Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 22 Ὀκτωβρίου 2023, Στ΄ Λουκᾶ (Λουκ. η΄ 27-39)

 

27 ξελθόντι δ ατ π τν γν πήντησεν ατ ­­­νήρ τις κ τς πόλεως, ς εχε δαιμόνια κ χρόνων κανν, κα μάτιον οκ νε­διδύσκετο κα ν οκί οκ μενεν, λλ᾿ ν τος μνήμασιν. 28 δν δ τν ησον κα ­νακράξας προσέπεσεν α­­­τ κα φων μεγάλ επε· τί μο κα σοί, ησο, υἱὲ το Θεο το ψίστου; δέο­μαί σου, μή με βασανί­σς. 29 παρήγγειλε γρ τ πνεύματι τ καθάρτ ξελθεν π το νθρώπου. πολλος γρ χρόνοις συνηρπά­κει ατόν, κα δεσμετο ­­­λύσεσι κα πέδαις φυλασσόμενος, κα διαρρήσσων τ δεσμ λαύνετο π το δαίμονος ες τς ρήμους. 30 πηρώτησε δ ατν  η­σος λέγων· τί σοί στιν νομα;  δ επε· λεγεών· ­­­τι δαιμόνια πολλ εσλθεν­ ες ατόν· 31 κα παρεκάλει ατν να μ πιτάξ ατος ες τν βυσσον πελθεν. 32 ν δ κε γέλη χοίρων κανν βοσκομένων ν τ ­­ρει· κα παρεκάλουν ατν να πιτρέψ ατος ες ­­­κείνους εσελθεν· κα πέ­τρεψεν ατος.

33 ξελθόντα δ τ δαιμό­νια π το νθρώπου εσ­λθον ες τος χοίρους, κα ρμησεν  γέλη κατ το κρημνο ες τν λίμνην κα πεπνίγη. 34 δόντες δ ο βόσκοντες τ γεγενημένον φυγον, κα πήγγειλαν ες τν πόλιν κα ες τος γρούς. 35 ξλθον δ δεν τ γεγο­νός, κα λθον πρς τν ησον κα ερον καθήμενον­ τν νθρωπον, φ᾿ ο τ ­δαιμόνια ξεληλύθει, ματι­σμέ­νον κα σωφρονοντα παρ τος πόδας το η­σο, κα φοβήθησαν. 36 πήγγειλαν δ ατος ο δόντες πς σώθη  δαιμονισθείς. 37 κα ρώτησαν ατν ­­­παν τ πλθος τς περιχώ­ρου τν Γαδαρηνν πελ­θεν π᾿ ατν, τι φόβ με­γάλ συνείχοντο. ατς δ μβς ες τ πλο­ον πέ­στρεψεν. 38 δέετο δ ατο  νήρ, φ᾿ ο ξεληλύθει τ δαιμόνια, εναι σν ατ· πέλυσε δ ατν  ησος λέγων· 39 πόστρεφε ες τν οκόν σου κα διηγο σα ποίησέ σοι  Θεός. κα πλθε καθ᾿ λην τν πόλιν κηρύσσων σα ποίησεν ατ  ησος.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

27 Κι ὅταν βγῆκε στή στεριά, τόν συνάντησε κάποιος ἄνθρωπος πού καταγόταν ἀπό τήν πόλη, ὁ ὁποῖος εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπό πολλά χρόνια. Αὐ­τός δέν φοροῦσε πάνω του ροῦχα οὔτε ἔμενε σέ σπίτι, ἀλλά ζοῦσε μέσα στά μνήματα. 28 Ὅταν ὅμως εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἀπό τό φόβο του ἔβγαλε μιά δυνατή κραυγή, ἔπεσε στά πόδια του καί μέ φωνή μεγάλη εἶπε: Ποιά σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα σέ μένα καί σέ σένα καί τί ζητᾶς ἀπό μένα, Ἰησοῦ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Σέ παρακαλῶ, μή μέ βασανίσεις καί μή μοῦ ἐπιβάλεις τήν τιμωρία νά κλειστῶ ἀπό τώρα μέσα στά σκοτάδια τοῦ Ἅδη. 29 Καί εἶπε τά λόγια αὐτά ὁ δαιμονισμένος, διότι ὁ Ἰη­σοῦς εἶχε διατάξει τό ἀκάθαρτο δαιμονικό πνεῦ­μα νά βγεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο. Διότι ἀπό πολλά χρόνια τόν εἶ­­χε κυριεύσει, καί τοῦ δη­μιουργοῦσε ἄγρια ἔξαψη. Γι’ αὐ­­τό τόν ἔδεναν μέ ἁλυσίδες καί μέ σιδερένια δεσμά στά πόδια, καί τόν φύλαγαν νά μήν κάνει κανένα κακό σέ κανέναν. Ἀλλά αὐτός ἔσπαζε τά δεσμά καί συρόταν βίαια ἀπό τόν δαίμονα στίς ἐρημιές. 30 Τόν ρώτησε τότε ὁ Ἰησοῦς: Ποιό εἶναι τό ὄνομά σου; Κι αὐτός τοῦ ἀπάντησε: Λεγεών, δηλαδή ταξιαρχία στρα­τιωτῶν. Καί εἶχε αὐτό τό ὄνομα, διότι εἶχαν μπεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο αὐτό ὄχι μόνο ἕνα ἀλλά πολλά δαι­­μόνια. 31 Καί τά δαιμόνια αὐτά μέ τό στόμα τοῦ δαιμονισμένου τόν παρακα­λοῦσαν νά μήν τά διατάξει νά πᾶνε στά τρίσβαθα τοῦ Ἅδη. 32 Στό μεταξύ ἐκεῖ κοντά ἦταν ἕνα κοπάδι ἀπό πολλούς χοί­ρους πού ἔβοσκαν στό βουνό. Καί τά δαιμόνια τόν παρακαλοῦσαν νά τούς ἐπιτρέψει νά μποῦν σ’ ἐκείνους τούς χοίρους. Καί ὁ Κύριος τούς τό ἐπέτρεψε, ἐπειδή αὐτοί πού ἔτρε­­­­­­φαν τούς χοίρους τό ἔκαναν αὐτό παραβαίνοντας τό Μω­­σαϊκό νόμο, ὁ ὁποῖος ἀπαγόρευε τό χοι­ρινό κρέας ὡς ἀκάθαρτο. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Κύριος τιμώρησε τήν παρανο­μία τους αὐτή. 33 Κι ἀφοῦ βγῆκαν τά δαιμόνια ἀπ’ τόν ἄνθρωπο, μπῆκαν στούς χοίρους. Τότε τό κοπάδι ὅρμησε μέ ἀσυ­γκράτητη μανία πρός τό γκρεμό, κι ἔπεσε κάτω στή λίμνη καί πνίγηκε. 34 Μόλις εἶδαν αὐτό πού ἔγινε ἐκεῖνοι πού ἔβοσκαν τούς χοίρους, ἔφυγαν καί ἀνήγγειλαν τό συμβάν τῆς κα­­ταστροφῆς τῶν χοίρων στούς κατοίκους τῆς πόλεως καί σ’ ὅσους ἔμεναν ἔξω στήν ὕπαιθρο. 35 Τότε οἱ ἄνθρωποι βγῆκαν ἀπό τήν πόλη καί τά περίχωρα γιά νά δοῦν αὐτό πού ἔγινε, καί ἦλθαν στόν Ἰησοῦ. Καί πράγματι, βρῆκαν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τά δαιμόνια νά κάθεται κοντά στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί νά εἶναι ντυμένος καί σωφρονισμένος. Καί φοβήθηκαν. 36 Κι ὅσοι εἶχαν δεῖ τό περιστατικό τούς διηγήθηκαν πῶς ἔγινε καλά καί σώθηκε ὁ δαιμονισμένος. 37 Τότε ὅλο τό πλῆθος τῆς περιφέρειας τῶν Γαδαρηνῶν παρακάλεσαν τόν Ἰησοῦ νά φύγει ἀπό κοντά τους, διότι κυριεύθηκαν ἀπό μεγάλο φόβο ὅταν εἶδαν τή δίκαιη τιμωρία πού ἐπιβλήθηκε σ’ ἐκείνους πού ἐξέ­τρε­φαν χοίρους παρά τήν ἀπαγόρευση τοῦ νόμου. Καί ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στό πλοῖο καί ἐπέστρεψε στό μέρος ἀπό τό ὁποῖο εἶχε ἔλθει. 38 Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἀπό τόν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τά δαιμόνια τόν παρακαλοῦσε νά μένει μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ ἔδωσε τήν ἐντολή νά φύγει λέγοντας: 39 Γύρισε πίσω στό σπίτι σου καί νά διηγεῖσαι ὅσα σοῦ ἔκανε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σέ ἀπάλλαξε ἀπό τά δαιμόνια. Κι ἐκεῖνος ἔφυγε καί διεκήρυττε σ’ ὅλη τήν πόλη ὅσα τοῦ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.