Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 12 Νοεμβρίου 2023, Η΄ Λουκᾶ (Λουκ. ι΄ 25-37)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε.
Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΟ
«Τίς ἐστί μου πλησίον;»
Αὐτὸ τὸ παράδοξο ἐρώτημα ἔθεσε κάποτε ἕνας νομοδιδάσκαλος στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, δίνοντάς Του τὴν ἀφορμὴ νὰ διηγηθεῖ τὴ θαυμάσια παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη· τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ ποὺ ἔδειξε ἔμπρακτη ἀγάπη στὸν τραυματισμένο ἀπὸ τοὺς ληστὲς Ἰουδαῖο καὶ τὸν περιποιήθηκε μὲ πνεῦμα αὐτοθυσίας, παρόλο ποὺ ἦταν ἀλλοεθνής. Τὸ ἐρώτημα αὐτό, «τίς ἐστί μου πλησίον;», ποὺ ἔθεσε στὸν Κύριο ὁ νομικός, μᾶς δίνει σήμερα μιὰ καλὴ ἀφορμὴ νὰ δοῦμε ποιός εἶναι ὁ «πλησίον» μας καὶ ποιό εἶναι τὸ χρέος μας πρὸς αὐτόν.
1. Χωρὶς διακρίσεις
Ποιός, ἀλήθεια, εἶναι ὁ «πλησίον μας»; Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «πλησίον» ἐθεωρεῖτο μόνο ὁ κάθε ὁμοεθνὴς καὶ ὁμόθρησκος Ἰουδαῖος καὶ ὄχι οἱ ἀλλόφυλοι εἰδωλολάτρες, οἱ ἐθνικοί. Αὐτοὶ ἀντιμετωπίζονταν ὡς ξένοι. Ἔτσι τὸ εἶχε ὁρίσει ὁ Θεὸς στὸν Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ εἶχε σημασία αὐτό: Ἤθελε νὰ ἀποτρέψει τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τὴν ἀναστροφή τους μὲ τοὺς ἀλλόφυλους καὶ νὰ τοὺς προστατέψει ἀπὸ τὶς συνήθειες τῶν εἰδωλολατρῶν.
Ὁ Κύριος ὅμως στὴν Καινὴ Διαθήκη ἀνατρέπει, ἢ μᾶλλον συμπληρώνει τὴν ἀντίληψη αὐτή. Στὴν παραβολὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα μᾶς διδάσκει ὅτι «πλησίον» εἶναι ὁ κάθε συνάνθρωπος, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἐθνικότητά του, τὸ θρήσκευμά του καὶ τὶς λοιπὲς ἀντιλήψεις του. Εἴτε εἶναι γνωστός μας εἴτε ἄγνωστος, συγγενὴς ἢ ξένος, εἴτε εἶναι συμπατριώτης μας εἴτε ἀλλοεθνής, ἀκόμη κι ἂν εἶναι ἀλλόθρησκος ἢ ἀλλόδοξος, εἶναι «πλησίον» μας.
Πιὸ συγκεκριμένα, «πλησίον» μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ συνάδελφός μας στὴν ἐργασία, ὁ γείτονάς μας στὸ σπίτι, ἀνεξάρτητα ἂν μᾶς συμπαθεῖ ἢ ὄχι, ἂν ἔχει καλὲς σχέσεις μαζί μας, ἂν μᾶς δείχνει ἀγάπη ἢ μᾶς ἐχθρεύεται, μᾶς μισεῖ καὶ μᾶς ἀδικεῖ. «Πλησίον» εἶναι ἀκόμη καὶ ὁ ἐχθρός μας.
Ἄλλωστε εἴμαστε ὅλοι ἀδελφοί· παιδιὰ τοῦ ἴδιου ἐπουράνιου Πατέρα. «Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς» (Β΄ Κορ. ε΄ 14), ὅπως τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος θυσιάσθηκε γιὰ ὅλους μας, μᾶς ἑνώνει μαζί Του καὶ μεταξύ μας. Ἄρα ὁ κάθε συνάνθρωπός μας εἶναι γιὰ ἐμᾶς «πλησίον». Ποιό λοιπὸν εἶναι τὸ χρέος μας πρὸς αὐτόν;
2. Ἀγάπη θυσιαστικὴ
Μᾶς τὸ τονίζει σαφῶς ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ: «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Δηλαδή, νὰ ἀγαπήσεις τὸν συνάνθρωπό σου, ὅπως ἀγαπᾶς τὸν ἑαυτό σου. Ἔχουμε συνεπῶς χρέος ἀγάπης πρὸς τὸν «πλησίον». Ὄχι ἀγάπης θεωρητικῆς, μόνο στὰ λόγια, ἀλλὰ ἀγάπης ἔμπρακτης, θυσιαστικῆς, ὅπως μᾶς τὴν ὑπέδειξε ὁ Κύριος μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη. Ὁ ἀλλοεθνὴς αὐτὸς φρόντισε τὸν τραυματισμένο Ἰουδαῖο χωρὶς νὰ ὑπολογίσει τὸν κίνδυνο τῶν ληστῶν. Τὸν ἀνέβασε στὸ ζῶο του συνεχίζοντας ὁ ἴδιος πεζός. Τὸν πῆγε σὲ κοντινὸ πανδοχεῖο, ὅπου τὸν περιποιήθηκε ὅλη τὴ νύχτα καὶ ἔδωσε χρήματα στὸν πανδοχέα γιὰ τὴ νοσηλεία ἑνὸς ἀγνώστου.
Δὲν εἶναι βέβαια πάντοτε εὔκολο αὐτό. Κάποτε δυσκολευόμαστε, ἀκόμη κι ὅταν ὁ «πλησίον» μας εἶναι ἄνθρωπος πολὺ κοντινός μας. Ὅταν, γιὰ παράδειγμα, ζοῦμε στὸ ἴδιο σπίτι, ἐργαζόμαστε στὸ ἴδιο περιβάλλον καὶ συγκρούονται τὰ συμφέροντα καὶ οἱ ἐγωισμοί μας. Μπορεῖ νὰ εἴμαστε τόσο κοντά, ἀλλὰ στὶς καρδιές μας νὰ ὑπάρχει ἀπόσταση μεγάλη, χάσμα ἀδιαπέραστο.
Δὲν χρειάζεται λοιπὸν νὰ πᾶμε μακριὰ γιὰ νὰ δείξουμε ἀγάπη πρὸς τὸν «πλησίον» μας. Ἀρκεῖ νὰ πλησιάσουμε μὲ τὴν καρδιά μας τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μᾶς περιβάλλουν, ἀκόμη κι ἂν αὐτοὶ μᾶς ἐχθρεύονται. Νά μεριμνήσουμε γι᾿ αὐτούς, ὅπως μεριμνοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Νὰ φροντίσουμε γιὰ τὶς ἀνάγκες τους, ὅπως ἀγωνιοῦμε γιὰ τὶς δικές μας ἀνάγκες, τὶς προτιμήσεις καὶ τὰ συμφέροντά μας. Νὰ χαιρόμαστε μὲ τὴ χαρά τους καὶ νὰ πονοῦμε στὴ λύπη τους.
Σήμερα μάλιστα, ποὺ ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τοῦ ἀτομισμοῦ καὶ τῆς φιλαυτίας καὶ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι μεριμνοῦν μόνο γιὰ τὰ θελήματά τους, ἂς βγαίνουμε ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ μας, τοῦ προγράμματός μας, τοῦ συμφέροντός μας. Ἂς ἀφήνουμε λίγο στὴν ἄκρη τὶς προτιμήσεις μας κι ἂς ἐκφράζουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς κάθε συνάνθρωπό μας. Ἂς ἔχουμε διάθεση αὐτοθυσίας καὶ πλατιὰ καρδιὰ πρὸς ὅλους, χωρὶς νὰ κάνουμε διακρίσεις, προκειμένου νὰ ἔρθουμε πιὸ κοντὰ στὸν «πλησίον» μας καὶ νὰ εὐαρεστοῦμε στὸν Κύριό μας μὲ τὴν θυσιαστικὴ ἀγάπη μας.