Πρὸς τὴν «γλυκιὰ Μανούλα Παναγία»
Γλυκιά μου Μανούλα, Παναγία μου.
Ἐπίτρεψέ μου νὰ σοῦ μιλήσω, νὰ σὲ ἀπασχολήσω λίγο. Ὅλα στὴν ζωὴ ἔχουν τέλος, Μανούλα μου. Ἔτσι καὶ ἡ δική μου ζωὴ ἔφτασε πιὰ στὸ τέλος. Θέλω ὅμως, προτοῦ φύγω ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, Παναγία μου, νὰ κάμω μία σύντομη ἀναδρομὴ τῆς ζωῆς μου ἐνώπιόν σου.
Νὰ σὲ εὐχαριστήσω, γιατὶ σὲ ὅλη μου τὴν ταλαίπωρη ζωή, τὴν γεμάτη περιπέτειες, θλίψεις καὶ διωγμούς, ἤσουνα κοντά μου. Δὲν ξέρω, ἂν δὲν εἶχα τὴν τόση πολλὴ μητρική σου πρόνοια καὶ φροντίδα καὶ κηδεμονία, ἂν μποροῦσα νὰ βγῶ στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Μὲ τὴν Χάρη σου ξεκίνησα ἀπὸ μικρὸ παιδὶ στὸ Σταυροβούνι κοντὰ σὲ ἁγίους Πατέρες, ὅπως ὁ πνευματικός μου παπα-Κυπριανός.
Μετὰ ὁδήγησες τὰ βήματά μου στὸν ἅγιο Γέροντά μου καὶ Πατέρα μου Ἰωσήφ. Ποιός ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ σένα, γλυκιά μου Μανούλα, μὲ βοήθησε σ’ αὐτά; Ἐγώ, ἕνα ἀσήμαντο καὶ ἀμόρφωτο χωριατόπουλο, νὰ ζήσω κοντὰ στὸν ἅγιο αὐτὸν ἄνθρωπο! Ἄλλη μεγάλη εὐλογία σου σ’ ἐμένα τὸν εὐτελῆ, ἡ ἀχώριστη φιλία καὶ συναναστροφή μου μὲ τὸν ἀδελφό μου π. Ἐφραὶμ ἀπὸ τὰ Κατουνάκια. Πόσα πολλὰ ἀπεκόμισα ἀπὸ τὸν ἅγιο αὐτὸν ἀδελφό μου; Καὶ τώρα, μετὰ τὶς πολλὲς ταλαιπωρίες τῆς ζωῆς μου, μοῦ ἔδωσες ὡς καταφύγιο τὸ σπίτι σου· τὸ μοναστηράκι σου, μὲ τόση πολλὴ ἱστορία καὶ τόσους πολλοὺς Ἁγίους.
Μετὰ ἔφερες κοντά μου ὅλα αὐτὰ τὰ καλὰ παιδιά –πανεπιστημιακοῦ ἐπιπέδου– νὰ μὲ ἀκολουθήσουν, ἐμένα τὸν χωριάτη καὶ ἀμόρφωτο. Ἂν δὲν ἤσουν μαζί μου, Παντάνασσά μου, Παναγία μου, θὰ μποροῦσα ἐγὼ νὰ κάνω ὅλα αὐτά; Τὴν φροντίδα τῶν πολλῶν αὐτῶν παιδιῶν καὶ τὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ μοναστηριοῦ μας; «Πρὸς τίνα καταφύγω ἄλλην, Ἁγνή; Ποῦ προσδράμω λοιπὸν καὶ σωθήσομαι», Παναγία μου;
Σὲ λίγο σφυρίζει τὸ τραῖνο καὶ φεύγω. Ἀφήνω τὰ παιδιά μου στὰ χέρια σου, Μανούλα μου. Κανένα νὰ μὴν χαθεῖ ἀπὸ αὐτά. Ἔχουν ὅλα καλὴ πρόθεση. Ἐσὺ δὲν μοῦ εἶπες, ὅπως καὶ στὸν Γέροντά μου, νὰ ἔχω τὴν ἐλπίδα μου σὲ σένα; Προσπάθησα γι’ αὐτὰ τὰ παιδιά. Τὰ ἀγάπησα σὰν γνήσιά μου τέκνα. Σὲ παρακαλῶ, κανένα νὰ μὴν χαθεῖ. Βρὲς τρόπους μὲ τὴν μητρική σου πρόνοια καὶ στοργὴ νὰ τὰ σώσεις. Καθὼς καὶ τὶς μοναχές μου καὶ τοὺς λαϊκοὺς μαθητές μου.
Δὲν ξέρω πῶς, πότε θὰ βγεῖ ἡ ψυχή μου! Μὴ μὲ ἐγκαταλείπεις τότε, Μανούλα μου. Μὴ φοβηθῶ τὴν φοβερὰν ὄψιν τῶν κακούργων δαιμόνων. Ὅλην τὴν ζωή μου σὲ λάτρευα πραγματικά. Ἀκούγοντας τὸ ὄνομά σου σκιρτοῦσα. Τώρα τελειώνει πιὰ ὁ βίος μου, ἔχοντας τὴν ἐλπίδα μου σὲ σένα καὶ στὶς εὐχὲς τοῦ ἁγίου μου Γέροντος.
Παράλαβε, Μανούλα μου, τὴν ἄθλια ψυχή μου ὑπὸ τὴν κραταιὰν σκέπη σου. Μὴ χάσω τοὺς κόπους μου ὁ ταλαίπωρος. Ποθῶ νὰ εἶμαι κοντά σου. Νὰ βλέπω τὸ πανάχραντο πρόσωπό σου καὶ τὸ πανάγιο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας. Νὰ εἶμαι μὲ τὸν ἀγαπημένο μου Γέροντα Ἰωσὴφ καὶ τὸν ἀδελφό μου Ἐφραὶμ καὶ τοὺς ἄλλους παραδελφούς μου εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Πατρὸς αἰωνίως. Σὲ εὐχαριστῶ καὶ ποὺ μοῦ ἔδωσες τὴν ἁγία εἰκόνα σου, τὴν Παντάνασσά μου, νὰ τὴν ἔχω ἐγκόλπιο σ’ ὅλη μου τὴν ζωή.
Τέλος, σὰν ἄνθρωπος σίγουρα, ἔστω ἄθελά μου, κάποιους θὰ λύπησα. Ὅσους λύπησα, τοὺς ζητῶ συγγνώμη. Ὅσοι μὲ λύπησαν, τοὺς συγχωρῶ ἀπὸ καρδιᾶς ὅλους. Ὅπως μποροῦσα προσπάθησα στὴν ζωή μου. Μὲ βοήθησες καὶ δὲν ἔχασα τὴν προθυμία καὶ τὸν ζῆλο μου.
Ὅμως, ποιός εἶναι σίγουρος, ὅτι τὸ ἔργο του τελείως εὐηρέστησε τὸν Κύριο; Γι’ αὐτό, σὲ παρακαλῶ, Παναγία μου, νὰ φανεῖς στὴν ἔξοδό μου φρουρὸς καὶ ἀρωγός, ὡς ἀληθὴς Μανούλα, νὰ κάμψεις μὲ τὴν μητρική σου ἀγάπη τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Υἱοῦ σου, νὰ μὲ δεχθεῖ στοὺς κόλπους Του. Νὰ μὲ κατατάξει κοντὰ στὸν ἀείμνηστο καὶ ἀγαπημένο μου Γέροντα καὶ Πατέρα μου.
Εἰς σέ, Μανούλα μου, ἀνατίθημι τὰ πάντα. Ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα, παράλαβε τὴν ἀθλία ψυχή μου. Μή με ἀφήσεις νὰ χαθῶ. Δι’ εὐχῶν τοῦ Πατρός μου Ἰωσήφ.
Ἀμήν.
[Ἱ.Μ. Μονὴ Βατοπαιδίου, 3 Ἰουνίου 2009]