Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 9 Ἰουνίου 2024, Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ (Πράξ. ις΄ 16-34)

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο πορευομένων ἡμῶν τῶν ἀποστόλων εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη. αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας. τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σί­λαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον·

οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν ᾿Ιου­δαῖοι ὑπάρχοντες, καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι. καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ραβδίζειν, πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς· ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον. Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι. ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύ­ραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑ­αυ­τὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; οἱ δὲ εἶπον· πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα, ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πε­­πιστευκὼς τῷ Θεῷ.

 

ΔΟΞΑ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΓΙΑ ΟΛΑ!

«Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν»

Οἱ δύο Ἀπόστολοι, ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σίλας, βρίσκονται στὸ πιὸ βαθὺ κελλὶ τῆς φυλακῆς τῶν Φιλίππων κάτω ἀπὸ αὐστηρὴ ἐπιτήρηση, ἐπειδὴ τόλμησαν νὰ κηρύξουν μὲ παρρησία τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐλευθέρωσαν ἀπὸ τὸ δαιμόνιο μιὰ γυναίκα, ποὺ κάποιοι τὴν ἐκμεταλλεύονταν γιὰ νὰ πλουτίζουν μὲ τὶς μαντεῖες της. Τὰ ροῦχα τους εἶναι ξεσκισμένα· τὸ σῶμα τους γεμάτο πληγὲς ἀπὸ τὰ ἀνελέητα μαστιγώματα, ποὺ ἐπὶ πολλὴ ὥρα δέχονταν· οἱ πόνοι τους ἀνυπόφοροι· ὅλα τὰ μέλη τους ἀκινητοποιημένα· τὰ πόδια τους δεμένα στὸ τιμωρητικὸ ὄργανο ποὺ λεγόταν ξύλο, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν μποροῦν οὔτε στὸ ἐλάχιστο νὰ μετακινηθοῦν. Ὁπωσδήποτε εἶναι διψασμένοι καὶ νηστικοί, οἱ δὲ δυνάμεις τους ὅλο καὶ τοὺς ἐγκαταλείπουν.

Ἂς δοῦμε ὅμως πῶς ἀντιμετωπίζουν τὴ δυσκολία τους οἱ δύο Ἀπόστολοι καὶ τί σημασία ἔχει αὐτὸ γιὰ ἐμᾶς.

1. Σὲ ἄλλον κόσμο, πνευματικὸ

Βρίσκονται, ὅπως εἴπαμε, φυλακισμένοι κάτω ἀπὸ ἄθλιες συνθῆκες καὶ ἔπειτα ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια. Καὶ ὅμως, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύκτας, τὴν ὥρα ποὺ οἱ ὑπόλοιποι κρατούμενοι δυσφοροῦν, ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σίλας στρέφουν τὴν καρδιά τους στὸν Θεὸ καὶ προσεύ­χον­ται. Μάλιστα δὲν προσεύχονται νὰ τοὺς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴ δεινὴ κατάστασή τους, νὰ καταπαύσει τοὺς πόνους τους, ἀλλὰ «προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν». Σὰν νὰ βιώνουν τὴν πιὸ μεγάλη χαρά, σὰν νὰ μὴ λειτουργοῦν οἱ αἰσθήσεις τοῦ σώματός τους, σὰν νὰ βρίσκονται σ᾿ ἕναν ἄλλον κόσμο, πνευματικό, ὑμνοῦν καὶ δοξάζουν τὸν Θεό. Παρόμοια, ὅπως ἄλλοτε οἱ Τρεῖς Παῖδες μέσα στὸ καμίνι τοῦ πυρὸς ἔνιωθαν νὰ φυσᾶ δροσερὸς ἄνεμος, μ᾿ ἕνα στόμα δὲ ὑμνοῦσαν καὶ εὐλογοῦσαν καὶ ἐκεῖνοι τὸν Κύριο.

Θαυμάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἡ τοῦ Παύλου ἅλυσις πάσης σειρᾶς χρυσῆς κοσμιωτέρα ἐστίν» (ΕΠΕ, 20, 628). Δηλαδή, ἡ ἁλυσίδα ποὺ κρατοῦσε δέσμιους τοὺς δύο Ἀποστόλους εἶναι πολυτιμότερη ἀπὸ κάθε χρυσὴ ἁλυσίδα, διότι αὐτὴ τοὺς ἀνέβασε στὸν οὐρανό. Στὸν οὐρανὸ λοιπὸν οἱ δύο Ἀπόστολοι, πραγματικὰ ἐλεύθεροι ἀπὸ ὁτιδήποτε τοὺς κρατεῖ δέσμιους στὴ γῆ, δοξολογοῦν τὸν Θεό.

Αὐτὴ τὴ δοξολογία ἀκοῦν οἱ ὑπόλοιποι φυλακισμένοι καὶ ἐκπλήσσονται. Αὐτὴ τὴ δοξολογία ἀκούει καὶ ὁ Θεὸς καὶ ἀπαντᾶ μὲ τρόπο συγκλονιστικό. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη γίνεται μεγάλος σεισμός, ποὺ συνταράζει τὰ θεμέλια τῆς φυλακῆς. Οἱ ἴδιοι εἶναι ἀκίνητοι, οἱ ὕμνοι τους ὅμως σείουν τὴ γῆ. Εἶναι δεμένοι, ἀλλὰ ἡ δοξολογία τους προκαλεῖ σεισμὸ ποὺ λύει τὰ δεσμά τους. «Πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη»· λύνει τὰ δεσμὰ καὶ ὅλων τῶν κρατουμένων. Ἡ ὑπέροχη δοξολογία μέσα στὴν ἄθλια φυλακὴ φέρνει τὸ μεγάλο θαῦμα!

2. Δοξολογία γιὰ ὅλα

Ἡ παναρμόνια αὐτὴ δοξολογία τῶν Ἀποστόλων ἀντηχεῖ μέσα στοὺς αἰῶνες. Ἑνώνεται μὲ τὴ δοξολογία χιλιάδων μαρτύρων τῆς πίστεώς μας, οἱ ὁποῖοι πέρασαν ἀπὸ παρόμοια δεσμωτήρια, καὶ φθάνει μέχρι τὴν ἐποχή μας. Τὴν ἀκοῦν καὶ τὰ δικά μας αὐτιὰ καὶ θαυμάζουμε τὸ ἡρωικὸ φρόνημά τους.
Ἐμεῖς βέβαια δὲν ἔχουμε βιώσει ἀντίστοιχες δυσκολίες. Ὅλοι μας ὡστόσο δοκιμαζόμαστε μὲ τὶς θλίψεις καὶ τοὺς πει­ρασμούς. Δὲν εἶναι λίγες οἱ δοκιμα­σίες ποὺ ἀντιμετωπίζουμε· οἰκογενειακές, ἐπαγγελματικές, οἰκονομικές, προ­βλήμα­τα ὑγείας κ.ἄ. Συχνὰ αὐτὲς μᾶς καταβάλλουν, συνθλίβουν τὴν ψυχή μας, ἀπειλοῦν κάποτε τὴ ζωή μας. Μὲ ἕνα μεγάλο δεσμωτήριο μοιάζει τότε ἡ ζωὴ αὐτὴ καὶ ὁ καθένας μας βρίσκεται δεμένος μὲ τὸν σταυρό του, μὲ τὴ δοκιμασία του.

Ὅμως μέσα στὶς δοκιμασίες αὐτές, ποὺ μοιάζουν μὲ ἄλλου εἴδους φυλακή, ὑπάρχουν κάποιες ψυχές, οἱ ὁποῖες ὄχι μόνο κάνουν ὑπομονή, ἀλλὰ ἐπιπλέον στρέφουν τὸ βλέμμα τους στὸν οὐρανό, ὑψώνουν τὴν καρδιά τους στὸν Κύριο καὶ ψάλλουν μὲ τὰ χείλη τους ὑπέροχη δοξολογία. Ἀσθενεῖς καθηλωμένοι στὸ κρεβάτι, μητέρες πάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα τοῦ πρόωρα θαμμένου παιδιοῦ τους δοξάζουν τὸν Θεό, μὲ τὴ βαθιὰ πίστη ὅτι Ἐκεῖνος γνωρίζει. Πτωχοὶ οἰκογενειάρχες, ἔστω κι ἂν στεροῦνται τὰ ἀναγκαῖα, δοξολογοῦν τὸν Χορηγὸ παντὸς ἀγαθοῦ. Πόσοι ἀδικημένοι καὶ ἐγκαταλελειμμένοι ψάλλουν τὸν δικό τους αἶνο στὸν Κύριο! Ὁ ἴδιος ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, λίγο πρὶν ἀφήσει τὴν τελευταία του πνοή, ἐξόριστος στὰ βάθη τῆς Ἀσίας· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν», εἶπε. Δόξα στὸν Θεὸ γιὰ ὅλα ὅσα μοῦ συμβαίνουν· εἴτε εἶναι καλὰ εἴτε ἄσχημα· εἴτε εὐχάριστα εἴτε θλιβερά.

Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ ὑπέροχη δοξολογία, ὁ πιὸ ἁρμονικὸς ὕμνος. Καὶ ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἀντιφωνεῖ κάποτε μὲ τὸν δικό του τρόπο. Σείει τὰ βάθη τῆς θλιμμένης ψυχῆς, παρηγορεῖ τὸν πόνο καὶ ἐπεμβαίνει, εἴτε γιὰ νὰ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμά, εἴτε γιὰ νὰ χαρίσει ὑπομονὴ γιὰ τὴ συνέχιση τοῦ ἀγώνα. Ἑπομένως ἂς δοξάζουμε τὸν Θεό, ὄχι μόνο ὅταν τὰ πράγματα ἔρχονται εὐνοϊκὰ στὴ ζωή μας, ἀλλὰ καὶ ὅταν δοκιμαζόμαστε. Ἂς Τὸν θυμόμαστε τότε, ὄχι μόνο γιὰ νὰ Τοῦ ζητοῦμε νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὶς συμφορές, ἀλλὰ γιὰ νὰ Τὸν δοξολογοῦμε γιὰ ὅ,τι Ἐκεῖνος, ὁ πάνσοφος Θεός, ἐπιτρέπει ἀποβλέποντας στὸ καλό μας.