Τάξε Μιχάλη, τάξε, στὸν Πανορμίτη
Ὁ Καπετάν Κυριάκος ἂπ’ τὴ Σύμη, ἕνας θεοφοβούμενος θαλασσόλυκος, κάθε χρόνο πρὶν φύγει γιὰ τὴ Μπαρμπαριὰ μὲ τὸ βουτηχτάδικό του, θὰ πήγαινε στὸν Πανορμίτη κερὶ καὶ λάδι, θὰ κολλοῦσε ἕνα πεντόλιρο στὸ μέτωπο τοῦ Ταξιάρχη καὶ θὰ ‘παιρνε τὸν παπὰ νὰ τοῦ κάνει ἁγιασμό.
Ἔτσι ἔκανε καὶ σὲ τοῦτο τὸ ταξίδι. Ξαφνικὰ φύσηξε πουνέντες, ἀπὸ κείνους ποὺ τύχαιναν μία φορᾶ τὸ μήνα. Γιὰ νὰ μὴ χάσει τὸν εὐνοϊκὸ αὐτὸ καιρὸ, ὁ καπετάνιος πρόσταξε καὶ λύσανε τοὺς κάβους, σηκώσανε τὴν ἄγκυρα κι ἁπλώσανε τὰ πανιά. Ὕστερα ἔριξε ἁγιασμὸ στὴ θάλασσα καὶ σάλπαρε μὲ τὴ «Βασιλική», τὴν τρικάταρτη μπρατσέρα του.
Μὰ πρὶν φτάσει στὸν κάβο τοῦ λιμανιοῦ, τὸ καΐκι τραβοῦσε ἴσα γιὰ τὴν ξέρα. Τοῦ κάκου ὁ καπετάνιος στριφογύριζε τὸ διάκι δεξιά. Ἡ «Βασιλική» δὲν ἄκουγε τιμόνι.
-Κάτω τὰ πανιὰ παιδιά, πιάστε τὰ κουπιά, θὰ τρακάρουμε! φώναξε ὁ καπετὰν Κυριάκος. Ρίξτε τὴν ἄγκυρα κι ἐλᾶτε ὅλοι ἐδῶ.
Ἀμέσως ὅλο τὸ τσοῦρμο – βουτηχτάδες, κουπάδες, μοῦτσοι- συνάχτηκαν γύρω του. Ἔφερε ἐκεῖνος ἀπὸ τὴν κάμαρα τὸν Ἄη Νικόλα καὶ τὸν Ταξιάρχη, καί, κρατώντας τὸ εὐαγγέλιο, τοὺς εἶπε ἐπίσημα:
-Θὰ ὁρκιστεῖτε ὅλοι μὲ τὴ σειρά, πὼς δὲν πήρατε τίποτα ἀπὸ τὸν Πανορμίτη, οὔτε γρόσια οὔτε τάματα οὔτε λουλούδια.
Ὁρκίστηκαν ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα καινούργιο βουτηχτή.
-Ὅρκισου κι ἐσύ, Μιχάλη.
-Ἔγω δὲν ὁρκίζομαι. Δὲν ὁρκίστηκα ποτέ.
-Μήπως ἔκλεψες τίποτα;
-Ἔγω; Σ’ ὄρκ…
– Καλά, δὲ σὲ βιάζω, εἶπε ὃ καπετάνιος, καὶ τοῦ ‘ριξε δυὸ ἄγριες ματιές.
Τὸ τρικάταρτο συνέχισε τὸ δρόμο του χωρὶς ἐμπόδιο. Σὲ τέσσερα μερόνυχτα βρεθήκανε στὰ περιγιάλια τῆς Μπαρμπαριᾶς κι ἄρχισαν τὶς βουτιές. Ὅλοι οἱ βουτηχτάδες γέμιζαν καθημερινὰ τὴν ἀπόχη τους μὲ σφουγγάρια, καὶ μόνο ὁ Μιχάλης δὲν μπόρεσε νὰ κάνει οὔτε μία βουτιά, γιατί ἦταν συνέχεια θερμασμένος.
Ἕνα βράδυ ὁ καπετὰν Κυριάκος τὸν πῆρε στὴν κάμαρά του, μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα.
-Πές μου, τί ἔκλεψες τοῦ Ταξιάρχη;
-Ἕνα καραβάκι ἀσημένιο.
-Ποῦ εἶναι;
-Τὸ πούλησα.
-Ἄτιμε! ἀγρίεψε ὁ καπετάνιος. Τάξε στὸν Μεγαλόχαρο.
-Δὲν τάζω. Αὐτὸς ἔχει τόσα. Μ’ ἕνα ποὺ τοῦ ‘κλεψα θὰ φτωχύνει;
-Ἥμαρτον, Πανορμίτη μου, ψιθύρισε ὁ Κυριάκος. Τὸ μισό μου σφουγγάρι δικό σου.
Στὴν ἐπιστροφή, δέκα μίλια μακριὰ ἀπό τη Σύμη, φύσηξε ἄγριος σορόκος. Οὐρανὸς καὶ θάλασσα, ὅλα μαύρα. Τὰ πανιὰ μαϊναρισμένα. Μόνο ἕνας παπαφίγκος ἀνεμίζει. Ὁ καπετὰν Κυριάκος δεμένος στὴν πρύμνη, βαστᾶ τὸ τιμόνι, μὰ ποῦ νὰ τὸν ἀκούσει!
-Ἀνέβα, Μιχάλη καὶ κατέβασε τὸν παπαφίγκο. Γρήγορα, θὰ πνιγοῦμε!
Ἐκεῖνος ἀνεβαίνει τρέμοντας καὶ μαζεύει. Ἕνα πελώριο κύμα τραντάζει τὰ πλευρὰ τῆς «Βασιλικῆς» καὶ ὁ Μιχάλης τινάζεται στὴ θάλασσα.
-Τάξε, τάξε Μιχάλη! φωνάζει ὁ καπετάνιος.
-Βοήθεια, τά…, βοήθεια… τάζω!
– Ρίχτε σφουγγάρια, παιδιά, στὴ θάλασσα, δέστε ἀπάνω καὶ τοὺς φελλούς.
Ὅλοι, κουπάδες, βουτηχτάδες, ἁρπάζουν τσουβάλια γεμάτα σφουγγάρια, καὶ τὰ πετᾶνε στὴ θάλασσα.
-Πανορμίτη μου, κάνε νὰ πιάσουμε στὸ λιμάνι σου καὶ θὰ σοῦ φέρω τ’ ἀσημένιο καραβάκι μαλαματένιο, ἔταξε ὁ καπετάνιος.
Μία ὧρα πάλεψαν ἄγρια μὲ τὸ κύμα. Ὕστερα ὅλα ἡσύχασαν. Ὁ σορόκος ἔπαψε καὶ ἡ μπρατσέρα μπῆκε περήφανη στὸ λιμάνι. Τὰ σφουγγάρια ὄλα πεταμενα στὴ θάλασσα. Μὰ ὁ καπετὰν Κυριάκος τὰ χαλαλίζει.
-Αὐτὸς πού μᾶς τὰ πῆρε, αὐτὸς θὰ μᾶς τὰ δώσει, παιδιά. Κατεβάστε τὴ βάρκα.
Ἡ βάρκα ξεκινάει, μὰ σὲ λίγο ἀκούγονται φωνὲς ἀπ’ τὸ καΐκι:
-Καπετὰν Κυριάκο! Καπετάνιο!
-Τί εἶναι, μωρέ!
-Τὰ τσουβάλια μας, τὰ τσουβάλια μας ἦρθαν! Ἡ βάρκα γυρίζει πίσω, μά, πρὶν φτάσει, τρακάρει σ’ ἕναν μαῦρο ὄγκο.
-Τὰ σφουγγάρια μας! φωνάζει ὁ Μανωλιός. Σηκώνεται ὁ καπετὰν Κυριάκος, καὶ τί νὰ δεῖ!
Τριγύρω στὴ βάρκα ἔπλεαν πέντε-ἕξι τσουβάλια, καὶ σ’ ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ἦταν γαντζωμένος ὁ Μιχάλης!
Τὸν πιάνουν ἀμέσως καὶ τὸν ἀνεβάζουν ἀναίσθητο, μαζὶ μὲ τὰ σφουγγάρια, στὴ «Βασιλική». Σκίζουν τὰ ροῦχα του, τρίβουν μὲ ροῦμι τὴν καρδιά, τοῦ βάζουν ἀέρα ἀπ’ τὸ στόμα μὲ τὸ φυσερό.
-Νερό· ψιθυρίζει ὁ ναυαγός καὶ ἀνοίγει τὰ μάτια του.
-Τάξε, Μιχάλη, τάξε στὸν Ταξιάρχη.
-Τάζω… συχωρᾶτε με.
Δυὸ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ καπετὰν Κυριάκου.
-Πανορμίτη μου, συχῶρα τον. Τὸ μισό μου σφουγγάρι δικό σου.