«Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῶ, Κύριος ἐν φωνὴ σάλπιγγος»

 Ἀνάληψη εἶναι τὸ τελευταῖο γεγονὸς τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Βεβαίως, στὴ θεία Οἰκονομία ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ κατακλείδα, γι’αὐτὸ καὶ καλεῖται «τελευταία ἑορτὴ». Ὁ Θεὸς Πατέρας εὐφράνθηκε νὰ δεῖ τὸν ἄνθρωπο ὅπως τὸν εἶχε συλλάβει πρὸ καταβολῆς κόσμου καὶ κατέπεμψε στὴ γῆ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, γιὰ νὰ σφραγίσει ὅτι τὰ διεστῶτα ἑνώθηκαν, «τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ» λύθηκε, συμφιλιώθηκε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεὸ καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Θεὸς δέχθηκε ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ λαμπρότητα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς εἶναι τόσο μεγάλη, διότι ἀναλαμβανόμενος ὁ Κύριος στὸν Οὐρανὸ ἀνύψωσε στὸν θρόνο τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Θεοῦ τὴν ἄμεμπτη καὶ ἄσπιλη ἀνθρώπινη φύση ποὺ δανείστηκε ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο, μέσα στὴν ὁποία φανέρωσε τὴν ἀκατάληπτη ἀγάπη τοῦ ἀνάρχου Πατρός.

Ὁ Κύριος ἀφοῦ «κατέβη πρώτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς, ἀναβὰς εἰς ὕψος ἠχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις», τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ὡς «ὄμβροι εἰρηνικοὶ» ἄρδευσαν τὴ γῆ. Ἔτσι ἐκπληρώθηκε ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου γιὰ τοὺς ποταμοὺς τοῦ ζῶντος ὕδατος, ποὺ θὰ ἔρρεαν ἀπὸ τὴν καρδιὰ ὅσων θὰ πίστευαν στὸ Ὄνομά Του.

Στὴ διάρκεια τῆς περιόδου ποὺ ἀκολούθησε τὴν Ἀνάσταση, ὁ Κύριος ἐμφανιζόταν συνεχῶς στοὺς μαθητές Του καὶ τοὺς μυσταγωγοῦσε στὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας Του. Οἱ σαράντα ἡμέρες μετὰ τὸ καινὸ Πάσχα ἦταν σὰν ἐντατικὴ θεολογικὴ σχολή, ὅπου ὁ Χριστὸς διαλεγόμενος μὲ τοὺς Ἀποστόλους, ἀπαντοῦσε στὶς ἀπορίες τους, διάνοιγε τὸν νοῦ τους νὰ κατανοήσουν τὶς Γραφές, ἔφλεγε τὶς καρδιές τους μὲ τὸν πόθο τῆς Βασιλείας Του, ἐπέλυε ὅλα τα προβλήματά τους. Οἱ Ἀπόστολοι παρέμειναν «ὁμοθυμαδὸν», «προσκαρτεροῦντες τὴ κοινωνία καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς». Ζοῦσαν μὲ τέτοια ἔνταση προσευχῆς στὴν παρουσία τοῦ Ἀναστάντος Διδασκάλου τους, ποὺ τὰ λόγια Του ἀποτυπώνονταν στὴν καρδιὰ καὶ στὴ μνήμη τους, ὅπως συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐκζητᾶ λόγο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους Του μὲ ἄκρα ἔνταση προσευχῆς καὶ προσοχῆς.

Ὁ Κύριος γιὰ σαράντα ἡμέρες «ἣν ὀπτανόμενος τοῖς μαθηταῖς» καὶ τοὺς ἐκπαίδευε. Οἱ μαθητὲς Τὸν εἶχαν γνωρίσει ἐν σαρκί, στὸ ἑξῆς θὰ Τὸν γνώριζαν ἐν Πνεύματι. Στὴ διάρκεια τῶν τριῶν χρόνων ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦσαν Τὸν ἔβλεπαν, Τὸν ἄκουγαν, Τὸν ψηλάφησαν. Ὡστόσο, «ἡ σὰρξ» πλέον «οὐκ ὠφελεῖ οὐδὲν». Τώρα ἔπρεπε νὰ γνωρίσουν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος Σαβαώθ, ἔπρεπε ἡ ἀγάπη καὶ ἡ προσκύνησή Του νὰ εἶναι στὸ ἑξῆς «ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθεία».

Αὐτὴ τὴν περίοδο ὁ Κύριος τούς παρέδιδε νέα μαθήματα· τοὺς δίδασκε ἀφενὸς μὲ τὴν παρουσία Του, ὥστε νὰ μπορέσουν νὰ συλλάβουν ὅλη τὴ θεωρία τοῦ Προσώπου Του, ὅπως ἀναγγέλθηκε ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, ὅπως φανερώθηκε στὴ γῆ μὲ τὴν Ἐνανθρώπησή Του καὶ ὅπως παρουσιάσθηκε στὴ νέα πραγματικότητα μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Ἀφετέρου, τοὺς παρεῖχε τὴν παιδεία τῆς ἀπουσίας Του. Παρὰ τὴν ὑπόσχεσή Του οἰκονόμησε νὰ αἰσθάνονται οἱ μαθητὲς Του ὀρφανοί, κάθε φορά ποὺ ἐξαφανιζόταν ἀπὸ τὰ μάτια τους, καὶ εἰδικὰ τὶς δέκα μέρες μεταξὺ Ἀναλήψεως καὶ τῆς ἐπιδημίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νὰ ἐντείνει τὸν πόθο καὶ τὴ δίψα τους.

Ἀναφέρουν οἱ Πατέρες ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἀνέβηκε σὰν ἀστραπή, ἀλλὰ «σχολὴ καὶ βάδην καὶ οὐκ ἀθρόον». Ὁ Χριστὸς ἀνέβαινε σιγὰ-σιγὰ στὸν Οὐρανό, γιὰ νὰ ἁγιάσει καὶ τοὺς αἰθέρες, ὅπως ἁγίασε μὲ τὴν παρουσία Του ὅλη τὴ γῆ, ὅπως ἁγίασε τὰ ὕδατα βαπτιζόμενος στὸν Ἰορδάνη καὶ ὅπως ἁγίασε τὰ καταχθόνια μένοντας «ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ ἅδου» γιὰ τρεῖς ἡμέρες. Ἔπρεπε νὰ ἁγιασθοῦν καὶ οἱ γεμάτοι ἀπὸ τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας αἰθέρες, ὥστε νὰ ἐξομαλύνει ὁ Κύριος το πέρασμά μας ἀπὸ τὴ γῆ στὸν Οὐρανὸ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας, καὶ νὰ ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ κάνουμε τὴ διάβαση ἀπείραστοι καὶ ἄτρωτοι ἀπὸ τὴν κακία τῶν δαιμόνων.

Ἐνῶ ὁ Κύριος ἀναλαμβανόταν καὶ οἱ μαθητὲς ἔκθαμβοι Τὸν ἀτένιζαν νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ κοντά τους, παρουσιάστηκαν δύο Ἄγγελοι μὲ λευκὰ ἐνδύματα πού τοὺς εἶπαν: «Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἐστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν;». Οἱ Οὐρανοπολίτες βεβαίως δὲν ἀπόρησαν ποὺ τὸ βλέμμα τῶν μαθητῶν ἦταν στραμμένο πρὸς τὰ ἄνω, ἀντιθέτως, θὰ ἦταν ἄξιο ἀπορίας ἐὰν σὲ μιὰ τέτοια στιγμὴ κατευθύνονταν στὴ γῆ, ἀλλὰ οἱ λόγοι τους ἔκρυβαν μιὰ λεπτὴ ἐπίπληξη, διότι οἱ Ἀπόστολοι βρίσκονταν σὲ κατάσταση ἀδράνειας. Ἡ ἀνάταση τοῦ βλέμματος πρὸς τὸν Οὐρανὸ δὲν ἐπαρκεῖ, ἂν δὲν συνοδεύεται μὲ καύση καρδιᾶς. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἔμπνευση ξεχύνονται ὅμως σὰν ὁρμητικὸς χείμαρρος, ὅταν ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου «κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῶ». Οἱ Ἄγγελοι μὲ τοὺς λόγους τοὺς ὑπενθύμισαν στοὺς μαθητὲς γιὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ ἐνέτειναν τὴν προσμονὴ τοὺς γι’ αὐτήν. Ὁ Θεὸς ἔστειλε τοὺς Ἀγγέλους Του, νὰ δώσουν ἐσχατολογικὴ διάσταση στοὺς λογισμοὺς τῶν Ἀποστόλων, νὰ ἐξηγήσουν ὅτι ὅπως ἀνέβηκε, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ ἔλθει καὶ πάλι, ὥστε ἡ καρδιά τους νὰ παραμείνει γεμάτη μὲ εἰρήνη, μὲ τὴν ἀλάθητη καὶ ἄφθαρτη παράκληση τοῦ Πνεύματός Του.

Στὸ γεγονὸς τῆς Ἀναλήψεως παρατηροῦμε τρία ἀκόμη κύρια σημεῖα. Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι ὁ Κύριος ἀναλήφθηκε, ἐνῶ εὐλογοῦσε. Ἡ εὐλογία Του εἶναι ἡ χάρη τοῦ Οὐρανοῦ, ποὺ ἔρχεται «ὡς δρόσος ἀερμῶν, ἡ καταβαίνουσα ἐπὶ τὰ ὅρη Σιών». Χωρίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτούς Του, ἀπὸ τοὺς μαθητές Του, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ θὰ ἔλθει τὴν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του. Ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου ἐπαναπαύθηκε στοὺς Ἀποστόλους καὶ μέσω αὐτῶν ἁπλώθηκε «ἐπὶ πᾶσαν σάρκα», καὶ παραμένει ὡς πολύτιμη κληρονομιὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία Του, ὅπου διὰ τῶν ἐπισκόπων καὶ τῶν ἱερέων μεταδίδεται σὲ ὅλα τα μέλη της, ἕως ὅτου φθάσει τὴν τελείωσή της μὲ τὴ Δευτέρα Παρουσία.

Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν κόσμο ἀπὸ ἀγάπη καὶ δὲν ἔπαυσε νὰ περιποιεῖται τὸν ἄνθρωπο ἀκόμη καὶ στὴν ἀποστασία του. Ἀπὸ ἀγάπη χρηστεύεται καὶ ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο τὸν χρόνο, ὡς καιρὸ μετανοίας καὶ λυτρώσεως, γιὰ νὰ σφραγισθεῖ σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ μὲ τὸ σημεῖο τῆς εὐλογίας Του καὶ νὰ ἀναγνωρισθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους ὡς ἐκλεκτός του Θεοῦ τὴν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Ὁ τρόπος τῆς Ἀναλήψεώς Του, «ἐν τῷ εὐλογεῖν Αὐτὸν αὐτούς», γεννᾶ μεγάλες ἐλπίδες ὅτι καὶ τὴ φοβερὴ ἐκείνη Ἡμέρα, ἡ κρίση Του θὰ εἶναι ἀναμεμιγμένη μὲ τὴν ἀγάπη Του καὶ τὸ ἔλεός Του.

Ἕνα δεύτερο χαρακτηριστικό τῆς Ἀναλήψεως εἶναι ὁ δοξασμένος τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ἀνῆλθε ὁ Κύριος. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος μιλᾶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία συχνὰ περιγράφεται ὡς φωτεινὴ νεφέλη. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἔβλεπαν τὴ δόξα, ἀλλὰ ὄχι τὸν Κύριο. Στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅταν ὁ Κύριος ἦλθε ἐν σαρκί, ἔκρυψε τὴ δόξα Του μέσα στὸ «σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν», ποὺ προσέλαβε, γιὰ νὰ μὴν «ἐκδηματίση», νὰ μὴν ἐκφοβίσει τὸ πεπτωκὸς πλάσμα Του. Οἱ ἄνθρωποι εἶδαν τὸν Κύριο ταπεινό, πράο, ὡς «ἀμνὸν ἀγόμενον ἐπὶ σφαγὴν», ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν νὰ διακρίνουν τὴ δόξα Του, γι’ αὐτὸ καὶ πολλοὶ δὲν ἀναγνώρισαν στὸ πρόσωπό Του τὸν Μεσσία. Ὅσοι ὅμως μὲ ἀγαθὴ προαίρεση πίστεψαν, αὐτοὶ ἔλαβαν τὴ χάρη νὰ ἀναγεννηθοῦν. Ὅσοι δέχθηκαν τὸν λόγο Του καὶ πίστεψαν στὸ Ὄνομά Του, δέχθηκαν τὴν ἐξουσία νὰ κληθοῦν τέκνα Θεοῦ καὶ «μεταβέβηκαν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωὴν».

Τώρα, στὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, ὁ Χριστὸς παρουσιάσθηκε ἀπροκάλυπτα πλέον ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ ἐμφανῆ τὴ δόξα Του. Τὴν Ἡμέρα τῆς ἐνδόξου Παρουσίας Του θὰ ἔλθει πάλι ὁ Κύριος «ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς». Ἡ Ἀνάληψη κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀποτελεῖ προφητικὸ γεγονός, καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος γίνεται ὁ Προφήτης τῆς Δευτέρας Παρουσίας Του.

Ἡ δόξα Του, ποὺ θὰ εἶναι σὰν ἀστραπὴ κατὰ τὴν ἐπιφανῆ αὐτὴ Ἡμέρα, θὰ προστατεύσει ὅσους φέρουν τὴ σφραγίδα τῆς εὐλογίας Του ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης τῶν ψευδοπροφητῶν ποὺ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες διακηρύττουν: «Ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστός, ἰδοὺ ἐκεῖ», γιὰ νὰ «ἀποπλανήσουν εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς». Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Κύριος προειδοποίησε, νὰ μὴν δίνουμε προσοχὴ σὲ ἀλλότριες, ψεύτικες φωνὲς ποὺ θὰ προτρέπουν νὰ ἀποκοποῦμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ θὰ πλανήσουν ὅσους ἔχουν τὸ βλέμμα προσηλωμένο στὴ γῆ καὶ τὴν καρδιὰ βεβαρημένη μὲ μέριμνες τοῦ κόσμου τούτου. Ἀντιθέτως, ὅσοι ἔχουν τὸ βλέμμα ψηλὰ καὶ «φρονοῦν τὰ ἄνω», δὲν θὰ πλανηθοῦν, ἀλλὰ θὰ ἀναμένουν μὲ καρτερία τὸ ἀληθινὸ σημεῖο τῆς Παρουσίας τοῦ Κυρίου.

Ὁ Κύριος δὲν παρέδωσε τοὺς λόγους Του ὡς μυστικό: «Ὁ λέγω ὑμῖν ἐν τῇ σκοτία, εἴπατε ἐν τῷ φωτί, καὶ ὁ εἰς τὸ οὖς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπὶ τῶν δωμάτων». Ἔτσι καὶ ἡ Παρουσία Του δὲν θὰ ἔχει κάτι τὸ μυστικὸ καὶ ἀπόκρυφο. «Ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως δυσμῶν, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου». Ἡ Ἁγία Γραφὴ δίνει ἐπαρκεῖς πληροφορίες γιὰ τὸ γεγονὸς τοῦ ἐνδόξου ἐρχομοῦ τοῦ Κυρίου στὰ τέλη τῶν αἰώνων, ὥστε ὅταν ἔλθει γιὰ νὰ κρίνει «ζωντας καὶ νεκρούς», οἱ πιστοὶ ἀφενὸς νὰ τὴν ἀναγνωρίσουν καὶ νὰ μὴν ζοῦν στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀποψυχήσουν μὲ τὰ δεινὰ καὶ τὰ παθήματα, ποὺ θὰ προηγηθοῦν, «διότι ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσις αὐτῶν» .

Ὁ ἐρχομὸς τοῦ Κυρίου θὰ περιβάλλεται ἀπὸ δόξα καὶ γιὰ ἐμᾶς ὁ πιὸ δοξασμένος τρόπος ἀναμονῆς Του εἶναι ὅταν προσεδρεύουμε ἐν Ἱερουσαλὴμ, δηλαδὴ ὅταν παραμένουμε ἐνεργὰ καὶ γνήσια μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του καὶ μέσα ἀπὸ τὰ Μυστήριά της, Τοῦ ἀποδίδουμε αἶνο καὶ εὐχαριστία.

Τὸ τρίτο χαρακτηριστικὸ ποὺ παρατηρεῖται στὴν Ἀνάληψη εἶναι τὸ αἰφνίδιο καὶ ἀπροσδόκητό του γεγονότος. Ἡ Δευτέρα Παρουσία ἐπίσης θὰ εἶναι αἰφνίδια καὶ ἀπροσδόκητη. Ὁ Κύριος σὲ πολλὲς περιπτώσεις προειδοποίησε: «Βλέπετε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ καιρὸς ἐστιν… Ἃ δὲ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω· γρηγορεῖτε» Ἡ πεποίθηση γιὰ τὴ σωτηρία δὲν μπορεῖ νὰ βασισθεῖ στοὺς ἀνθρώπινους ὑπολογισμούς. Ἀκολουθώντας τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου: «Ταῦτα προσδοκῶντες σπουδάσατε ἄσπιλοι καὶ ἀμώμητοι αὐτῷ εὐρεθῆναι ἐν εἰρήνῃ», τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ προσφέρουμε στὸν Θεὸ διηνεκῶς μετάνοια καὶ καρδιὰ συντετριμμένη, ὥστε νὰ γευθοῦμε πρὶν τὸ τέλος τὴν εἰρήνη τῆς συμφιλιώσεως καὶ νὰ μεταβάλουμε τὸν ἐπὶ γῆς χρόνο τῆς ζωῆς μας σὲ καιρὸ χρηστότητας Κυρίου.

Ὅλη ἡ ζωὴ τῶν πιστῶν κυλάει μὲ τὴν ἀναμονὴ τοῦ Νυμφίου, ὡστόσο, εἶναι γνωστὸ στὴν πνευματικὴ ζωὴ ὅτι, ὅσοι μὲ ψευδοαποκαλυπτική, κίβδηλη, καὶ κενόδοξη στάση ἀναμονῆς προσδοκοῦν ὁράματα καὶ θεωρίες, φέρουν πνεῦμα ἐπάρσεως καὶ εὔκολα γίνονται θύματα τῆς πλάνης τοῦ ἐχθροῦ. Συνήθως, ἐκεῖνοι ποὺ ἀξιώνονται νὰ ἁρπαχθεῖ τὸ πνεῦμα τους στὴν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅσοι, βυθισμένοι στὸ πένθος καὶ τὴν ταπεινὴ προσευχή, θεωροῦν τὸν ἑαυτὸ τους γῆ καὶ σποδό, «ἀνάξιον τοῦ ζῆν καὶ ἄξιον πάσης ὄντως κολάσεως», ἀλλὰ δὲν παύουν νὰ ἐπικαλοῦνται τὸ ἔλεός Του «παρ’ ἐλπίδα ἐπ’ ἐλπίδι». Ἀκόμη καὶ ὅταν περιλάμπονται ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο Φῶς, ἡ μετάνοιά τους εἶναι ἀνεπίστροφη.

Εἶναι ἁλυσιτελὲς νὰ ἐρευνοῦμε χρόνους καὶ καιρούς, ἀλλὰ χρειάζεται συνεχῶς νὰ ἐρευνοῦμε τὴν καρδιά μας, γιὰ νὰ τὴν καθαρίσουμε καὶ νὰ μὴν ἀφήσουμε τίποτε τὸ ἀλλότριο νὰ εἰσέλθει στὸν τόπο αὐτὸ ποὺ κατεξοχὴν ἀνήκει στὸν Θεὸ καὶ ἔτσι νὰ καταξιωθοῦμε νὰ σταθοῦμε καὶ νὰ ἀντικρίσουμε τὸ πράο καὶ ἱλαρὸ βλέμμα τοῦ Παντοκράτορος Ἰησοῦ. Ἡ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου πρέπει νὰ εἶναι ἀπρόσμενη, διότι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ δοκιμασθεῖ «ὡς ἐν καμίνῳ» ἡ καρδιά μας.

Ἡ γνήσια ἐσχατολογικὴ ἀναμονὴ προφυλάσσει ἀπὸ τὸν ζοφερὸ ὕπνο τῆς ἀκηδίας, ποὺ μαστίζει τὰ τέκνα τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ θολώνει τὸν νοῦ. Ταυτόχρονα μεταβάλλει τὴν πρόσκαιρη ζωὴ σὲ θερμὴ προσμονὴ τῶν ἀφθάρτων καὶ ἀσαλεύτων· ἀφανίζει τὸν πειρασμὸ τῆς ἀρνήσεως τῆς Κρίσεως μὲ τὸν λογισμό: «Ποῦ ἐστιν ἡ ἐπαγγελία τῆς Παρουσίας Αὐτοῦ; Ἀφ’ ἧς γὰρ οἱ Πατέρες ἐκοιμήθησαν, πάντα οὕτως διαμένει ἀπ’ ἀρχῆς κτίσεως».

Ὁ πόθος γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου προσδίδει στὴ ζωὴ τοῦ πνεύματος «μανικὸν ἔρωτα», ὅπως λένε οἱ Πατέρες, ποὺ νικᾶ κάθε ἄλλο πόθο καὶ ψεύτικη ἐπιθυμία τοῦ κόσμου τούτου ποὺ παράγει. «Ἑνὸς δὲ ἐστι χρεία, τῆς χάριτος τοῦ Οὐρανοῦ, τῆς φλόγας τοῦ Παρακλήτου, ποὺ θὰ μᾶς σφραγίσει ἀνεξάλειπτα γιὰ νὰ μᾶς ἀναγνωρίσει ὁ Κύριος ὡς δικούς Του τὴν Ἡμέρα ἐκείνη, ὅταν εἴθε νὰ μᾶς παραλάβει ὅλους γιὰ νὰ ζοῦμε μαζί Του στοὺς αἰῶνες.

Αρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου