Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ

 Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

δοὺ βγῆκε λέει, αὐτός πού σπέρνει γιά νά σπείρη. Ἀπὸ ποῦ βγῆκε αὐτὸς πού εἶναι παρών σ’ ὅλα τὰ μέρη, αὐτὸς πού τὰ γεμίζει ὅλα; Καὶ πῶς βγῆκε; Ὄχι τοπικὰ ἀλλὰ κατὰ τή σχετική μέ ἐμᾶς οἰκονομία του, ἔγινε πλησιέστερός μας μὲ τὴν ἔνδυση τῆς σάρκας. Ἐπειδὴ δέν μπορούσαμε νά μποῦμε ἐμεῖς, καθὼς μᾶς ἔκλειναν τὴν εἴσοδο τὰ ἁμαρτήματά μας, βγαίνει Ἐκεῖνος σ’ ἐμᾶς. Καί μέ ποιό σκοπὸ βγῆκε; Γιά νά καταστρέψη τή γεμάτη ἀπὸ ἀγκάθια γῆ καὶ νά τιμωρήση τοὺς γεωργούς; Καθόλου· ἀλλὰ νά καλλιεργήση καὶ νά φροντίση καὶ νά σπείρη τὸν λόγο τῆς εὐσεβείας. Σπόρο ἐδῶ ἐννοεῖ τή διδασκαλία· χωράφι τίς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων· σπορέα τὸν ἑαυτὸ του.

Καὶ ποία ἡ τύχη τοῦ σπόρου τούτου; Τὰ τρία μέρη χάνονται, μένει τὸ ἕνα. Κι ὅπως ἔσπερνε, μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε κοντὰ στόν δρόμο. Κι ἤρθαν τὰ πουλιὰ καὶ τὸν ἔφαγαν. Δέν εἶπε ὅτι αὐτὸς ἔριξε τὸν σπόρο ἀλλὰ ἔπεσε. Μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε στήν πέτρα, ὅπου δέν εἶχε χῶμα πολύ· φύτρωσε ἀμέσως ἐπειδὴ δέν εἶχε βάθος ἡ γῆ· τὸ χτύπησε ὁ ἥλιος πού βγῆκε καὶ ἐπειδὴ δέν εἶχε ῥίζα ξεράθηκε. Ἄλλο μέρος ἔπεσε στ’ ἀγκάθια ἀλλὰ τ’ ἀγκάθια ψήλωσαν καὶ ἔπνιξαν τὰ φυτά. Ἄλλο μέρος ἔπεσε στή καλὴ γῆ κι ἔδωσε καρπὸ στά ἑκατό, καὶ στά ἐξήντα καὶ στά τριάντα. Ὅποιος ἔχει αὐτιὰ ἂς ἀκούη.

Τὸ τέταρτο ἔμεινε μόνο κι ὄχι ἴσο μέ τ’ ἄλλα ἀλλὰ κι ἐδῶ μέ μεγάλη διαφορά. Τὰ ἔλεγε αὐτὰ δείχνοντας ὅτι πλούσια μιλοῦσε σ’ ὅλους. Κι ὅπως αὐτός πού σπέρνει δὲ χωρίζει τὸ χωράφι πού ἁπλώνεται μπροστὰ του ἀλλὰ ἁπλὰ καὶ χωρὶς νά κάνη διάκριση ῥίχνει τὸν σπόρο, ἔτσι κι αὐτὸς δέν ξεχωρίζει πλούσιο καὶ φτωχό, σοφὸ καὶ ἄσοφο, ὀκνηρὸ καὶ ἐνεργητικό, γενναῖο καὶ δειλό· μιλοῦσε σ’ ὅλους, ἐκπληρώνοντας τὴν ἀποστολὴ Του, ἂν καὶ γνωρίζη τί θὰ συμβεῖ. Θέλει νά ἔχει τὸ δικαίωμα νά πῆ· «τὶ ἔπρεπε νά κάνω πού δέν τὸ ἔκαμα;».

Καὶ οἱ προφῆτες παρομοιάζουν τὸν λαό μέ ἀμπέλι. «Ἀπόχτησε ἀμπέλι ὁ ἀγαπητός», γράφει. Καὶ «μεταφύτεψε ἀμπέλι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο». Ὁ Χριστὸς μιλάει γιά σπόρο, γιά νά φανερώση τί πρᾶγμα; Ὅτι τώρα θὰ εἶναι γρήγορη ἡ ὑπακοὴ κι εὐκολώτερη καὶ θὰ δώση ἀμέσως τὸν καρπὸ της. Κι ὅταν ἀκούσετε ὅτι βγῆκε αὐτός πού σπέρνει γιά νά σπείρη, μὴ τὸ θεωρήσετε τοῦτο ταυτολογία. Γιατὶ αὐτός πού σπέρνει βγαίνει πολλὲς φορὲς καὶ γιά ἄλλη ἐργασία, νά συμπληρώση, νά κάψη τὰ ἄχρηστα χόρτα, νά βγάλη τ’ ἀγκάθια, νά φροντίζη γιά κάτι ἄλλο. Αὐτὸς ὅμως βγῆκε γιά νά σπείρη.

Πέστε μου τώρα, πῶς χάθηκε ὁ περισσότερος σπόρος. Ὄχι ἀπὸ ἀφορμὴ αὐτόν πού ἔσπειρε, ἀλλὰ ἀπὸ ἀφορμὴ τή γῆ πού δέχτηκε τή σπορά, δηλαδὴ, τὴν ψυχή πού δέν ἄκουσε. Καὶ γιατὶ δὲν λέει, ὅτι ἄλλο σπόρο δέχτηκαν οἱ ὀκνηροὶ καὶ τὸν χάλασαν, ἄλλον οἱ πλούσιοι καὶ τὸν ἔπνιξαν κι ἄλλον οἱ ἀδιάφοροι καὶ τὸν πρόδωσαν; Δὲν θέλει νά τοὺς χτυπήση δυνατά, γιά νά μὴν τοὺς ὁδηγήση στή ἀπόγνωση ἀλλὰ ἀφήνει τὸν ἔλεγχο στή συνείδηση τῶν ἀκροατῶν. Καὶ δέν τὸ ἔπαθε αὐτὸ ὁ σπόρος μονάχα ἀλλὰ καὶ τὸ δίχτυ. Γιατὶ πολλὰ ἄχρηστα ἔφερε κι αὐτό. Καὶ τοὺς λέει αὐτὴ τὴν παραβολὴ προαλείφοντας καὶ προετοιμάζοντας τοὺς μαθητὰς νά μὴν ἀπογοητεύωνται, ἀκόμα κι ἂν χάνωνται περισσότεροι ἀπ’ ὅσους δέχονται τὸν λόγο. Αὐτὸ ἔγινε καὶ στόν Δεσπότη Χριστό· κι αὐτός πού ἐγνώριζε ἀπὸ πρῶτα ὅτι αὐτὰ θὰ γίνουν, δέν ἀρνήθηκε τή σπορά.

Καὶ πῶς δικαιολογεῖται ἡ σπορὰ πάνω στ’ ἀγκάθια καὶ στήν πέτρα καὶ στόν δρόμο; Βέβαια εἶναι ἀδικαιολόγητη στήν περίπτωση τοῦ πραγματικοῦ σπόρου καὶ τῆς γῆς. Στίς ψυχὲς ὅμως καὶ τή διδασκαλία, γίνεται αὐτὸ ἀφορμή γιά πολὺν ἔπαινο. Σωστὰ μπορεῖς νά κατηγορήσης τὸν γεωργό πού σπέρνει ἔτσι. Γιατὶ δέν πρόκειται ἡ πέτρα νά γίνη γῆ, καὶ ὁ δρόμος νά μὴν εἶναι δρόμος καὶ τὰ ἀγκάθια ἀγκάθια. Στίς λογικὲς ὅμως ὑπάρξεις δὲν γίνεται ἔτσι. Εἶναι δυνατὸ ἡ πέτρα ν’ ἀλλάξη καὶ νά γίνη εὔφορη γῆ, κι ὁ δρόμος νά μὴν πατιέται πιά, μήτε νά εἶναι ἀνοιχτὸς σ’ ὅλους τοὺς περαστικοὺς ἀλλὰ νά γίνη χωράφι γόνιμο καὶ τ’ ἀγκάθια νά ἑξαφανιστοῦν καὶ οἱ σπόροι νά ἔχουν μεγάλη ἄνεση. Ἂν δέν ἤταν αὐτὸ σωστό, δὲν θὰ ἔσπερνε Ἐκεῖνος. Κι ἂν δέν ἔγινε σ’ ὅλους μεταβολή, δέν ἐξαρτᾶται ἀπ’ Αὐτόν πού ἔσπειρε ἀλλ’ ἀπ’ αὐτούς πού δὲ θέλησαν ν’ ἀλλάξουν. Ἐκεῖνος ἔκαμε τὸ δικὸ Του ἔργο. Ἂν αὐτοὶ τὸ πρόδωσαν, δέν ἔχει εὐθύνη αὐτός πού ἔδειξε τόση φιλανθρωπία.

Προσέξτε σεῖς ὅτι δέν εἶναι ἕνας ὁ δρόμος τῆς καταστροφῆς ἀλλὰ πολλοὶ καὶ διάφοροι μεταξὺ τους. Οἱ ἄνθρωποι πού παρομοιάζονται μέ δρόμο εἶναι οἱ βάναυσοι καὶ οἱ ὀκνηροὶ καὶ οἱ ἀδιάφοροι· μὲ τὴν πέτρα οἱ πιὸ ἀσθενικοὶ μόνο. Τὰ πετρώδη μέρη πού δέχτηκαν τὸν σπόρο εἶναι αὐτοί πού ἀκοῦν τὸν λόγο καὶ τὸν δέχονται ἀμέσως μέ χαρά, δὲν ῥιζώνει ὅμως μέσα τους βαθιὰ ἀλλὰ εἶναι προσωρινός. Κι ὅταν ἔρθη θλίψη ἢ διωγμὸς, σκανδαλίζονται ἀμέσως. Σὲ καθέναν πού ἀκούει τὸν λόγο τῆς ἀληθείας καὶ δέν τὸν κατανοεῖ ἔρχεται ὁ πονηρὸς κι ἁρπάζει τὸν σπόρο ἀπὸ τὴν καρδία του. Αὐτὸς εἶναι ὁ σπόρος πού ἔπεσε στόν δρόμο. Οὔτε εἶναι ἴσο νά ἀπομαραθεῖ ἡ διδασκαλία χωρὶς νά τὴν πειράζη εἴτε νά τὴν κλονίζει κανένας καὶ νά τὸ πάθη αὐτὸ ἐπειδὴ ἀπειλοῦνται δοκιμασίες. Αὐτοὶ πάλι πού μοιάζουν μέ τ’ ἀγκάθια εἶναι πολὺ πιὸ ἀσυγχώρητοι ἀπ’ τοὺς ἄλλους.

Γιά νά μὴν πάθωμε κάτι ἀπ’ αὐτὰ ἂς σκεπάσωμε μέ τὴν προθυμία μας τοὺς λόγους καί μέ τὴν ἀδιακόπη μνήμη. Κι ἂν τοὺς ἁρπάζη ὁ διάβολος, στόν χέρι μας εἶναι νά μὴν τοὺς ἁρπάζη· κι ἂν ξηραίνωνται οἱ σπόροι, δὲν γίνεται αὐτὸ ἀπὸ τή ζέστη –γιατὶ δέν εἶπε ὅτι ξεράθηκαν ἀπὸ τή ζέστη, ἀλλὰ ἐπειδὴ δέν εἴχαν ῥίζα· κι ἂν πνίγεται ὁ λόγος, δὲν γίνεται ἀπὸ τ’ ἀγκάθια ἀλλὰ ἀπ’ αὐτούς πού ἀφήνουν τ’ ἀγκάθια νά μεγαλώσουν. Εἶναι δυνατό, ἂν θέλης, νά ἐμποδίσης τή βλαβερὴ αὐτή βλάστηση καὶ νά χρησιμοποιήσης τὸν πλοῦτο σου ὅπως πρέπει. Γι’ αὐτὸ δέν εἶπε, ἡ ζωὴ αὐτὴ ἀλλὰ ἡ φροντίδα τῆς ζωῆς αὐτῆς. Οὔτε ὁ πλοῦτος ἀλλὰ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου.

Ἀφοῦ ἀνάφερε τοὺς τρόπους τῆς ἀπωλείας, θέτει ὕστερα τὴν καλὴ γῆ· δὲ μᾶς ἀφήνει ἔτσι στήν ἀπόγνωση ἀλλὰ μᾶς δίνει τὴν ἐλπίδα τῆς μετανοίας καὶ δείχνει ὅτι εἶναι δυνατὸ ἀπὸ ὅσα εἶπε νά γυρίσωμε σ’ αὐτήν. Ἀλλὰ πάλι μ’ ὅλο πού ἡ γῆ εἶναι καλή, ἕνας ὁ σπορέας καὶ ὁ σπόρος ὁ ἴδιος, γιατὶ ἄλλος ἀποδίδει στά ἑκατό, ἄλλος στά ἐξήντα κι ἄλλος στά τριάντα; Ἐδῶ πάλι ἡ διαφορὰ βρίσκεται στή φύση τῆς γῆς. Ὅπου ὑπάρχει καλὴ γῆ, εἶναι σ’ αὐτὴ κι ἡ διαφορὰ πολλή. Βλέπετε ὅτι δέν εἶναι αἴτιος ὁ γεωργός, οὔτε ὁ σπόρος ἀλλὰ ἡ γῆ, ποὺ δέχεται τὸ σπόρο· ὄχι ἀνάλογα μέ τή φύση ἀλλά μέ τή γνώμη.

Ἂς ἀκοῦμε αὐτὰ κι ἂς περιτειχίζωμε τὸν ἑαυτὸ μας, δίνοντας προσοχὴ στή διδασκαλία κι ἀφήνοντας τίς ῥίζες νά πάνε βαθιὰ καὶ καθαρίζοντας τὸν ἑαυτὸ μας ἀπ’ ὅλα τὰ βιοτικά. Ἂν ὅμως ἄλλα κάνωμε κι ἄλλα παραμελοῦμε, δέν κερδίζομε τίποτα· κι ἂν δέν χανόμαστε ἔτσι, χανόμαστε ἀλλιώτικα. Τὶ διαφορὰ ὑπάρχει ἂν χαθοῦμε ὄχι ἐξ αἰτίας τοῦ πλούτου ἀλλὰ ἀπὸ ὀκνηρία, κι ἂν καταστραφοῦμε ὄχι ἀπὸ ὀκνηρία ἀλλὰ ἀπὸ ἀνανδρεία; Κι ὁ γεωργὸς εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς χάση τὸ σπόρο του, ἴδια λυπᾶται. Ἂς μὴν παρηγορούμαστε λοιπόν, ἐπειδὴ δέν χανόμαστε μέ ὅλους μαζὶ τοὺς τρόπους· ἂς λυπούμαστε μ’ ὁποῖον τρόπο κι ἂν χανόμαστε κι ἂς κάψωμε τὰ ἀγκάθια, γιατὶ πνίγουν τὸν λόγο.

Ἔχοντας αὐτὸ στόν νοῦ μας, ἂς ἀποφύγωμε τὴν τρυφή, ἂς ἀσκήσωμε τὸ μέτρο μ’ ἐπιμέλεια, γιά νά ἀπολαύσωμε καὶ τή σωματική ὑγεία καὶ νά ἐπιτύχωμε τὰ μελλοντικὰ ἀγαθά, ἀφοῦ ἁπαλλάξωμε τὴν ψυχὴ μας ἀπὸ κάθε ἀδυναμία μέ τή χάρη καὶ τή φιλαθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα κι ἡ δύναμη στούς αἰῶνες. Ἀμήν.