O Παπατρέχας
Τὸ πλασματικὸ πρόσωπο τοῦ Παπατρέχα δημιουργήθηκε τὸ 1811, ὅταν ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς ἐξέδωσε στὸ Παρίσι τὴν Α ραψωδία τῆς Ἰλιάδας. O Παπατρέχας ἐμφανιζόταν ἐκεῖ ὡς ἕνας ἀγράμματος ἀλλὰ φιλοπρόοδος παπᾶς ἀπὸ τὴ Χίο, ὁ ὁποῖος περιέβαλε μὲ ἀγάπη καὶ ἐνθουσιασμὸ τὴν προσπάθεια τοῦ Κοραῆ νὰ ἐκδώσει ἀρχαῖα συγγράμματα, μὲ σκοπὸ νὰ διαφωτίσει καὶ νὰ μορφώσει τοὺς ὁμοεθνεῖς του. Τὸ κείμενο αὐτό, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Παπατρέχας εἰσάγεται ὡς λογοτεχνικὸς ἥρωας, ἔχει μορφὴ διαλογικῆς ἐπιστολῆς καὶ ἀποτελεῖ τὰ προλεγόμενα τῆς ἔκδοσης. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Παπατρέχας ἐπανέρχεται τὸ 1817, ὅταν ὁ Κοραῆς ἐκδίδει τὴ Β ραψωδία τῆς Ἰλιάδας. Στὴ νέα εἰσαγωγὴ ὁ Παπατρέχας, ὅπως θὰ διαπιστώσετε ἀπὸ τὸ ἀπόσπασμα ποὺ ἀκολουθεῖ, ἔχει κατανοήσει τὴν ἀξία τῆς ἑλληνικῆς κληρονομιᾶς, τὴν ὁποία μὲ πάθος ὑπερασπίζεται ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ χρόνου καὶ τὴν ἁρπακτικότητα τῶν ξένων περιηγητῶν.
Πρὶν σοφισθῇ τὴν προγονικὴν ἡμῶν σοφίαν, περιήρχετο τὰ χωρία τῆς Χίου, νὰ συνευφραίνεται μὲ τοὺς ἄλλους ἱερέας φίλους του· ἀλλὰ τώρα, παρὰ τὴν φιλικὴν ταύτην ἐπίσκεψιν, ἀσχολεῖται καὶ εἰς ἔρευναν παλαιῶν ἐπιγραφῶν ἑλληνικῶν ἢ λειψάνων τέχνης ἀρχαίας ὁποιωνδήποτε. Ἂν ἡ ἐπιγραφὴ ἢ τὸ λείψανον δύναται νὰ μεταφερθῆ, τὸ φέρει αὐτὸς εἰς τὴν Βιβλιοθήκην τῆς πόλεως· ἂν εἶναι ὀλίγον βαρύτερον, μεταχειρίζεται τὴν βοήθειαν τῶν Βολισσινῶν*, διὰ νὰ τὸ καταβάση εἰς τὴν πόλιν· ἂν ὅμως σιμὰ τοῦ βάρους εἶναι καὶ προσκολλημένον εἰς τὴν γῆν, δίδει τὴν εἴδησιν εἰς τοὺς πολίτας, διὰ νὰ γνωρίζωσι κἂν τὸν τόπον καὶ ν’ ἀγρυπνῶσιν εἰς τὴν φύλαξιν αὐτοῦ. Εἶχε πρότερον μεγάλην εὔνοιαν εἰς τοὺς Ἄγγλους, ἐκ τῶν ὁποίων ἐγνώρισε πολλοὺς περιηγητὰς· ἀφοῦ ὅμως ἔμαθεν ὅτι μᾶς γυμνώνουσι καθημέραν ἀπὸ τὰ πολύτιμα τῆς προγονικῆς δόξης δείγματα καὶ τὰ μεταφέρουσιν εἰς τὴν Ἀγγλίαν, ὅπου ἡ θέα των γίνεται εἰς τοὺς λοιποὺς Εὐρωπαίους δύσκολος, καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς ταλαιπώρους κτήτορας ἀδύνατος, δὲν ἀρκεῖται πλέον νὰ τοὺς βλέπη καὶ νὰ τοὺς παρατηρῇ μὲ ζηλοτυπίαν· ἀλλ’ εὐθύς, ὅταν ἀκούση Ἄγγλον ἐπιδημοῦντα* εἰς τὴν Χίον, τὸ μηνύει πρῶτον εἰς τοὺς Βολισσινούς, ἔπειτα πέμπει ἀποστόλους* εἰς τὰ λοιπὰ χωρία, καὶ ἐμπνέει εἰς ὅλων τῶν κατοίκων τὰς ψυχὰς τόσον φόβον, ὅσον ἤθελεν ἐμπνεύσειν καὶ παρουσία ληστῶν. Πῶς ἦτο δυνατόν, φίλε μου,
37
νὰ κρατήσω τὸν γέλωτα, ὅταν μὲ ἠρώτησε, μὲ τὰ σωστά του, ἂν ἦτο δυνατὸν νὰ στήσωμεν εἰς τὰ κεραμίδια τῆς Βολισσινῆς ἐκκλησίας τηλεγραφικὸν ὄργανον(!) νὰ μηνύη γρηγορώτερα εἰς ὅλα τὰ πέρατα τῆς νήσου τοὺς κινδύνους τῶν κατοίκων.
Ἄ! μ’ ἔλεγε μίαν τῶν ἡμερῶν, ἂν εἶχα ἐξουσίαν!
Τί ἤθελες κάμειν, Δέσποτά μου;
Νὰ περιέλθω ὅλην τὴν Ἑλλάδα, νὰ συναθροίσω ὅσα ἦτο δυνατὸν νὰ εὕρω ἀντίγραφα ἑλληνικά, λιθικὰς ἐπιγραφὰς καὶ τέχνης λείψανα παντοῖα, καὶ νὰ τὰ θησαυρίσω ὅλα εἰς τὴν πόλιν μας.
Καὶ σὲ τὸ συγχωροῦσιν αἱ ἄλλαι πόλεις;
Ὅλη ἡ Ἑλλὰς σήμερον εἶναι μία ψυχὴ καὶ μία πόλις· κανεὶς ἀπὸ τοὺς ὄντως φιλογενεῖς Ἕλληνας δὲν στοχάζεται τὴν Χίον ὡς πόλιν χωριστήν, ἀλλ’ ὡς τῆς μεγάλης καὶ κοινῆς πόλεως τὸν ἀρμοδιώτερον τόπον εἰς φυλακὴν* τοιούτων κειμηλίων.
Ἔπειτα, Δέσποτά μου;
Ἔπειτα; Εἰς μὲν τοὺς Ἕλληνας ἐντοπίους καὶ ξένους ν’ ἀφήνω νὰ τὰ θεωρῶσι δωρεὰν· εἰς δὲ τοὺς ἀλλογενεῖς* νὰ τὰ δείχνω μὲ πληρωμήν.
Ἀλλὰ συγχώρησέ μὲ νὰ σὲ εἴπω ὅτι μεταβάλλεις τὸ πρᾶγμα εἰς ἐμπορίαν. Ἀλλογενὴς ἤμην κι ἐγὼ εἰς τοὺς Παρισίους, ὅπου εὑρίσκονται πολλὰ τοιαῦτα συναθροισμένα τῶν προγόνων μας κειμήλια· ἀλλὰ τὸ κοινωνικώτατον καὶ φιλανθρωπότατον γένος τῶν Γάλλων εἰς ὅλους ὅλα τα ἐκατάστησε κοινὰ· ὤστ’ εἶναι τόσον εὔκολον σχεδὸν νὰ ἐμβῇς εἰς τὰς Βιβλιοθήκας καὶ τὰ Μουσεῖα των, ὅσον καὶ εἰς τὸν ἴδιόν σου οἶκον.
Ἀλλ’ οὔδ’ ἐγὼ τὴν πληρωμὴν δὲν τὴν ζητῶ ὡς μισθόν.
Ὡς τί λοιπόν;
Τὴν ἐπιβάλλω ὡς ποινὴν δι’ ὅσα μᾶς ἐστέρευσαν, καὶ δὲν παύουν νὰ μᾶς στερεύωσι καθημέραν. Συγχωρημένη, ἢ μᾶλλον ἐπαινετὴ ἦταν ἡ ἀχόρταστος ἐπιθυμία νὰ γυμνώνωσι τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὰ καλά της, ἐν ἧ Ἑλλὰς ἐκοιμᾶτο εἰς τὸν χάλκινον ὕπνον τῆς βαρβαρότητος· διότι τότε δὲν μᾶς ἔκλεπταν, ἀλλ’ ἔσωζαν ἀπὸ τὴν ἀπαιδευσίαν, ὡς ἀπὸ Χάρυβδιν, τὰ σωτηρίας ἄξια κειμήλια τῶν προγόνων μας. Ἐὰν τότε κατὰ τύχην ὁ ἀλλογενὴς εὕρισκεν εἰς τὸν οἶκον μου ἀντίγραφον Ἑλληνικόν, ἤθελε κάμειν ἔργον ἀξιέπαινον θεραπεύων τὴν τυφλήν μου αἰσχροκέρδειαν, διὰ νὰ λυτρώση* πρᾶγμα πολύτιμον ἀπὸ τὰς ἀπαιδεύτους χεῖρας ἰδικάς μου, καὶ τὰς ἔτι πλέον ἀπαιδεύτους τῆς παπαδίας μου, ἡ ὁποία μόνα τὰ καθαρὰ χαρτία σέβεται, καὶ σχίζει ὅσα βλέπει γραμμένα, ὡς ἄχρηστα πλέον εἰς γραφήν. Τόση ἦτον ἡ τότε δυστυχία τοῦ γένους.
38
Ἀλλὰ καὶ σήμερον, μήπως εἶμεθ’ εὐτυχέστεροι;
Μὴ βλασφημῇς, τέκνον μου. Ἡ παιδεία βέβαια εἶναι μακράν, πολλὰ μακρὰν ἀκόμη, ἀπ’ ὅσον ἔπρεπε κι ἐδύνατο νὰ λάβη πλατυσμὸν·* ἀλλ’ ὅμως ἀπεκτήσαμεν κἂν ὅ,τι πρὸ πεντήκοντα χρόνων μᾶς ἔλειπε, τὴν αἴσθησιν λέγω ὅτι μᾶς λείπουσι πολλά. Τὰ γυμνάσια τῶν ἐπιστημῶν πληθύνονται καθ’ ἡμέραν· αἱ διδασκαλικαὶ καθέδραι ἐλευθερώνονται ἀπὸ τὸ βάρος τῆς σχολαστικῆς μωρίας*, καὶ κατέχονται ἀπὸ διδασκάλους σοφοὺς καὶ ζηλωτὰς* τοῦ σοφισμοῦ τοῦ γένους των· ἀπὸ τοὺς ἱερωμένους, βλέπεις, πολλοὶ εἶναι στολισμένοι μὲ παιδείαν, καὶ ἂν ἔμειναν τινὲς μὲ τῆς ἀμαθίας τὴν λέραν*, ἢ προθυμοῦνται νὰ τὴν πλύνωσι, καθὼς ἐγώ, ἢ πληρώνουσι τὰ πλυστικὰ τῶν ἄλλων. Τί γελᾶς; Μὴ μοῦ ἔφυγε λόγος ἀνόητος ἀπὸ τὸ στόμα;
Ὄχι, Δέσποτά μου· μὲ εὔφρανεν ἡ προσφυὴς παραβολή* σου. Λουτρὸν ἀληθῶς εἶναι ἡ παιδεία.
Καὶ λουτρὸν θαυμάσιον· ὀσάκις*, ἢ ἀπὸ ἀνάγνωσιν, ἢ σοφῶν ἀνδρῶν συνομιλίαν, ἐλευθερωθῶ ἀπὸ καμμίαν πρόληψιν, χαίρω ὡς καθαρισμένος μίαν ἀπὸ τὰς πολλάς μου
39
λέρας. Ἀλλὰ δὲν ἐτελείωσα τὸν λόγον μου. Oι ἀλλογενεῖς Εὐρωπαῖοι, καὶ ἐξαιρέτως οἱ σοφοὶ τῶν περιηγηταί, ἐπληροφορήθησαν ἀπὸ τὴν αὐτοψίαν ὅτι δὲν ἦσαν ἀλαζόνος κόμποι* ὅσα πρὸ ἐτῶν τινῶν ἔλεγε πρὸς αὐτοὺς εἷς ἀπὸ τοὺς ἡμετέρους συμπατριώτας περὶ τῆς σημερινῆς καταστάσεως τῆς Ἑλλάδος. Δὲν ἔπρεπε λοιπὸν πλέον νὰ μᾶς ἁρπάζωσι, μὲ πρόφασιν φυλακῆς, ὅ,τι εἴμεθα καλοὶ νὰ φυλάξωμεν ἡμεῖς. Ἐξ ἐναντίας, ἐχρεωστούσαν, ὀσάκις εὑρίσκουν ἀντίγραφον εἰς χεῖρας ἀγραμμάτου, νὰ δίδωσι τὴν εἴδησιν εἰς τοὺς διδασκάλους καὶ ἐπιτρόπους τῶν ἐπισημοτέρων γυμνασίων, νὰ τὸ ἀγοράζωσι καὶ νὰ τὸ ἀποθέτωσιν εἰς τόπον ἀσφαλῆ. Τοῦτο καὶ τοὺς ἀλλογενεῖς ἤθελε δείξειν ὅτι φυλάσσουν ἀληθῶς εἰς τὴν καρδίαν τὴν ὁποίαν ἐπαγγέλλεται τὸ στόμα τῶν φιλοσοφίαν, καὶ ἡμᾶς ἐνισχύσειν βλέποντας ὅτι μᾶς ἀντευεργετούσι, δι’ ὅσας ἔλαβαν μεγάλας εὐεργεσίας ἀπὸ τὰ συγγράμματα τῶν προγόνων μας.
Πόσας καὶ ποίας;
Ἱκανὸς δὲν εἶμαι νὰ κρίνω πόσας καὶ ποίας ἀκριβῶς· σ’ ἀκούω καθ’ ἡμέραν ἐγκωμιάζοντα τὴν εὐνομίαν, τὴν σοφίαν, τὰ ἔθη καὶ ἤθη, μὲ συντομίαν, τὸν πολιτισμὸν τῆς φωτισμένης Εὐρώπης, καὶ πιστεύω ὅτι δὲν μὲ ἀπατᾶς. Εἰς τὴν γαλλικὴν γλῶσσαν, ἤγουν* τὴν γλῶσσαν τοῦ πλέον πολιτισμένου εὐρωπαϊκοῦ ἔθνους, δὲν εἶμαι ἀρκετὰ δυνατός, οὐδ’ ἀνέγνωσ’ ἀκόμη πολλά των βιβλία· ἀπὸ τὰ ὀλίγα ὅμως γνωστὰ εἰς ἐμὲ καὶ ἀπ’ ὀλίγας τινὰς μεταφράσεις, ὅσων ἡ ἀνοστία δὲν ἴσχυσε ν’ ἀφανίση τοῦ πρωτοτύπου τὸ ἅλας, ἐσυμπέρανα ὅτι ἀληθῶς τῶν Εὐρωπαίων ὁ πολιτισμὸς ἔκαμε μακροτέρας προόδους· ἀλλ’ ἐσυμπέρανα καὶ τοῦτο ἐν ταυτῷ, ὅτι χωρὶς τῶν Ἑλλήνων τὴν βοήθειαν ὁ πολιτισμός των ἐκινδύνευε ν’ ἀργήση εἰς πολλὰς ἀκόμη ἑκατονταετηρίδας.
Πῶς τοῦτο;
Πῶς; Ἐξεύρεις καλύτερά μου ὅτι ἠφανίσθησαν ἑλληνικὰ συγγράμματα πάμπολλα· ἐρωτῶ σὲ ἂν ἡ τοιαύτη δυστυχία δὲν ἐδύνατο νὰ εἶναι βαρυτέρα, ἤγουν νὰ ἀφανισθῶσιν ὅλα καὶ νὰ μὴ μείνη ἄλλο, πλὴν μόνη ἡ ἀνωφελὴς μνήμη τοῦ ἑλληνικοῦ ὀνόματος, ὡς τῶν Ἀσσυρίων, τῶν Βαβυλωνίων, τῶν Μήδων, οἱ ὁποῖοι, ἐὰν ποτὲ ἐπολιτίσθησαν, δὲν ἀφῆκαν ἴχνος πολιτισμοῦ εἰς τὴν ὁποίαν ἐγεννήθησαν κι ἐτάφησαν γῆν.
Τῶν ἐνδεχομένων ἦτο καὶ τόση δυστυχία.
Τότε, φίλε, ὅσον καιρὸν ἐδαπάνησαν καὶ ὅσους κόπους ἐκοπίασαν οἱ πρόγονοί μας νὰ ὑψώσωσι τοῦ πολιτισμοῦ τὸν πύργον, τόσους κόπους ἐχρεώστει νὰ κοπιάση, καὶ τόσον καιρὸν νὰ τρίψη*, ἕως ν’ ἀναβῇ εἰς τὸν ὁποῖον εὑρίσκεται τὴν σήμερον πολιτισμοῦ βαθμὸν ἡ Εὐρώπη. Ἀλλὰ τώρα τί ἐσυνέβη; Ἐκέρδισε καὶ τὸν καιρὸν καί
40
τοὺς κόπους, καὶ τοὺς μεταχειρίζεται νὰ ὑψώνη καθ’ ἡμέραν ἀνώτερον τὸν πύργον τῶν Ἑλλήνων, καὶ νὰ πλατύνη τὸν Oρίζοντα, διὰ νὰ ἀνακαλύψη ὅσα ἦτον ἀδύνατον νὰ φανερωθῶσιν ἀκόμη εἰς ἐκείνους.
Ἔμεινε τώρα ν’ ἀναβῶμεν καὶ ἡμεῖς τὸν πύργον.
Ὄχι μόνον ν’ ἀναβῶμεν, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ὑψώσωμεν μεγαλύτερον.
Λεξιλόγιο
*Βολισσινών: ἀπὸ τὴ Βολισσό, χωριὸ τῆς Χίου, στὸ ὁποῖο ζεῖ καὶ δρᾶ ὁ ἱερέας *ἐπιδημῶν: ξένος ποὺ ἐπισκέπτεται τὰ μέρη *ἀπόστολοι: ἀπεσταλμένοι*φυλακή: φύλαξη *ἀλλογενής: ἀπὸ ἄλλο ἔθνος *νὰ λυτρώση: νὰ γλιτώσει *πλατυσμός: διάσοση, ἐξάπλωση *σχολαστικὴ μωρία: στενοκεφαλιά *ζηλωταί: ἐνθουσιώδεις ὀπαδοί *λέρα: βρομιά *προσφυὴς παραβολή: πετυχημένη ἀλληγορία *ὀσάκις: κάθε φορὰ *κόμποι: κομπασμοί, καυχησιές *ἤγουν: δηλαδὴ * νὰ τρίψη: νὰ διατρίψει, νὰ μελετήσει συστηματικά