Ἡ ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν

Ἀγωγή! Μεγάλη ὑπόθεση! Νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὁ Μ. Ἀλέξανδρος ἔλεγε πὼς ὁ πατέρας του (Φίλιππος) τοῦ εἶχε δώσει «τὸ ζῆν» ἀλλὰ ὁ δάσκαλός του (Ἀριστοτέλης) «τὸ καλῶς ζῆν» (Πλούταρχος Ἀλέξ. Ζ’– Ἡ’ στὴ Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, λ. Ἀλέξανδρος). Τί τιμὴ ἂν οἱ γονεῖς κατορθώνουν καὶ τὰ δύο!

Κατὰ τὴν Πατερικὴ ἔκφραση ἀποτελεῖ «τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν νὰ καθοδηγεῖς ἄνθρωπο, τὸ πιὸ πολυτρόπο καὶ πιὸ ποικίλο ἀπὸ τὰ ζῶντα» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 2, Ἀπολογητικός της εἰς Πόντον φυγῆς, 16), «ποὺ εἶναι σὰν κάποιος δεύτερος κόσμος, σὲ μικρὸ [μέγεθος] μέγας»· καὶ τοῦτο γιατί ὁ Δημιουργὸς τὸν ἔχει καταστήσει «βασιλιὰ [ὅλων] τῶν ἐπὶ γῆς, ποὺ βασιλεύεται ἄνωθεν [ἀπὸ τὸν Κύριο]… ζῶο… διὰ τῆς ροπῆς πρὸς τὸν Θεὸ θεούμενο – τὸ πέρας [τέρμα καὶ σκοπὸς] τοῦ μυστηρίου» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 38, Εἰς τὰ Θεοφάνεια, 11).

Ἐπίπονη καὶ ἐπίμονη καὶ ἐπίμοχθη καὶ μακροχρόνια φροντίδα. Τόνιζε ἀείμνηστος καθηγητὴς τῶν Παιδαγωγικῶν στὴ Φιλοσοφικὴ τῶν Ἀθηνῶν ὅτι ὁ ψυχικὸς κόσμος τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει νὰ διαπλάσσεται ἀπὸ τὴν ἐμβριακὴ του ἡλικία. Ἑπομένως πλανῶνται οἰκτρὰ ὅσοι φρονοῦν ὅτι τὸ νήπιό τους θὰ διορθωθεῖ ὅταν μεγαλώσει, γιατί τάχα «τώρα δὲν καταλαβαίνει· ἂς τοῦ κάνουμε τὰ χατίρια καὶ ἂς τὸ ἀφήσουμε νὰ κάνει ὅ,τι θέλει». Ἔτσι τὸ παιδὶ ἀποβαίνει τυραννίσκος μέσα στὸ σπίτι.

Μὰ ὅταν μὲ τὰ πολλὰ τὸ καταλάβουν εἶναι πιὰ ἀργά, ἐφόσον ὁ χαρακτήρας ἔχει παγιωθεῖ, ἔχει πήξει σὰν μπετόν. Ἀδυνατεῖς πιὰ νὰ τοῦ δώσεις τὴ μορφὴ ποὺ ἐπιθυμεῖς. Αὐτὸ γίνεται μόνο στὴν ἀρχή, ποὺ τὸ σκυρόδεμα εἶναι ὑδαρές.

Ὡς πρὸς τὶς τακτικές της παιδαγωγικῆς:

Ἐπιτυχία μεγάλη καὶ σημαντικὴ τὸ νὰ ἐμπνεύσουν οἱ γονεῖς στὰ παιδιά τους καὶ νὰ ἔχουν μὲ αὐτὰ φιλικὲς σχέσεις. Τὰ παιδιὰ νὰ ἐπικοινωνοῦν ἄνετα μαζί τους, νὰ ἔχουν ψυχικὴ ἐπαφή, νὰ τοὺς ἐμπιστεύονται, νὰ μὴ κρατοῦν μυστικὰ κρυφά, ἐπικίνδυνα, νὰ συνεργάζονται, νὰ συσκέπτονται, νὰ νιώθουν ὅτι ὁ μπαμπὰς δὲν εἶναι «Ἀποφασίζομεν καὶ διατάσσομεν» – παρέλκει νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἐποχή μας δὲν «σηκώνει» πιὰ τέτοιο μοντέλο μπαμπά· ἡ διδαχὴ μὲ ὕφος δασκαλίστικο παλιοῦ καιροῦ, μὲ κούνημα τοῦ δείκτη τῆς δεξιᾶς, ὡς ἀπὸ καθέδρας, καὶ μὲ καταναγκαστικὴ ὑφή, φέρνει συνήθως ἀντίθετα ἀποτελέσματα.

Ἂν ἄρα εἶναι εὐέλικτοι, ἐκεῖ ποὺ διαβλέπουν κίνδυνο θὰ ἔχουν ἔτσι τὴν εὐχέρεια – καὶ ἴσως τὴν ἀνοχὴ τοῦ παιδιοῦ – νὰ τοῦ ποῦν τὸ ὄχι. Πάντοτε ὅμως μὲ ἔξυπνο καὶ οἰκεῖο τρόπο, μεταξὺ ἀστείου καὶ σοβαροῦ, συνάμα δὲ καὶ ἀνυποχώρητα.

Ἡ διάκριση καὶ οἱ εὐαίσθητοι χειρισμοί, οἱ ψυχο-«νευροχειρουργικοί», εἶναι «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ». Χρειάζεται πολλὴ-πολλὴ προσευχὴ ὑπὲρ φωτισμοῦ χειραγωγοῦ καὶ χειραγωγούμενου, ἀπαιτεῖται σύνεση καὶ προσοχὴ καὶ δεξιοτεχνία σὲ ὅσους λειτουργοῦν σὲ ὅ,τι τὸ βαρυτιμότερο, στὴ νωπὴ ψυχή.

Ὁ ἀββὰς Δωρόθεος γιὰ παρόμοιο θέμα φέρνει τὴν εἰκόνα τῶν ψαράδων. Παρατηρεῖ ὅτι μόλις τύχει καὶ πιάσουν ἕνα μεγάλο ψάρι δὲν τὸ τραβοῦν ἀμέσως, μήπως καὶ σπάσει τὸ ράμμα – τώρα ἔχουμε τὶς πλαστικὲς ἀνθεκτικότερες καθετές, ἀλλὰ καὶ αὐτὲς ἐνδέχεται νὰ σέ… «προδώσουν» στὰ βαριὰ «κομμάτια». Λοιπὸν δὲν τὸ παίρνουν πάνω ἀμέσως, μὰ μία τὸ χαλαρώνουν καὶ μία τὸ ξαναμαζεύουν, ὥσπου ν’ ἀτονήσει. Καὶ τότε τὸ ρίχνουν στὸ καλάθι τους. (Περὶ τοῦ μὴ κρίνειν τὸν πλησίον, 11).

Ἡ ποιμαντικὴ πατερικὴ πείρα ἐπίσης, ἀποφαίνεται παραβολικά, πὼς ἀπαιτεῖται μὲ τὸ ἕνα χέρι νὰ χαϊδεύεις καὶ μὲ τὸ ἄλλο νὰ χτυπᾶς αὐτὸν ποὺ καθοδηγεῖς. Οὔτε μόνο αὐστηρότητα οὔτε μόνο ἐπιείκεια. Συγκερασμὸς καὶ τῶν δύο μὲ ἀγάπη, σοφία καὶ διάκριση.

Δηλαδὴ οὔτε συνέχεια τρυφερότητες καὶ καλοπιάσματα, οὔτε συνέχεια βλοσυρότητες καὶ αὐστηρότητες. Ἐκεῖ ποὺ πρέπει ὁ ἔπαινος – ἐκεῖ ποὺ πρέπει ὁ ἔλεγχος.

Λοιπὸν μὲ τὸ ἕνα χέρι χάδι καὶ μὲ τὸ ἄλλο μπάτσος, παραβολικὰ εἴπαμε. Ὄχι ὅμως καὶ τὰ δύο συγχρόνως, γιὰ τὸ ἴδιο πράγμα! Ἐξηγούμαστε:

Εἶναι καταστροφικὸ ὁ πατέρας νὰ μαλώνει τὸ παιδὶ καὶ ἡ μητέρα νὰ μαλώνει τὸν πατέρα γιατί τὸ μάλωσε. Εἶναι ἄκρως ἐπιζήμια αὐτὴ ἡ σχιζοφρενικὴ ἀντιμετώπιση, τὸ παιδὶ νὰ βρίσκει καταφύγιο στὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς καὶ νὰ «σνομπάρει» τὸν ἄλλο, φουρτουνιασμένο ἢ μή. Διότι ἔτσι: «ἕνας ποὺ οἰκοδομεῖ καὶ ἕνας πού γκρεμίζει τί περισσότερο ὠφέλησαν παρὰ κόπους;» (Σείρ. 34.23).

Κάτι ἀκόμη «μεθοδολογικό»: Ὁσάκις τοῦ πεῖς «Ὄχι», θὰ τὸ κρατήσεις πάσῃ θυσίᾳ. Μὴ τρομάζεις, μητέρα, ἀπὸ τὸ κλάμα, δὲν πρόκειται νὰ πεθάνει τὸ παιδὶ ἀπὸ τὰ ἀναφιλητά. Θὰ κλάψει μερικὲς φορές, μὰ σὰν πάρει εἴδηση ὅτι τὸ κλάμα δὲν εἶναι μαγικὸ ραβδὶ ποὺ τὰ καταφέρνει ὅλα, θὰ συνετισθεῖ καὶ δὲν θὰ ἐπιμένει στὰ κλάματα.

Ἀλλιώς γιὰ τὸ παραμικρὸ θὰ μπήγει τὶς φωνὲς καὶ τὰ κλάματα καὶ τὰ πόδια δίκην ἡμιόνου ποὺ πείσμωσε. Μία καὶ σοῦ βρῆκε τὸ κουμπί, τὸ κλάμα, πάει πιά, σὲ πῆρε ἀπὸ κάτω. Ὅταν τοῦ λὲς «Ὄχι» θὰ τὸ κρατᾶς ἕως τέλους – ὅποτε ἐπιβάλλεται νὰ τὸ ἔχεις μελετήσει, ζυγίσει καὶ σταθμίσει, καὶ ὄχι νὰ σοῦ ξεφεύγει ἀπὸ τὸ ἕρκος τῶν ὀδόντων τυχάρπαστα. Θὰ τὸ κρατᾶς παρὰ τὶς δύο-τρεῖς ἐπαγωγὲς κλαμάτων του. Ἂν ὑποχωρεῖς, ἔγινες ὑποχείριο στὰ «καπρίτσια» του.

Σφάλμα καὶ τὸ νὰ ἔχουν μερικοὶ ἀπαιτητικοὶ γονεῖς ὑπερφίαλες ἀξιώσεις, ὑπέρτερες τῶν δυνάμεων τῶν παιδιῶν τους. Δὲν εἴμαστε δὰ ὅλοι γιὰ ἀστροναῦτες! Πῶς νὰ τὸ κάνουμε; Τὸ ζητούμενο εἶναι τὸ παιδὶ νὰ εἶναι φιλόπονο, ὄχι ράθυμο· νὰ προσπαθεῖ μὲ τὶς πολλὲς ἢ λίγες δυνάμεις ποὺ διαθέτει. Ἐὰν πράγματι καταβάλλει κόπο καὶ σπουδή, τότε χρειάζεται ὁ ἔπαινός μας, ἡ στήριξη, ἡ ἔντεχνη παρηγοριά, καὶ ἂς μὴν τὰ καταφέρνει κάπου καλά. Διαφορετικὰ θὰ τὸ ρίξουμε στὴν ἀπογοήτευση καὶ στὰ αἰσθήματα κατωτερότητας. Τὸ ἀντίθετο ὡστόσο, ὅταν ἐγωισταίνει.

Ἐπίσης στὴ «στρατηγική», θὰ λέγαμε, τῆς ἀγωγῆς στοιχεῖο σπουδαῖο εἶναι ἡ ἐκμετάλλευση καὶ ὁ σχολιασμὸς ἐπικαίρων ἢ μὴ γεγονότων. Νὰ βρίσκουμε εὐκαιρίες νὰ διεγείρουμε τὴν παιδικὴ προσοχὴ καὶ νὰ βάζουμε τὴν παιδικὴ σκέψη νὰ φιλοσοφεῖ πάνω σὲ «τυχαία» πράγματα. Μὲ τέτοια θεώρηση δυνατὸν καὶ ἀπὸ τὰ ἀντίθετα νὰ βγεῖ καλό.

Λ.χ. «– Μαμά, βρέχει. Δὲν μπορῶ νὰ παίξω ἔξω μὲ τὶς φίλες μου. – Νὰ ποῦμε, κορίτσι μου, “Δόξα τῷ Θεῷ”. Εἶναι ἀπαραίτητη ἡ βροχούλα. Χωρὶς αὐτὴ δὲν θὰ εἴχαμε καρποφορία, ὅλα θὰ ἦσαν ξερά, οὔτε λουλούδια, οὔτε πεταλοῦδες πού σοῦ ἀρέσουν τόσο».

Δίδασκε ὁ στάρετς Ζωσιμᾶς τοῦ Ντοστογιέφσκυ (στὴν πραγματικότητα ὁ ὅσιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα):

«Κάθε χορταράκι, κάθε ἔντομο, ἡ χρυσὴ μέλισσα, τὸ μυρμήγκι, ὅλα ἤξεραν τὸν δρόμο τους… ὅλα μαρτυροῦσαν τὸ θεῖο μυστήριο… Κοίταξε τὸ ἄλογο, τί εὐγενικὸ ζῶο ποὺ εἶναι, πιστὸ στὸν ἄνθρωπο, ἢ τὸ βόδι, ποὺ τὸν τρέφει καὶ δουλεύει… Κοίταξε τὴ φυσιογνωμία τους: τί γλυκύτητα, τί ἀφοσίωση γιὰ τὸν ἀφέντη τους… τί πραότητα, τί ἐμπιστοσύνη καὶ τί ὀμορφιά! Συγκινεῖσαι… γιατί ὅλα τους εἶναι τέλεια, ἀθώα… Ὅλα τὰ πλάσματα, ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ταπεινά, ἀκόμη καὶ τὸ παραμικρὸ φυλλαράκι, ἀποπνέουν τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ, τραγουδοῦν τὴ δόξα Του, στρέφονται χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουν… στὸ Χριστὸ» (Ἀδελφοὶ Καραμαζώφ, Βιβλίο Ἕκτο, 2, β’».

Πόση οἰκολογικὴ εὐαισθησία, χάρη καὶ νοστιμιὰ ἔχει ὁ Πατερικὸς λόγος! Πόσο ἐξαίσιο θὰ ἦταν νὰ τὸν μεταχειρίζονταν κάπως καὶ οἱ γονεῖς!

Ἀναφερθήκαμε ἀκροθιγῶς στὸ περιεχόμενο τῆς παιδαγωγικῆς. Ἂς ἐπιμείνουμε λίγο.

Νὰ διδάσκουμε τὴν πίστη στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀρετὴ ποὺ μᾶς ζητᾶ. Προστάζει ἡ Βίβλος: «Θὰ διδάξεις τοὺς γιούς σου καὶ τοὺς γιοὺς τῶν γιῶν σου… » (Δεύτ. 4.9) «… τὰ [ἁγιογραφικὰ] λόγια ταῦτα… Καὶ θὰ τὰ διδάξετε τὰ παιδιὰ σας ν’ ἀσχολοῦνται μὲ αὐτὰ καὶ ὅταν κάθονται στὸ σπίτι καὶ ὅταν πορεύονται στὴν ὁδὸ καὶ ὅταν κοιμοῦνται καὶ ὅταν σηκώνονται» (Δεύτ. 11.18-19).

Θὰ φρονηματίζει τὸ στόμα μας, μὰ κυρίως ἡ ζωή μας. «Εἶπε ὁ ἀββὰς Ἰακώβ: Δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη μόνο ἀπὸ λόγια, γιατί ὑπάρχουν πολλὰ λόγια στοὺς ἀνθρώπους σὲ τοῦτο τὸν καιρό· ἀλλὰ ὑπάρχει ἀνάγκη ἀπὸ ἔργο. Γιατί αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενο καὶ ὄχι λόγια ποὺ δὲν ἔχουν καρπὸ» (Μέγα Γεροντικὸ Πανοράματος Γ’ σέλ. 84).

Ἂν ὁ βίος ἀντιστρατεύεται στὴν κούφια ρητορεία, τότε ἰσχύει καὶ ἐδῶ τὸ ρητό τοῦ Σειρὰχ ποὺ μνημονεύσαμε πρίν: «Ἕνας ποὺ οἰκοδομεῖ, καὶ ἕνας πού γκρεμίζει, τί περισσότερο ὠφέλησαν παρὰ κόπους;» (34.23).

Ἀκόμη: Πηγαίνουν μερικοὶ καὶ κοινωνοῦν τὰ παιδιά τους, ἐνῶ οἱ ἴδιοι μένουν ἀκοινώνητοι. Κάποτε ὅμως τὸ παιδάκι τὸ παρατηρεῖ. Δουλεύει τὸ μυαλουδάκι του καὶ βλέπει τὴ δυσαρμονία καὶ τὸ ὀξύμωρο καὶ ρωτάει τὸν γονιό: «Ἀφοῦ εἶναι καλὸ νὰ κοινωνοῦμε, ἐσὺ γιατί δὲν κοινωνεῖς»; Ποιὰ ἡ δικαιολογία τότε γιὰ τὴν ἀνακολουθία; Καταρρέει μέσα του ὅ,τι τοῦ εἶχε οἰκοδομήσει, ἐξατμίζεται ὅ,τι τοῦ εἶχε ἐνσταλάξει γιὰ τὴν ἀξία τῆς θείας Κοινωνίας.

Εἶναι κωμικό, μαζὶ καὶ θλιβερὸ νὰ διδάσκει κανεὶς γιὰ τὸ ὕψος τῆς πραότητας ὀργισμένος ἢ νὰ πολυλογεῖ γιὰ τὸν θησαυρὸ τῆς σιωπῆς, ὅπως τονίζει ἡ Κλίμαξ (17.3).

«Τοῦ λέει [τοῦ ἀββᾶ Σερίνου] ὁ ἀββὰς Ποιμήν: «Ἂν θέλεις νὰ τὸν ὠφελήσεις [τὸν μαθητή σου Ἰσαάκ], δεῖξε του μὲ ἔργο τὴν ἀρετή, γιατί ἂν προσέχει στὸν λόγο [μόνο], μένει ἀργός. Ἂν ὅμως τοῦ δείξεις μὲ ἔργο, τοῦτο θὰ [τοῦ] παραμείνει [γιὰ πάντα]» (Μέγα Γεροντικὸ Πανοράματος, Γ’ σέλ. 134). Χρεία δηλαδὴ διδασκαλίας… «ἐποπτικῆς»!

Ὁ Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης πάλι νουθετεῖ τὸν καθοδηγητὴ νὰ εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὰ πάθη, ὥστε νὰ μπορεῖ λ.χ. νὰ ὑποκριθεῖ τὸν θυμωμένο, ἂν τοῦτο ὠφελήσει τὸν μαθητὴ του (31.18). Ἀντίθετα, τὸ νὰ ἐξοργίζεται πραγματικὰ εἶναι τόσο ἄτοπο καὶ ἀνοίκειο ὅσο ἡ ἀλεπού μέσα στὸ κοτέτσι· θανατώνει (31.48).

Ἀλήθεια, μερικοὶ διορθώνουν δῆθεν τὸ παιδί τους, μὰ στὴν οὐσία ἐκτονώνονται ξεσπώντας πάνω του τὸ μένος τους, πού ἀδυνατοῦν νὰ συγκρατήσουν.

Τὸ νήπιο, ὅσο μικρὸ καὶ νὰ εἶναι, ἔχει τὸ αἰσθητήριο καὶ ἀντιλαμβάνεται πότε ἡ μητέρα ἔχει χάσει τὴν αὐτοκυριαρχία της καὶ τὸ τιμωρεῖ γιὰ νὰ ξεθυμάνει, καὶ πότε τὸ τιμωρεῖ ψύχραιμα καὶ λελογισμένα γιὰ τὸ καλό του.

Ἄχ! Πόσο τρομερὸ χρέος καὶ ταυτόχρονα τιμὴ τῶν γονέων! Συνδημιουργοί τοῦ Θεοῦ! Δίνουν ζωὴ ὄχι σὲ ἕνα κάποιο βιολογικὸ ὄν, σὲ ἕνα σκουλήκι ἂς ποῦμε, – οὔτε αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε ἀπὸ τὸ μηδὲν – ἀλλὰ σὲ ὕπαρξη πού ἔχει προορισμὸ τὴ θέωση! Καταλαβαίνουν τί σημαίνει τοῦτο; Καταλαβαίνουν τὴ διπλή τους εὐθύνη, τὴν προσωπικὴ ἀναμφίβολα, μὰ καὶ τὴ γονική; Εἶναι ἀπαραίτητη ἡ πίστη καὶ ἡ ἀρετὴ γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ τὰ ἐμπνεύσουν στὰ βλαστάρια τους. Τότε καταξιώνονται ὡς γονεῖς, ἀλλιώς δὲν εἶναι ἄξιοι γιὰ γονεῖς.