Κυριακή Η΄ τοῦ Ματθαίου
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο περιγράφει ἕνα ἀπαραίτητο καὶ χρήσιμο θαῦμα: τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν ἄρτων στήν ἔρημο. Αὐτὴ δέν ἤταν κάποια ἀκατοίκητη ἔρημος, μιά ἔρημος ὅπού μόνο ὁ διάβολος κατοικοῦσε. Ἤταν μιά ἔρημος ὅπού βρέθηκαν πάνω ἀπό δέκα χιλιάδες πεινασμένοι ἄνθρωποι. Τὸ συμπέρασμα γιά τὸν ἀριθμὸ τους προκύπτει ἀπ’ ὅσα γράφει ὁ εὐαγγελιστής, πὼς τὸ πλῆθος ἤταν πέντε χιλιάδες ἄντρες, χωρὶς νά συνυπολογίσει τίς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά.
«Καὶ ἐξελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστόύς αὐτῶν» (Ματθ. ιδ’ 14). Αὐτό ἔγινε τὴν ἐποχή πού ὁ βασιλιὰς Ἡρώδης εἶχε ἀποκεφαλίσει τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή. Κι ὅταν τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς ἐπιβιβάστηκε σ’ ἕνα πλοῖο κι ἀναχώρησε «᾿Ακούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν ἐν πλοίω εἰς ἔρημον τόπον κατ᾿ ἰδίαν·» (Ματθ. ιδ’ 13).
Τὸ συνήθιζε ὁ Κύριος ν’ ἀποσύρεται συχνὰ στήν ἔρημο, σὲ ἐρημικὲς τοποθεσίες καὶ σὲ βουνά. Τό ἔκανε αὐτὸ γιά τρεῖς λόγους: Πρῶτον, γιά νά κάνει σύντομα διαλείμματα ἀπό τίς ἐντατικὲς καὶ πολυσχιδεῖς δραστηριότητές Του, ὥστε νά χωνέψουν κι οἱ ἄνθρωποι τίς διδαχὲς Του καὶ τὰ θαύματα πού εἶχε κάνει. Δεύτερον, γιά νά δώσει τὸ παράδειγμα στόύς ἀποστόλους καὶ σὲ μᾶς πώς εἶναι ἀπαραίτητο ν’ ἀποσυρόμαστε, νά εἰσερχόμαστε στό ταμιεῖο μας (Ματθ. στ’ 6), γιά νά παραμένουμε στήν προσευχὴ μόνοι μας μὲ τὸν Θεό. Ἡ ἡσυχία κι ἡ σιωπὴ καθαρίζουν τὸν ἀνθρωπο, τοῦ διδάσκουν τὴν ὑποταγὴ στόν Θεὸ καὶ τοῦ χαρίζουν πνευματικὴ διαύγεια καὶ δύναμη. Τρίτον, γιά νά μᾶς δείξει πώς ὁ καλὸς καὶ χρήσιμος ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά κρυφτεῖ –«οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη» (Ματθ. ε’ 14). Ἔτσι ἔδειξε κι ἐπισήμανε ποιός εἶναι ὁ πραγματικὸς τόπος γιά τοὺς ἐρημίτες καὶ τοὺς μοναχούς.
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τὸ ἔχει ἀποδείξει αὐτὸ χιλιάδες φορές. Δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας μοναδικὸς ἐρημίτης, ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς καὶ θαυματουργός, ποὺ νά κατόρθωσε νά κρυφτεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Πολλοί ῥωτοῦν ἀναιτιολόγητα: Τὶ κάνει ὁ μοναχὸς στήν ἔρημο; Δὲν θὰ ἤτανκαλύτερα ὁ μοναχὸς νά μένει στόν κόσμο, ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, καὶ νά τοὺς ὑπηρετεῖ; Πῶς ὅμως μπορεῖ νά φωτίσει ἕνα κερὶ πού δέν εἶναι ἀναμμένο; Ὁ μοναχὸς κουβαλάει τὴν ψυχὴ του στήν ἔρημο σὰν κερὶ ἄκαφτο. Τή φέρνει στήν ἔρημο γιά νά τὴν ἀνάψει μέ προσευχή, μὲ νηστεία, μὲ περισυλλογὴ καὶ ἄσκηση. Ἄν κατορθώσει νά τὴν ἀνάψει, τὸ φῶς Του θὰ λάμψει σ’ ὁλοκληρο τὸν κόσμο. Ὁ κόσμος θὰ τὸν ἀκολουθήσει καὶ θὰ τὸν βρεῖ, ἀκόμα κι ἂν αὐτὸς κρυφτεῖ στήν ἔρημο, σὲ ἀπομακρυσμένα βουνὰ ἢ σὲ ἀπρόσιτες σπηλιές. Ὄχι, ὁ μοναχὸς δέν εἶναι ἄχρηστος. Εἶναι ἱκανὸς νά γίνει πολὺ πιὸ χρήσιμος στούς ἄλλους ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον. Αὐτό φαίνεται πολὺ καθαρὰ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Μάταια κρυβόταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους στήν ἔρημο, γιατὶ τὰ πλήθη τὸν ἔβρισκαν καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν.
Ὁ Κύριος τοὺς κοίταξε καί «᾿Ιδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐρριμμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ’ 36). Κάτω στίς πόλεις οἱ συναγωγὲς ἤταν γεμάτες ἀπό αὐτόκλητους ποιμένες, ποὺ στήν πραγματικότητα ἤταν λύκοι μέ ἐμφάνιση προβάτων. Οἱ ἄνθρωποι τὸ ἤξεραν αὐτό, τὸ ἔνιωθαν, ὅπώς ἤξεραν κι ἔνιωθαν τὴν ἀμέτρητη εὐσπλαχνία καὶ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γι’ αὐτούς. Οἱ ἄνθρωποι ἤξεραν καὶ ἔνιωθαν πὼς ὁ Χριστὸς ἤταν ὁ μόνος Καλὸς Ποιμένας, πὼς ἡ μέριμνά Του γι’ αὐτοὺς ἤταν γνήσια, στοργική. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν στήν ἔρημο. Κι ὁ Κύριος ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. Οἱ ἄνθρωποι ἔνιωθαν πὼς τὸν χρειάζονταν τὸν Χριστό, δέν τοῦ ζητοῦσαν νά θαυματουργήσει ἀπὸ μάταιη περιέργεια, ἀλλ’ ἀπὸ μεγάλη ἀνάγκη. Κι ὁ Μᾶρκος μᾶς λέει πώς ἐκεῖ ἄρχισε νά τοὺς διδάσκει.
«’Οψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα.» (Ματθ. ιδ’ 15). Ὁ Ματθαῖος δὲ μᾶς λέει τί τὸν κρατοῦσε τόσο πολύ μέ τοὺς ἀνθρώπους. Γράφει μόνο πώς θεράπευσε τοὺς ἀρρώστους. Ὁ Μᾶρκος τὸ συμπληρώνει αὐτὸ καὶ λέει πώς τοὺς δίδασκε πολλὰ πράγματα. Προσέξτε πόσο ὄμορφα συμπληρώνουν ὁ ἕνας εὐαγγελιστὴς τὸν ἄλλο! Ὁ Κύριος συνέχισε νά διδάσκει τοὺς ὄχλους γιά πολλὲς ὧρες, ὡσότου ἄρχισε νά νυχτώνει. Ὅλες αὐτές τίς ὧρες ὁ Κύριος δίδαξε τόσο πολλὰ στόν λαό, ποὺ θὰ μποροῦσε νά γεμίσει ὁλόκληρο εὐαγγέλιο. Αὐτὸ τὸ εἶπε ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὅταν ἔγραψε πώς «οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρήσαι τὰ γραφόμενα βιβλία» (Ἰωάν. κα’ 25).
Παρατηροῦμε ὅμως καὶ τὴν ἀγάπη τῶν μαθητῶν: «Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν». Τὸ πλῆθος πεινάει κι εἶναι ἀργὰ πιὰ γιά νά φύγουν καὶ νά πάει ὁ καθένας στόν τόπο του. Τὰ σπίτια τους εἶναι μακριά. Δές, ἐδῶ ἔχουμε καὶ πολλὲς γυναῖκες, ἔχουμε καὶ παιδιά. Πρέπει νά βροῦν τροφὴ ὅσο πιὸ σύντομα γίνεται. Ἂφησέ τους λοιπὸν νά πᾶνε στά γύρω χωριά γιά νά βροῦν κάτι νά φᾶνε.
Ὁ Χριστὸς σίγουρα εἶναι πιὸ εὔσπλαχνος καὶ πιὸ στοργικὸς ἀπὸ τοὺς μαθητὲς Του. Μήπως δέν ἔνιωθε κι ὁ ἴδιος, ὅπως οἱ μαθητὲς Του, πώς οἱ ἄνθρωποι πεινοῦσαν κι ἡ νύχτα ἤταν κοντά; Καὶ βέβαια ὁ Χριστὸς ἤταν περισσότερο ἐλεήμων καὶ στοργικὸς ἀπὸ τοὺς μαθητὲς Του. Τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων τίς ἔνιωθε πρὶν ἀπὸ ἐκείνους. Στήν ἀρχή, ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης,«ἐπάρας οὖν ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ θεασάμενος ὅτι πολὺς ὄχλος ἔρχεται πρὸς αὐτόν, λέγει πρὸς τὸν Φίλιππον πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα φάγωσιν οὖτοι;» (Ἰωάν. στ’ 5). Ἡ συζήτηση μέ τὸν Φίλιππο ὅμως τελείωσε κι οἱ ἄνθρωποι μαζεύτηκαν γύρω ἀπὸ τὸν Κύριο μέ τοὺς ἀσθενεῖς τους. Ὁ Κύριος θεράπευσε πρῶτα ὅλους τοὺς ἀρρώστους κι ἔπειτα ἄρχισε νά διδάσκει τοὺς ὄχλους. Ἡ διδασκαλία κράτησε ὡς τὸ βράδυ. Καὶ τότε μόνο σκέφτηκαν οἱ ἀπόστολοι πώς οἱ ἄνθρωποι θὰ πεινοῦσαν κι ἔπρεπε νά φᾶνε.
Ὁ Κύριος τὸ εἶχε προβλέψει αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Δὲν μίλησε ὅμως, σκόπιμα. Περίμενε τοὺς ἀποστόλους νά θέσουν τὸ πρόβλημα. Κι αὐτὸ τὸ ἔκανε γιά δυό λόγους: πρῶτον γιά νά τοὺς διεγείρει τὴν εὐσπλαχνία καὶ τή συμπάθεια καὶ δεύτερον γιά ν’ ἀποδείξει πόσο ἀδύναμοι ἤταν χωρὶς Ἐκεῖνον. Τοὺς εἶπε ὁ Χριστός: «οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν» (Ματθ. ιδ’ 16). Γνώριζε πὼς αὐτὸ δέν μποροῦσαν νά τὸ κάνουν, ἤταν ἀδύνατον ἀνθρωπίνως νά γίνει. Τὸ εἶπε ὅμως γιά νά συνειδητοποιήσουν πλήρως καὶ νά ὁμολογήσουν τὴν ἀδυναμία τους. Γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ εἴπαν: «οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας» (Ματθ. ιδ’ 17). Σύμφωνα μέ τὸν εὐαγγελιστή Ἰωάννη, τὰ λιγοστὰ αὐτὰ τρόφιμα δέν ἤταν δικὰ τους, ἀνήκαν σὲ κάποιο μικρὸ παιδί πού βρισκόταν ἐκεῖ. Γράφει ὁ εὐαγγελιστής: «ἔστι παιδάριον ἓν ὧδε, ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια» (Ἰωάν. 6, 9). Στόν Κύριο αὐτὸ τὸ εἶπε ὁ Ἀνδρέας. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πρωτόκλητος τῶν ἀποστόλων ζοῦσε τόσο καιρὸ μαζὶ Του, ἀκόμα δέν εἶχε ἑδραιωθεῖ στήν πίστη, δέν εἶχε τελειοποιηθεῖ. Αὐτὸ εἶναι φανερὸ ἀπὸ ἐκεῖνο ποῦ εἶπε: «ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους;». Τό ψωμὶ ἤταν κρίθινο. Κι αὐτὸ δέν ἤταν συμπτωματικό. Σύμφωνα μέ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσοστόμο, ἀπ’ αὐτὸ μαθαίνουμε πώς πρέπει νά ἱκανοποιούμαστε μέ ἁπλὲς τροφές, νά μὴν εἴμαστε ἀπαιτητικοί. «Ἡ λαιμαργία κι ἡ πολυφαγία εἶναι μητέρες τῆς ἀρρώστιας», συμπληρώνει ὁ ἅγιος πατέρας.
«Ὁ δὲ εἶπε· φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε» (Ματθ. ιδ’ 18). Τώρα εἶχε ἔρθει ἡ δικὴ Του ὥρα. Οἱ ὄχλοι δέν μποροῦσαν νά βροῦν τρόφιμα γιά νά φᾶνε. Οἱ ἀπόστολοι ὁμολόγησαν τὴν ἀδυναμία τους, δέν μποροῦσαν νά τοὺς βοηθήσουν. Τότε καὶ μόνο τότε ἦρθε ἡ δικὴ Του ὥρα. Τὸ κλίμα ἤταν ὥριμο γιά νά γίνει τὸ θαῦμα.
«Καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις» (Ματθ. ιδ’ 19). Γιατί κοίταξε πρῶτα στόν οὐρανὸ ὁ Κύριος; Ὅταν ἔκανε πολλὰ ἀπὸ τ’ ἄλλα θαύματά Του δέν τὸ εἶχε κάνει, δέν εἶχε ξανακοιτάξει στόν οὐρανό. Δέν τὸ ἔκανε ὅταν ἄνοιγε τὰ μάτια τῶν τυφλῶν, ὅταν θεράπευε τοὺς λεπρούς, ἔβγαζε δαιμόνια ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, γαλήνευε τή θάλασσα, ἔκανε τὸ νερὸ κρασί κι ὅταν ἀκόμα ἀνάσταινε νεκρούς. Γιατὶ λοιπὸν στή συγκεκριμένη αὐτὴ περίπτωση ἔστρεψε τὰ μάτια Του πρὸς τὸν οὐρανό, πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα Του; Πρῶτον, γιά νά κάνει σαφῆ στούς ἀνθρώπους τὴν ταυτότητα τῆς θελήσής Του μ’ ἐκείνην τοῦ Πατέρα Του, νά καταρρίψει τὴν ἄποψη καὶ κατηγορία τῶν Φαρισαίων, πὼς τὰ θαύματα τὰ ἔκανε μέ τή συνέργεια τῶν δαιμόνων. Δεύτερο, γιά νά δώσει ὡς ἄνθρωπος στόν κόσμο τὸ παράδειγμα τῆς ταπείνωσης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ τῆς εὐχαριστίας γιά κάθε ἀγαθό πού προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Ἕνα παρόμοιο παράδειγμα μᾶς ἔδωσε καὶ στό Μυστικὸ Δεῖπνο: «Λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε…» (Ματθ. κστ’ 26). Εὐχαρίστησε τὸν οὐράνιο Πατέρα Του κι ὕστερα εὐλόγησε τὸ ψωμί, ὡς δῶρο Θεοῦ. Κι ἐμεῖς πρέπει νά εὐχαριστοῦμε καὶ νά ὑμνοῦμε τὸν Θεὸ γιά τὰ δῶρα Του σὲ κάθε γεῦμα, ὅσο λιτὸ κι ἂν εἶναι. Τρίτον, ὡς Θεός, μὲ τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν ἄρτων –μιά πράξη πού μοιάζει πολύ μέ νέα δημιουργία– νά ἐκφράσει τὴν ἑνότητα δύναμης τῆς Ἁγίας Τριάδας: τοῦ Πατέρα, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς ὁμοούσιας καὶ ἀδιαίρετης Τριάδας, τοῦ Δημιουργοῦ τῶν πάντων.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς «ἔκλασε», ἔκοψε τὸν ἄρτο με τὰ ἴδια Του τὰ χέρια. Γιατί; Γιατὶ δέν ἔδωσε ἐντολὴ στούς ἀποστόλους Τοῦ νά τὸ κάνουν; Γιά νά δείξει πώς ἐπιθυμοῦσε νά λογαριάσει τοὺς ἀνθρώπους ὡς φιλοξενουμένους Του, νά τονίσει τή μεγάλη ἀγάπη Του γι’ αὐτοὺς καὶ νά διδάξει ἔτσι κι ἐμᾶς πώς, ὅταν δίνουμε ἐλεημοσύνη καὶ δῶρα, πρέπει νά τὸ κάνουμε μέ ἀγάπη καὶ ἱλαρότητα, ὅπως κι Ἐκεῖνος.
«Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων» (Ματθ. ιδ’ 20-21). Αὐτό εἶναι τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων, ἡ δόξα πού ξεπερνάει κάθε ἄλλη δόξα! Γιά νά πάρουν πέντε χιλιάδες ἄνθρωποι (χωρὶς νά συνυπολογιστοῦν οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ) ἀπὸ μιά μπουκιὰ ψωμί, ὅπως τὸ ἀντίδωρο ποὺ παίρνουμε στήν ἐκκλησία, τὰ πέντε ψωμιά δὲν θὰ ἔφταναν μέ τίποτα. Ἐδῶ ὅμως ἔφαγαν πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν καὶ μάλιστα περίσσεψαν καὶ δώδεκα κοφίνια. Ἂν αὐτὴ ἤταν κάποια ὀφθαλμαπάτη, δὲν θὰ ἔγραφε ὁ εὐαγγελιστής πώς ἐχορτάσθησαν. Ἄν κάποιος ἄνθρωπος μποροῦσε νά ἐξαπατήσει ἕναν ἄλλο ὅτι ἔφαγε, δὲν θὰ μποροῦσε ὅμως νά πείσει ἕναν πεινασμένο ὅτι χόρτασε. Ἂν πράγματι ἤταν αὐτὸ κάποια ὀφθαλμαπάτη, ἀπὸ ποῦ προέκυψαν τὰ περισσεύματα, πού γέμισαν δώδεκα κοφίνια ψωμιά;
Ὄχι! Μόνο ἄνθρωποι πού ἡ καρδιά τους εἶχε νεκρωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μποροῦν νά τὸ ἀποκαλέσουν ὀφθαλμαπάτη αὐτό. Ἤταν πραγματικὸ γεγονός, ὅπως πραγματικὸς εἶναι κι ὁ Θεός. Πρέπει νά προσέξετε ὅμως πώς γιά τὸ θαῦμα αὐτὸ δέν ξεσηκώθηκαν φωνὲς ἐναντίον Του, δέν τοῦ ἔδωσαν κάποιες ἀνόητες ἐρμηνεῖες, ὅπως ἔκαναν οἱ Φαρισαῖοι σὲ πολλὰ ἄλλα ἀπὸ τὰ θαύματά Του. Κι ὄχι μόνο δέν τὸ ἀμφισβήτησε κανένας, ἀλλὰ «Οἱ οὖν ἄνθρωποι, ἰδόντες ὃ ἐποίησε σημεῖον ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον». (Ἰωάν. στ’ 14). Κι οἱ ὀχλοι ἤθελαν «ἁρπάζειν αὐτὸν ἵνα ποιήσωσιν αὐτὸν βασιλέα» (Ἰωάν. στ’ 15). Τέτοια ἀπήχηση εἶχε στόν λαὸ τὸ καταπληκτικὸ αὐτὸ θαῦμα!
«Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους» (Ματθ. ιδ’ 22). Δέν εἶναι περίεργο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνάγκασε τοὺς μαθητὲς Του νά μποῦν σὲ πλοῖο καὶ νά φύγουν πρὶν ἀπὸ τὸν ἴδιο; Γιατί τὸ ἔκανε αὐτό; Πρῶτον, γι’ αὐτό πού εἶχε γίνει. Καὶ δεύτερον, γι’ αὐτό πού ἐπρόκειτο νά γίνει. Τούς ἄφησε ν’ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὸ πλῆθος ὅσο πιὸ γρήγορα γινόταν, γιά νά συλλογιστοῦν καὶ νά συζητήσουν μεταξὺ τους τὸ μεγάλο θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων. Τούς ἄφησε νά ταξιδέψουν μέ τὸ πλοῖο, ὅπου ὁ Κύριος θὰ τοὺς ἐπισκεπτόταν σύντομα μ’ ἕνα καίνουργιο κι ἀνήκουστο θαῦμα: θὰ τοὺς πλησίαζε περπατώντας πάνω στό νερό, ὅπως περπατάει κανεὶς σὲ στέρεο ἔδαφος. Ὁ Κύριος γνώριζε ἐκεῖνο πού ἐπρόκειτο νά γίνει καί τί θὰ ἔκανε ὁ ἴδιος. Οἱ μαθητὲς Του, ποὺ δέν ἔβλεπαν τίποτα, ἔνιωσαν ἔκπληξη πού ὁ Χριστὸς τοὺς ἔστειλε πρὶν ἀπ’ Αὐτόν. Τὸν ἄφησαν ὅμως μόνο Του μέ τὸ πλῆθος, κατέβηκαν ἀπὸ τὸ ὄρος στή θάλασσα καὶ ξεκίνησαν τὸ ταξίδι.
Ἕνας ἄλλος ἀναμφισβήτητος λόγος γιά τή σπουδή πού ἔδειξε ὁ Κύριος νά προπέμψει τοὺς μαθητὲς Του, νά τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων, ἤταν ἐπειδὴ ὁ Ἴδιος ἤθελε νά τοὺς προφυλάξει ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια στά μάτια τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ τὰ ἐγκώμιά τους καὶ τὴν αὐτοεκτίμηση πού θὰ ἔνιωθαν ἐπειδὴ ἤταν μαθητὲς τέτοιου Θαυματουργοῦ. Ἤθελε νά τοὺς διδάξει πώς πρέπει νά εἶναι ταπεινοί, γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς εἶχε πεῖ: «δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν». Καί τώρα τοὺς ἔδιωξε ἐπειδὴ ἤθελε νά τοὺς προφυλάξει ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν ὑψηλοφροσύνη, ἐπειδὴ εἴχαν τέτοια σχέση μαζὶ Του, μὲ τὸν Διδάσκαλό τους. Καὶ τελικὰ ἤθελε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νά τοὺς κάνει νά γνωρίσουν τὴν ἀπεριόριστη ταπείνωσή Του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: Μετὰ ἀπὸ ἕνα τόσο καταπληκτικὸ θαῦμα, ἀποσύρθηκε στήν ἡσυχία γιά νά προσευχηθεῖ.
Οἱ μαθητὲς Του ἤταν ἐξοικειωμένοι μέ τή συνήθειά Του ν’ ἀποσύρεται συχνὰ στήν ἔρημο γιά νά προσευχηθεῖ. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὅμως μήπως ἀποσύρθηκε σκόπιμα στήν ἔρημο, γιά νά μείνει μόνος Του, μετὰ τή φοβερὴ εἴδηση γιά τὸ θάνατο τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστή; Ἂς ξεχάσουν οἱ μαθητὲς Του γιά ποιό λόγο πῆγε στήν ἔρημο· ἂς συνειδητοποιήσουν πώς τὸ μεγάλο θαῦμα πού τόσο ξαφνικὰ ἔκανε, καθὼς κι ὅλοι οἱ ἔπαινοι κι ὁ θαυμασμὸς τῶν ἀνθρώπων, δέν μποροῦσαν νά καταστρέψουν τὴν ἐσωτερικὴ γαλήνη καὶ τὴν ταπείνωσή Του, οὔτε καὶ νά τὸν κάνουν ν’ ἀλλάξει τὴν ἀπόφασή Του νά πάει στήν ἔρημο γιά νά προσευχηθεῖ.
Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς