Θεοτόκου καὶ τοὺς προτρέπει νὰ μὴν θρηνήσουν ἐνώπιόν της123,

κ) Οἱ ἀπόστολοι εἰσέρχονται στὴν οἰκία καὶ μακαρίζουν τὴ Θεοτόκο, ἡ ὁποία τοὺς ἐρωτᾶ περὶ τοῦ ποιὸς ἀνήγγειλε σ’ αὐτοὺς τὴν ἐπικείμενη Κοίμησή της καὶ περὶ τῆς χώρας στὴν ὁποία εὑρίσκοντο πρὶν ἀπὸ τὴν αἰφνίδια μεταφορά τους στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ Θεοτόκος δοξολογεῖ τὸ Θεὸ διότι ἐπέτρεψε νὰ παρίστανται κατὰ τὴν Κοίμησή της οἱ ἀπόστολοι124.

κα) Ἀκολούθως, τοὺς εἰσάγει στὸ «ταμεῖο» της καὶ τοὺς ἐπιδεικνύει τὰ τῆς ταφῆς της. Ὁ Πέτρος προτείνει στοὺς ἀποστόλους -καθὼς δύει ὁ ἥλιος τῆς δεύτερης ἀπὸ τὶς τρεῖς ἡμέρες πρὸ τῆς Κοιμήσεως- νὰ ἀγρυπνήσουν καὶ νὰ ἀπευθύνουν παραινετικοὺς λόγους καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς τελευταίας ἐπίγειας νύχτας τῆς Θεοτόκου. Οἱ ἀπόστολοι τοῦ ἀπαντοῦν ὅτι ἐκεῖνος πρέπει νὰ ἀπευθύνει τοὺς παραινετικοὺς λόγους125.

κβ) Ὁ Πέτρος ἀπευθύνεται στοὺς παριστάμενους καὶ τοὺς προτρέπει νὰ ἔχουν πάντοτε ἀναμμένες τὶς λαμπάδες τους, ἕτοιμοι γιὰ τὸ θάνατο καὶ τὴν αἰωνιότητα. Τὴν ὥρα τῆς ὁμιλίας του, ἡ οἰκία τῆς Θεοτόκου «λαμπρύνεται ἀπὸ φῶς» καὶ ἀκούγεται φωνὴ ἡ ὁποία προτρέπει τὸν Πέτρο νὰ «λαλήσει τὴν ἀλήθεια». Ὁ Πέτρος δοξολογεῖ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν ἀποκάλυψη αὐτὴ126.

κγ) Συνεχίζονται οἱ προτροπὲς τοῦ Πέτρου πρὸς τοὺς παριστάμενους. Ὁ λόγος του εἶναι ἐκτενής: τοὺς συνιστᾶ νὰ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν παρθενία καὶ τὴν ἀρετή, ἀναφέρει παραδείγματα, ἐνῶ ἀπευθύνεται καὶ στὸν «ὄχλο» (προφανῶς σὲ κάποιους συγκεντρωμένους ἐκτός τῆς οἰκίας) προτρέποντας πρὸς ἀρετὴ καὶ μετάνοια127.

κδ) Ξημερώνει ἡ τρίτη ἡμέρα, ἡ τῆς Κοιμήσεως. Ἡ Θεοτόκος ἐξέρχεται τῆς οἰκίας της, δοξολογεῖ τὸ Θεό, εἰσέρχεται πάλι στὴν οἰκία καὶ κατακλίνεται, ἐνῶ οἱ ἀπόστολοι περιβάλλουν τὴν κλίνη της. Περὶ τὴν τρίτη ὥρα τῆς ἡμέρας ἀκούγεται «βροντὴ μεγάλη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ» καὶ ὅλοι αἰσθάνονται «ὀσμὴ εὐωδίας». Ὁ Κύριος «παραγίνεται ἐπὶ νεφελῶν, συνοδευόμενος ἀπὸ πλῆθος ἀγγέλων». Ὁ Χριστὸς εἰσέρχεται στὸ «ταμεῖο» τῆς Θεοτόκου, ἐνῶ οἱ ἄγγελοι παραμένουν ἔξω ἀπὸ τὴν οἰκία καὶ ὑμνοῦν. Συναντᾶ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς ἀσπάζεται, ὅπως ἀσπάζεται καὶ τὴ μητέρα του. Ἡ Θεοτόκος τὸν εὐλογεῖ καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ παραλλάβει ὁ ἴδιος τὴν ψυχή της καὶ ὄχι οἱ ἄγγελοι128. Ὁ Κύριος παραλαμβάνει τὴν ψυχὴ τῆς μητέρας του129.

κε) Οἱ ἀπόστολοι παρατηροῦν ὅτι ἡ ψυχὴ τῆς Θεοτόκου εἶναι «ἑπτὰ φορὲς λευκότερη ἀπὸ τὸν ἥλιο». Ὁ Πέτρος, μάλιστα, «περιχαρὴς» διερωτᾶται ἐὰν ὑπάρχει ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ἡ ψυχὴ νὰ εἶναι τόσο καθαρὴ ὅσο τῆς Θεοτόκου. Στὸ συλλογισμὸ τοῦ Πέτρου ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἐπισημαίνοντας ὅτι οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἔρχονται στὸν κόσμο λευκές, ἀλλὰ ἀκολούθως ἀλλοιώνονται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τοῦ ὑποδεικνύει, ἐπίσης, νὰ ἀσφαλίσει τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου, ἐξερχόμενος τῆς πόλεως καὶ ἐνταφιάζοντας τὸ σὲ μνημεῖο τὸ ὁποῖο ἔχει ἤδη ἑτοιμασθεῖ. Ὁ Κύριος, τέλος, παραγγέλλει στοὺς ἀποστόλους νὰ παραμείνουν κοντὰ στὸ μνημεῖο130.

κστ) Τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου «βοᾶ» πρὸς τὸν Κύριο (Μνήσθητί μου βασιλεῦ τῆς δόξης), ὁ ὁποῖος ὑπόσχεται ὅτι δὲν θὰ τὸ ἐγκαταλείψει καὶ ἐξαφανίζεται131..

κζ) Οἱ ἀπόστολοι κηδεύουν τὸ σῶμα. Ὁ Πέτρος ἐπιδίδει τὸ «βραβεῖο» στὸν Ἰωάννη καὶ τὸν προτρέπει νὰ ὑμνήσει τὴ Θεοτόκο, ἐνῶ ὁ Ἰωάννης παραιτεῖται ὑπὲρ τοῦ Πέτρου. Τελικῶς θέτουν τὸ «βραβεῖο» ἐπὶ τῆς κλίνης, τὴν ὁποία βαστάζουν ἐνῶ ὁ Πέτρος ὑμνεῖ. Παραλλήλως, ὑμνοῦν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὁ Κύριος καὶ οἱ ἄγγελοι, ἐνῶ δημιουργεῖται θόρυβος καὶ στὴν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων καθὼς διέρχεται ἀπὸ τοὺς δρόμους τὸ σκήνωμα τῆς Θεοτόκου. Οἱ ἑβραῖοι ἀρχιερεῖς ἀνησυχοῦν γιὰ τὶς ἐξελίξεις αὐτὲς καὶ ἀποφασίζουν νὰ φονεύσουν τοὺς ἀποστόλους καὶ νὰ καύσουν τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου. ΟἸ ἄγγελοι, ὅμως, πατάσσουν ὅλους ὅσοι ἐκινοῦντο ἀπειλητικῶς ἐναντίον τῆς ἐξόδιας πομπῆς, πλὴν ἑνὸς ὁ ὁποῖος ἐπιτίθεται ἐναντίον τῆς νεκρικῆς κλίνης ἀλλὰ ἀποκόπτονται τὰ χέρια του132.

κη) Ὁ ἐπιτεθείς ἑβραῖος μετανοεῖ, θεραπεύεται καὶ κηρύσσει τὸ Χριστὸ στοὺς ὁμοεθνεῖς του. Οἱ ἀπόστολοι ἐναπέθεσαν τὸ σῶμα στὸ μνημεῖο καὶ τὸ ἐφύλαξαν ἐπὶ τριήμερον. Ἀκολούθως ἄνοιξαν τὸ μνῆμα, ἀλλὰ τὸ σῶμα δὲν εὑρίσκετο πλέον ἐκεῖ, διότι εἶχε «μετατεθεῖ ἀπὸ τὸν Κύριό της δόξης»133.

Ὅπως ἐπισημάνθηκε πρὸ τῆς καταγραφῆς τῆς διηγήσεως, ὁ Ἰωάννης Θεσσαλονίκης ἀπηχεῖ παράδοση περὶ τῶν γεγονότων τῆς Κοιμήσεως μὲ πολλὲς ἰδιαιτερότητες σὲ σχέση μὲ ἀντίστοιχές της ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας. Ἡ προαναφερθεῖσα βεβαιότητά του περὶ τῆς ὀρθότητας τῶν πληροφοριῶν του προβληματίζει ἀρκετὰ τὴν ἔρευνα, δεδομένου ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐντοπισθοῦν οἱ πηγὲς τῆς διηγήσεώς του. Ἐλάχιστα στοιχεῖα εἶναι κοινὰ μὲ τὶς ἀντίστοιχες διηγήσεις τῆς ὑπόλοιπης ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας. Κατ’βοὐσίαν ἡ διήγηση τοῦ Ἰωάννη ἀποτελεῖ μία σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου νέα διήγηση, οἱ ἐπιμέρους πτυχὲς τῆς ὁποίας θὰ ἀπαιτοῦσαν αὐτοτελῆ μελέτη, ἐνόσω ὑπάρχουν ἐνδιαφέροντα κείμενα προσευχῶν, ἀξιοσημείωτες μαρτυρίες περὶ δογματικῶν θεμάτων καθὼς καὶ πτυχὲς περὶ τοῦ ἔργου τῶν ἀποστόλων καὶ τῆς ζωῆς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Τὸ συγκεκριμένο, ἑπομένως, Ἐγκώμιο τοῦ Ἰωάννου Θεσσαλονίκης ἀναμένει τὴν ἐνδελεχῆ διερεύνησή του, τὰ ἀποτελέσματα τῆς ὁποίας θὰ ἐμπλουτίσουν τὶς γνώσεις μας τόσο ὡς πρὸς τὶς θεομητορικὲς ἑορτές, ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὴν παλαιοχριστιανικὴ ἱστορία.

Ἡ περὶ τοῦ ἐορτολογικοῦ περιεχομένου τῆς Κοιμήσεως μαρτυρία ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας, ἡ ὁποία παρουσιάζει τὸ μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον εἶναι ἡ τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ (+756). Πρόκειται περὶ τριῶν Λόγων τοῦ Δαμασκηνοῦ, οἱ ὁποῖοι ἐξεδόθησαν ἀπὸ τὸν P.Voulet στὴ σειρὰ Sources Chretiennes134. Ἔργα τοῦ γήρατος135, ὁ Δαμασκηνὸς ἐξεφώνησε τοὺς Λόγους του στὰ Ἱεροσόλυμα, στὸ κοιμητήριο τῆς Γεθσημανῆ ὅπου εἶχε ταφεῖ ἡ Θεοτόκος136.

Τὸ εἰσαγωγικὸ ἐνδιαφέρον περὶ τοῦ ἑορτολογικοῦ περιεχομένου τῆς Κοιμήσεως μονοπωλεῖ ἡ μαρτυρία τοῦ Δαμασκηνοῦ περὶ ἀρχαιότητος τῆς παραδόσεως, τὴν ὁποία ἀπηχεῖ: Οὐκ ἄτοπον δὲ μοι δοκεῖ λόγω διαγράψαι ὅσον ἔχει πρὸς δύναμιν, καὶ εἰκᾶσαι καὶ τύπω σχηματίσαι τὰ ἐπὶ τὴ ἱερὰ ταύτη τοῦ θεοῦ μητρὶ τετελεσμένα θεάματα, ἃ μετρίως καὶ λίαν συνοπτικῶς, τὸ δὴ λεγόμενον, παῖς ἐκ πατρὸς ἄνωθεν παρειλήφαμεν137. Ὁ Δαμασκηνὸς ἔχει συνείδηση τῆς σημασίας τῆς παραδόσεως αὐτῆς, τὴν ὁποία ὁ P. Voulet θεωρεῖ ὡς ἀναγόμενη ἀκόμα καὶ στὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ138. Ἡ ἀναφορά του σὲ παράδοση «μέτρια -ὡς πρὸς τὴν ἔκταση- καὶ λίαν συνοπτικὴ» ὑποδηλώνει ὅτι θεωρεῖ τὴν ἐν λόγω παράδοση ὡς ἀξιόπιστη καὶ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ ἀναληθῆ μυθιστορηματικὰ στοιχεῖα139. Οἱ Λόγοι τοῦ δείχνουν ὅτι γνωρίζει νὰ συνδυάζει τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας (κυρίως τὰ ἐκφρασθέντα διὰ τῶν Γ’ καὶ Δ’ Οἰκουμενικῶν Συνόδων) μὲ τὴν ἀπόκρυφη παράδοση. Αὐτὴ ἡ τελευταία καταχωρίζεται στὸ Β’ Λόγο του, 18, καὶ εἶναι γνωστὴ ὡς «Εὐθυμιακὴ ἱστορία».

Τὰ γεγονότα τῆς «Εὐθυμιακῆς ἱστορίας» ἔχουν ὡς ἀκολούθως (οἱ παραπεμπόμενες σελίδες ἀφοροῦν στὸ Β’ Λόγο, 18, τοῦ Δαμασκηνοῦ κατὰ τὴν ἔκδοση P. Voulet): Ἡ «ἁγία Πουλχερία» ἀνήγειρε πολλὲς Ἐκκλησίες στὴν Κωνσταντινούπολη, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὴν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν. Οἱ αὐτοκράτορες Μαρκιανὸς καὶ Πουλχερία ἀναζητοῦσαν ἐπιμόνως τὸ «πανάγιον καὶ θεοδόχον» σῶμα τῆς Θεοτόκου γιὰ νὰ τὸ ἐναποθέσουν στὸ Ναὸ (σσ.168-170). Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ἐκάλεσαν στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν Ἰουβενάλιο, ἀρχιεπίσκοπο Ἱεροσολύμων, καθὼς καὶ τοὺς ἐνδημοῦντες στὴν Κωνσταντινούπολη Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι παροικοῦσαν στὴν πόλη ἐνόψη τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνας (σσ.170). Σὲ ὅλους αὐτοὺς οἱ αὐτοράτορες ἀνέφεραν ὅτι εἶχαν σκοπὸ νὰ μεταφέρουν στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου, «εἰς φυλακτήριον τῆς βασιλευούσης ταύτης πόλεως» (σ. 170). Ὁ Ἰουβενάλιος ἀποκρίθηκε ὅτι ἡ Γραφὴ δὲν ἀναφέρεται στὰ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ «ἐξ ἀρχαίας καὶ ἀληθεστάτης παραδόσεως παρειλήφαμεν» ὅτι, ὅταν ἔφθασε ἡ ὥρα τῆς Κοιμήσεως οἱ ἀπόστολοι μετεφέρθησαν «μετάρσιοι» στὰ Ἱεροσόλυμα, προέφθασαν ἔτι ζῶσα τὴ Θεοτόκο καὶ ἐκήδευσαν τὸ σῶμα στὴ Γεθσημανῆ, «ἐν ᾧ τόπῳ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας διέμεινεν ἀπαυστος».

Μετὰ τὴν τρίτη ἡμέρα, ἔφθασε στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε κατὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καὶ ἐζήτησε νὰ προσκυνήσει τὸ σῶμα. «Ἡ σορὸς ἀνοίχθηκε», ἀλλά τὸ σῶμα δὲν εὑρέθη, εἰ μὴ μόνον τὰ «ἐντάφια κείμενα» τὰ ὁποῖα εὐωδίαζαν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ξανακλείσουν τὴ σορὸ (σ. 170) Οἱ ἀπόστολοι συνεπέραναν ἐξ αὐτοῦ ὅτι, ὁ Κύριος «ηὐδόκησε καὶ μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀποβίωσιν τὸ ταύτης ἄχραντον σῶμα τῇ ἀφθαρσία τιμῆσαι, καὶ μεταθέσει πρὸ τῆς κοινῆς καὶ καθολικῆς ἀναστάσεως (σ. 172).

Σὲ ὅλα τὰ παραπάνω γεγονότα ἤσαν παρόντες -πλὴν τῶν ἀποστόλων- ὁ Τιμόθεος (πρῶτος ἐπίσκοπος Ἐφέσου) καὶ ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, ὁ ὁποῖος περιγράφει λεπτομερῶς πῶς οἱ ἀπόστολοι «ὕμνησαν πρεπόντως» τὴ Θεοτόκο (σ. 172). Ὅταν ἄκουσαν τὴ διήγηση τοῦ Ἰουβεναλίου, οἱ αὐτοκράτορες τὸν παρεκάλεσαν νὰ τοὺς ἀποστείλει ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τὰ ἱμάτια τῆς σοροῦ τῆς Θεοτόκου (σ. 174).

Τὸ αἴτημα τῶν αὐτοκρατόρων Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς ὅλης διηγήσεως140. Ἡ «ἱστορία» αὐτὴ ἀποτελεῖ παρέμβλητο τμῆμα στὸ Λόγο τοῦ Δαμασκηνοῦ. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος τὴν παρενέβαλε ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐκθέσει τὰ σχετικὰ μὲ τὰ «ἱερὰ κειμήλια» τῆς Θεοτόκου, τὰ ὁποία ἐναπετέθησαν στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν. Τὸ παρέμβλητο τμῆμα ὑφίσταται ἐξ ἀρχῆς στὴ χειρόγραφη παράδοση καί, κυρίως, στὸ ἀρχαιότερο χειρόγραφο, τὸν κώδικα Parisinus gr. 1470 τοῦ 890 μ.Χ. Ἑπομένως, ἡ προσθήκη ἔγινε ἀρκετὰ ἐνωρίς, πρὸ τῆς «ἐξόδου» τοῦ Β’ Λόγου ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη141. Τὰ περὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα συνιστοῦν τὸ ἐορτολογικὸ περιεχόμενο) συντάσσονται μὲ τὴν περὶ Κοιμήσεως ἀπόκρυφη παράδοση, ἔχουν δὲ ἰδιαίτερη βαρύτητα ἐνόσω μεταφέρονται ἀπὸ τὸν Ἰουβενάλιο Ἱεροσολύμων, ὁ ὁποῖος ἀπηχεῖ τὸ λίκνο τῆς περὶ τῆς Κοιμήσεως παραδόσεως.

Τὸ παρεμβαλόμενο αὐτὸ τμῆμα τῆς «Εὐθυμιακῆς ἱστορίας» δὲν ἀποτρέπει τὸ Δαμασκηνὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἀναφερθεῖ ἀναλυτικῶς στὰ γεγονότα τῆς ἑορτῆς σύμφωνα μὲ τὴν πρὸ αὐτοῦ παράδοση, παραδίδοντας, τοιουτοτρόπως, μία πληρέστατη μαρτυρία περὶ τοῦ ἑορτολογικοῦ περιεχομένου τῆς Κοιμήσεως:

Ἡ Θεοτόκος εὑρίσκεται -περὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς της- ἀνακεκλιμένη ἐπὶ τινὸς σκίμποδος ἐν τῇ θεία καὶ περιωνύμω πόλει Δαβίδ, τὴν Ἱερουσαλὴμ142. Ὁ Δαμασκηνὸς ἐξυμνεῖ τὴν Ἱερουσαλήμ, ἐκεῖ ὅπου ὁ Κύριος ἐτέλεσε τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, ἐκεῖ ὅπου ἐμφανίστηκε ὁ ἀναστημένος στοὺς Ἀποστόλους καὶ τὸ Θωμᾶ, ἐκεῖ ὅπου ἐπισυνέβη ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· καὶ προσθέτει: ἐν ταύτη ὁ θεολόγος τὴν Θεοτόκον παρειληφῶς, ἐλειτούργει τὰ δέοντα· αὔτη ἡ μήτηρ τῶν ἀνὰ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην ἐκκλησιῶν, τῆς τοῦ Θεοῦ μητρὸς ἐνδιαίτημα πέφηνε, μετὰ γε τὴν τοῦ υἱοῦ ἐκ νεκρῶν ἀναφοίτησιν. Ἐν ταύτῃ τοίνυν ἡ μακαρία παρθένος ἐπὶ τινὸς τρισολβίου κλίνης κατέκειτο143. Ἡ συγκίνηση τοῦ ἱεροῦ συγγραφέως εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε θεωρεῖ ὅτι εὑρίσκεται νοερῶς πλησίον τῆς κλίνης τῆς Θεοτόκου καὶ τὴν «περιπτύσσεται»144.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀναφέρεται τὸ πῶς οἱ ἀπόστολοι, εὑρισκόμενοι «ἁπανταχοῦ τῆς γῆς» γιὰ νὰ κηρύξουν, μετεφέρθησαν στὰ Ἱεροσόλυμα: ὥσπερ τὶς σαγήνη ἡ νεφέλη κατήπειγεν, ἐκ τῶν τερμάτων τῆς γῆς οἴα τίνας ἀετοὺς συνωθοῦσα καὶ συναθροίζουσα145. Οἱ ἀπόστολοι παρήσαν… κατ’ ὀφειλὴν καὶ τὴ τούτου (τοῦ Χριστοῦ) μητρὶ λειτουργήσοντες, καὶ κλῆρον ὥσπερ τινὰ πολυτελῆ καὶ ὑπέρτιμον τὴν εὐλογίαν ἐξ αὐτῆς ἀρυσόμενοι146. Πλησίον τῶν ἀποστόλων παρευρίσκονταν οἱ διάδοχοί τους, ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸ «θεόλεκτο σύστημα» τῆς Ἱερουσαλήμ, ὥστε ὅλοι μαζὺ ν’ ἀποτελέσουν μία «ἱερὴ δορυφορία» τῆς Θεοτόκου. Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἄγγελοι παρειστήκεισαν ἅπαντες147.

Μπροστὰ στὴν κλίνη τῆς Θεοτόκου ἀναπέμπονταν «λόγοι θεόπνευστοι καὶ θεόφθεγγτοι», «ὕμνοι θεοπρεπεῖς καὶ ἐξόδιοι» (ὁ Δαμασκηνός, μάλιστα, ἐπεξηγεῖ τὸ περιεχόμενο τῶν ὕμνων αὐτῶν, δηλαδὴ γιὰ ποιὸ λόγο ἐτιμᾶτο ἡ Θεοτόκος)148. Στοὺς ὕμνους αὐτοὺς προστίθενται ὁ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας149, ὁ τοῦ «χοροῦ τῶν ἁγίων» καὶ ὁ τοῦ πλήθους150. Ἐπίλογος ὅλων τῶν ὕμνων εἶναι ὁ «ἐξόδιος» τῶν ἀποστόλων151. Τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ἐκείνη ἔρχεται ὁ Κύριος γιὰ νὰ παραλάβει τὴν ψυχὴ τῆς Μητέρας του· ἐκείνη τοῦ ἀπευθύνει αἰτήματα γιὰ νὰ «δεχθεῖ τὴν ψυχή της», γιὰ νὰ «παρηγορήσει καὶ νὰ εὐλογήσει» τοὺς παριστάμενους152. Τότε, ὁ Κύριος «προσκαλεῖ» πρὸς αὐτὸν τὴ μητέρα του, ἡ ὁποία «παραθέτει τὸ πνεῦμα της στὰ χέρια τοῦ υἱοῦ της»153.

Τὴ στιγμὴ τῆς Κοιμήσεως ἀκούστηκαν «φωναί, ψόφοι καὶ πάταγοι», οἱ δὲ ἄγγελοι ἄρχισαν νὰ συνοδεύουν τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ τῆς Θεοτόκου. Οἱ παριστάμενοι «περιεπτύσσοντο» τὸ σῶμα καὶ «ἐπληροῦντο εὐλογίας καὶ ἁγιασμοῦ». Τότε ἐπισυνέβησαν καὶ πολλὰ θαύματα154. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀρχίζει ἡ κήδευση τῆς Θεοτόκου: τὸ σῶμα τυλίγεται μὲ «καθαρὸ σενδόνι», ἀναπέμπονται ὕμνοι καὶ ἀνάβονται λαμπάδες155. Οἱ ἀπόστολοι κρατοῦν «ἐπ’ ὤμων» τὸ σκήνωμα καὶ τὸ ὁδηγοῦν πρὸς τὸν τάφο· ξεκινοῦν ἀπὸ τὸ «ὅρος Σιών» καὶ προχωροῦν διὰ μέσου τῆς πόλεως πρὸς τὴ Γεθσημανῆ156. Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἱερὴ αὐτὴ πομπή, ὁ Δαμασκηνὸς παραλληλίζει τὸ γεγονὸς τοῦ «ἐκκλησιασμοῦ» τῶν πρεσβυτέρων τοῦ Ἰσραὴλ ἐπὶ Σολομῶντος (μὲ ἀφορμὴ τὴν «κατάπαυση τῆς κιβωτοῦ») μὲ τὸν «ἐκκλησιασμὸ» τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὸν Κύριο, ἐξ ἀφορμῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου157. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πορείας πρὸς τὸ μνῆμα, περιγράφεται τὸ γεγονὸς τῆς ἐπιθέσεως ἑνὸς Ἑβραίου, μὲ σκοπὸ νὰ βεβηλώσει τὸ σκήνωμα τῆς Θεοτόκου158. Τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου ἀποτίθεται στὴ Γεθσημανῆ, καντεῦθεν τριταῖον πρὸς οὐρανίους δόμους μετεωρίζεται159.

Αὐτὴ εἶναι ἡ διήγηση τῶν γεγονότων τῆς Κοιμήσεως ἀπὸ τὸ Δαμασκηνό. Τὸ κείμενο εἶναι ἐκτεταμένο καὶ παρέχει λεπτομερεῖς ἀναφορές, δὲν ἀφίσταται ὅμως ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ «Transitus Mariae». Ἡ ὅλη μαρτυρία προδίδει συγγραφέα ἱεροσολυμίτη, ἐφόσον ἀρέσκεται στὴν παροχὴ στοιχείων σχετικῶν μὲ τοποθεσίες τῶν Ἱεροσολύμων καὶ μὲ τὸ τελετουργικό τῆς ταφῆς. Ὁ συγγραφέας καταγράφει τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια ὅταν, μέσῳ τῆς διηγήσεως περὶ ἐπιθέσεως τοῦ Ἑβραίου πρὸς τὸ σκήνωμα τῆς Θεοτόκου, ὑποδηλώνει τὴν ἐχθρικὴ στάση τῶν Ἑβραίων ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ἡ ὁποία γνωρίζουμε ὅτι ἐπικρατοῦσε κατὰ τοὺς πρώτους ἐκείνους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων160.

Τὸ σημεῖο, ὅμως, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἐξαρθεῖ σὲ σχέση μὲ τὴν «Εὐθυμιακὴ ἱστορία» εἶναι τὸ περὶ μεταστάσεως τοῦ σώματος τῆς Θεοτόκου. Στὴν παραπάνω ἐκτενῆ περιγραφὴ τῶν γεγονότων τῆς Κοιμήσεως, ὁ Δαμασκηνὸς δὲν ἀναφέρει τὰ περὶ ἀπουσίας τοῦ Θωμᾶ κατὰ τὴν ταφή, καθὼς καὶ τὰ περὶ ἀνοίγματος τοῦ τάφου μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες. Ἡ μαρτυρία του ὅτι τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου καντεῦθεν (ἀπὸ τὸν τάφο) πρὸς οὐρανίους δόμους μετεωρίζεται, εἶναι λιτὴ καὶ σαφής. Ὁ Δαμασκηνὸς ἐκφράζει τὴν πίστη τῆς μεταστάσεως τοῦ σώματος τῆς Θεοτόκου «πρὸς τοὺς οὐράνιους δόμους» μὲ ὅλη τὴ βεβαιότητα, ἡ ὁποία δὲν ἔχει ἀνάγκη διηγηματικῶν ἀποδείξεων περὶ ἀπουσίας τοῦ Θωμᾶ καὶ τῶν περαιτέρω τῆς «Εὐθυμιακῆς ἱστορίας». Ἡ ὅλη μαρτυρία τοῦ Δαμασκηνοῦ περὶ τῶν γεγονότων τῆς Κοιμήσεως ἀποτελεῖ, προφανῶς, τὸ πληρέστερο καὶ ἀσφαλέστερο κείμενο ποὺ μᾶς παρέσχε ἡ παράδοση τῆς περὶ τοῦ θέματος τῆς Κοιμήσεως ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας.

Στὸ πρὸς τὴ Θεοτόκο ἐγκώμιό του ὁ Δαμασκηνὸς ἐπανέρχεται σὲ πτυχὲς τοῦ ἑορτολογικοῦ περιεχομένου, κυρίως δὲ στὸ γεγονὸς τῆς μεταστάσεως τοῦ σώματος τῆς Θεοτόκου· ἐν προκειμένω, μάλιστα, προσθέτει καὶ τὴν πληροφορία ὅτι κατὰ τὴ μετάσταση τοῦ σώματος, οἱ ἄγγελοι συνόδευαν τὴ Θεοτόκο161. Σὲ ἄλλο σημεῖο τοῦ Β’Λόγου τοῦ τονίζει μὲ ἰδιαιτερότητα τὴν παρουσία τῶν ἀποστόλων κατὰ τὴν ταφή, ἀποκαλῶν αὐτοὺς ὡς «βασιλεῖς» καὶ «ἄρχοντες» οἱ ὁποῖοι κηδεύουν τὴ μητέρα τους162. Ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλο Λόγο του στρέφει τὸ ἐγκώμιο τῆς Θεοτόκου πρὸς τὰ γεγονότα τῆς ἑορτῆς: οἱ ἄγγελοι «δορυφοροῦν» τὴ Θεοτόκο «καταγλαΐζοντες», τοιουτοτρόπως, τὴν Κοίμησή της, οἱ ἀπόστολοι μακαρίζουν τὴ Θεοτόκο κατὰ τὴν κήδευση τοῦ «θεοδόχου σώματος», ὁ δὲ Κύριος καὶ Υἱὸς της ὑποδέχεται τὴν μακαρία ψυχή της, ὑπακούων στὴ δική του νομοθεσία («Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου») καὶ ἀναδεικνύων τὴ βιβλικὴ ἀλήθεια («δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ»)163. Εἶναι, ἑπομένως, σαφὲς ὅτι ὁ Δαμασκηνὸς δὲν παραθέτει τὰ γεγονότα τῆς ἑορτῆς μόνο στὸν οἰκεῖο τόπο τῆς σχετικῆς διηγήσεως, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τῶν ἐγκωμίων του πρὸς τὴ Θεοτόκο, ἀποδεικνύοντας τοιουτοτρόπως τὴν πληρότητα τῆς ὑπ’αὐτοῦ διασωζομένης παραδόσεως.

 (ε) O σύγχρονος τοῦ Δαμασκηνοῦ Γερμανὸς Α’ Κωνσταντινουπόλεως (+715) ἐμφανίζει τὴ δική του συμβολὴ στὸν ἐμπλουτισμὸ τοῦ ἑορτολογικοῦ περιεχομένου τῆς Κοιμήσεως. Οἱ μαρτυρίες προέρχονται ἀπὸ τρεῖς Λόγους εἰς τὴν πάνσεπτον Κοίμησιν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου (δύο ἀπὸ αὐτοὺς ἐξεδόθησαν ὑπὸ τοῦ Migne164 καὶ ἕνας ὑπὸ τοῦ A. Wenger165, καθὼς καὶ ἀπὸ ἕνα Ἐγκώμιον εἰς τὴν ἁγίαν καὶ σεβάσμιον κοίμησιν τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας166.

Ἐν πρώτοις ὁ Γερμανὸς τονίζει τὴ σημασία τῶν στοιχείων, τὰ ὁποῖα προέρχονται ἐκ τῆς παραδόσεως, ἐπισημαίνοντας ὅτι τὰ στοιχεῖα αὐτὰ εἶναι ἀληθινά, ἂν καὶ δὲν ἔχουν «γραφικὴ ἐξήγηση», ἐφόσον προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ παράδοση167. Ἀλλὰ καὶ οἱ «διηγήσεις τῶν πατέρων», οἱ ὁποῖες συνιστοῦν τὴν ἐπὶ τοῦ θέματος ἀποστολικὴ παράδοση καὶ ἀποδίδουν τὸ ἑορτολογικὸ περιεχόμενο τῆς Κοιμήσεως, δὲν μποροῦν -κατὰ τὸ Γερμανὸ- νὰ ἐκφράσουν τὸ μέγεθος τοῦ γεγονότος168. Ἡ πρώτη ἔκθεση τοῦ ἑορτολογικοῦ περιεχομένου εἶναι συντομότερη καὶ καταχωρίζεται στὸ Λόγο τὸν ὁποῖο ἐξέδωσε ὁ Wenger (οἱ σελίδες παραπέμπουν στὴν ἔκδοση αὐτή). Ἡ δεύτερη ἔκθεση εἶναι ἐκτενέστερη καὶ καταχωρίζεται στὸ Ἐγκώμιον εἰς τὴν ἁγίαν καὶ σεβάσμιον κοίμησιν σύμφωνα μὲ τὴν ἔκδοση Migne (οἱ παραπομπὲς ἀφοροῦν στὴν ἔκδοση αὐτή).

Στὴ συντομότερη διήγηση καταγράφεται, ἐν πρώτοις, τὸ γεγονὸς τῆς ἐλεύσεως στὰ Ἱεροσόλυμα τῶν ἀποστόλων «ἐκ περάτων», οἱ ὁποῖοι προσεκύνησαν τὴ Θεοτόκο καὶ ἔλαβαν ἁγιασμὸ καὶ εὐλογία. Μετὰ τὴν ἄφιξη τῶν ἀποστόλων, ἡ Θεοτόκος παραδίδει τὴν ψυχή της στὸν Υἱό της, ὁ ὁποῖος ἀφικνεῖται συνοδευόμενος ἀπὸ τὶς ἐπουράνιες δυνάμεις γιὰ νὰ παραλάβει τὴ Μητέρα του169. Οἱ ἀπόστολοι, ἀκολούθως, κηδεύουν τὸ σῶμα μὲ ὕμνους καὶ ἐγκωμιαστικὲς ἀναφορὲς πρὸς τὴ Θεοτόκο170. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς κηδεύσεως ἐπισυμβαίνει τὸ γεγονὸς τῆς ἐπιθέσεως ἑνὸς Ἑβραίου, μὲ σκοπὸ νὰ βεβηλώσει τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου· τὰ χέρια του, ὅμως, ἀποκόπτονται κατὰ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀγγίζει τὴ νεκρικὴ κλίνη καὶ ἀποκαθίστανται θαυματουργικῶς ὅταν ἀντιλαμβάνεται τὸ σφάλμα του καὶ μετανοεῖ171. Τρεῖς ἡμέρες μετὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ σώματος τῆς Θεοτόκου, οἱ ἀπόστολοι «χρησμοδοτοῦνται» νὰ ἀνοίξουν τὸν τάφο· τότε, ὅμως, δὲν ἀνευρίσκουν τὸ ἐνταφιασμένο σῶμα172. Ἡ σύντομη αὐτὴ ἔκθεση τῶν γεγονότων ἀντανακλᾶ προφανῶς τὴν οὐσία τῆς ἀποκρύφου παραδόσεως. Ἀπαλλαγμένη ἀπὸ ποικίλες λεπτομέρειες, ἡ παράδοση διασώζει τὸ «θαῦμα» τῆς μεταστάσεως ἐφόσον τοῦτο ἐκτίθεται ὡς ἀντικείμενο ἀποκαλύψεως ἐκ Θεοῦ (οἱ ἀπόστολοι «χρησμοδοτοῦνται») καὶ ὄχι ὡς τυχαῖο εὑρημα κατόπιν κάποιων συγκυριῶν.

Ὁ Γερμανός, ὅμως. διασώζει καὶ μία ἐκτενέστερη παράδοση τῶν γεγονότων. Σύμφωνα μὲ αὐτήν, ὀλίγον πρὸ τῆς Κοιμήσεως ὁ Κύριος «προμηνύει» δι’ ἄγγελου στὴ Θεοτόκο τὸ γεγονός, ὥστε ἐκείνη νὰ προετοιμαστεῖ καταλλήλως173. Στὸ σημεῖο αὐτὸ καταγράφεται ἡ τιμητικὴ προσλαλιὰ τοῦ ἀγγέλου πρὸς τὴ Θεοτόκο· πρόκειται περὶ ὡραιοτάτου κειμένου, τὸ ὁποῖο ἴσως ἑδράζεται ἐπὶ κάποιας παραδόσεως, ἀλλὰ προφανῶς ὀφείλει τὸ ἐνδιαφέρον καὶ πλούσιο σὲ ἔννοιες περιεχόμενό του στὸ συγγραφικὸ κάλαμο τοῦ Γερμανοῦ174. Στὸ ἄκουσμα τῆς προαναγγελίας, ἡ Θεοτόκος χαίρεται βαθύτατα, φωταγωγεῖ τὴν οἰκία της σὲ ἔνδειξη ἀναμονῆς μεγάλου γεγονότος, προσκαλεῖ τὶς φίλες, τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς γείτονές της, εὐπρεπίζει τὴν οἰκία της καὶ «ἀνθηφορεῖ» τὴν κλίνη της «ὡς ἐπὶ παστάδος παρθενεύοντος γάμου», ἀνακοινώνει στοὺς παρισταμένους τὴν ἐπικείμενη κοίμησή της καὶ τοὺς ἐπιδεικνύει τὸ «βραβεῖο», τὸ ὁποῖο τῆς παρέδωκε ὁ ἄγγελος: ἕνα κλάδο φοίνικος, «πληροφόρημα νίκης» τῆς κατὰ τοῦ θανάτου175. Στὸ ἄκουσμα τῶν ἐξαγγελιῶν, οἱ παριστάμενοι θρηνοῦν καὶ ἡ Θεοτόκος τοὺς παρηγορεῖ176.

Τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ἐκείνη ἐπισυμβαίνει «βροντὴ» καὶ μεταφέρονται στὴν οἰκία τῆς Θεοτόκου «διὰ νεφέλης» οἱ ἀπόστολοι, οἱ ὁποῖοι προσκυνοῦν τὴ Θεοτόκο καὶ μὲ δάκρυα τῆς ἀπευθύνουν λόγους πόνου καὶ θλίψεως ἐπὶ τῇ ἐπικειμένῃ Κοιμήσει της177. Ἡ Θεοτόκος παρηγορεῖ καὶ τοὺς ἀποστόλους, ἐνῶ φθάνει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος: κρούει τὴν πόρτα τοῦ δώματος, τοῦ ἀνοίγει ὁ Ἰωάννης καὶ οἱ ἀπόστολοι τιμοῦν τὸν Παῦλο. Ἐκεῖνος πίπτει στοὺς πόδας τῆς Θεοτόκου καὶ τῆς ἀπευθύνει ἐγκωμιαστικὸ χαιρετισμὸ178. Μετὰ τὴν ἔλευση τοῦ Παύλου, ἡ Παρθένος κατακλίνεται καὶ «παραδίδει τὸ πνεῦμα» της. Οἱ ἀπόστολοι ἑτοιμάζονται νὰ ἀναπέμψουν τὴ «συνήθη εὐχὴ στὸ λείψανο». Πέτρος καὶ Παῦλος ἀλληλοπαραιτοῦνται ἀπὸ ταπεινοφροσύνη καί, τελικῶς, ὁ Πέτρος ἀναγινώσκει τὴν εὐχή. Ἀκολούθως, ἀρχίζει ἡ μεταφορὰ τοῦ λειψάνου «μὲ ὕμνους καὶ φῶτα» πρὸς τὸ μνῆμα179. Στὸ κείμενο ἐπισημαίνεται ὅτι «ἀκαταμέτρητος λαὸς» παρίσταται στὴν κηδεία, ἐνῶ παρατίθεται καὶ τὸ γεγονὸς τῆς ἀπόπειρας βεβηλώσεως τοῦ σώματος ἀπὸ ἕνα Ἑβραῖο180.

Ἡ ἀναλυτικὴ αὐτὴ παράθεση τῶν γεγονότων καταλήγει στὴν ἐξιστόρηση τῶν περὶ τὴ μετάσταση: οἱ ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος λαμβάνουν «τὴ σινδόνα» μὲ τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου καὶ ἀρχίζουν τὴν ἐναπόθεσή του στὸ μνῆμα. Ὁ ἐνταφιασμὸς ὅμως αὐτὸς -σύμφωνα μὲ τὸ κείμενο- δὲν πραγματοποιήθηκε, ἐπειδὴ τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου «ἀνηρπάγη» διὰ νεφέλης στὸν οὐρανὸ μαζὺ μὲ τὴ σινδόνα181. Μετὰ ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς οἱ ἀπόστολοι δοξολογοῦν τὸ Θεὸ καὶ ἀπευθύνουν λόγο παρακλήσεως πρὸς τὸ λαό, ἐπεξηγοῦντες τὰ «θαυμάσια» τὰ διαδραματισθέντα ἐνώπιόν τους182.

Εἶναι σαφὲς ὅτι, ἡ παραπάνω διήγηση τοῦ Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως περιέχει στοιχεῖα ἄγνωστα σὲ παράλληλες διηγήσεις, ὅπως τὰ περὶ τῆς παρουσίας τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τῆς τιμῆς πού ἐκεῖνος ἀπέδωσε πρὸς τὴ Θεοτόκο, καθὼς καὶ τὰ περὶ ἐξοδίου εὐχῆς τὴν ὁποία οἱ ἀπόστολοι ἀνέγνωσαν ἀμέσως μετὰ τὴν Κοίμηση. Ἡ κορύφωση, ὅμως, τοῦ ἐνδιαφέροντος στὴν ἐν λόγω διήγηση ἑστιάζεται στὴν περιγραφὴ τῆς μεταστάσεως. Τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου δὲν ἐνταφιάζεται, ἐφόσον ἐπισυνέβη ἡ μετάστασή του διὰ νεφέλης πρὸς τὸν οὐρανό. Δὲν μαρτυρεῖται, ἑπομένως, οὔτε τριήμερος παραμονὴ στὸ μνῆμα (ὅπως καταγράφεται ἀπὸ τὸ σύνολο σχεδὸν τῆς περὶ τὴν Κοίμηση παραδόσεως), οὔτε ἀποκάλυψη τοῦ γεγονότος στοὺς μαθητὲς (ἂς σημειωθεῖ ὅτι σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση ὅλοι οἱ παριστάμενοι εἶναι θεατὲς τῆς μεταστάσεως), ἐνῶ καταγράφονται καὶ παραστατικὲς λεπτομέρειες (ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ἡ σινδόνα τῆς Θεοτόκου ἀναβιβάζεται πρὸς τὸν οὐρανό). Πρόκειται, ἀναμφισβήτητα, περὶ διηγήσεως ἡ ὁποία δημιουργεῖ πολλὰ ἐρωτηματικὰ πρὸς ἐπίλυση. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸν ἱστορικολειτουργικὸ κλάδο τῆς θεολογικῆς σπουδῆς, τὸ σημαντικότερο πρόβλημα τῆς διηγήσεως εἶναι ὅτι ἀναιρεῖ τὴν «εὐθυμιακὴ ἱστορία». Διότι, ἐὰν τὰ ὑπὸ τῆς διηγήσεως τοῦ Γερμανοῦ περιγραφόμενα γεγονότα εἶναι ἀληθῆ, τότε δὲν εὐσταθεῖ τὸ αἴτημα τῶν αὐτοκρατόρων Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας περὶ μεταφορᾶς στὴν Κωνσταντινούπολη τῆς ἐντάφιας σινδόνης τῆς Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν ἄλλων ἐναπομεινάντων στὸ μνῆμα ἀντικειμένων. Σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση τοῦ Γερμανοῦ οὐδὲν ἀντικείμενο ἐκ τῆς σοροῦ τῆς Θεοτόκου παρέμεινε στὸ μνῆμα, ἐφόσον δὲν ὑπῆρξε ἐνταφιασμός. Ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ μία τελικὴ ἀξιολόγηση τῆς διηγήσεως τοῦ Γερμανοῦ στὴ σύνοψη τῶν παράλληλων μαρτυριῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας.

 (στ) Περὶ τῶν σχετικῶν μὲ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου γεγονότων ἀναφέρεται καὶ ὁ Θεόδωρος Στουδίτης (+826) στὸ Ἐγκώμιον εἰς τὴν κοίμησιν τῆς ἁγίας Δεσποίνης ἠμῶν Θεοτόκου183. Σύμφωνα μὲ τὰ ἐκτιθέμενα στὸ Ἐγκώμιον, ἡ Παρθένος προέγνω τὸ τῆς μεταστάσεως στάδιον, προσεύχεται γιὰ τὴν ἐπικείμενη κοίμησή της καὶ παρακαλεῖ τὸ Θεὸ νὰ προσέλθουν στὰ Ἱεροσόλυμα οἱ ἀπόστολοι184. Ἡ προσευχὴ της εἰσακούεται καὶ οἱ ἀπόστολοι μεταφέρονται διὰ νεφελῶν, ἡ δὲ Θεοτόκος δοξολογεῖ γι’ αὐτὸ τὸν Υἱὸ της185. Οἱ ἀπόστολοι ἀπευθύνουν δοξολογικοὺς χαιρετισμοὺς πρὸς τὴ Θεοτόκο· πρόκειται γιὰ ἕνα προοίμιο τῶν ἐξοδίων ὕμνων, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν κατὰ τὴν ταφὴ τῆς Θεοτόκου (δώδεκα, συνολικῶς, χαιρετισμοὶ)186. Στὸ κείμενο τῶν ἐν λόγω χαιρετισμῶν διαφαίνεται ἡ θεολογικὴ καὶ ποιητικὴ ἱκανότητα τοῦ Θεοδώρου. Ἀκολούθως, ὁ Κύριος ἀφικνεῖται μετὰ δόξης ἰσχύος αὐτὸν καὶ πάσης στρατιᾶς οὐρανοῦ, ὥστε νὰ παραλάβει τὴν ψυχὴ τῆς Μητέρας του187. Ἡ διήγηση τοῦ Θεοδώρου κατακλείεται μὲ τὴν ἀναφορὰ στὴν «ἐξόδιο προπομπὴ» ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους, δηλαδὴ μὲ τὴν περιγραφὴ τῆς συνοδεύσεως τῆς θεομητορικῆς ψυχῆς πρὸς τὸν οὐρανὸ188.

Ἡ παραπάνω μαρτυρία τοῦ Θεοδώρου Στουδίτου ἐμφανίζεται ἐξαιρετικὰ λιτή. Ἐντυπωσιάζει τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἀναφέρεται σὲ ταφὴ τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ καὶ οὔτε σὲ μετάσταση τοῦ σώματός της. Εἶναι πιθανὸν ὅτι τὰ δύο αὐτὰ σημαντικὰ σημεῖα δὲν παραθεωροῦνται ἀπὸ τὸ Θεόδωρο· καὶ τοῦτο διότι περὶ τὸ τέλος τοῦ Ἐγκωμίου του, ὅταν ἐξυμνεῖ τὴ Θεοτόκο, καταλήγει ὡς ἑξῆς: Ὢ τῆς σημειοφόρου καὶ θαυματοποιοῦ μεταστάσεώς σου! Ὢ τῆς ζωοπαρόχου ἀειφθαρτοδωρήτου ἐνταφιάσεώς σου τῆς φωτοκυήτορος189! Προφανῶς, ἑπομένως, ὁ Θεόδωρος γνωρίζει καὶ τὰ περὶ τῆς ταφῆς καὶ τὰ περὶ τῆς μεταστάσεως, ἐφόσον τὴν μὲν μετάσταση ἀποκαλεῖ ὡς «θαυματοποιό», τὴ δὲ ταφή ὡς «ζωοπάροχο». Τὸ ὅλο πνεῦμα τοῦ Ἐγκωμίου του δὲν ἀποσκοπεῖ στὴ λεπτομερῆ ἐξιστόρηση τῶν γεγονότων, ἀλλὰ στὴ θεολογικὴ -καὶ συγχρόνως ποιητικὴ- ἀναφορὰ στὸ γεγονὸς τῆς Κοιμήσεως. Τὸ ἴδιο διαπιστώνουμε καὶ περὶ τῆς ἀνόδου τῆς Θεοτόκου πρὸς τὸν οὐρανό: ἡ περιγραφὴ τοῦ καταληκτικοῦ ἐγκωμίου εἶναι λεπτομερέστερη ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχή της διηγήσεως τῶν γεγονότων190. Ὁ Θεόδωρος Στουδίτης, ἑπομένως, δὲν ἐπικεντρώνει τὸ λόγο του στὰ γεγονότα τῆς Κοιμήσεως, ἀλλὰ στὴν ἀνάλυση τῆς βαθύτερης σημασίας τους.

(ζ) Τὴν ἴδια ἐποχὴ μὲ τὸ Θεόδωρο Στουδίτη μαρτυρεῖται ἕνα ἀκόμη Ἐγκώμιον εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, μὲ συγγραφέα τὸ μοναχὸ Θεόγνωστο191. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ Θεόδωρο, ὁ Θεόγνωστος ἐξιστορεῖ λεπτομερῶς τὰ γεγονότα τῆς Κοιμήσεως καὶ ἐνδιαφέρεται περισσότερο γιὰ τὴν κατάδειξη τῆς συνάφειάς τους μὲ τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τῆς Θεοτόκου, παρὰ γιὰ τὴ βαθύτερη θεολογικὴ ἀνάλυσή τους.

Ἡ σχετικὴ διήγηση ἀρχίζει μὲ τὴν ἀποστολὴ τοῦ ἀγγέλου νὰ μηνύσει τῇ ἁγίᾳ Θεοτόκῳ, τὴν αὐτῆς κοίμησιν οὐ μόνον μηνύων ἀλλὰ καὶ διδοὺς βραβεῖον192. Στὸ σημεῖο αὐτό, ὁ Θεόγνωστος εἰσάγει συσχετισμὸ τοῦ γεγονότος μὲ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό, ἔτσι καὶ κατὰ τὴν ἀναγγελία τῆς Κοιμήσεώς της ἡ Θεοτόκος δὲν ταράχθηκε, ἀλλὰ δέχθηκε μὲ χαρὰ τὸ ἄγγελμα193. Ἡ χαρὰ της αὐτὴ ἐκφράζεται μὲ τὸ ἄναμμα τῶν λύχνων καὶ τὴ φωταγώγηση τῆς οἰκίας της, γιὰ νὰ διαδηλώσει ὅτι ἀνέμενε ἕνα μεγάλο καὶ σημαντικὸ γεγονός. Ταυτοχρόνως, ὅμως, συνειδητοποιεῖ τὴν ἀπουσία τῶν Μαθητῶν τοῦ Κυρίου καὶ προσεύχεται ὥστε νὰ παρίστανται κατὰ τὴν ὥρα τῆς κοιμήσεώς της194. Ἡ προσευχὴ τῆς Θεοτόκου εἰσακούεται καὶ οἱ ἀπόστολοι, εὑρισκόμενοι «εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης», ἐν μιᾶ ἡμέρας ροπῇ εἰς τὸν οἶκον τῆς Θεοτόκου συνήχθησαν διὰ τὴν τῆς κηδείας ἐπιμέλειαν195.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ἐπισημανθοῦν δύο στοιχεῖα: πρῶτον ὅτι ἀναφέρεται ἡ μεταφορὰ τῶν ἀποστόλων στὰ Ἱεροσόλυμα «διὰ ροπῆς μίας ἡμέρας». Ἡ ἔννοια τῆς «ροπῆς» δὲν εἶναι ἄγνωστη στὴν ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία, ὁ δὲ Θεόγνωστος τὴν ἐπεξηγεῖ ἀκολούθως ὅταν σημειώνει ὅτι ὁ τῶν μαθητῶν χορὸς νεφελασία ἁρπαγείς, καὶ τῇ ἀεροδρόμῳ ταχύτητι σὺν ἤχω βροντῆς πρὸς τὴν κατοικίαν τῆς Θεοτόκου καταχυθείς…196. Τὸ γεγονὸς τῶν «νεφελῶν», ἑπομένως, μνημονεύεται καὶ ἀπὸ τὸ Θεόγνωστο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἀναφέρεται στὴ χρονικὴ διάρκεια τῆς μεταφορᾶς τῶν ἀποστόλων στὰ Ἱεροσόλυμα (μία ἡμέρα), ἀλλὰ καὶ στὰ δεδομένα τῆς ταχύτητας (μὲ «ἀεροδρόμο ταχύτητα») καὶ τοῦ τρόπου ἀφίξεως στὴν οἰκία τῆς Θεοτόκου (μὲ «ἠχηρὴ βροντή»). Τὸ δεύτερο στοιχεῖο ἀποτελεῖ μία, ἀκόμα, καινοτομία σὲ σχέση πρὸς παράλληλες διηγήσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας: οἱ ἀπόστολοι συνάζονται στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τὴν «ἐπιμέλεια τῆς κηδείας», δηλαδὴ γιὰ νὰ φροντίσουν τὰ τῆς κηδεύσεως. Ἑπομένως, σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση τοῦ Θεογνώστου, οἱ ἀπόστολοι δὲν προέφθασαν ζωντανὴ τὴ Θεοτόκο, οὔτε προφανῶς μετεφέρθησαν γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ ὅλη ἀποστολὴ τους ἐξηντλεῖτο στὴν μέριμνα τῶν τῆς κηδεύσεως, ἴσως δὲ μόνο στὴν ἁπλὴ παρουσία κατὰ τὴν κήδευση, ἐφόσον ὁ Θεόγνωστος ἐπισημαίνει ὅτι ἔφθασαν στὴν οἰκία τῆς Θεοτόκου «τὴν ὥρα τῆς κηδείας» [II, σ. 458 (40)].

Ἡ ἐφεξῆς σειρὰ τῶν γεγονότων εἶναι παρόμοια μὲ τὴν μαρτυρούμενη σὲ προηγούμενες διηγήσεις: ὁ Κύριος κατέρχεται ἐξ οὐρανοῦ γιὰ νὰ παραλάβει τὴ Μητέρα του197, οἱ Μαθητὲς κηδεύουν τὸ σῶμα μαζὺ μὲ τοὺς ἀγγέλους, ψάλλοντες, ὑμνολογοῦντες καὶ δοξολογοῦντες τὴ Θεοτόκο198, μνημονεύεται δὲ καὶ τὸ γεγονὸς τῆς ἀπόπειρας βεβηλώσεως τοῦ σκηνώματος τῆς Θεοτόκου ἀπὸ ἕνα Ἑβραῖο, ὁ ὁποῖος τιμωρεῖται γιὰ τὴ διαπραχθεῖσα ἀπόπειρα καὶ μετανοεῖ199. Τὸ ἐνδιαφέρον ἑστιάζεται ἐκ νέου στὸ θέμα τῆς μεταστάσεως. Σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση τοῦ Θεογνώστου, οἱ Μαθητὲς ἀφοῦ ἐκήδευσαν τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου, παρέμειναν πλησίον φυλάσσοντες τὸν τάφο200. Ἡ πληροφορία αὐτὴ ἀνακαλεῖ στὴ μνήμη μας τὰ γεγονότα τῆς ταφῆς τοῦ Κυρίου καί, εἰδικότερον, τῆς φυλάξεως τοῦ τάφου ἀπὸ τὴν «κουστωδία». Κυρίως, ὅμως, τὸ γεγονὸς τῆς ὑπὸ τῶν Μαθητῶν φυλάξεως τοῦ τάφου τῆς Θεοτόκου ἀποσκοπεῖ νὰ προετοιμάσει τὴν ἐξαγγελία τῆς μεταστάσεως. Ὁ Θεόγνωστος ἀναφέρει ὅτι ὁ Κύριος «εἰσάγει τὴ μητέρα του στὸν παράδεισο»201, ἀφήνοντας ἀδιευκρίνιστο τὸ ἐὰν οἱ Μαθητὲς πιστοποίησαν τὴ μετάσταση τοῦ σώματος τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ καὶ τὸ ὅλο θέμα τῆς μεταστάσεως, ἐφόσον ἡ μαρτυρία περὶ «εἰσόδου τῆς Παρθένου στὸν παράδεισο» καταγράφεται ἀμέσως μετὰ τὰ περὶ παραλαβῆς τῆς ψυχῆς τῆς Θεοτόκου ἀπὸ τὸ Κύριο.

Ἑπομένως, τίποτε δὲν ἀποδεικνύει ὅτι ἡ μετάσταση ἐπισυμβαίνει μετὰ τὸν ἐνταφιασμό. Μόνο τὸ γεγονὸς τῆς φυλάξεως τοῦ μνήματος ἀπὸ τοὺς Μαθητὲς ὑποδηλώνει τὴ μετάσταση, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ φύλαξη αὐτὴ ἐγγυᾶται τὴν παραμονὴ τοῦ σώματος στὸν τάφο καὶ τὴν ἀποφυγὴ πιθανῆς κλοπῆς του. Ἡ παραμονὴ τῶν Μαθητῶν πλησίον του τάφου τῆς Θεοτόκου δὲν ἔχει ἔννοια, παρὰ μόνο ἐὰν σὲ κάποια χρονικὴ στιγμὴ διαπιστώνεται ὅτι τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου δὲν εὑρίσκεται πλέον στὸν τάφο. Ὁ Θεόγνωστος δὲν παρέχει τὴν τελικὴ πληροφορία περὶ μεταστάσεως, φαίνεται ὅμως ὅτι τὴ θεωρεῖ εὐνόητη ἐφόσον παραθέτει τὰ περὶ παραμονῆς τῶν Μαθητῶν στὸ χῶρο τοῦ ἐνταφιασμοῦ.

(η) Ὁ Ἰσίδωρος Θεσσαλονίκης (+ l200) εἶναι ἕνας ἀκόμα ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας, ὁ ὁποῖος ἐκθέτει ἀναλυτικῶς τὰ γεγονότα τὴ Κοιμήσεως σὲ Λόγο του εἰς τὴν πάνσεπτον κοίμησιν τῆς παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας202. Ὁ Ἰσίδωρος θεωρεῖ ὅτι, ἡ ἐξιστόρηση τῶν περὶ τῆς Κοιμήσεως γεγονότων ἀποτελεῖ ἐξύμνηση τῆς Θεοτόκου καὶ κατάδειξη τῆς οὐσίας τῆς πανηγύρεως203. Γι’ αὐτὸ καὶ προβαίνει σὲ λεπτομερῆ παράθεση τῶν στοιχείων, τὰ ὁποία συνθέτουν τὸ ἐορτολογικὸ περιεχόμενο τῆς Κοιμήσεως.

Ἡ προαναγγελία τῆς Κοιμήσεως ἐπιτελεῖται ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος διὰ μεγάλης προσλαλιᾶς ἐξαγγέλει στὴ Θεοτόκο τὴν ἐπικείμενη Κοίμησή της204. Ὁ Ἰσίδωρος παραθέτει τὰ λόγια, μὲ τὰ ὁποῖα πραγματοποιεῖται ἡ ἐξαγγελία αὐτὴ205) Τὰ ἐγκωμιαστικὰ «χαῖρε» τοῦ ἀγγέλου ἀποτελοῦν, βεβαίως, πόνημα τοῦ Ἰσιδώρου, ἐφόσον οὐδεμία παράδοση πιστοποιεῖ παρόμοιους χαιρετισμούς. Στὸ σημεῖο αὐτὸ διαφαίνεται ἡ ὑπὸ τοῦ Ἰσιδώρου προσπάθεια νὰ προβάλει κάποια συσχέτιση τῆς ἐξαγγελίας κατὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ μὲ τὴν ἐξαγγελία τῆς Κοιμήσεως. Δὲν πρόκειται περὶ ἁπλοῦ συσχετισμοῦ τῶν δύο ἑορτῶν, ἀλλὰ περὶ τῆς θεωρήσεως τῶν δύο θεομητορικῶν γεγονότων ὡς ἀλληλοδιαδόχων καὶ ἄμεσα συνδεδεμένων.

Ἡ Θεοτόκος «πληροῦται χαρᾶς» στὸ ἄκουσμα τῆς ἀγγελίας καὶ σπεύδει στὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, ὅπως προσηύχετο ἐκεῖ καὶ ὁ Υἱὸς της206. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Ἰσίδωρος ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς τοῦ πένθους τῆς φύσεως (μαρτυρεῖται ἀπὸ ὀλίγους σχετικῶς συγγραφεῖς). Ἐκεῖ, στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἡ φύση «σκυθρωπάζει» καθὼς βλέπει τὴ Θεοτόκο, συμμετέχοντας στὸ θρῆνο γιὰ τὴν ἐπικείμενη Κοίμηση207. Ὁ εἰσαγωγικὸς αὐτὸς θρῆνος τῆς φύσεως στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν συνεγείρει καὶ τὴν ὑπόλοιπη φύση σὲ θρῆνο, καθὼς ἡ Θεοτόκος ἐπιστρέφει στὴν οἰκία τῆς208. Τὸ γεγονὸς φωταγωγήσεως τῆς οἰκίας καὶ εὐπρεπισμοῦ τῆς κλίνης ἀπὸ τὴ Θεοτόκο μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ ἄλλους συγγραφεῖς. Ἡ λεπτομέρεια, τὴν ὁποία προσθέτει ὁ Ἰσίδωρος ἀφορᾶ στὶς δύο χῆρες, γειτόνισσες τῆς Θεοτόκου, τὶς ὁποῖες προσκαλεῖ ἡ Παναγία γιὰ νὰ τοὺς ἀνακοινώσει τὴν ἐπικείμενη Κοίμησή της καὶ νὰ τοὺς διανείμει τοὺς δύο χιτῶνες της209. Ὁ θρῆνος τῶν δύο χηρῶν στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων τῆς Θεοτόκου εἶναι ἔντονος, ἀλλὰ ἐξίσου ἔντονη εἶναι καὶ ἡ παρηγοριὰ τῆς Θεοτόκου πρὸς αὐτὲς210.

Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν παρηγοριτικῶν λόγων τῆς Θεοτόκου πρὸς τὶς χῆρες, ὁ οὐρανὸς ἀρχίζει νὰ βροντᾶ καὶ τὰ σύννεφα νὰ κατεβαίνουν χαμηλά, ὡς νὰ ἤθελαν «νὰ ὑποδεχθοῦν τὴν Παρθένο»211. Ταυτοχρόνως, οἱ ἀπόστολοι μεταφέρονται πάνω σὲ σύννεφα στὸν τόπο τῆς Κοιμήσεως, ἐνῶ διὰ τοῦ ἰδίου τρόπου μεταφέρονται οἱ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, Ἰερόθεος, Τιμόθεος212 καὶ Ἰάκωβος («ὁ πρόεδρος» τῆς Ἐκκλησίας), καθὼς καὶ οἱ ἑβδομήκοντα μαθητὲς τοῦ Κυρίου213. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ διήγηση τοῦ Ἰσιδώρου εἰσάγει νέα στοιχεῖα ὡς πρὸς τὴν παρουσία τοῦ Ἰακώβου καὶ τῶν ἑβδομήκοντα μαθητῶν. Ὄχι μόνο προέφθασαν ζωντανὴ τὴ Θεοτόκο οἱ ἀπόστολοι (σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ μαρτυρία ἄλλων διηγήσεων), ἀλλὰ συγκεντρώθηκε περὶ τὴν ἐπιθανάτιο κλίνη ἕνας εὐρύτατος πυρήνας μαθητῶν τοῦ Κυρίου ἢ καὶ μαθητῶν τῶν ἀποστόλων. Ἡ συγκέντρωση αὐτὴ προσδίδει στὸ γεγονὸς τῆς Κοιμήσεως τὸ χαρακτήρα μίας διαδηλώσεως τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τὴ Μητέρα τοῦ Κυρίου. Ἡ νεκρικὴ κλίνη τῆς Θεοτόκου ἀποβαίνει κέντρο ἐκκλησιαστικῆς συνάξεως, ἐπιβεβαιώνοντας τοιουτοτρόπως τὴν κορυφαία θέση τῆς Θεοτόκου στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅταν πλέον ὁλοκληρώνεται ἡ συγκέντρωση, ἀρχίζει ἡ πρὸς τὴ Θεοτόκο τιμὴ τῶν ἀγγέλων. Ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰσιδώρου ἐπὶ τοῦ σημείου αὐτοῦ εἶναι ἄκρως ἐνδιαφέρουσα, ἐφόσον ἀναφέρεται σὲ μία «λειτουργία» πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία ἐπιτελοῦν μὲν οἱ ἄγγελοι, ἀλλὰ συμμετέχουν καὶ οἱ ἀπόστολοι214. Ἰδιαίτερη ἀναφορὰ γίνεται στὴν πρὸς τὸ Θεὸ δοξολογία τῶν ἀποστόλων διότι προέφθασαν ζωντανὴ τὴ μητέρα τοῦ Κυρίου215. Ἡ δοξολογία αὐτὴ εἰσάγει στὸ ἐγκώμιο τῶν ἀποστόλων ἐπὶ τὴ Κοιμήσει τῆς Θεοτόκου, στὸ ὁποῖο διαφαίνεται ὁ ποιητικὸς καὶ θεολογικὸς κάλαμος τοῦ Ἰσιδώρου216. Ὅλα τὰ παραπάνω τελοῦνται ἐνόσω ἡ Θεοτόκος εὑρίσκεται μὲν στὴν ἐπιθανάτιο κλίνη, ἀλλὰ διατηρεῖ ἀκμαῖες τὶς πνευματικές της δυνάμεις. Τοῦτο διαφαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἐγκωμίου τῶν ἀποστόλων, ἡ Θεοτόκος διδάσκει τοὺς παρευρισκομένους, παρηγοροῦσα καὶ νουθετοῦσα αὐτοὺς217. Ὁ λόγος εἶναι ἐκτενὴς καὶ μεστός, ἀποτέλεσμα δὲ αὐτοῦ εἶναι ἡ ἐπικράτηση μίας «εἰρήνης» καὶ «παρηγοριᾶς» στὶς ψυχὲς τῶν παρισταμένων. Ἡ Θεοτόκος, ἑπομένως,ἐμφανίζεται ὡς τὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνάξεως ὄχι μόνο διὰ τοῦ γεγονότος τῆς Κοιμήσεώς της, ἀλλὰ καὶ διὰ τοῦ γεγονότος τῆς διδασκαλίας της. Τὸ τελευταῖο στοιχεῖο ἐπισφραγίζει τὴν παράδοση περὶ διδαχῶν τῆς Θεοτόκου, οἱ ὁποῖες διεσώζοντο ἀκόμη καὶ κατὰ τὸν 4ο αἰ.

Ἡ Κοίμηση ἐπισυμβαίνει ἀκριβῶς μετὰ τὸ τέλος τῆς διδαχῆς τῆς Θεοτόκου, οἱ δὲ ἀπόστολοι μεταφέρουν τὸ σῶμα στὴ Γεθσημανῆ μὲ στεναγμοὺς καὶ θρηνώδεις ὕμνους218. Στὸ σημεῖο αὐτὸ παρατηρεῖται μία ἀξιοσημείωτη πρωτοτυπία τοῦ Ἰσιδώρου: παρεμβάλεται ἕνα τμῆμα σχετικὸ μὲ τὶς προτυπώσεις τῆς Θεοτόκου στὴν Παλαιὰ Διαθήκη219. Θεωροῦμε ὅτι ἡ «παρεμβολὴ» αὐτὴ δὲν εἶναι τυχαία, διότι ὁ Λόγος τοῦ Ἰσιδώρου ἀποπνέει μία παράδοση τονισμοῦ τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου στὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἡ παράδοση αὐτὴ δὲν θὰ ἦταν πλήρης ἐὰν δὲν ἐγίνετο μνεία τῶν παλαιοδιαθηκικῶν περὶ τῆς Θεοτόκου προτυπώσεων. Τὸ γεγονὸς τῆς Κοιμήσεως ἐμφαίνεται ὡς μία λαμπρὴ στιγμὴ στὴν ἱστορία τῆς σωτηρίας: ἡ Παλαιὰ Διαθήκη συνδέεται μὲ τὴν Καινὴ στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, στὸ ἴδιο δὲ πρόσωπο ἡ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἀνακεφαλαιώνει τὴν ἑνότητά της καὶ ὑμνολογεῖ τὸν Ἱδρυτή της.

Ἡ διήγηση τοῦ Ἰσιδώρου περιέχει τὸ γνωστὸ ἐπεισόδιο τῆς ἀπόπειρας βεβηλώσεως τοῦ σώματος τῆς Θεοτόκου ἀπὸ κάποιον Ἑβραῖο καθὼς καὶ τὰ περὶ τοῦ ἐνταφιασμοῦ220. Ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς μεταστάσεως τοῦ σώματος τῆς Θεοτόκου, ὁ Ἰσίδωρος ἀκολουθεῖ τὴν παράδοση περὶ ἀπουσίας τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ κατὰ τὴν κήδευση καὶ ἀφίξεώς του στὰ Ἱεροσόλυμα τρεῖς ἡμέρες μετά. Σύμφωνα μὲ τὴ διήγηση αὐτή, ὁ Θωμᾶς ἐκφράζει τὴ θλίψη τοῦ διότι δὲν προέφθασε ζωντανὴ τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἀπαιτεῖ καὶ ἐπιτυγχάνει τὴ συγκατάθεση τῶν ἀποστόλων νὰ ἀνοιγεῖ ὁ τάφος, τότε δὲ διαπιστώνεται ὅτι τὸ σῶμα δὲν εὐρίσκετο ἐντὸς αὐτοῦ221. Περὶ τὸ τέλος τοῦ Λόγου τοῦ ὁ Ἰσίδωρος ἀναφέρει ὅτι τὰ «ὀθόνια» ἐκ τῆς ταφῆς τῆς Θεοτόκου ἐτέθησαν «ὑπὸ τὴν ἐμπιστοσύνην» τοῦ ἡγεμόνος τῆς Ἐδέσσης Αὐγάρου222. Ἡ πληροφορία αὐτή συμπληρώνει, τρόπον τινά, τὴ διήγηση περὶ τῆς Κοιμήσεως, πιστοποιώντας ὅτι στὸν κενὸ τάφο εὑρέθησαν μόνο τὰ ἐντάφια ὑφάσματα, τὰ ὁποῖα θὰ διετηρήθησαν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἱερὰ κειμήλια.

Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ ἐὰν ὑποστηρίζαμε ὅτι ἡ περὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου διήγηση τοῦ Ἰσιδώρου Θεσσαλονίκης εἶναι ἡ πληρέστερη, σὲ σχέση μὲ τὶς ἀντίστοιχες ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων. Ὁ Ἰσίδωρος ἀνακεφαλαιώνει τόσο τὴν ἀπόκρυφη παράδοση τῶν περὶ τὴν Κοίμηση γεγονότων, ὅσο καὶ τὴν πρὸ αὐτοῦ διατυπωθεῖσα Μαριολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀναδεικνύεται δὲ σὲ βασικὸ συντελεστὴ τῆς θεομητορικῆς ἑορτολογικῆς παραδόσεως. Εἶναι ἡ ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία ἡ περὶ Θεοτόκου θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ προσφιλὲς θέμα τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, δεδομένης καὶ τῆς ἑορτολογικῆς ἀποκρυσταλλώσεως τῆς Κοιμήσεως.

 (θ) Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῆς ἑορτολογικῆς ἀποκρυσταλλώσεως μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸν ὀλίγο μεταγενέστερό του Ἰσιδώρου, τὸ Νικηφόρο Χοῦμνο (+1270), στὸ ἔργο του Θέσπισμα ἐπὶ τῇ μεγάλῃ καὶ τελευταία ἑορτῇ τὸν κατὰ Χριστὸν παντὸς μυστηρίου223 Ἂν καὶ ὁ τίτλος δὲν προϊδεάζει καταλλήλως, τὸ ἐν λόγω ἔργο τοῦ Νικηφόρου Χούμνου ἀναφέρεται στὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως, τὴν ὁποία ἀποκαλεῖ ὡς «μεγάλη» καὶ «τελευταία» στὴν ἐξέλιξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, τοῦ ἀρχομένου τὸ Σεπτέμβριο καὶ λήγοντος τὸν Αὔγουστο.

Ὅπως τονίζει ὁ Χοῦμνος, ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως ἐπεκράτησε σύμφωνα μὲ παλαιὰ παράδοση, τονίζει δὲ ὅτι ἡ ἑορτὴ τελεῖται «στὸ μέσο τοῦ μηνὸς» (ἑπομένως στὶς 15 Αὐγούστου), ὅτι προηγεῖται τῆς ἑορτῆς ἡ νηστεία καὶ ὅτι ὁ ἑορτασμὸς ἐπιτελεῖται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ μηνός, κορυφούμενος τὴν τελευταία αὐτὴ ἡμέρα224. Ἡ μαρτυρία περὶ ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως κατὰ τὴ 15η Αὐγούστου, περὶ τῆς προηγουμένης νηστείας καὶ περὶ τοῦ δεκαπενθήμερου ἑορτασμοῦ, ὁ ὁποῖος κορυφώνεται τὴ 15η, μαρτυροῦνται γιὰ πρώτη φορὰ ἐντὸς ἐγκωμιαστικοῦ Λόγου ἐπὶ τὴ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως. Ὁ Νικηφόρος Χοῦμνος, βεβαίως, ἐπικυρώνει τὴν ὑφισταμένη παράδοση περὶ τῆς 15ης Αὐγούστου, ἡ ὁποία σαφῶς καταγράφεται στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰ. ὄχι σὲ κάποιο ἐγκωμιαστικὸ πρὸς τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου κείμενο, ἀλλὰ στὸ Ἑλληνικὸ Μηνολόγιο Βασιλείου τοῦ Πορφυρογέννητου225.

(ι) Φαίνεται ὅτι μετὰ τὸ 13ο αἰ. ἀτονεῖ, πλέον, τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἐγκωμιαστῶν τῆς Θεοτόκου γιὰ τὴν ἐξιστόρηση τῶν γεγονότων τῆς Κοιμήσεως. Μόλις τὸ 15ο αἰ., ὁ Μανουὴλ Παλαιολόγος (+1425) ἀναφέρεται στὴν Παρθένο ὡς θεωροῦσα «ἀφόρητο» τὸ γεγονὸς τῆς ἀπουσίας τοῦ Υἱοῦ της καί, διὰ τοῦτο, ἐπειγομένης νὰ τὸν συναντήσει226, ὁ δὲ Γεώργιος Σχολάριος ἀναφέρει περιληπτικῶς τὰ βασικὰ σημεῖα τῶν προγενεστέρων διηγήσεων227. Ὁ κατὰ τὸ μήνα Αὔγουστο ἑορτασμὸς ἔχει πλέον παγιωθεῖ καὶ τὸ ἑορτολογικὸ περιεχόμενο τῆς Κοιμήσεως εἶναι εὐρύτατα γνωστό. Δὲν ἀπομένει στοὺς ἐγκωμιαστὲς τῆς ἑορτῆς παρὰ νὰ θεωρήσουν τὶς δύο θεομητορικὲς ἑορτὲς -τὴν τοῦ Γενεσίου καὶ τὴν τῆς Κοιμήσεως- ὡς τὴν ἔναρξη καὶ τὸν ἐπίλογο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους ἀντιστοίχως. Μὲ τὸ πνεῦμα αὐτὸ ὁ Γεώργιος Σχολάριος γράφει τὰ ἀκόλουθα: Ἡ μὲν τοῦ ἔτους ἀρχὴ τὴν γέννησιν ἡμῖν ἀνῆκε τῆς μακαρίας παρθένου, ἀρχὴν γεγονυΐαν πᾶσιν ἀνθρώποις τῆς ἀληθοῦς καὶ κατὰ πνεῦμα γεννήσεως· ὁ δὲ τοῦ ἔτους τελευταῖος μὴν οὗτος τὴν ἐκ γῆς μεταγωγὴν αὐτῆς ἀνιεῖς, ὥσπερ τινὰ σφραγίδα καλλίστην ταῖς τε δεσποτικαῖς ἑορταῖς καὶ τοῖς οἱ αὐτῶν τιμωμένης τοῦ Θεοῦ δώροις τίθησι ταύτην, ὡς ἂν ὥσπερ ἐν κύκλῳ διηνεκεῖ ἡ τοῦ Θεοῦ Λόγου μήτηρ ἡμῖν καὶ τῆς σωματικῆς ταύτης…228.