Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 23 Ἰουνίου 2024, Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξ. β΄ 1-11)

Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες οἱ ἀπόστολοι ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλή­ρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσ­σαι ὡσ­εὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύ­ματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. Ἦσαν δὲ ἐν Ἱε­ρουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕ­καστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλα­μῖται, καὶ οἱ κατοι­κοῦντες τὴν Μεσοποτα­μί­αν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδη­μοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσή­λυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀ­κού­ο­μεν λα­λούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;

ΟΛΟΙ ΕΝΑ!

«Ἤρξαντο λαλεῖν
ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι»

Πεντηκοστή! Ἡμέρα τῆς φανερώσεως τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, κατῆλθε μὲ τὴ μορφὴ φωτιᾶς στὸν εὐρύτερο κύκλο τῶν Μαθητῶν καὶ διαμερίσθηκε σὲ πύρινες γλῶσσες, ποὺ κάθισαν ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ καθενός. Ἄρχισαν οἱ μέχρι τότε ἀγράμματοι Μαθητὲς νὰ ὁμιλοῦν ξένες γλῶσσες.

Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτὲς τὸ συσχετίζουν μὲ ἕνα πολὺ διδακτικὸ περι­στατικό, ποὺ περιγράφεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὸ ὁποῖο εἶχε συμβεῖ αἰῶνες νωρίτερα· τότε ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀποφάσισαν μὲ ἀλαζονεία νὰ χτίσουν ἕναν ψηλὸ πύργο, τοῦ ὁποίου ἡ κορυφὴ νὰ φθάσει ἕως τὸν οὐρανό: τὸν πύργο τῆς Βαβέλ. Ὁ Θεὸς ἐπέφερε τότε σύγχυση στὴν ἐπικοινωνία τους τιμωρώντας τους μὲ τὴν πολυγλωσσία. Γιατί, ἀλήθεια, ὁ Θεὸς χώρισε τότε τοὺς ἀνθρώπους καὶ πῶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπανέφερε πάλι τὴν ἑνότητα;

1. Ἡ διαίρεση τῆς Βαβὲλ

Μετὰ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὴν κοινωνία του μὲ τὸν Θεό. Ἀπομακρύνθηκε κι ἀπὸ τὸν συνάνθρωπό του. Ἀγρίεψε. Ἔφθασε ὁ ἀδελφὸς νὰ σκοτώσει τὸν ἀδελφό του, ὁ Κάιν τὸν Ἄβελ. Ὁ Θεὸς γιὰ νὰ σταματήσει τὴ διαστροφὴ αὐτὴ ἐπέτρεψε τὸν φοβερὸ κατακλυσμό. Οἱ ἄνθρωποι ὡστόσο παρέμειναν ἀσυγκίνητοι ἀπὸ τὴν πρωτοφανὴ ἐκείνη καταστροφή. Τὸ ἀποκορύφωμα μάλιστα τῆς ἀλαζονείας, τῆς ἐπάρσεώς τους ἦταν ἡ ἐπιθυμία τους νὰ οἰκοδομήσουν ἕναν πύργο πανύψηλο, ποὺ ἡ κορυφή του νὰ φθάσει στὸν οὐρανό καὶ νὰ γίνουν ἔτσι ὀνομαστοί. Πόσο ἀνόητοι ὅμως ἀποδείχθηκαν!

Ὁ παντοδύναμος Κύριος μὲ τὴν πολυγλωσσία ποὺ ἐπέφερε ματαίωσε τὰ ὑπερφίαλα σχέδιά τους. «Δεῦτε καὶ καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τὴν γλῶσσαν, ἵνα μὴ ἀκούσωσιν ἕκαστος τὴν φωνὴν τοῦ πλησίον» (Γεν. ια΄ 7), εἶπε ὁ Τρισυπόστατος Θεός. Ἂς ἐπιφέρουμε, δηλαδή, σύγχυση στὴ γλώσσα ποὺ μιλοῦν οἱ ἄνθρωποι, ὥστε νὰ μὴν κατανοεῖ ὁ ἕνας τὴ γλώσσα τοῦ ἄλλου καὶ νὰ μὴν μποροῦν νὰ συνεννοηθοῦν μεταξύ τους. Ἡ ἐπικοινωνία τους τότε διασαλεύθηκε. Ἐπῆλθε ἡ σύγχυση μεταξύ τους, ὁ διασκορπισμός, καὶ ἔτσι ματαιώθηκε τὸ ἀλαζονικὸ σχέδιό τους. Μὲ τὴ λέξη «σύγχυση» ἀποδίδεται ἡ ἑβραϊκὴ λέξη «Βαβέλ», γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πύργος ποὺ ἐπιδίωξαν νὰ κτίσουν ὀνομάσθηκε «Πύργος τῆς Βαβέλ».

Ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε τὴ διαίρεση αὐτή, τὸν χωρισμὸ τῶν ἀνθρώπων ἐξαιτίας τοῦ ἐγωισμοῦ τους. Διότι ὁ ἐγωισμὸς εἶναι ποὺ χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸν χωρίζει ἐπιπλέον ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του. Τὸν ἀπομονώνει, τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ ὅλους. Ἀγριεύει ὁ ἄνθρωπος ποὺ θεωρεῖ ὡς κέντρο τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς ἐπιθυμίες του. Πνίγεται τελικὰ στὴ φιλαυτία καὶ τὸν ἀτομισμό του.

2. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας

Αἰῶνες μετὰ τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο γεγο­νὸς τῆς Βαβέλ, καὶ συγκεκριμένα τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, θεμελιώθηκε ἕνας ἄλλος Πύργος, ἀκατάβλητος καὶ αἰώνιος. Ἕνα οἰκοδόμημα πνευμα­τι­­κό, ποὺ ἀγγίζει τὸν οὐρανό: ἡ ἁγία μας Ἐκ­­κλησία. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ὅ­πως ἀ­κούσαμε στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνω­σμα, ὑπῆρχαν στὴν Ἱερουσαλὴμ Ἰου­δαῖοι ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὴ μορφὴ πύρινων γλωσσῶν ἐπιφοίτησε στοὺς ἁγίους Ἀ­πο­στόλους καὶ τοὺς κατέστησε πάνσο­φους, ὥστε νὰ κηρύττουν τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τὴ σωτηρία ποὺ χαρίζει ὁ Χριστός. Ἑνώθηκαν τότε ὅλοι σὲ μία πί­στη, μία ψυχή, μία Ἐκκλησία. Ἑνώθηκαν οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἦταν ἄλλοτε ξένοι καὶ διαιρεμένοι μεταξύ τους.

Τὶς ἀλήθειες αὐτὲς περιγράφει πο­λὺ εὔστοχα τὸ κοντάκιο τῆς Πεντηκο­στῆς: «Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέ­χεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνό­τητα πάντας ἐκάλεσε». Δηλαδή, ὅ­ταν ὁ Θεὸς κατέβηκε στοὺς ἀνθρώπους, τὴν ἐποχὴ ποὺ κατασκεύαζαν τὸν πύργο τῆς Βαβέλ, ἐπέφερε σύγχυ­ση στὴ γλώσσα τους καὶ «διεμέρισε», χώρισε μεταξύ τους τὰ ἔθνη. Ὅταν τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς κατῆλθε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ διαμοιράσθηκε σ᾿ αὐτοὺς μὲ τὴ μορφὴ πύρινων γλωσσῶν, κάλεσε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σὲ μία ἀρραγὴ ἑνότητα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, λοιπόν, μᾶς ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν Θεό. Μᾶς ἑνώνει καὶ μεταξύ μας. Αὐτὸ σημαίνει Ἐκκλησία: ἑνότητα πίστεως, λατρείας καὶ ζωῆς.

Ἀπὸ τότε τὸ Πανάγιο Πνεῦμα δὲν ἔπαυσε νὰ ἐνεργεῖ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁ κόσμος μας ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι διχασμένος. Ἐπικρατεῖ ἡ ἐχθρότητα, κάποτε ἀκόμη καὶ μέσα στὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας. Ἐντάσεις μέσα στὴν οἰκογένεια, πείσματα, νεῦρα, ἀσυμφωνία χαρακτήρων, χωρισμοί. Ποιά εἶναι ἡ λύση γιὰ νὰ ἀποφευ­χθοῦν ὅλα αὐτά; Νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, πνευματέμφοροι, «πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου». Διότι μόνο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νὰ μᾶς ἑνώσει μεταξύ μας, νὰ μᾶς χαρίσει εἰρήνη καὶ ὁμόνοια, νὰ μᾶς ἐμπνεύσει νὰ μιλοῦμε τὴν ἴδια γλώσσα, τὴ γλώσσα τῆς ἀγάπης, καὶ νὰ μᾶς ἀνεβάσει στὸν Οὐρανό, ὄχι μέσῳ κάποιου ἀνθρώπινου πύργου, ὅπως αὐτοῦ τῆς Βαβέλ, ἀλλὰ μέσῳ τοῦ ἀχειροποίητου οἰκοδομήματος τῆς Ἐκκλησίας μας.