Θεογνωσία, αὐτογνωσία καὶ ἠθικὴ
Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης, Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ
Προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀναζήτηση καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἠθικῆς ζωῆς, εἶναι ἡ αὐτογνωσία. Πρωτίστως μάλιστα ἡ ἐπίγνωση τοῦ ἀνθρώπου ὅτι δὲν εἶναι αἴτιος τῆς ὑπάρξεώς του. Κάθε ἄνθρωπος γνωρίζει ὅτι δὲν ὀφείλει τὴν ὕπαρξή του στὸν ἑαυτό του ἡ ὅτι ἔχει τὸ εἶναι «δεδανεισμένον». Ἡ ἐπίγνωση αὐτὴ διατηρεῖ τὸν ἄνθρωπο μέσα στὰ ὅριά του καὶ τὸν προφυλάσσει ἀπὸ τὴν ἐκτροπή.
Ὁ ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος παρατηρεῖ: «Πάντα, ὡς ὁρᾶται, τὰ ἄλογα ζῶα τὴν ἑαυτῶν φυλάττει καὶ φύσιν καὶ τάξιν, καὶ τοὺς ἰδίους ὅρους ἕκαστον αὐτῶν οὒχ ὑπερβαίνει ποτέ. Οὗτος δὲ ὁ χειρὶ Θεοῦ πλασθείς, ὁ λόγῳ καὶ αὐτεξουσιότητι παρ’ αὐτοῦ τιμηθείς, οὐκ εἰς δέον ἐχρήσατο τῇ ἀξία, οὐδὲ τὴν ἰδίαν ἐπέγνω ἀσθένειαν, οὐδὲ ἐνέμεινεν ἐν τοῖς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἐντεθεῖσι τῇ φύσει αὐτοῦ ἀγαθοῖς, οὐδὲ ἐντός των ἰδίων ὅρων ἔστη ἤ τά ἐαυτοῦ μέτρα συνῆκεν». Ἡ αὐτεξουσιότητα τοῦ ἀνθρώπου ἔκανε καὶ κάνει δυνατὴ τὴν ἐκτροπὴ ἀπὸ τὰ ὅρια καὶ τὰ μέτρα του.
Ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει ὡς δημιούργημα «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι γιὰ νὰ περισώσει τὴν ταυτότητά του καὶ νὰ παραμείνει στὰ ὅρια καὶ τὰ μέτρα του ὀφείλει νὰ διατηρήσει τὴν εἰκόνα τοῦ ἀρχετύπου του. Τὸ ἀρχέτυπο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἄπειρος καὶ ἀπόλυτος Θεός. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ κατευθύνεται διαρκῶς πρὸς τὸ ἄπειρο καὶ τὸ ἀπόλυτο. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ποθεῖ νὰ γνωρίσει καὶ νὰ κατανοήσει τὶς ἔσχατες αἰτίες τῶν πάντων.
Παρὰ ταῦτα τὰ ὅρια τῆς γνώσεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι περιορισμένα. Καὶ αὐτὸ δὲν ἰσχύει μόνο γιὰ τὸν ὑπερβατικὸ ἤ τὸν ἐξωτερικό του κόσμο ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Ὡς κτιστή καὶ ζωντανὴ εἰκόνα τοῦ ζῶντος Θεοῦ μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὴν ἄκτιστη ζωὴ καὶ γνώση του. Μπορεῖ δηλαδὴ νὰ ὁμοιάσει μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ γίνει κατὰ χάρη θεὸς μετέχοντας στὴν θεία ζωή, χωρὶς νὰ παύσει νὰ εἶναι κτίσμα.
Ἡ ἑωσφορικὴ ὅμως ἔπαρση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ πραγματοποιήθηκε καὶ πραγματοποιεῖται ἀδιάκοπα μὲ τὴν διάθεση τῆς αὐτοθεώσεώς του, ἀλλοίωσε τὴν ταυτότητά του καὶ τὸν ἐξέτρεψε ἀπὸ τὰ ὅριά του. Ἔτσι ἀλλοτριώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ «ματαιώθηκε» ἡ ἀνύψωσή του πρὸς τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν». Ἀναδιπλώθηκε στὸν ἑαυτό του καὶ ἐγκλωβίστηκε στὴν ἀρνητικὴ φιλαυτία, ποὺ εἶναι «ἡ πρὸς τὸ σῶμα ἐμπαθὴς καὶ ἄλογος φιλία». Πῶς λοιπὸν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸν Θεὸ καὶ νὰ βαδίσει πρὸς τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν»;
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι ἡ αἰώνια δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ θεϊκὴ ἰδιότητά του διακρίνονται καθαρὰ ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος διὰ μέσου τῆς κτίσεως. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος λατρεύει τὴν κτίση καὶ ὄχι τὸν δημιουργό της, σκοτίζεται ὁ νοῦς του καὶ ἀνοηταίνει. Γι’ αὐτὸ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀδύνατη χωρὶς τὴν κάθαρση τοῦ νοῦ του. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν αὐτογνωσία τοῦ ἀνθρώπου. Στρεφόμενος αὐτὸς στὸν ἑαυτό του δὲν βρίσκει τὸ φυσικὸ ἀλλὰ τὸ παραμορφωμένο ἐγώ του.
Ὁ ἐκπεσμένος ὅμως καὶ ἀλλοτριωμένος ἄνθρωπος δὲν γνωρίζει τὰ ὅρια καὶ τὰ μέτρα του οὔτε μπορεῖ νὰ καθαρίσει ὁ ἴδιος τὸν νοῦ του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν πραγματικὸ ἑαυτό του καὶ νὰ θεραπεύσει τὸν νοῦ του, χρειάζεται βοήθεια ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἡ ἀνάγκη ὅμως κάποιας ἐξωτερικῆς βοήθειας φαίνεται νὰ περιορίζει τὴν ἐλευθερία του. Ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία ὁρίζει ἡ ἴδια τὸν ἑαυτὸ της χωρὶς καμία ἐξωτερικὴ ἐξάρτηση. Πῶς μπορεῖ λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ παραμείνει ἐλεύθερος, ὅταν μάλιστα ἔχει ὁλόκληρο τό εἶναι του «δεδανεισμένον»;
Στὴν πραγματικότητα ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ὄντως ἐλεύθερος, ἀλλὰ κλήθηκε νὰ γίνει ἐλεύθερος. Καὶ γίνεται ὄντως ἐλεύθερος, ὅταν πραγματοποιεῖ τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν»· ὅταν ἐνεργοποιεῖται καὶ γίνεται κοινωνὸς τοῦ ἄκτιστου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει ἀπόλυτη ἐλευθερία καὶ καλεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἐλευθερία τῆς Βασιλείας Του. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος περιορίζεται στὴν κτιστότητα τῆς φύσεώς του, δὲν εἶναι ἐλεύθερος. Εἶναι ὅμως αὐτεξούσιος. Ἔχει δηλαδὴ τὴν ἐξουσία νὰ ἐπιλέγει ἀνάμεσα στὶς δυνατότητες ποὺ τοῦ προσφέρονται· νὰ ὁμοιάσει πρὸς τὸ ἀρχέτυπό του ἡ νὰ ἐκτραπεῖ ἀκολουθώντας τὴν δαιμονικὴ προτροπή· «διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοὶ».
Ἡ αὐτεξουσιότητα δὲν εἶναι καθεαυτὴν ἐλευθερία. Εἶναι ὁδὸς πρὸς τὴν ἐλευθερία. Ἤδη ὅμως ἡ ἔμφυτη παρουσία της στὸν ἄνθρωπο τὸν παρακινεῖ στὴν ἀναζήτηση τῆς ἐλευθερίας. Ἐδῶ ἀκριβῶς δημιουργεῖται τὸ πρόβλημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Θὰ ἀναζητήσει τὴν ἐλευθερία του ἀπὸ τὴν κτιστὴ ὕπαρξή του, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ «δεδανεισμένο» εἶναι του, ἤ θὰ στραφεῖ πρὸς τὸν ἄκτιστο Δημιουργό του; Θὰ θελήσει νὰ λάβει ὡς θεία δωρεὰ τὴν χαρισματικὴ θέωση ἤ θὰ ἐπιδιώξει τὴν ἑωσφορικὴ αὐτοθέωση;…
Ἡ χριστιανικὴ ἠθικὴ προβάλλει ἕνα νέο εἶδος ἠθικῆς, ποὺ ὑπερβάλλει τὴν ἀντιθετικὴ διάκριση αὐτονομίας καὶ ἑτερονομίας. Ἀρχίζει ὡς ἑτερόνομη ἠθική, ποὺ ἀνακαλεῖ τὸν ἀλλοτριωμένο ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν παρὰ φύση στὴν κατὰ φύση κατάστασή του, καὶ συμπληρώνεται ὡς αὐτόνομη μὲ τὴν ἀνύψωσή του στὴν κατὰ φύση κατάσταση. Τέλος ἡ ἠθικὴ αὐτὴ ὁλοκληρώνεται ὡς χαρισματική, ποὺ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τῆς κτιστότητας καὶ τὸν εἰσάγγει στὴν χαρισματικὴ ἕνωση καὶ ἀνακράση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἔνθεη ζωή. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἐκπληρώνεται καὶ ὁ πόθος τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίσει καὶ νὰ κατανοήσει τὶς ἔσχατες αἰτίες τῶν πάντων ὡς δημιούργημα «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ.
Ὁ ἄγνωστος καὶ ἀπρόσιτος κατὰ τὴν οὐσία του Θεὸς γίνεται προσιτὸς καὶ γνωρίζεται στὸν ἄνθρωπο μὲ τὶς ἐνέργειές Του, καὶ εἰδικότερα στοὺς ἁγίους μέ τὴν θεοποιὸ ἐνέργεια. Ἡ θεογνωσία ἔχει προσωπικὸ καὶ ὄχι ἀντικειμενικὸ χαρακτήρα. «Ἡ γνώση τοῦ Ζῶντος Θεοῦ μᾶς μεταδίδεται στὴν πράξη τῆς ἑνώσεώς μας μὲ Αὐτὸν στὸ ἴδιο Του τὸ Εἶναι…Ἡ ἐπιστημονική, ἡ ἀντικειμενικὴ μέθοδος γνώσεως σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ ἐφαρμοσθεῖ σὲ Αὐτὸν».
Ὁ προσωπικὸς χαρακτήρας τῆς θεογνωσίας θεμελιώνεται στὴν ἐμπειρία. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς προσκαλεῖ αὐτοὺς ποὺ διερωτῶνται γιὰ τὴν προέλευση τῆς διδαχῆς Του νὰ τὴν δοκιμάσουν ἐμπειρικά. Ἂν κάποιος θέλει νὰ τηρήσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, βεβαιώνει ὁ Χριστός, θὰ γνωρίσει τὴν θεία προέλευση τῆς διδαχῆς Του. Πηγὴ τῆς θεογνωσίας εἶναι ὁ συντονισμὸς τῆς θελήσεως καὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν θεία θέληση καὶ ἐνέργεια. Καὶ ὁ συντονισμὸς αὐτὸς πραγματοποιεῖται μὲ τὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, ποὺ εἶναι ὡς θεῖες ἐνέργειες μεταδίδουν τὴν ἄκτιστη ζωὴ τοῦ Θεοῦ στὴν κτιστὴ εἰκόνα του, τὸν ἄνθρωπο.
Ἡ ἀληθινὴ γνώση εἶναι «πράξη, στὴν ὁποία πρέπει νὰ μετέχουν καὶ ὁ νοῦς-πνεῦμα, καὶ ἡ καρδιὰ-ψυχή, καὶ τὸ σῶμα· καὶ ἡ συνείδηση καὶ ἡ λογικὴ καὶ ἡ θέληση καὶ τὸ αἴσθημα· ἐπάνω ὅμως ἀπὸ ὅλα ἡ ἀγάπη, μὲ ἄλλα λόγια ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη, στὸ σύνολο ὅλων τῶν δυνάμεών της». Ἡ Θεογνωσία πραγματοποιεῖται ὑπὸ τὸν ὄρο ὅτι ἐμεῖς ζοῦμε στὸν Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς σὲ μᾶς. Μέσα στὸ ρεῦμα τῆς ἔνθεης ἀγάπης ποὺ προσανατολίζεται στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καταργοῦνται ὅλες οἱ ρατσιστικές, κοινωνικές, βιολογικὲς καὶ λοιπὲς διακρίσεις καὶ διανοίγεται ἡ ἀπόλυτη ἐλευθερία.
Ἡ ἐμπειρία αὐτὴ γίνεται ταυτόχρονα ἀτομικὰ καὶ συλλογικά. Ἀκριβέστερα γίνεται «ἐν κοινωνία» ἡ ὀρθότερα «ἐν Ἐκκλησία». Καὶ ἡ πληρότητα τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴν πληρότητα τῆς μετοχῆς τοῦ προσώπου στὴν ἐν λόγω κοινωνία, τὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία ὡς ἐν Χριστῷ κοινωνία, ὅπου ὅλα τα μέλη μετέχουν ταυτόχρονα στὸ ἴδιο πράγμα, ἔχει διαχρονικὸ καὶ ὑπερχρονικὸ χαρακτήρα. Ἡ ἐν Χριστῷ κοινωνία μὲ τὶς κατακόρυφες καὶ τὶς ὁριζόντιες διαστάσεις της εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ «νόμου» τῆς ἠθικῆς κρίσεως. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἡ χριστιανικὴ ἠθικὴ εἶναι ταυτόχρονα αὐτόνομη καὶ ἐτερόνομη· αὐτόνομη μὲ τὴν φαινομενικὴ ἑτερονομία της καὶ ἐτερόνομη μὲ τὴν οὐσιαστικὴ αὐτονομία της.
Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι προσανατολισμένη πρὸς τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία. Καὶ ὁ προσανατολισμὸς της αὐτὸς συνεπάγεται ἀγώνα πνευματικὸ καὶ ὑπευθυνότατα γιὰ ἀταλάντευτη πορεία. Ἡ χριστιανικὴ ἠθικὴ δὲν ἀποσκοπεῖ στὸν συμβιβασμὸ τῆς δουλείας μὲ τὴν ἐλευθερία, ἀλλὰ στὴν μετάβαση ἀπὸ τὴν δουλεία στὴν ἐλευθερία. Βέβαια ἡ μετάβαση αὐτὴ δὲν εἶναι εὔκολη οὔτε ἁπλή. Δὲν εἶναι κάν δυνατὴ ὡς ἀνθρώπινη ἐπιτυχία. Αὐτὸ ὅμως δὲν ματαιώνει τὸν τελικὸ σκοπὸ τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς, ποὺ εἶναι ἡ ἐλευθερία χωρὶς ὁποιαδήποτε ἐξωτερικὴ ἐπιβολή· ἡ ἐν Χριστῷ αὐτονομία.
Πρέπει ὅμως νὰ ὁμολογηθεῖ ὅτι ἡ χριστιανικὴ ἠθικὴ παρουσιάζεται συχνὰ ἀποκρουστική, γιατί φαίνεται νὰ ἀγνοεῖ ἤ καὶ νὰ ἀναιρεῖ τὸν ἴδιο τὸν σκοπό της, τὴν ἐλευθερία. Αὐτὸ ὅμως δὲν προκύπτει ἀπὸ τὴν φύση της, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν παραποίηση ἡ τὴν κακὴ ἐκπροσώπησή της. Καὶ τὰ φαινόμενα αὐτὰ δὲν εἶναι καθόλου σπάνια στὸν χριστεπώνυμο κόσμο. Ὅταν ἡ χριστιανικὴ ἠθικὴ ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὴν ὀντολογικὴ βάση της, ποὺ εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, μεταπίπτει σὲ ἠθικισμὸ ποὺ μεταλλάσσει τὸν Χριστιανισμὸ καὶ τὸν στρέφει πρὸς τὸν φονταμενταλισμό. Ἡ χριστιανικὴ ἠθική, ὡς κατὰ Χριστὸν ζωή, συνδέεται ἄρρηκτα μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, ποὺ προϋποθέτει τὴν αὐτεξουσιότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν κατευθύνει στὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία.
Ἡ χριστιανικὴ ἠθικὴ ἔχει δυναμικὸ χαρακτήρα. Χωρὶς καμία «δημιουργικὴ» ἡ «στρατηγικὴ» ἀσάφεια καὶ ἀμφισημία, καλεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἑτερονομία στὴν οὐσιαστικὴ αὐτονομία. Ὅσο περισσότερο γνωρίζει τὸν Θεό, τόσο πιὸ αὐτόνομος γίνεται. Καὶ ὅσο πιὸ αὐτόνομος γίνεται, τόσο στενότερα ἑνώνεται μὲ τὴν κοινωνία. «Ἡ αὐθεντικὴ ἠθικὴ ζωή», γράφει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, «εἶναι δυνατὴ μόνο ὑπὸ τὸν ὄρο τῆς ἀληθινῆς γνώσεως, δηλαδὴ τῆς ὀρθῆς ἀντιλήψεως τῶν πραγμάτων… Ὅπου δὲν ὑπάρχει ὀρθὴ ἀντίληψη τῶν πραγμάτων, ἐκεῖ δὲν πρέπει νὰ ἀναμένουμε ὀρθὲς πράξεις».
Ἡ αὐθεντικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι γνώση τῆς ἀγάπης. Καὶ παραμονὴ στὸν Θεὸ εἶναι παραμονὴ στὴν ἀγάπη. Ἡ προκοπὴ στὴν θεογνωσία συνάπτεται μὲ τὴν προκοπὴ στὴν ἠθική, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν προκοπὴ στὴν ἀγάπη. Ἡ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη, ποὺ εἶναι πηγὴ τῆς ἐλευθερίας, εἶναι καὶ ὁ ἐν ἐλευθερία συνεκτικὸς δεσμὸς τῆς κοινωνίας.