Ὁ πλούσιος νεανίας  (Λουκ. 18, 18-30)

Ἀρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου 

«Ἔτι ἐν σοὶ λείπει. Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανοῖς, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Λουκ. 18, 18-27)

Στήν ἥσυχη ἀναμονὴ τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, «τῆς μητροπόλεως τῶν ἑορτῶν», τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα αὐτῆς τῆς περιόδου περιστρέφονται γύρω ἀπὸ τὸ φλέγον ἐρώτημα: «Τὶ ποιήσω, ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;».

Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε γιά τὴν αἰωνιότητα καὶ αὐτὴν ἀπαιτεῖ ἐπιτακτικὰ τὸ πνεῦμα του. Ἀκόμη καὶ αἰῶνες εὐδαίμονος ζωῆς δέν μποροῦν νά ἱκανοποιήσουν τή δίψα του γιά τὰ αἰώνια καὶ ἀμετάθετα ἀγαθά. Καὶ ὁ Θεὸς ὄχι μόνον «ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπ’ ἀφθαρσίᾳ καὶ ἐποίησεν αὐτὸν εἰκόνα τῆς Ἰδίας ἀϊδιότητος», ἀλλὰ ἐπιπλέον, «οὐκ ἀπέστη πάντα ποιῶν ἕως αὐτὸν εἰς οὐρανὸν ἀνήγαγε», γιά νά ἀνοίξει νέες «ὁδοὺς ζωῆς»στούς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.

Τὸ ἐρώτημα πῶς νά κληρονομήσει κάποιος τὴν αἰωνιότητα εἶναι τὸ μόνον πού ἔχει σημασία στήν πρόσκαιρη ὑπάρξή του. Ὁ πιστὸς Χριστιανὸς τὸ ἐρωτᾶ μέ τὸν πόθο νά προετοιμάσει τὴν καρδιά του νά δεχθεῖ τὴν αἰώνια Ζωή πού ἔρχεται νά σαρκωθεῖ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Μὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα παρουσιάζεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν λειτουργῶν Του.

Στήν Ἐκκλησία δέν προσέρχεται κάποιος γιά νά γίνει «καλὸς» ἄνθρωπος, ἢ γιά νά ἀποκτήσει ἄψογη συμπεριφορά, ἢ γιά νά ἐκπληρώσει μιά θρησκευτική του ὑποχρέωση. Προσέρχεται γιά νά σπείρει ἀθανασία καὶ νά λάβει τίς ἀπαρχὲς τῆς αἰωνίας ζωῆς.

Ἡ αἰώνια ζωὴ εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποία πρέπει συνεχῶς νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἐπαφή ἤδη ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μόνος ἀγαθὸς καὶ ὁ μόνος αἰώνιος, ἀλλὰ ὅποιος μετέχει στήν ἐνέργειά Του γίνεται καὶ αὐτὸς ἀγαθὸς καὶ αἰώνιος κατὰ χάρη.

Πολλοὶ περιτριγύριζαν τὸν Χριστό, ὄχι ὅμως ὅλοι μέ καλὸ σκοπό. Κάποιοι Τὸν χλεύαζαν, κάποιοι ἐπιχειροῦσαν νά Τὸν παγιδεύσουν, ἄλλοι ζητοῦσαν τή θεραπεία ἀπὸ ἀσθένειες πού τοὺς βασάνιζαν. Ὁ νέος τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς πλησίασε τὸν Χριστὸ ἀναζητώντας μέ εἰλικρινή διάθεση τὴν αἰώνια ζωή. Γι’ αὐτὸ καὶ στό «Κατὰ Μᾶρκον» Εὐαγγέλιο ὁ Εὐαγγελιστὴς ἀναφέρει ὅτι: «Ὁ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν».

Ὁ νέος προφανῶς διαισθάνθηκε ὅτι ἡ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ ἤταν παράδοξη. Ἴσως θεώρησε ὅτι ἤταν κάποιος Προφήτης καὶ Τὸν ἀποκάλεσε «Διδάσκαλον ἀγαθόν». Ὡστόσο, δέν μπόρεσε νά Τὸν ἀναγνωρίσει ὡς τὸν προσδοκώμενο Σωτήρα.

Ὁ Χριστὸς συγκατέβηκε καὶ ἀποκρίθηκε στόν νέο κατὰ τὴν «ὑπόνοιά» του, δηλαδὴ σύμφωνα μέ τή δική του περιορισμένη κατανόηση, ὥστε νά τὸν ἀνεβάσει σταδιακὰ στό ἐπίπεδο τῆς θείας ἀληθείας. Ἤταν σὰν νά τοῦ ἔλεγε: «Ἀφοῦ δέν μὲ θεωρεῖς Θεό, “τί μέ λέγεις ἀγαθόν; Οὐδεὶς ἀγαθός, εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός”».

Στή συνέχεια ὁ Κύριος μέ τοὺς λόγους πού ἔδινε στόν νεαρὸ ἄρχοντα, φανέρωνε ἀφ’ ἑνός τή θεότητά Του καὶ ἀφ’ ἑτέρου τὸ ψεῦδος καὶ τή διψυχία στή ζωή τοῦ νέου αὐτοῦ. Τοῦ ἀπάντησε στό ἐρώτημά του, ἐξηγώντας ὅτι ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωὴ εἶναι ἡ τηρήσῃ τῶν ἐντολῶν.

Ὁ Κύριος κρύβεται μυστικὰ στόν λόγο Του. Ὡς ἐκ τούτου, ὅποιος δεχθεῖ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ἀρχίσει νά τὸν ἐφαρμόζει, ἀνακαλύπτει τή θειότητα τοῦ Προσώπου τοῦ Ἐντολέα καὶ γεύεται τή χάρη Του.

Ὁ Θεὸς δέν ἐκβιάζει κανένα. Προσφέρει τὴν ἀπολύτη ἀλήθεια στόν ὑποθετικὸ λόγο, γιά νά μὴν τὴν ἐπιβάλει, ἀλλὰ νά ἀφήσει τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερο νά δείξει τὴν ἀγαθὴ προαίρεσή του, νά κάνει τὸ πείραμά του, καὶ νά βεβαιώσει τὴν ἀλήθεια τοῦ θείου λόγου.

Ὁ νεαρὸς ἄρχοντας γνώριζε τὸν νόμο καὶ τηροῦσε τὰ ἐντάλματά του. Ὡστόσο, γύρευε κάτι καινούργιο, κάτι βαθύτερο, κάτι πού θὰ μποροῦσε νά τὸν ὁδηγήσει στό πλήρωμα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀλήθειας. Ὁ παλαιὸς νόμος εἶχε δοθεῖ γιά νά περιορίσει τὴν ἁμαρτία. Ὁ νέος αὐτὸς αἰσθανόταν τὴν ἀνεπάρκεια τοῦ νόμου, ἔχοντας διαπιστώσει ὅτι δέν ὁδηγοῦσε τὸν ἄνθρωπο στήν πνευματικὴ τελειότητα. Αὐτὸς ἤταν καὶ ὁ λόγος πού ὁ Ἰσραὴλ προσδοκοῦσε τὸν Μεσσία, ὁ Ὁποῖος θὰ φανέρωνε σὲ αὐτοὺς «πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν».

Ὁ Κύριος καὶ πάλι συγκατέβηκε στό ἐπιπεδο τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ καὶ τοῦ ἀπαρίθμησε τίς ἐντολὲς τοῦ νόμου τοῦ Μωυσέως. Ὁ νέος μέ τὴν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ αἰσθάνθηκε ἔκπληξη καὶ ἀμηχανία, διότι τίς ἐντολὲς αὐτές τίς εἶχε φυλάξει ἄμεμπτα, ἀλλὰ δέν εἶχε βρεῖ ἐκεῖνο τὸ «περισσὸν ζωῆς» πού γύρευε. Δέν ἀντιλαμβανόταν ὅτι εἶχε μὲν τηρήσει τίς ἐντολές, ἀλλά μέ τὸ πνεῦμα τοῦ νόμου καὶ ὄχι μέ τὸ πνεῦμα τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ: «Ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο».

Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος χρησιμοποιοῦσε τὸ χωρίο αὐτὸ τῆς περικοπῆς τοῦ πλουσίου νεανία, γιά νά ἐξηγήσει τὴν ἀνάγκη μεταβάσεως ἀπὸ τὸ ἠθικὸ στό ὀντολογικὸ ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Σχολίαζε ὅτι: «Ἀπὸ ἠθικὴ ἄποψη ὁ νέος βρισκόταν σὲ ὑψηλὴ βαθμίδα. Ἀλλὰ ὑπάρχει ἄλλη ὑψηλότερη βαθμίδα, ποὺ ἀναφέρεται πλέον στή θεία σφαῖρα τοῦ ἀκτίστου καὶ ἀνάρχου Εἶναι».

Μὲ τή νομική, τὴν ἐξωτερικὴ τήρηση τῶν ἐντολῶν, χωρὶς τή συμμετοχή τῆς βαθείας καρδιάς του, δέν εἶναι δυνατὸν νά βρεῖ κάποιος τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς πού οἱ ἐντολὲς ἐναποκρύβουν. Ἐπιπλέον, ὁ νέος εἶχε ἀποδεχθεῖ τὴν πλάνη ὅτι ἤταν ἄμεμπτος ἀπέναντι στόν νόμο καὶ δίκαιος, γι’ αὐτό μέ ἀπορία ῥώτησε τὸν Χριστό: «Τὶ ἔτι ὑστερῶ;». Παρέβλεπε ὅμως τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ δικαιοσύνη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «ὡς ῥάκος ἀποκαθημένης» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἀγνοοῦσε ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἐντολὴ εἶναι νά ἀναγνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι εἶναι ἀχρεῖος δοῦλος, ἀκόμη καὶ ὅταν φέρει εἰς πέρας ὅλες τίς ἐντολές πού τοῦ δόθηκαν, διότι ἁπλῶς ἔχει ἐκπληρώσει τὸ καθῆκον του.

Ὅλη ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ συνίσταται στό πῶς νά γίνει κάποιος τέλειος, «ὥσπερ ὁ Πατὴρ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν». Ἔτσι καὶ στόν νέο αὐτὸν ὁ Κύριος ὑπέδειξε σὲ τί ὑστεροῦσε, γιά νά φθάσει στήν ἐντεταλμένη τελειότητα: «Ἔτι ἓν σοὶ λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». Σκοπὸς τῶν θείων ἐντολῶν ἐν γένει εἶναι νά ἐλευθερώσουν τὴν καρδιά, νά ἀποσπάσουν τὸν νοῦ ἀπὸ τὸ θέλγητρο τῶν κτιστῶν ἀγαθῶν, νά ἐξαγάγουν «ἐκ [τῆς] φυλακῆς [τῶν παθῶν] τὴν ψυχὴν», ὥστε νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά ἀγαπήσει τὸν Θεό μέ ὅλο του τὸ εἶναι.

Εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ νεαρὸς ἄρχοντας ἤταν δεμένος μέ τὸ πάθος τῆς φιλοκτημοσύνης. Ὁ Χριστὸς τοῦ ἔδωσε τὴν κατάλληλη ἐντολή, ποὺ θὰ ἀποδέσμευε τὴν καρδιά του ἀπὸ τὸ πάθος αὐτό, ὥστε ἐλεύθερη νά στραφεῖ στόν Θεό. Γνωρίζοντας «τὴν καρδίαν πάντων ἀνθρώπων» ὁ Κύριος προνοεῖ γιά τὸν καθένα ἐκεῖνο πού χρειάζεται γιά τή θεραπεία του. Στόν Ἀβραάμ πού «ἠγάπησε τὸν Ἰσαὰκ», τὸν γιό τῆς ἐπαγγελίας, καὶ ὡς ἐκ τούτου μοιράσθηκε ἡ καρδιά του, ὁ Θεὸς ἐδῶσε τὴν ἐντολὴ νά τὸν θυσιάσει. Καὶ ὅταν ὁ Πατριάρχης προτίμησε τὴν ἀγάπηση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ σπλάγχνου του, ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε πίσω καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸ πλήρωμα τῆς θείας ἀγάπης. Τότε εἶδε ὁ Ἀβραὰμ «τὴν ἡμέραν τοῦ Κυρίου καὶ ἐχάρη».

Ἡ ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν ὄχι ἁπλῶς στό ἠθικό, ἀλλὰ στό ὀντολογικὸ ἐπίπεδο, ἀπαιτεῖ ἐλεύθερη καρδιά. Ἡ Ἁγία Γραφὴ μιλάει γιά τὴν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ὡς τὸν στόχο τοῦ Θεοῦ. Σὲ αὐτὴν ἐπιβλέπει ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ πρωΐ ὡς τὸ βράδυ καὶ ἀπὸ τὸ βράδυ ὡς τὸ πρωΐ. Ἐκεῖ ἔχει τὴν ἐπισκοπὴ Του.

Ἂν ὁ ἄνθρωπος δέν βρεῖ τή βαθεία καρδία του, ἡ σωτηρία του εἶναι ἀβέβαιη, διότι στά μύχια τῆς καρδιᾶς ἡ πίστη ἐνεργεῖται «δι’ ἀγάπης»· ἐκεῖ συλλαμβάνεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ κυοφορεῖται· ἐκεῖ βλαστάνει ἡ σωτηρία. Καὶ ἄλλη ὁδὸς δέν ὑπάρχει, ὅπως βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐγγύς σου τὸ ῥῆμά ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου… ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς Αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ».

Ἀπὸ τὴν καρδιά ἐξέρχονται οἱ πονηροὶ διαλογισμοί, ἀλλὰ ἐκεῖ ἐπίσης ὁ ἄνθρωπος βιώνει τίς ἀλλοιώσεις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου καί τίς ἀναβάσεις ἀπὸ ἕνα πλήρωμα σὲ μεγαλύτερο πλήρωμα θείας ἀγάπης.

Ὁ ἄνθρωπος σῴζεται ἢ χάνεται ἀπό τίς σκέψεις του. Ἂν καλλιεργεῖ ἀγαθὲς διαθέσεις, εὐπρεπίζει τὴν καρδιά του νά γίνει σκήνωμα τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου. Ἂν ὅμως δέχεται κακοὺς λογισμοὺς ἀπὸ τὸν ἐχθρό, καταποντίζεται στήν ἄβυσσο τοῦ σκότους καὶ γι’ αὐτὸν ἰσχύει τὸ γραφικὸ λόγιο ὅτι: «Μακρὰν ἀπὸ ἁμαρτωλῶν σωτηρία». Ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νά εἶναι ᾅδης, ἂν ἔχει καταντήσει καταγώγιο τῶν νοημάτων τοῦ ἐχθροῦ· μπορεῖ ὅμως νά εἶναι οὐρανός, ἂν ὡς κάμινος φλέγεται μέ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Στήν κάμινο αὐτὴν κατατρυφᾶ ὁ «κρυπτὸς τῆς καρδίας ἄνθρωπος», ποὺ εἶναι «πολυτελὴς» ἐνώπιον τοῦ Δημιουργοῦ του.

Μὲ ἄλλα λόγια, προϋπόθεση γιά νά φθάσει ὁ ἄνθρωπος στό ὑπερβατικὸ ἐπίπεδο τῆς ἄμωμης θείας ἀγάπης, εἶναι νά ἔχει ἀποσπασθεῖ ἀπὸ καθετὶ τὸ κτιστὸ καὶ ἐπίγειο. Ὡστόσο, σύμφωνα μέ τοὺς Πατέρες, ἡ φωτιὰ σβήνει μόνο μέ μεγαλύτερη φωτιά. Ἡ περιφρόνηση τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν ἔρχεται μέ φυσικὸ τρόπο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τή θεωρία τῆς «κρείττονος ὑπάρξεως» πού διαμένει «ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Μὲ τή θεωρία αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τή διάκριση νά προτάσσει «ἀντὶ τῶν προσκαίρων τὰ αἰώνια, ἀντὶ τῶν φθαρτῶν τὰ ἄφθαρτα, ἀντὶ τῶν παρερχομένων τὰ ἀμετάθετα». Τὸ «καταναλίσκον πῦρ» τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ σβήνει τὸ πῦρ τῶν παθῶν.

Ὅταν ὁ Θεὸς προσπαθεῖ νά ἐλευθερώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπό τίς προσκολλήσεις του, ἐνίοτε ἐμφανίζεται σκληρός. Μιλᾶ γιά ἄρση σταυροῦ, γιά ἀποταγὴ στά ὑλικὰ ἀγαθά, γιά ἀποταγὴ ἀκόμη καὶ στά οἰκεία πρόσωπα, γιά αὐτομῖσος. Ὡστόσο, ἐκφέρει αὐτὰ τὰ «σκληρὰ λόγια», ἀπὸ τὸν πόθο Του νά μεταδώσει στόν ἄνθρωπο τὰ ἀγαθά πού ἔχει ἀποθησαυρίσει γι’ αὐτὸν στόν οὐρανό, τὰ ὁποῖα εἶναι «ὑπερεκπερισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν» καὶ γιά ὅλη τὴν αἰωνιότητα. Κατ’ οὐσίαν ἡ ἐντολὴ γιά ἀποταγὴ καὶ ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης γιά τὸν Θεὸ συμβαδίζουν, διότι ἡ ἀποταγὴ ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεση γιά νά στραφεῖ ἡ καρδιά ἀμέριστα καὶ ὁλοκληρωτικὰ πρὸς τὸν Κύριο καὶ νά γίνει εὔθετη νά δεχθεῖ τὸ «μέγα ἔλεος» καὶ «τηλικαύτην σωτηρίαν».

Ὁ νεαρὸς ἄρχοντας μολονότι ἤταν εἰλικρινὴς στήν ἀναζήτησή του γιά τὴν αἰωνιότητα, δέν βρῆκε τή δύναμη νά πάρει ὅπως ὁ Ἀβραὰμ «τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος», τὸ ῥῆμα τοῦ Χριστοῦ πού τοῦ δόθηκε, καί νά διασπάσει τὰ δεσμὰ τοῦ πάθους πού τὸν ἔδεναν. Καὶ «περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα».

Σύμφωνα μέ τὸν Ἀπόστολο, ὑπάρχουν δύο εἰδῶν λύπες. Κατ’ ἀρχάς, ἡ λύπη τοῦ κόσμου, ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἀνεκπλήρωτες ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες καὶ «θάνατον κατεργάζεται». Δεύτερον, ὑπάρχει ἡ κατὰ Θεὸν λύπη, ποὺ γεννᾶται στήν καρδιά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀντικρίσει τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τή δική του πτώση καὶ πτωχεία, ἢ ὅταν αἰσθανθεῖ τελείως ἀνίκανος νά προσφέρει θεοπρεπῆ εὐχαριστία στόν Εὐεργέτη Θεό. Ἡ λύπη αὐτὴ ἀνάγει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἄλλο ἐπίπεδο ὑπάρξεως, διότι «μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται».

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ὅταν εἶδε τὸν νεαρὸ ἄρχοντα νά ἀπέρχεται μέ βαρειά καρδιά, εἶπε τὸν φοβερὸ λόγο: «Πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! Εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν».

Προφανῶς ἐδῶ ὁ Κύριος δέν μιλᾶ μόνο γιά τὸν ὑλικὸ πλοῦτο. Μπορεῖ κάποιος νά εἶναι πλούσιος, ἀλλὰ νά ἔχει καρδιά ἐλεύθερή πού «τήκεται» ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καὶ χρησιμοποιεῖ τὰ ἀγαθὰ του γιά νά θέσει σὲ ἐφαρμογή τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. Τότε μάλιστα καθίσταται ἀληθινὰ πλούσιος, διότι «λιτανεύει τὸ Πρόσωπον τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ βρίσκεται διαρκῶς στό Φῶς τῆς Παρουσίας Του· γίνεται οἰκονόμος Θεοῦ γιά τὰ ἀγαθά πού τοῦ χάρισε.

Μπορεῖ πάλι κάποιος νά εἶναι φτωχός, ἀλλὰ νά εἶναι προσκολλημένος σὲ σκέψεις πικρίας καὶ μομφῆς ἀκόμη καὶ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν καταποντίζουν στήν ἀπώλεια. Τὸ ζήτημα εἶναι ποῦ βρίσκεται ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, διότι αὐτὸ φανερώνει ποῦ εἶναι ὁ θησαυρὸς της.

Οἱ μαθητὲς ἐμφορούμενοι ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Διδασκάλου τους, ποὺ «πάντας θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», ἔκπληκτοι καὶ περίλυποι ῥώτησαν τὸν Κύριο: «Καί τις δύναται σωθῆναι;». Ἡ ἀπαντήση τοῦ Χριστοῦ: «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι», συνιστᾶ τὴν παρηγορία καὶ τὴν ἐλπίδα κάθε Χριστιανοῦ.

Οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ εἶναι πάνω ἀπὸ τή φύση τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Πῶς νά ἐφαρμοσθοῦν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ «σάρκα φορεῖ καὶ τὸν κόσμον οἰκεῖ»; Ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Σωφρόνιος: «Νά ζεῖ κάποιος χριστιανικὰ εἶναι ἀκατόρθωτο. Χριστιανικὰ μπορεῖ κάποιος μόνο νά πεθαίνει»[26]. Ἀλλοῦ ὁ Ἅγιος παρομοιάζει τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀγωνίζεται νά τηρήσει τίς ἐντολὲς σὰν σταγόνα νεροῦ, ποὺ κινεῖται μέ ἀντιθέτη φορὰ στά νερὰ ὁρμητικοῦ χειμάρρου.

Ὁ λόγος «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν», ἀναφέρεται πρωτίστως στόν ἄθλο πού ἐπιτέλεσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ διακαὴς πόθος τοῦ Θεοῦ ἤταν ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἡ σωτηρία ὅμως αὐτὴ ἤταν ἀνέφικτη πρὸ Χριστοῦ, ἐφόσον σύμφωνα μέ τὰ ἱερὰ λόγια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἤταν ἀδύνατον νά δεῖ ὁ ἄνθρωπος τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ νά παραμείνει ζωντανὸς.

Ὡστόσο, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέχθηκε ὡς ἐντολὴ τὴν ἀποστολὴ νά σώσει τὸν κόσμο. Μὲ τέλεια ὑπακοὴ τὴν ἀνέλαβε ἀπὸ ἀγάπη στόν Οὐράνιο Πατέρα. Τὴν ἐξεπλήρωσε «ὑπερκάλλως» καὶ «ἕως τέλους», προσλαμβάνοντας ἀναλλοιώτως τή δουλική ἀνθρώπινη μορφή. Στό «σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν» φανέρωσε τὴν τελειότητα τοῦ θείου Προσώπου τοῦ ἀνάρχου Πατρός. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ ἄνθρωπος εἶχε πλέον θεῖο θεώρημα, στό ὁποῖο μποροῦσε νά προσβλέπει ὡς ὑπόδειγμα, γιά νά μὴν ἐκτρέπεται ἀπὸ τὴν ὀδὸ τῆς σωτηρίας. Ἀκολουθώντας τὸ ὑπόδειγμα αὐτό, θὰ μποροῦσε νά βρεῖ τὴν πνευματικὴ τελειότητα καὶ νά γίνει μέτοχος τῆς αἰωνίας ζωῆς.

Πράγματι, ἡ ἐντολή πού δέχεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι «πλατεῖα σφόδρα», ἀνέφικτη μέ τίς δικὲς του δυνάμεις. Ὅταν ὅμως ὁ ἀσκητὴς τῆς εὐσεβείας, μιμούμενος τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ταπεινωθεῖ, ἑλκύει τὸ ταπεινὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ σπεύδει νά «συναντιληφθῆ» τὴν ἀνθρωπίνη ἀσθένεια. Μέ θάμβος τότε ὁ ἄνθρωπος διαπιστώνει ὅτι ἡ θεία ἐντολὴ ἀλλάζει. Δέν εἶναι πλέον «βαρεῖα», ἀλλὰ ἐναργῶς φανερώνεται ἐνώπιόν του ὡς «ζωὴ αἰώνιος».

Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀθλήσει ὡς τὸ τέλος τῶν δυνάμεών του, τότε ὁ Θεὸς εὐαρεστεῖται νά φανερώσει τή δική Του ἀκατάλυτη δύναμη, ὥστε νά αἰσθανθεῖ ὁ δοῦλος Του μέχρι τὸ μεδούλι τῶν ὀστέων του ὅτι, ὅπως ἀκούσαμε στό σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἡ σωτηρία «οὐκ ἐξ ἡμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον». Καὶ ἡ δύναμη αὐτὴ δέν εἶναι κάτι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἔλξη τοῦ κάλλους τοῦ Προσώπου Του. Ἡ πανίσχυρη αὐτὴ δύναμη ἀπελευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε εἴδους προσκολλήσεις, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ μεταφέρει τὴν ὑπάρξή του στήν ἅγια αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.

Στό διάβα τῆς ζωῆς ὑπάρχουν στιγμὲς ἀδιεξόδων, μεγάλης θλίψεως καὶ ζοφεροῦ σκότους, κατά τίς ὁποῖες ὁ πιστὸς δέν ἔχει ἀνθρώπινο ἀποκούμπι, οὔτε διαφαίνεται πουθενὰ παρηγορία. Ὡστόσο, ὁ Χριστός μέ τὴν ἔνσαρκο Οἰκονομία Του δέν ἄφησε μέρος τοῦ κτιστοῦ κόσμου πού νά μὴν ἐμπλήσει μέ τή θεουργικὴ Παρουσία Του. Ἁγίασε τή γῆ, τὰ ὕδατα, τοὺς αἰθέρες, ἀκόμη καὶ τὸν ἄδη. Ὡς ἐκ τούτου, δέν ὑπάρχει τόπος ἢ περίσταση πού ὁ ἄνθρωπος νά μὴ μπορεῖ νά Τὸν συναντήσει.

Ἂν ὁ πιστὸς δέν παύσει ποτὲ νά εὐλογεῖ τὸ πανάγιο Ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ ταπεινὰ νά ἐπικαλεῖται τὴν κραταιὰ ἀντίληψή Του, ἔρχεται στιγμή πού ὁ Θεὸς ἁπλώνει χεῖρα βοηθείας καὶ ἡ κατάσταση μεταποιεῖται. Μπορεῖ ἡ δυσκολία ἢ ἡ θλίψη νά συνεχίσει ἀμείωτη. Ἐντούτοις, μεταβάλλεται ἡ κατάσταση τοῦ δικοῦ του πνεύματος, καθὼς στήν καρδιά μέ ἀτελεύτητη καὶ ἀπερίγραπτη εὐγνωμοσύνη ἀφουγκράζεται τοὺς λόγους: «Ὁ δὲ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην Αὐτοῦ ἥν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωποίησε τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσωσμένοι». («Ὁ Θεὸς ὅμως μᾶς ἀγάπησε, γιατὶ εἶναι πλούσιος σὲ ἔλεος καὶ ἔχει ἀπέραντη ἀγάπη. Καὶ ἐνῶ ἤμασταν πνευματικὰ νεκροὶ ἐξαιτίας τῶν παραπτωμάτων μας, μᾶς ξανάδωσε ζωὴ μαζί μέ τὸν Χριστό. Μὲ τή χάρη Του ἔχετε σωθεῖ»).