Ἡ καινούργια κτίση
Τηροῦμε σήμερα τὴ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ. Ὅλοι τὸν θυμοῦνται σὰν τὸ πρόσωπο τὸ ὁποῖο ἀμφισβήτησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὅταν τοῦ μίλησαν γι’ αὐτὴν οἱ ἄλλοι μαθητὲς σπάνια ὅμως ρωτοῦμε τοὺς ἑαυτοὺς μας τί ἄνθρωπος ἦταν καὶ ποιοὶ λόγοι τὸν ἔκαναν νὰ ἀμφιβάλλει.
Ἂν ἐξαιρέσουμε τὴν ἐκλογή του σὲ ἀπόστολο ἀπὸ τὸ Χριστό, ὁ Ἅγιος Θωμᾶς ἀναφέρεται μόνο δύο φορὲς στὰ Εὐαγγέλια. Ἡ πρώτη ἀναφορὰ εἶναι πολὺ σημαντικὴ (Ἰω. 11. 7- 16): Ὅταν ὁ Χριστὸς λέει στοὺς μαθητές Του ὅτι πρέπει νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἰουδαία γιὰ νὰ ἀναστήσει τὸ φίλο Του Λάζαρο ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἐκεῖνοι προσπαθοῦν νὰ Τὸν πείσουν νὰ μείνει μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐπικίνδυνη καὶ φονικὴ Ἱερουσαλὴμ καὶ μόνο ὁ Θωμᾶς λέει: «ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ». Ἦταν διατεθειμένος, πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅταν οἱ μαθητὲς ἔβλεπαν στὸν Κύριο ἁπλῶς ἕνα δάσκαλο, νὰ πεθάνει μαζί Του ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση. Ἦταν ἕτοιμος ἁπλῶς νὰ πεθάνει, ὄχι νὰ ἐπιδιώξει ὁ,τιδήποτε, μόνο νὰ μοιραστεῖ τὸ ριζικό Του.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἦταν ἕτοιμος μὲ τόση ἀφοσίωση νὰ μοιραστεῖ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τὸ θάνατο ρωτᾶ τοὺς ἄλλους μαθητὲς λέγοντας: «Εἶναι δυνατό;» Λένε στὸ Θωμᾶ πὼς ἔχουν δεῖ τὸν ἀναστημένο Χριστὸ κι ἐκεῖνος δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πιστέψει. Γιὰ ποιὸ λόγο; Μήπως γιὰ τὸ λόγο ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή, πρὶν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατέβει στοὺς Ἀποστόλους ἐκεῖνοι παρέμεναν οἱ ἴδιοι δειλοὶ ἄνθρωποι, συχνὰ ἀνίκανοι νὰ κατανοήσουν, συχνὰ ἀμφιρρεπεῖς, ὅπως ὑπῆρξαν καὶ στὸ παρελθόν; Πῶς μποροῦσε νὰ πιστέψει ὅταν ἡ μόνη ἔνδειξη γιὰ τὴν Ἀνάσταση ἦταν τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι χαιρόντουσαν χωρὶς νὰ ἔχουν γίνει καθόλου διαφορετικοὶ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ πάντοτε ὑπῆρξαν; Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ δεχτεῖ τὰ νέα τῆς Ἀνάστασης χρειαζόταν μία ἀπόδειξη πέρα ἀπὸ τὰ χαρούμενα λόγια τῶν ἀποστόλων διότι καταλάβαινε ὅτι ἂν ὁ Χριστὸς εἶχε ἀναστηθεῖ τότε τὸ κάθε τι στὸν κόσμο εἶχε ἀλλάξει, ὅτι δὲν ἦταν ὁ θάνατος ἀλλὰ ἡ ζωὴ ποὺ εἶχε τὸν τελευταῖο λόγο, ὅτι ἡ τελικὴ νίκη δὲν ἀνῆκε στὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ στὸ Θεό, ὅτι εἶχε ὑπερισχύσει ἡ ἀγάπη, ὄχι τὸ μίσος. Καταλάβαινε ὅτι ὁ κόσμος θὰ ‘πρεπε νὰ εἶχε γίνει καινούριος ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς τὸν εἶχε ἐπισκεφθεῖ καὶ μεταμορφώσει ἀπὸ κόσμο ἄσκοπης, κάποτε πολύχρονης μὰ παροδικῆς ζωῆς σὲ κόσμο αἰωνιότητας.
Ὅταν εἶδε μπροστά του λοιπὸν τὸ Χριστὸ ὁ Θωμᾶς πίστεψε διότι ὁ Λυτρωτὴς ἀκτινοβολοῦσε μὲ τὸ φῶς τῆς αἰωνιότητας, διότι στεκόταν μπροστὰ στοὺς μαθητὲς Του ὄχι σὰν ὁ Ἰησοῦς τῆς Ναζαρὲτ ποὺ ὑπῆρξε δάσκαλός τους ἀλλὰ σὰν ὁ ἐγερθεὶς Κύριος μέσα στὴν ἰσχὺ καὶ τὴ δόξα τῆς Ἀνάστασής Του, καὶ παρ’ ὅλα αὐτά, μὲ χέρια καὶ πόδια καὶ πλευρὰ τρυπημένα ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ τὴ λόγχη.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲ μετακινεῖ τὴν τραγωδία ἀπὸ τὴ ζωή. Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σηκώσει ὁλόκληρη τὴν τραγωδία του καὶ νὰ τὴ μεταμορφώσει σὲ νίκη, ὅσο ὅμως παραμένει ἔστω καὶ ἕνας ἁμαρτωλὸς πάνω στὴ γῆ θὰ παραμένει καὶ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ σῶμα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἴσως νὰ στέκεται ἀπέναντι μας ἔτσι ἀκριβῶς καὶ στὴν αἰωνιότητα κι αὐτὸ γιατί ἡ σταύρωσή Του εἶναι τὸ σημάδι τῆς ἀπεριόριστης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ὁ Θωμᾶς Τὸν εἶδε, τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ μέσα στὴ δόξα τῆς Ἀνάστασης, Τὸν προσκύνησε καὶ πρόφερε τὰ λόγια τῆς τελικῆς, θριαμβευτικῆς ἀπόδειξης τὰ ὁποῖα ὀφείλουμε νὰ μεταφέρουμε σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Πῶς ὅμως νὰ μπορέσουν οἱ ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους μιλοῦμε γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, στοὺς ὁποίους ἀναγγέλλουμε ὅτι ἔχει ἐγερθεῖ, ὅτι εἶναι Θεός, ὅτι ἔχει βγεῖ νικητής, πῶς νὰ μπορέσουν νὰ πιστέψουν ἄν, ὅπως τότε οἱ ἀπόστολοι, μποροῦμε μόνο νὰ χαιρόμαστε γιὰ τὴ δική μας ἐμπειρία χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ ἐπιδείξουμε τὴ δύναμη ἤ τὴ δόξα τῆς Ἀνάστασης; Ἐμεῖς ποὺ πιστεύουμε στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὀφείλουμε νὰ γίνουμε καινὸ ἔθνος, ἄνδρες καὶ γυναῖκες οἱ ὁποῖοι πιστεύουν στὴ ζωή, τὴν αἰώνια ζωή, ποὺ ἤδη νιώθουν τὸ θρίαμβο κατὰ τοῦ θανάτου, διότι ἔχοντας γευτεῖ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ ζοῦμε πιὰ – θὰ’πρεπε νὰ ζούσαμε – τὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ ἐγερθέντος, τὴ θεϊκὴ ζωή.
Δὲ θὰ φοβούμασταν τότε τὸ θάνατο ἤ τὸ μαρτύριο, δὲ θὰ φοβούμασταν τίποτα στὸν κόσμο διότι τὴ ζωὴ ἐκείνη κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὴν πάρει. Θὰ πορευόμασταν τότε στὸ δρόμο τῆς ζωῆς γεμάτοι σφρίγος ὡς νικητὲς καὶ ὡς πειστικοὶ μάρτυρες τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ ἐφ’ ὅσον οἱ ἄλλοι θὰ ἔβλεπαν σ’ ἐμᾶς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν μάθει νὰ ἀγαπᾶνε, ἔστω κι ἂν χρειαστεῖ νὰ θυσιάσουν τὴν ἐπίγεια ζωή, ποὺ ἔχουν μάθει νὰ πιστεύουν στὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Θεὸς γνωρίζει νὰ τὸν πιστεύει, νὰ ἐλπίζουν γιὰ τὰ πάντα καὶ νὰ ὑπερνικοῦν τὸ κάθε τι μὲ τὸ νὰ δίνουν ἀνεπιφύλακτα τὸν ἑαυτό τους στὴν εὐφροσύνη καὶ τὴ νίκη τοῦ Κυρίου.