Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 3 Μαρτίου 2024, τοῦ Ἀσώτου (Α΄ Κορ. ς΄ 12-20)

Ἀδελφοί, πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος. τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν· ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι· ὁ δὲ Θεὸς καὶ τὸν Κύριον ἤγειρε καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. οὐκ οἴδατε ὅτι τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; μὴ γένοιτο. ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν σῶμά ἐστιν; ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν· ὁ δὲ κολ­λώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι. φεύγετε τὴν πορνείαν. πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώ­ματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. ἢ οὐκ οἴ­δατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυ­τῶν; ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξά­σατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑ­μῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτι­νά ἐστι τοῦ Θεοῦ.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΑΣΥΔΟΣΙΑ;

«Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος»

Ἡ ἐλευθερία εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μεγα­λύτε­ρα δῶρα τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. Ἕνα δῶρο ὅμως τὸ ὁποῖο εὔκολα μποροῦμε νὰ στερηθοῦμε, ἂν δὲν κάνουμε σωστὴ χρήση του. Αὐ­τὸ μᾶς τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα: Ὅλα εἶναι στὴν ἐξουσία μου νὰ τὰ κάνω, λέει, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θὰ ἐξουσιασθῶ καὶ δὲν θὰ γίνω δοῦλος σὲ τίποτα.

Ὁ λόγος αὐτὸς μᾶς δίνει μιὰ καλὴ ἀφορμὴ νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ ἀγαθὸ τῆς ἐλευθερίας καὶ νὰ δοῦμε συγκεκριμένα ποιά εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία καὶ πῶς θὰ τὴν ἀπολαμβάνουμε.

1. Ψυχικὴ ἐλευθερία

Ὁ Θεὸς μᾶς χάρισε τὸ μοναδικὸ προνόμιο ποὺ ὀνομάζεται ἐλευθερία, αὐτεξούσιο, καθὼς μᾶς ἔπλασε «κατ᾿ εἰκόνα» του. Μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ ἐπιλέγουμε κατὰ τὴ θέλησή μας, ὄχι μόνο τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς περιβάλλουν, ποὺ μᾶς κυβερνοῦν, ἢ τὸ φαγητὸ ποὺ θὰ φᾶμε, ἀλλὰ κυρίως νὰ ἐπιλέγουμε τὸ ἀγαθὸ ἢ τὸ κακό, τὴν ἀρετὴ ἢ τὴν ἁμαρτία. «Παρέθηκέ σοι πῦρ καὶ ὕδωρ· οὗ ἐὰν θέλῃς, ἐκτενεῖς τὴν χεῖρά σου» (Σ. Σειρ. ιε΄ 16), σημειώνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ὁ Θεός ἔβαλε ἐνώπιόν σου φωτιὰ καὶ νερὸ. Ὅπου θέλεις ἐσύ, θὰ ἁπλώσεις τὸ χέρι σου. Μᾶς καλεῖ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε χωρὶς νὰ μᾶς ἐξαναγκάζει σ᾿ αὐτό. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν», μᾶς λέει. Σέβεται ἀπόλυτα τὴν ἐλευθερία ποὺ Ἐκεῖνος μᾶς ἔχει χαρίσει.

Τὸ πολύτιμο ὅμως αὐτὸ προνόμιο εὔκολα μποροῦμε νὰ τὸ χάσουμε, ἂν δὲν τὸ χρησιμοποιήσουμε σωστά, ὅπως συνέβη μὲ τὸν ἄσωτο υἱὸ τῆς παραβολῆς τοῦ σημερινοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἔκανε κατάχρηση τῆς ἐλευθερίας του καὶ ἀπὸ ἐλεύθερο βασιλόπουλο κατάντησε ἕνας στερημένος δοῦλος. Ἐκεῖ ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀξιοποιεῖ σωστὰ τὴν ἐλευθερία του. Ἐξουσιάζεται τελικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει δικαίωμα νὰ πράξει. «Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας» (Ἰω. η΄ 34), τονίζει ὁ Κύριος. Ὅποιος ἁμαρτάνει, αἰχμαλωτίζεται στὰ πάθη του, γίνεται δέσμιος τῶν δαιμόνων, δοῦλος τῆς φθορᾶς.

Ἀληθινὰ ἐλεύθερος ἑπομένως εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν εἶναι ὑποδουλωμένος στὴν ἁμαρτία, στὰ πάθη, στὶς ἄσχημες ἕξεις, σὲ κατώτερες ἐξαρτήσεις. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς βιώνει τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ, τὴν παρουσία του στὴ ζωή του. Ζεῖ μέσα στὴν πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ Θεοῦ. «Οὗ τὸ Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β΄ Κορ. γ΄ 17), ἐπισημαίνει ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Ὅπου εἶναι παρὼν ὁ Θεός, ἐκεῖ ὑπάρχει ἀληθινὴ ἐλευθερία. Πῶς λοιπὸν θὰ ἀπολαμβάνουμε τὸ ὑ­πέροχο αὐτὸ ἀγαθό;

2. Ὁ δρόμος γιὰ τὴν ἐλευθερία

Ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία περνᾶ ἀπὸ τὴ βαθιά μετάνοια. Ὁ ἄσωτος υἱὸς τῆς παραβολῆς ἐλευθερώθηκε πραγματικά, ὅταν μὲ μετάνοια ἐπέστρεψε στὸν σπλαχνικὸ πατέρα του. Καὶ μᾶς διδάσκει μὲ τὸ παράδειγμά του νὰ καταφεύγουμε μὲ μετάνοια στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Ἐλευθερωτὴ τῶν ψυχῶν μας, κάθε φορὰ ποὺ βλέπουμε τὶς ἁλυσίδες τῶν παθῶν νὰ μᾶς πνίγουν. Σ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ συνέτριψε τὸν ζυγὸ τῆς δουλείας τοῦ διαβόλου καὶ μᾶς χάρισε τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία τῆς ψυχῆς. «Ἐὰν ὁ υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε» (Ἰω. η΄ 36), ἐπιβεβαίωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Θὰ ἐπισφραγίζεται δὲ ἡ μετάνοιά μας μὲ τὸ ἱερὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως. Ἐκεῖ ἀπαλλα­σ­­σό­μαστε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, τὴν ἐνοχή, τοὺς ἐλέγχους τῆς συνειδήσεως, τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου. Ἀπὸ δοῦλοι γινόμαστε καὶ πάλι ἐλεύθεροι· παιδιὰ τοῦ οὐράνιου Πατέρα.
Ἡ μετάνοια ὅμως εἶναι μόνο ἡ ἀρχή. Χρειάζεται στὴ συνέχεια καὶ ἀγώνας γιὰ νὰ διασφαλίσουμε τὴν ἐλευθερία μας. Ἀπαιτεῖται πόλεμος, πάλη πνευματική. Θὰ ζοῦμε πραγματικὰ ἐλεύθεροι, ὅταν εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Θεοῦ· ὑπήκοοι τοῦ οὐράνιου Βασιλιᾶ. «Οὐκ ἔστιν ἐλεύθερος, ἀλλ᾿ ἢ μόνος ὁ Χριστῷ ζῶν» (PG 47, 314), ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἐλεύθερος τελικὰ εἶναι μόνο ἐκεῖνος ποὺ ζεῖ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὑποτάσσεται στὶς θεῖες ἐντολές του. Γιὰ τὴν ἀντίληψη τοῦ κόσμου, βέβαια, ἡ ὑποταγὴ αὐτὴ εἶναι αἰχμαλωσία, περιορισμός, δουλεία. Μέσα ὅμως ἀπὸ αὐτὴ τὴ φαινομενικὴ δουλεία ὁ πιστὸς ζεῖ τὴν ἀληθινή, τὴν «ἐν Χριστῷ» ἐλευθερία.
Ἐλευθερία· ὑπέροχο ἀγαθό! Ἀκριβὸ προνόμιο ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Πολύτιμο δῶρο πού, ἂν δὲν καταλάβει τὴν ἀξία του, τὸ πουλᾶ πολὺ φθηνά. Ἂν ὅμως τὸ συνδυάσει μὲ τὴ λογική, ποὺ ἐπίσης τοῦ ἔχει χαρίσει ὁ Θεός, τότε μπορεῖ νὰ δια­κρίνει τί εἶναι πραγματικὰ ὠφέλιμο γιὰ τὴν ψυχή, τί τελικὰ τὸν συμφέρει, ὥστε νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ κάθε τὶ ποὺ τὸν κρατεῖ δέσμιο στὴ γῆ· νὰ μείνει ἀδούλωτος «ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου» (Ρωμ. η΄ 2)· ἀδούλωτος ἀκόμη κι ἀπὸ τὸν θάνατο!