Οἱ καθημερινὲς προφάσεις καὶ δικαιολογίες
Ἀλλ’ ὅμως, ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν μᾶς εἶπε, ἐπειδὴ εἶσαι ὀκνηρός, δέ σου ἀνάβω τὸν ἥλιο, σοῦ σβήνω τὴ σελήνη, ξηραίνω τὴ γῆ γιὰ νὰ μὴ σοῦ δίνει καρπούς, ξηραίνω τὶς λίμνες, τὶς πηγὲς καὶ τὰ ποτάμια, ἐξαφανίζω τὸν ἀέρα, σταματῶ τὶς ἐτήσιες βροχές. Ἀντίθετα, ὅλα μας τὰ δίνει ἄφθονα. Σὲ μερικούς, μάλιστα, ποὺ ὄχι μόνον εἶναι ἄνεργοι, ἀλλὰ κάνουν καὶ πονηρὰ ἔργα, πάλι τοὺς ἐπιτρέπει νὰ ἀπολαμβάνουν τὰ ἀγαθά του.
Ὅταν, λοιπόν, δεῖς κάποιο φτωχὸ καὶ πεῖς, ὅτι ἀγανακτῶ ἐπειδὴ εἶναι ὑγιὴς καὶ δὲν ὑποφέρει ἀπὸ τίποτε, καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ θέλει νὰ τρέφεται χωρὶς νὰ ἐργάζεται, καὶ ἴσως νὰ εἶναι κάποιος δραπέτης καί, ὑπηρέτης, ποὺ ἐγκατέλειψε τὸν κύριο του· ὅλα αὐτά, ποὺ εἶπα, πὲς στὸν ἑαυτό σου, μᾶλλον δῶσε τὸ θάρρος σ’ ἐκεῖνον νὰ σοῦ τα πεῖ καὶ πολὺ δίκαια θὰ σοῦ πεῖ: Ἀγανακτῶ, διότι, ἐνῶ εἶσαι ὑγιής, δὲν κάνεις τίποτε ἀπὸ ὅσα ἔχει διατάξει ὁ Θεός, ἀλλὰ δραπετεύοντας ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, γυρίζεις σὰν νὰ βρίσκεσαι σὲ ξένη χώρα περνῶντας τὸν καιρό σου μέσα στὴν κακία· μεθᾶς, ἀσχημονεῖς, κλέβεις, ἁρπάζεις, καταστρέφεις τὰ σπίτια τῶν ἄλλων. Καὶ σύ, βέβαια, μὲ κατηγορεῖς γιὰ ὀκνηρία, ἐγώ, ὅμως, σὲ κατηγορῶ γιὰ τὰ πονηρὰ ἔργα ποὺ κάνεις, ὅταν συκοφαντεῖς, ὅταν ὁρκίζεσαι, ὅταν ἁρπάζεις, ὅταν λὲς ψέματα καὶ κάνεις πολλὰ παρόμοια ἔργα.
Αὐτὰ τὰ λέω, ὄχι γιὰ νὰ θέσω νόμο γιὰ τὴν ὀκνηρία, μη γένοιτο· ἀλλὰ τὰ λέω, ἐπειδὴ ἐπιθυμῶ νὰ ἐργάζονται ὅλοι. Διότι ἡ ἀργία δίδαξε κάθε κακία.
Σᾶς παρακαλῶ, ὅμως, νὰ μὴν εἶστε ἄσπλαχνοι, οὔτε ἀπάνθρωποι. Διότι καὶ ὁ Παῦλος, ἂν καὶ κατέκρινε πάρα πολὺ τὴν ὀκνηρία καὶ εἶπε· «Ὅποιος δὲ θέλει νὰ ἐργάζεται, δὲν πρέπει οὔτε καὶ νὰ τρώει» (Β΄ Θέσσ. 3,10), δὲ σταμάτησε μέχρις ἐδῶ, ἀλλὰ πρόσθεσε· «ἐσεῖς, ὅμως, νὰ μὴ χάνετε τὸ θάρρος σας κάνοντας τὸ καλό». Καί, ὅμως, αὐτὰ εἶναι ἀντίθετα μὲ τὰ προηγούμενα. Διότι, ἐφόσον διέταξες νὰ μὴν τρῶνε, πῶς μᾶς συμβουλεύεις νὰ τοὺς δίνουμε; Ναί, λέει· πραγματικά σας διέταξα νὰ τοὺς ἀποστρέφεστε καὶ νὰ μὴν τοὺς συναναστρέφεστε, ἀλλὰ καὶ σᾶς παρήγγειλα «νὰ μὴ τοὺς θεωρεῖτε σὰν ἐχθρούς, ἀλλὰ νὰ τοὺς συμβουλεύετε»· καὶ ἔτσι δὲν δίνω ἐντολὲς ποὺ συγκρούονται μεταξύ τους, ἀλλὰ δίνω ἐντολές, ποὺ συμφωνοῦν ἀπόλυτα μεταξύ τους. Διότι, ἐὰν ἐσὺ εἶσαι πρόθυμος νὰ προσφέρεις ἐλεημοσύνη, τότε γρήγορα καὶ ἐκεῖνος ὁ φτωχὸς θὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ὀκνηρία καὶ σὺ ἀπὸ τὴν ἀπανθρωπιά σου.
Ναί, ἀλλά, θὰ ἰσχυρισθεῖ κάποιος, λέει πολλὰ ψέματα καὶ ὑποκρίνεται. Μά, ἀκριβῶς, γι’ αὐτὸ εἶναι ἄξιος ἐλεημοσύνης, ἐπειδὴ ἔφθασε σὲ τόση μεγάλη ἀνάγκη ὥστε νὰ κάνει τέτοιες ἀδιάντροπες πράξεις.
Ἐμεῖς, ὅμως, ὄχι μόνο δὲν ἐλεοῦμε, ἀλλὰ προσθέτουμε καὶ τὰ ἀπάνθρωπα ἐκεῖνα λόγια λέγοντας· «δέ σοῦ ἔδωσα μία φορά, δύο φορές;»
Τί λοιπόν; Ἐπειδὴ ἔφαγε μία φορά, δὲν ἔχει πάλι ἀνάγκη ἀπὸ τροφή; Γιατί δὲν ἐφαρμόζεις στὴ δική σου κοιλιὰ τοὺς ἴδιους νόμους καὶ δὲν τῆς λὲς· «χόρτασες χθὲς καὶ προχθές, μὴ ζητᾶς σήμερα». Ἀλλὰ τὴν κοιλιά σου τὴ γεμίζεις πάνω ἀπὸ τὸ κανονικό, ἐνῶ αὐτόν, ἂν καὶ ζητᾶ τὴ βασικὴ τροφή, τὸν ἀποστρέφεσαι, ἐνῶ ἔπρεπε ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ νὰ τὸν ἐλεεῖς, ἐπειδὴ εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ἔρχεται καὶ νὰ σοῦ ζητᾶ καθημερινὰ τροφή. Καί, ἂν τίποτε ἄλλο δὲ λυγίζει τὴ σκληρότητά σου, γι’ αὐτὸ καὶ μόνον ἔπρεπε νὰ τὸν ἐλεήσεις. Διότι ὅλα αὐτὰ ἀναγκάζεται νὰ τὰ κάνει πιεζόμενος ἀπὸ τὴν πεῖνα…
Ἐσύ, ὅμως, ὄχι μόνο δὲν τὸν ἐλεεῖς, ἀλλὰ καὶ τὸν κοροϊδεύεις. Καὶ μολονότι ὁ Θεὸς σὲ προτρέπει νὰ κάνεις κρυφὰ τὴν ἐλεημοσύνη, ἐσὺ φθάνεις στὸ σημεῖο νὰ διακηρύσσεις αὐτόν, ποὺ ἦλθε νὰ σοῦ ζητήσει ἐλεημοσύνη καὶ νὰ τὸν λοιδορεῖς γιὰ ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ τὸν ἐλεεῖς. Διότι, ἂν δὲ θέλεις νὰ δώσεις, γιὰ ποιό λόγο κατηγορεῖς καὶ συντρίβεις αὐτὴν τὴν ταλαίπωρη καὶ ἄθλια ψυχή;
Ἦλθε μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ βρεῖ τὰ χέρια σου σὰν λιμάνι· γιατί, λοιπόν, σηκώνεις κύματα καὶ τοῦ κάνεις βαρύτερο τὸ χειμῶνα; Γιατί τὸν κατηγορεῖς γιὰ δουλοπρέπεια; Μήπως θὰ ἐρχόταν σὲ σένα, ἂν ἤξερε ὅτι θ’ ἀκούσει τέτοια λόγια; Ἐάν, ὅμως, ἦλθε, μολονότι γνώριζε ὅτι θ’ ἀκούσει τέτοια λόγια, τότε, ἀκριβῶς, γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀξίζει νὰ τὸν ἐλεήσεις καὶ νὰ φρίξεις παράλληλα γιὰ τὴν δική σου σκληρότητα, διότι οὔτε καὶ ἔτσι γίνεσαι περισσότερο ἤρεμος, ἂν καὶ βλέπεις, δηλαδή, μπροστά σου τόσο καταπιεστικὴ ἀνάγκη, καὶ δὲ νομίζεις ὅτι εἶναι ἀρκετὸς ὁ φόβος τῆς πείνας γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν ἀναισχυντία του, ἀλλὰ τὸν κατηγορεῖς γιὰ ἀναισχυντία. Μολονότι, σὺ ὁ ἴδιος, πολλὲς φορές, ἔχεις κάνει μεγαλύτερες ἀναισχυντίες καὶ μάλιστα γιὰ φοβερὰ πράγματα.
Βέβαια, στὴν περίπτωση αὐτή, ἡ ἀναισχυντία εἶναι ἄξια συγχωρήσεως, ἐνῶ ἐμεῖς, ἂν καὶ πολλὲς φορὲς κάνουμε πράγματα ἄξια γιὰ τιμωρία, φερόμαστε μὲ ἀναίδεια. Καὶ ἐνῶ πρέπει νὰ φερόμαστε μὲ ταπείνωση, ὅταν σκεπτόμαστε αὐτά, ἐμεῖς ἀντίθετα, ἐπιτιθέμεθα ἐναντίον αὐτῶν τῶν δυστυχισμένων ἀνθρώπων καὶ μολονότι μᾶς ζητοῦν φάρμακα, ἐμεῖς τοὺς αὐξάνουμε τὶς πληγές.
Ἐάν, βέβαια, δὲν θέλεις νὰ δώσεις, γιατί τὸν προσβάλλεις; Ἂν δὲν θέλεις νὰ ἐλεήσεις, γιὰ ποιό λόγο τὸν βρίζεις; Μά, δὲν μπορεῖ νὰ φύγει μὲ ἄλλο τρόπο. Τότε, λοιπόν, νὰ ἐνεργήσεις σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ σοφοῦ ἐκείνου ποὺ λέει: «Ἀπάντησέ του μὲ τρόπο εἰρηνικὸ καὶ μὲ πραότητα» (Σόφ. Σείρ. 4,8). Διότι δὲν κάνει ὅλες αὐτὲς τὶς ἀναισχυντίες μὲ τὴ θέλησή του. Διότι δὲν μπορεῖ, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρχει ἄνθρωπος, ποὺ νὰ θέλει νὰ ντροπιάζεται χωρὶς λόγο. Καὶ ἂν ἀκόμη μερικοὶ προβάλλουν ἀμέτρητα ἐπιχειρήματα γιὰ τὸ ἀντίθετο, ἐγὼ ποτὲ δὲ θὰ μποροῦσα νὰ δεχθῶ, ὅτι μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ζεῖ μέσα στὴν ἀφθονία, νὰ προτιμήσει νὰ γίνει ζητιάνος. Κανένας, λοιπόν, ἀς μὴ σᾶς ἐξαπατᾶ. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ὁ Παῦλος λέει· « Ὅποιος δὲν θέλει νὰ ἐργάζεται, δὲν πρέπει καὶ νὰ τρώγει», αὐτὸ τὸ λέγει σ’ ἐκείνους· ἐνῶ σὲ μᾶς δὲν λέει τὸ ἴδιο, ἀλλά το ἀντίθετο· «Ἐσεῖς, ὅμως, νὰ μὴ χάνετε τὸ θάρρος σας κάνοντας τὸ καλό»…