Ἡ Κυριακὴ Προσευχή

Κεφάλαιο 18• Τὰ τέσσερα εἴδη τῆς προσευχῆς μᾶς ἔχουν ὑποδειχθεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο.

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καταδέχθηκε νὰ λειτουργήσει αὐτοὺς τοὺς τέσσερις τρόπους προσευχῆς καὶ νὰ μᾶς δώσει τὸ παράδειγμα.

Καὶ ἐνεργῶντας ὁ Κύριος ἔτσι, ἐκπλήρωσε αὐτὸ ποὺ ἔχει εἰπωθεῖ γι’ Αὐτὸν• «Ἔπραξε καὶ δίδαξε» [ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν] (Πράξ. 1, 1).

Αὐτὸ ποὺ εἶπε, «Πατέρα μου, ἂν εἶναι δυνατόν, ἂς μὴν πιῶ αὐτὸ τὸ ποτήρι» [πάτερ μου, εἴ δυνατόν ἐστί, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο] (Μάτθ. 26, 39,) εἶναι μιὰ δέηση.

Δέηση ἐπίσης εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ λέει μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Δαυὶδ• «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μὲ ἐγκατέλειψες; Γιατί δὲν ἀκοῦς τὰ λόγια τῆς προσευχῆς μου;» [Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρόσχες μοί· ἵνα τί ἐγκατέλιπές με; μακρὰν ἀπὸ τῆς σωτηρίας μου οἱ λόγοι τῶν παραπτωμάτων μου] (Ψάλμ. 21, 1).

Αὐτὰ ἐδῶ τὰ λόγια του εἶναι ἐπίσης μιὰ προσευχὴ• «Ἐγὼ φανέρωσα τὴ δόξα σου πάνω στὴ γῆ, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσα τὸ ἔργο ποὺ μοῦ ἀνέθεσες νὰ κάνω. Γιὰ χάρη τους ἀφιερώνω καὶ προσφέρω τὸν ἑαυτό μου σ’ ἐσένα, ὥστε κι αὐτοί, μὲ τὴ βοήθεια τῆς ἀλήθειας, νὰ εἶναι ἀφιερωμένοι σὲ σένα» [ἐγώ σέ ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω…καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ] (Ἰωάν. 17, 4 καὶ 19).

Ὁ Κύριος κάνει μιὰ ἱκεσία, ὅταν λέει• «Πατέρα, αὐτοὶ ποὺ μοῦ ἔδωσες θέλω ὅπου εἶμαι ἐγὼ νὰ εἶναι κι ἐκεῖνοι μαζί μου, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ βλέπουν τὴ δόξα τὴ δική μου ποὺ Ἐσὺ μοῦ χάρισες» [πάτερ, οὓς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κακεῖνοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν δέδωκάς μοι] (Ἰωαν. 17, 24).

Καὶ πάλι• «Πατέρα, συγχώρεσέ τους, δὲν ξέρουν τί κάνουν» [πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι] (Λούκ. 23, 34).

Τέλος, ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε τὴν εὐχαριστία ὅταν ἔλεγε• «Σ’ εὐχαριστώ, Πατέρα, Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, γιατί αὐτὰ τὰ ἀπέκρυψες ἀπὸ τοὺς σοφοὺς καὶ τοὺς συνετούς καὶ τὰ φανέρωσες στοὺς ταπεινούς. Ναί, Πατέρα μου, αὐτὸ ἦταν τὸ θέλημά σου» [ἐξομολογοῦμαι σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις· ναί, ὁ πάτήρ, ὅτι οὕτως ἐγένετο εὐδοκία ἔμπροσθέν σου] (Μάτθ. 11, 25-26).

Καὶ ἀλλοῦ πάλι λέει• «Πατέρα, σ’ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἄκουσες. Ἐγὼ τὸ ἤξερα πὼς πάντα μὲ ἀκοῦς» [πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτε μοῦ ἀκούεις] (Ἰωαν. 11, 41-42).

Ἀλλά, ὅπως μποροῦμε νὰ ξεχωρίσουμε αὐτά τα τέσσερα εἴδη προσευχῆς καὶ νὰ τὰ λειτουργήσουμε χωριστά, ἄλλοτε τὸ ἕνα καὶ ἄλλοτε τὸ ἄλλο, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μποροῦμε, ὅπως ὁ Κύριος μὲ τὸ παράδειγμά του μᾶς δίδαξε, καὶ νὰ τὰ ἑνοποιήσουμε καὶ νὰ τὰ λειτουργοῦμε ταυτόχρονα. Στὴν Ἀρχιερατικὴ προσευχή του, αὐτὴν ποὺ διαβάζουμε στὸ τέλος τοῦ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγελίου, ὁ Κύριος ἄφησε νὰ ξεχειλίσει τὸ περίσσευμα τῆς καρδιᾶς του. Τὸ κείμενο εἶναι πολὺ μεγάλο γιὰ νὰ τὸ παραθέσουμε ἐδῶ ὁλόκληρο, ἀλλὰ ὅποιος θέλει νὰ ἐξετάσει τὸ θέμα σὲ κάθε του λεπτομέρεια, ἂς τὸ μελετήσει μὲ προσοχὴ καὶ θὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων μας (Ἰωαν. 17, 1-26).

Αὐτὸ τὸ ἴδιο ἐπίσης λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολή του. Ἐκεῖ παραθέτει τα τέσσερα αὐτὰ εἴδη προσευχῆς μὲ μιὰ σειρὰ λίγο διαφορετική. Στὸ χωρίο αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος μᾶς δείχνει ξεκάθαρα ὅτι, μερικὲς φορές, αὐτὰ τὰ εἴδη προσευχῆς πρέπει νὰ συγχωνεύονται μέσα στὴν ἴδια φλογερὴ ἱκεσία• «Ἀλλὰ σὲ κάθε περίσταση» λέει, «τὰ αἰτήματά σας νὰ τὰ ἀπευθύνετε στὸν Θεὸ μὲ προσευχὴ καὶ δέηση, ποὺ θὰ συνοδεύονται ἀπὸ εὐχαριστία» [ἀλλ’ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν] (Φιλιπ. 4, 6). Ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος μᾶς διδάσκει ξεκάθαρα, ὅτι θὰ πρέπει νὰ λειτουργοῦνται ταυτόχρονα ἡ προσευχή, ἡ δέηση καὶ ἡ εὐχαριστία.

Αὐτούς τοὺς διάφορους τύπους προσευχῆς θὰ τοὺς διαδεχθεῖ στὴ συνέχεια μιὰ ἀνώτερη κατάσταση καὶ μιὰ πιὸ ὑψηλὴ θεωρία. Εἶναι ἡ θέα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, εἶναι μιὰ μεγάλη φωτιὰ ἀγάπης. Ἡ ψυχὴ βιώνει τὴ Θεία μέθεξη, βυθίζεται στὴ φλογερὴ ἀγάπη καὶ συνομιλεῖ μὲ τὸν Θεὸ μὲ περισσὴ εὐλάβεια καὶ φιλόστοργη οἰκειότητα, ὅπως ἀκριβῶς συμπεριφέρεται τὸ παιδὶ πρὸς στὸν Πατέρα του. Ὀφείλουμε λοιπὸν νὰ τείνουμε ὅλοι πρὸς αὐτὴν τὴν κατάσταση, καθὼς τὸ ἴδιο τὸ κείμενο τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου μᾶς τὸ διδάσκει.

Πάτερ ἡμῶν

Ὅταν λέμε, «Πατέρα μας» [Πάτερ ἡμῶν] (Μάτθ. 6, 9) ὁμολογοῦμε μὲ τὸ ἴδιο μας τὸ στόμα ὅτι ὁ Θεὸς καὶ Κύριος τοῦ σύμπαντος εἶναι ὁ Πατέρας μας. Αὐτὴ ἡ ἐπίκληση μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ ὅτι ἔχουμε κληθεῖ ἀπὸ δοῦλοι νὰ γίνουμε «κατὰ χάριν υἱοί».

ἐν τοῖς οὐρανοῖς

Στὴ συνέχεια τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς λέμε, «ποὺ βρίσκεσαι στοὺς οὐρανούς» [ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς] (Μάτθ. 6, 9). Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς εἶναι μιὰ ἐξορία. Αὐτὴ ἡ γῆ εἶναι ξένος τόπος ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Πατέρα μας. Ἂς φύγουμε ἀπ’ αὐτὴ τὴ χώρα μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις μας. Ἂς τρέξουμε πρὸς τὸν τόπο, ὅπου, καθὼς λέμε, κατοικεῖ ὁ Πατέρας μας.

Ἂς μὴν ὑπάρξει τίποτε στὴ ζωή μας ποὺ νὰ μᾶς κάνει ἀνάξιους αὐτῆς τῆς ὁμολογίας καὶ τῆς τιμῆς μιᾶς τέτοιας ὑιότητας. Ἂς μὴ βρεθεῖ τίποτα ποὺ νὰ μᾶς ἀπαξιώνει ὡς ἄσωτους υἱούς ἢ κάτι ποὺ νὰ μᾶς κάνει ἔκπτωτους ἀπὸ τὸ δικαίωμα στὴν κληρονομία τῶν υἱῶν του καὶ ποὺ νὰ προκαλεὶ τὴν ὀργή του καὶ τὴν αὐστηρότητα τῆς Κρίσης του.

ἁγιασθήτω τὸ ὄνόμά σου

Ὅταν ἀξιωθοῦμε νὰ γίνουμε «παιδιὰ» τοῦ Θεοῦ, τότε θὰ αἰσθανθοῦμε μέσα μας τὴ φλογερὴ ἀγάπη ποὺ διακατέχει τὴν καρδιὰ ὅλων τῶν καλῶν υἱῶν. Τότε πιὰ θὰ σταματήσουμε νὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὰ δικά μας ἐνδιαφέροντα. Τότε ὁ μόνος πόθος μας θὰ εἶναι ἡ δόξα τοῦ Πατέρα μας. Τότε θὰ μποροῦμε νὰ τοῦ ποῦμε• «Ἂς τιμάται ὡς ἅγιο τὸ ὄνομά σου» [ἁγιασθήτω τὸ ὄνόμά σου] (Μάτθ. 6, 9). Θὰ ἐπιβεβαιώνουμε μ’ αὐτὴ τὴν φράση ὅτι ἡ δόξα του εἶναι ὁ μοναδικὸς πόθος μας καὶ ἡ μόνη χαρά μας.

Τότε θὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ εἶπε• «Ἐκεῖνος ποὺ μιλάει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ζητάει τὴ δική του δόξα, ὅποιος ὅμως ζητάει τὴ δόξα Ἐκείνου ποὺ τὸν ἔστειλε, αὐτὸς εἶναι ἀξιόπιστος καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτα ψεύτικο σ’ αὐτόν» [ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ λαλῶν τὴν δόξαν τὴν ἰδίαν ζητεῖ, ὁ δὲ ζητῶν τὴν δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν, οὗτος ἀληθής ἐστί, καὶ ἀδικία ἐν αὐτῷ οὐκ ἐστὶν] (Ἰωαν. 7, 18).

Γεμᾶτος ἀπὸ τέτοια συναισθήματα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, αὐτὸ τὸ «σκεῦος ἐκλογῆς», ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ εὔχεται νὰ γίνει ἀνάθεμα καὶ νὰ χωρισθεῖ ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀρκεῖ μ’ αὐτὴ τὴν θυσία του νὰ μπορέσει νὰ τοῦ χαρισθεῖ μιὰ πολυάριθμη πνευματικὴ οἰκογένεια, καὶ νὰ δοξάσει τὸν Πατέρα του μὲ τὴν σωτηρία ποὺ θὰ κερδίσουν οἱ ἀδελφοί του, οἱ Ἰσραηλῖτες. Λέει ὁ Ἀπόστολος χωρὶς φόβο, ὅτι προτιμάει νὰ κινδυνεύσει γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί γνωρίζει καλὰ ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ πεθάνει ἢ νὰ κινδυνεύσει νὰ χαθεῖ, ἀφοῦ Ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ γίνει ἀνάθεμα, εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ζωή. Λέει ἀκόμα• «Χαιρόμαστε ὅταν ἐμεὶς εἴμαστε ἀδύνατοι κι ἐσεὶς εἶστε δυνατοί» [χαίρομεν γὰρ ὅταν ἡμεῖς ἀσθενῶμεν, ὑμεῖς δὲ δυνατοὶ ἦτε] (Β´ Κόρ. 13, 9).

Ἀλλὰ γιατί νὰ μᾶς κάνει ἐντύπωση, ποὺ ὁ ἀπόστολος Παῦλος εὔχεται νὰ γίνει ἀνάθεμα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴ μεταστροφὴ τῶν ἀδελφῶν του καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἐκλεκτοῦ αὐτοῦ λαοῦ, ὅταν ἐπίσης καὶ ὁ προφήτης Μιχαίας λέει ὅτι θὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἦταν ψεύτης καὶ νὰ εἶχε ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὶς δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀρκεῖ νὰ μποροῦσε νὰ ξεφύγει τὸ Ἰουδαϊκὸ ἔθνος ἀπὸ τὶς συμφορὲς καὶ ἀπὸ τὰ βάσανα τῆς σκλαβιᾶς, τὴν ὁποία ὁ ἴδιος προφήτευσε; «Θὰ εὐχόμουν», γράφει, «αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω νὰ ἦταν χρησμοὶ κάποιου ψευδοπροφήτη» (Μίχ. 2, 11).

Καὶ τί νὰ πῶ γιὰ τὴν ὑπέροχη τοποθέτηση τοῦ Νομοθέτη Μωυσῆ; Ὅταν τὰ ἀδέλφια του, οἱ Ἰσραηλῖτες, ἐπρόκειτο νὰ χαθοῦν, δὲν ἀρνήθηκε νὰ πεθάνει κι αὐτὸς μαζί τους• «Κύριε», λέει, «αὐτὸς ὁ λαὸς ἔκανε μιὰ μεγάλη ἁμαρτία. Ἀλλὰ σὲ ἱκετεύω συγχώρεσε τὸ σφάλμα του. Διαφορετικά, διάγραψε κι ἐμένα ἀπὸ τὴ Βίβλο τῆς ζωῆς» [δέομαι, Κύριε· ἡμάρτηκεν ὁ λὰὸς οὗτος ἁμαρτίαν μεγάλην καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς θεοὺς χρυσούς. καὶ νῦν εἰ μὲν ἀφεῖς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν, ἄφες· εἰ δὲ μή, ἐξάλειψόν με ἐκ τῆς Βίβλου σου, ἧς ἔγραψας.] (Ἐξ. 32, 31-32).

Τὰ λόγια, «ἁγιασθήτω τὸ ὄνόμά σου», θὰ μπορούσαν κάλλιστα νὰ ἔχουν τὴν ἔννοια ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἁγιασθεῖ μὲ τὴ δική μας τελείωση. Ὅταν τοῦ λέμε• «ἁγιασθήτω τὸ ὄνόμά σου», εἶναι, μὲ ἄλλα λόγια, σὰν νὰ τοῦ λέμε• Πατέρα μας, κάνε μας ἄξιους νὰ γνωρίσουμε, νὰ κατανοήσουμε τὸ μεγαλεῖο τῆς ἁγιότητας σου, ἢ ἀξίωσέ μας ὥστε νὰ φανερωθεῖ ἡ ἁγιότητά σου μὲ τὴ ζωή μας. Κι αὐτὴ ἡ φανέρωση συντελεῖται, καθὼς λέει ὁ Κύριος, ὅταν οἱ ἄνθρωποι «δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ δοξάσουν τὸν Πατέρα σας ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό» [οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς] (Μάτθ. 5, 16).

Κεφάλαιο 19• «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου».

Στὴν δεύτερη αἴτησή της, «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου» (Μάτθ. 6,10), ἡ ψυχὴ εὔχεται νὰ δεῖ σύντομα τὸν ἐρχομὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Πατέρα της, τὸ βασίλειο δηλαδὴ ποὺ ἐγκαθιδρύεται καθημερινὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ μέσα στὴν ψυχὴ τῶν Ἁγίων. Αὐτὸ γίνεται κάθε φορὰ ποὺ διώχνεται ὁ διάβολος ἀπὸ τὴν καρδιά μας, μαζὶ μὲ τὰ πάθη ποὺ τὴ μόλυναν, καὶ ἔτσι ἀφανίζεται ἡ δύναμή του. Τότε ποὺ ὁ Θεὸς εἰσέρχεται κυρίαρχος μέσα μας καὶ ταυτόχρονα διαχέεται στὸν ὅλο ἄνθρωπο ἡ εὐωδία τῶν ἀρετῶν.

Ὅταν νικιέται ἡ πορνεία καὶ βασιλεύει στὴν ψυχή μας ἡ ἁγνότητα. Ὅταν δαμάζεται ἡ ὀργὴ καὶ κυριαρχεῖ ἡ εἰρήνη. Ὅταν συνθλίβεται ἡ ὑπερηφάνεια καὶ βασιλεύει ἡ ταπείνωση.

Τό «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου» μπορεῖ ἐπίσης νὰ ἐννοεῖ καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει δοθεῖ σὰν ὑπόσχεση ἐκ τῶν προτέρων σὲ ὅλους τοὺς τέλειους καὶ γενικότερα σὲ ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ὁ Χριστὸς θὰ τοὺς πεῖ τὴν ὥρα τῆς Κρίσεως• «Ἐλάτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου, κληρονομῆστε τὴ βασιλεία ποὺ εἶναι ἑτοιμασμένη γιὰ σᾶς ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου» [Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου] (Μάτθ. 25, 34).

Ἡ ψυχὴ στρέφει καὶ προσηλώνει τὸ βλέμμα της μὲ θέρμη σ’ αὐτὴ τὴν εὐτυχῆ κατάληξη, καὶ γεμάτη πόθο καὶ προσμονή, κραυγάζει• «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου» (Μάτθ. 6, 10). Γνωρίζει καλά, γιατί τὸ μαρτυρεῖ ἡ συνείδησή της, ὅτι μόλις θὰ ἐμφανισθεῖ ὁ Χριστός, αὐτὴ θὰ γίνει μέτοχος τῆς Βασιλείας του. Ἀντίθετα, μιὰ ἁμαρτωλὴ ψυχὴ δὲν θὰ τολμοῦσε ποτὲ νὰ προφέρει αὐτὰ τὰ λόγια οὔτε νὰ κάνει μιά παρόμοια εὐχή. Ἡ θύμηση τῆς Κρίσης εἶναι φοβερὴ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ξέρει ὅτι, ὅταν θὰ ἔλθει ὁ Κριτής, δὲν θὰ τὸν στεφανώσει γιὰ τὶς πράξεις του, ἀλλὰ ὅτι τὸν περιμένει ἡ τιμωρία.

Κεφάλαιο 20• «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν ὁὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς».

Τὸ τρίτο αἴτημα τῶν «κατὰ χάριν υἱῶν» εἶναι• «Ἂς γίνει τὸ θέλημά Σου, ὅπως στὸν οὐρανό, ἔτσι καὶ στὴ γῆ» [γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς] (Μάτθ. 6, 10). Εὔχονται τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦν τὰ γήινα νὰ ἐξισωθοῦν μὲ τὰ οὐράνια. Πράγματι, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἀνυψώσουμε σὲ ὑψηλότερο ἐπίπεδο ἀπ’ αὐτὸ τὴν προσευχή μας. Γιατί, πράγματι, τὸ νὰ ποῦμε «γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς», εἶναι σὰν νὰ ζητάμε νὰ γίνουν οἱ ἄνθρωποι ὅμοιοι μὲ τοὺς Ἀγγέλους. Καὶ ὅπως αὐτὰ τὰ μακάρια πνεύματα διακονοῦν στὸν οὐρανὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ ζοῦν στὴ γῆ, κάνοντας πάντα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὸ δικό τους.

Ἔτσι λοιπὸν ἔχουμε ἐδῶ ἀκόμα μιὰ προσευχὴ ποὺ μπορεῖ νὰ τὴν κάνει ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του, μόνο αὐτὸς ποὺ πιστεύει ὅτι ὁ Θεός μᾶς χαρίζει ὅλα τὰ πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ ὅτι Αὐτὸς ἐπιτρέπει νὰ μᾶς βροῦν καὶ οἱ χαρὲς καὶ οἱ συμφορές. Ἐπιπλέον, ὅτι Αὐτὸς μεριμνᾶ καὶ ἐπαγρυπνεῖ γιὰ τὴ σωτηρία καὶ γιὰ τὸ συμφέρον τῶν παιδιῶν του, καὶ μάλιστα μὲ πολὺ περισσότερη φροντίδα ἀπ’ ὅτι κάνουν τὰ ἴδια γιὰ τὸν ἑαυτό τους.

Μποροῦμε ἐπίσης νὰ θεωρήσουμε ὅτι αὐτὴ ἡ αἴτηση ἔχει τὸ νόημα πὼς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ σωτηρία κάθε ἀνθρώπου, σύμφωνα μὲ τὸν γνωστὸ λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου ποὺ λέει• «Ὁ Θεὸς θέλει νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια» [ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν] (Α´ Τίμ. 2, 4). Γι’ αὐτὸ τὸ Θεῖο θέλημα μιλάει καὶ ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, ὅταν αὐτὸς λέει• «Ἡ θέλησή μου θὰ πραγματοποιηθεῖ πλήρως» [πᾶσα ἡ βουλή μου στήσεται, καὶ πάντα, ὅσα βεβούλευμαι, ποιήσω] (Ἠσ. 46, 10).

Ὅταν λοιπὸν λέμε, «γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν ὁυρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς», εἶναι, μὲ ἄλλα λόγια, σὰν νὰ κάνουμε τὴν ἑξῆς προσευχὴ• Ὅπως αὐτοὶ ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό, ἔτσι κι αὐτοὶ ποὺ εἶναι στὴ γῆ, νὰ σωθοῦν Πατέρα μου, μὲ τὴ γνώση τοῦ θελήματός σου.

Κεφάλαιο 21• Τὸν ἄρτόν ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον.

Στὴ συνέχεια προσθέτουμε• «Δῶσε μας σήμερα τὸν ἀπαραίτητο γιὰ τὴ ζωή μας ἄρτο» [Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον] (Μάτθ. 6, 11). Καὶ ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκάς, «δίνε μας κάθε μέρα» [τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δίδου ἡμῖν τὸ καθ᾿ ἡμέραν] (Λούκ. 11, 3).

Ἡ πρώτη διατύπωση ἐκφράζει τὴν ἀνωτερότητα καὶ τὸν χαρακτῆρα τῆς οὐσίας αὐτοῦ τοῦ ἄρτου. Αὐτὸν δηλαδὴ τὸν ἄρτο ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε οὐσία καὶ ποὺ ξεπερνᾶ, μὲ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν ἁγιότητά του, ὅλα τὰ δημιουργήματα.

Ἡ δεύτερη διατύπωση τοῦ Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ ἐκφράζει τὴ χρήση ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε καὶ τὴ χρησιμότητα αὐτοῦ τοῦ ἄρτου.

Ἡ λέξη «καθημερινὸ» δείχνει ὅτι, χωρὶς αὐτὸν τὸν ἄρτο, δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε οὔτε μιὰ μέρα πνευματικῆς ζωῆς.

Ὅσο γιὰ τὴ λέξη «σήμερα», δείχνει ὅτι πρέπει νὰ τρεφόμαστε ἀπὸ αὐτὸν ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μας. Δηλαδή, δὲν μᾶς εἶναι ἀρκετό το ὅτι λάβαμε αὐτὸν τὸν ἄρτο χθές, ἂν δὲν τραφοῦμε μ’ αὐτὸν καὶ σήμερα.

Ἡ ἀνάγκη αὐτὴ τοῦ «καθημερινοῦ» ἄρτου εἶναι καὶ μιὰ ὑπενθύμιση ὅτι ἐπιβάλλεται νὰ κάνουμε συνεχῶς αὐτὴ τὴν προσευχή. Δὲν ὑπάρχει οὔτε μιὰ ἡμέρα, ποὺ δὲν μᾶς εἶναι ἀναγκαῖος αὐτὸς ὁ ἄρτος, γιὰ νὰ δυναμώσουμε τὸν ἐσωτερικό μας ἄνθρωπο.

Ἀλλὰ τὸ «σήμερα» μπορεῖ νὰ ἔχει ἐπίσης τὴν ἔννοια αὐτῆς τῆς ζωῆς. Ὅσο δηλαδὴ βρισκόμαστε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, δῶσε μας Κύριε, αὐτὴ τὴν τροφή. Ξέρουμε ὅτι Αὐτὸν τὸν Ἄρτο θὰ τὸν δώσεις στὸ μέλλοντα αἰῶνα σ’ αὐτοὺς ποὺ θὰ γίνουν ἄξιοι γι’ Αὐτόν. Ἀλλά, σὲ παρακαλοῦμε, νὰ μᾶς τὸν παραχωρήσεις ἀπὸ τώρα. Γιατί αὐτὸς ποὺ δὲν τὸν γεύθηκε σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζωή, δὲν θὰ τὸν γευθεῖ οὔτε στὴν ἄλλη.

Κεφάλαιο 22• «Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν».

Μ’ αὐτὸ τὸν στίχο παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ καὶ τοῦ λέμε• «Συγχώρησε ὅ,τι κακὸ ἔχουμε κάνει, ὅπως καὶ ἐμεὶς συγχωροῦμε ἐκείνους ποὺ μᾶς ἔχουν κάνει κακό» [καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν] (Μάτθ. 6, 12).

Τί ἀνείπωτη Θεϊκὴ συγκατάβαση! Μ’ αὐτὸ τὸ αἴτημα ὁ Κύριος, ὄχι μόνο μᾶς ὑποδεικνύει ἕναν τρόπο ζωῆς, μὲ τὸν ὁποῖο θὰ μπορέσουμε νὰ τὸν εὐαρεστήσουμε καὶ μὲ τὸν ὁποῖο θὰ ξεριζωθοῦν ἀπὸ μέσα μας οἱ αἰτίες τῆς ὀργῆς καὶ τῆς θλίψης, ἀλλὰ δίνει καὶ μιὰ ἐπιπλέον εὐκαιρία σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔτσι ζοῦν καὶ ἔτσι προσεύχονται. Τοὺς ἀποκαλύπτει δηλαδή, πῶς θὰ κάνουν τὸν Θεὸ νὰ τοὺς κρίνει μὲ ἀνοχὴ καὶ εὐσπλαχνία. Μᾶς δίνει μ’ ἄλλὰ λόγια, αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς καὶ προσευχῆς, τὸ δικαίωμα νὰ μετριάσουμε, κατὰ κάποιο τρόπο, ἐμεὶς οἱ ἴδιοι, τὴν ἀπόφαση τοῦ Κριτῆ καὶ νὰ τὸν «ἀναγκάσουμε» νὰ μᾶς συγχωρήσει, ἐφόσον βέβαια κι ἐμεὶς θὰ ἔχουμε ἀκολουθήσει τὸ παράδειγμα τῆς δικῆς του ἀνεκτικότητας. Γι’ αὐτό τοῦ λέμε• «ἄφες ἡμῖν… ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν».

Θὰ ζητήσει μὲ σιγουριὰ τὴ συγχώρηση τῶν σφαλμάτων του -μὲ τὸ θάρρος ποὺ τοῦ δίνει αὐτὴ ἡ προσευχή- μόνο ὅποιος ἔχει ἐπιδείξει ἐπιείκεια στοὺς ὀφειλέτες του. Καὶ τονίζω αὐτό, τό «ὀφειλέτες του», καὶ ὄχι τοὺς ὀφειλέτες τοῦ Κυρίου του. Γιατί παρατηροῦμε συχνὰ ὅτι σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους ὑπάρχει μιὰ πολὺ κακὴ συνήθεια. Ἀντιμετωπίζουν δηλαδὴ τὶς ὕβρεις τῶν συνανθρώπων τους πρὸς τὸν Θεό, ὅσο μεγάλες κι ἂν εἶναι αὐτές, μὲ πραότητα καὶ ἐπιείκεια. Ἀλλά, ὅταν πρόκειται γι’ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους, τότε, καὶ γιὰ τὴν παραμικρὴ προσβολή, ἀπαιτοῦν ἐπανόρθωση καὶ κρίνουν αὐτὸν ποὺ τοὺς ἔβλαψε μὲ ἀμείλικτη αὐστηρότητα.

Κατὰ συνέπεια λοιπόν, ὅποιος δὲν συγχωρήσει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του τὶς ἀδικίες τοῦ ἀδελφοῦ του, θὰ πετύχει μ’ αὐτὴν τὴν προσευχὴ νὰ ἐξασφαλίσει, ἀντὶ γιὰ ἐπιείκεια, τὴν καταδίκη του. Γιατί ὅταν λέει, «συγχώρεσέ με ὅπως κι ἐγὼ συγχώρεσα», εἶναι σὰν νὰ ζητάει ἀπὸ μόνος του νὰ κριθεῖ πιὸ αὐστηρά. Ἂν λοιπὸν ὁ Θεὸς τὸν ἀντιμετωπίσει ὅπως αὐτὸς ζητάει, τί ἄλλο θὰ μποροῦσε σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο νὰ συμβεῖ, παρὰ τὸ νὰ δειχθεῖ ὁ Θεὸς σ’ αὐτὸν ἀδιάλλακτος, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος συμπεριφέρθηκε στοὺς συνανθρώπους του; Νὰ μὴ δείξει, δηλαδή, ἀπέναντί του ὁ Θεὸς καμιὰ ἐπιείκεια.

Ἂν θέλουμε λοιπὸν νὰ κριθοῦμε μὲ συγκατάβαση, ἂς εἴμαστε κι ἐμεὶς οἱ ἴδιοι συγκαταβατικοὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἀδίκησαν. Θὰ συγχωρηθοῦμε κατὰ τὸ μέτρο ποὺ κι ἐμεὶς ἔχουμε συγχωρέσει αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔχουν κάνει κακό, ὅσο μεγάλη κι ἂν ἦταν ἡ κακία τους.

Πολλοὶ τρέμουν σ’ αὐτὴ τὴν σκέψη. Καὶ γι’ αὐτό, ὅταν λέγεται στὴν Ἐκκλησία τὸ «Πάτερ ἡμῶν», ἀφήνουν νὰ βγαίνουν τὰ λόγια ἀπὸ τὸ στόμα τους χωρὶς νὰ στέκονται στὴ βαθύτερη σημασία τους. Κι αὐτὸ ἀπὸ φόβο, μήπως, ἀντὶ νὰ λάβουν συγχώρηση, καταδικασθοῦν ἀπὸ τὸ ἴδιο τους τὸ στόμα. Δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι αὐτὰ ὅλα εἶναι ἀνώφελα καμώματα, μὲ τὰ ὁποῖα μάταια προσπαθοῦν νὰ κρυφθοῦν ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Μεγάλου Κριτῆ. Γιατί Ἐκεῖνος ὁ ἴδιος θέλησε ἐκ τῶν προτέρων νὰ ἀποκαλύψει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ κρίνει τοὺς ἀνθρώπους. Ἐπειδὴ δὲν θέλει νὰ τὸν θεωρήσουμε αὐστηρὸ καὶ ἀδιάλλακτο, γι’ αὐτό μᾶς φανέρωσε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ μᾶς κρίνει. Ὥστε κι ἐμεὶς νὰ κρίνουμε τοὺς ἀδελφούς μας, ἂν κάπου μᾶς ἀδίκησαν, ὅπως θὰ ἐπιθυμούσαμε νὰ κριθοῦμε κι ἐμεὶς ἀπὸ τὸν Θεό. «Στὴν τελικὴ κρίση δὲν θὰ ὑπάρχει ἔλεος γι’ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔδειξε ἔλεος» [ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος] (Ἰακ. 2, 13).

Κεφάλαιο 23• «Μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς ἔἰς πειρασμόν».

Ἡ ἑπόμενη αἴτηση, «μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», (Μάτθ. 6, 13), φέρνει στὴν ἐπιφάνεια ἕνα δύσκολο πρόβλημα. Ἂν παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ νὰ μὴν ἐπιτρέψει νὰ «πειρασθοῦμε», τότε τί θὰ ἔχουμε νὰ τοῦ ποῦμε γιὰ τὴν ὑπομονὴ καὶ γιὰ τὴ σταθερότητα ποὺ ἔχουμε ἐπιδείξει στὴ ζωή μας; Γιατί ὁ σοφὸς Σειρὰχ λέει• «Αὐτὸς ποὺ δὲν δοκιμάσθηκε, λίγα γνωρίζει» [ὃς οὐκ ἐπειράθη ὀλίγα οἶδεν] (Σόφ. Σείρ. 34, 10). Κι ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος ἐπίσης λέει• «Μακάριος αὐτὸς ποὺ ὑπομένει τὸν πειρασμό» [Μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπὸμένει πειρασμόν] (Ἰακ. 1, 12).

Δὲν ἔχει ὅμως αὐτὸ τὸ νόημα ἡ φράση, «μὴ μᾶς ἀφήσεις νὰ πέσουμε σὲ πειρασμό» [μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν] (Μάτθ. 6, 13). Δὲν σημαίνει δηλαδή, μὴν ἐπιτρέψεις ποτὲ νὰ πειρασθοῦμε, ἀλλὰ σημαίνει, μὴν ἐπιτρέψεις, ὅταν ἔρθει ὁ πειρασμός, νὰ νικηθοῦμε ἀπ’ αὐτόν. Ὁ Ἰὼβ δέχθηκε πειρασμό, ἀλλὰ δὲν ὑπέκυψε σ’ αὐτόν. Γιατί δὲν κατηγόρησε, γιὰ τὸ κακὸ ποὺ τὸν βρῆκε, τὴν Πανσοφία τοῦ Θεοῦ, οὔτε πῆρε τὴν κατεύθυνση τῆς ἀσέβειας καὶ τῆς βλασφημίας, πρὸς τὴν ὁποία ἤθελε νὰ τὸν παρασύρει ὁ Πονηρός. Ὁ Ἀβραὰμ ὑπέστη πειρασμὸ κι ὁ Ἰωσὴφ ἐπίσης. Ἀλλὰ οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἄλλος ὑπέκυψαν σ’ αὐτόν. Κανένας τους δὲν συγκατατέθηκε στὸν πειρασμό.

ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ

Στὴ συνέχεια, ἡ τελευταία αἴτηση, «ἀλλὰ σῶσε μας ἀπὸ τὸν πονηρό» [ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ] (Μάτθ. 6, 13), σημαίνει• «Κύριε, ὅταν ἔλθει ὁ πειρασμός, δῶσε μαζὶ μ’ αὐτὸν τὴ διέξοδο καὶ τὴ δύναμη, ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ τὸν ἀντέξουμε» [πειρασμὸς ὑμᾶς οὐκ εἴληφεν εἰ μὴ ἀνθρώπινος· πιστὸς δὲ ὁ Θέός, ὃς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν] (Α´ Κόρ. 10, 13).

Κεφάλαιο 24• Κατὰ πόσο πρέπει νὰ ζητάμε μὲ τὴν προσευχή μας ἄλλα πράγματα, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ τὰ αἰτήματα ποὺ περιέχει ἡ Κυριακὴ προσευχή.

Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ὁ σύντομος τύπος προσευχῆς, ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κριτής μᾶς ἔδωσε γιὰ νὰ ἑλκύσουμε τὸ ἔλεός του. Δὲν τοῦ ζητάμε πλούτη καὶ τιμές. Δὲν τὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς δώσει δύναμη καὶ ἐξουσία. Δὲν τοῦ κάνουμε καμία νύξη γιὰ τὴν ὑγεία ἢ γιὰ τὰ ἀγαθὰ τῆς πρόσκαιρης ζωῆς. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος δημιούργησε τὴν αἰωνιότητα, δὲν θέλει νὰ τὸν ἐπικαλούμαστε γιὰ τίποτα φθαρτό καὶ φαῦλο ἢ γιὰ κάτι πρόσκαιρο. Θὰ ἦταν σοβαρὴ βλασφημία πρὸς τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαχνία του, τὸ νὰ ἀφήναμε αὐτὲς τὶς ἱκεσίες, ὅπου ὅλα μιλοῦν γιὰ τὴν αἰωνιότητα, καὶ νὰ ἀρχίζαμε νὰ τοῦ ζητάμε κάτι προσωρινὸ καὶ φθαρτό. Μιὰ τέτοια χυδαιότητα τῆς ψυχῆς μέσα στὴν προσευχή θὰ ἀπωθοῦσε μᾶλλον παρὰ θὰ ἕλκυε τὴ Χάρη του.

Κεφάλαιο 25• Γιὰ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς Κυριακῆς προσευχῆς ποὺ εἶναι ἡ πιὸ ὑψηλὴ ἀπὸ ὅλες τὶς προσευχές.

Φαίνεται καθαρὰ ὅτι αὐτὴ ἡ προσευχή, τὸ «Πάτερ ἡμῶν», περικλείει μέσα της τὸ πλήρωμα τῆς τελειότητας. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε μὲ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» ταυτόχρονα καὶ τὸ ὑπόδειγμα, ἀλλὰ καὶ τὸν τύπο τῆς προσευχῆς. Ἐκεῖνος ἀνυψώνει ὅσους ἀπευθύνονται σ’ Αὐτὸν μ’ αὐτὴ τὴν προσευχὴ σὲ πολὺ ὑψηλὰ πνευματικὰ ἐπίπεδα, μέχρι καὶ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ κατάσταση, γιὰ τὴν ὁποία μιλήσαμε προηγουμένως. Τοὺς ὁδηγεῖ δηλαδή, σ’ αὐτὴ τὴν πύρινη προσευχή, τὴν ὁποία ἐλάχιστοι γνωρίζουν ἀπὸ προσωπική τους ἐμπειρία καὶ ἡ ὁποία εἶναι ἀδύνατον νὰ περιγραφεὶ μὲ λόγια. Αὐτὴ ξεπερνάει κάθε ἀνθρώπινο συναίσθημα.

Ὅταν λειτουργεῖται αὐτὴ ἡ προσευχή, τότε οὔτε ἦχοι ἀκούγονται, οὔτε καμιὰ κίνηση τῆς γλώσσας γίνεται, οὔτε ἀρθρώνεται κανένας λόγος. Ἡ ψυχή, πλημμυρισμένη ἀπὸ ἐξαίσιο φῶς, δὲν χρησιμοποιεῖ πιὰ τὴν ἀνθρώπινη γλῶσσα, ἡ ὁποία εἶναι τελείως ἀνίκανη νὰ ἐκφράσει ἐκεῖνο ποὺ αὐτὴ ζεῖ ἐκείνη τὴν στιγμή. Ἀλλὰ μέσα της ἀνεβαίνουν σὰν κῦμα καὶ τὴ γεμίζουν ὅλες μαζὶ οἱ ἱερὲς καταστάσεις ἀγάπης καὶ στοργῆς. Εἶναι σὰν μιὰ πλούσια πηγή, ἀπ’ ὅπου ἡ προσευχὴ ἀναβλύζει ἀνεμπόδιστα καὶ ἐκχέεται πρὸς τὸν Θεὸ μὲ ἕνα τρόπο ἀπερίγραπτο. Λέει κανεὶς τόσα πολλὰ πράγματα σ’ αὐτὴ τὴν τόσο σύντομη στιγμή, ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε, ὄχι μόνο νὰ τὰ ἐκφράσει μὲ λόγια ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ τὰ θυμηθεῖ, ὅταν ἐπιστρέψει μετὰ στὸν ἑαυτό του.

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ἀποκάλυψε μὲ τὴ δική του προσευχή τὴ μορφὴ αὐτῆς τῆς κατάστασης, τότε ποὺ ἀποσύρθηκε στὴν ἡσυχία τοῦ Ὅρους (Λούκ. 5, 16) καὶ ὅταν ἀργότερα, μέσα στὴ σιωπηλὴ προσευχὴ τῆς ἀγωνίας του, «ὁ ἱδρῶτας του γινόταν σὰν σταγόνες αἵματος καὶ ἔσταζε στὴ γῆ» [ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν] (Λούκ. 22, 44). Μᾶς χάρισε ἔτσι ἕνα τόσο ζωντανὸ παράδειγμα διάπυρης ἔντασης τῆς προσευχῆς, ποὺ ὅμοιό του δὲν ὑπάρχει.