Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 28 Ἰανουαρίου 2024, Κυριακὴ ΙE΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιθ΄ 1-10)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, διήρχετο ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν ῾Ιεριχώ· καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗ­τος ἦν πλούσιος, καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν ᾿Ιησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μι­κρὸς ἦν. καὶ προδρα­μὼν ἔμπροσ­θεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐ­κείνης ἤμελλε διέρχεσθαι. καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀ­να­βλέψας ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδεν αὐ­τὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖ­ναι. καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων. καὶ ἰδόν­τες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁ­μαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε κα­τα­λῦσαι. σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑ­παρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐ­συκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν. εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴ­κῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς Ἀβραάμ ἐστιν. ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ

Ἔπειτα ἀπό λίγο ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στήν Ἱεριχώ, καί περνοῦσε μέσα ἀπό τήν πόλη. 2 Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνας ἄνθρωπος πού ὀνο­μαζόταν Ζακ­χαῖ­ος. Αὐτός ἦταν ἀρχιτελώνης καί πολύ πλούσιος. 3 Καί προσπαθοῦσε νά δεῖ τόν Ἰησοῦ ποιός εἶναι, ἀλλά δέν μποροῦσε. Διότι ὑπῆρχε μεγάλη συρροή λαοῦ, καί αὐτός ἦταν κοντός στό ἀνάστημα καί σκεπαζόταν ἀπό τό πλῆθος. 4 Ἔτρεξε λοιπόν μπροστά ἀπό τό πλῆθος πού συνό­δευε τόν Ἰησοῦ καί ἀνέβηκε σάν νά ἦταν μικρό παιδί σέ μία συκομουριά γιά νά τόν δεῖ, διότι ἀπό τό δρόμο ἐκεῖ­νο στόν ὁποῖο βρισκόταν τό δέντρο αὐτό θά περ­νοῦ­σε ὁ Ἰησοῦς. 5 Ἀμέσως μόλις ἔφθασε ὁ Ἰησοῦς στό σημεῖο ἐκεῖνο, σήκωσε τά μάτια του καί τόν εἶδε· καί χωρίς νά τόν γνω­ρίζει ἀπό παλαιότερα τόν φώναξε μέ τό ὄνομά του καί τοῦ εἶπε: Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, διότι σήμερα πρέπει νά μείνω στό σπίτι σου, σύμφωνα μέ τή θεία βουλή πού προετοιμάζει τή σωτηρία σου. 6 Τότε ὁ Ζακχαῖος κατέβηκε γρήγορα καί τόν ὑποδέ­χθηκε στό σπίτι του μέ χαρά. 7 Ὅλοι ὅμως, ὅταν εἶδαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς προτίμησε τό σπί­τι τοῦ Ζακχαίου, μουρμούριζαν μεταξύ τους μέ ἀ-γανάκτηση καί σχολίαζαν περιφρονητικά τόν Ἰησοῦ λέγοντας ὅτι μπῆκε νά μεί­νει καί νά ἀναπαυθεῖ στό σπίτι ἑνός ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. 8 Ὁ Ζακχαῖος ὅμως στάθηκε μπροστά στόν Κύριο καί τοῦ εἶπε: Ἰδού, Κύριε, τά μισά ἀπό τά ὑπάρχοντά μου τά δίνω ἐλεημοσύνη στούς φτωχούς, κι ἄν τυχόν ὡς τελώνης μεταχειρίστηκα συκοφαντίες, ψεύτικες καταγγελίες καί ἀναφορές γιά νά ἀδικήσω κάποιον σέ κάτι, τοῦ τό γυρίζω πίσω τετραπλάσιο. 9 Τότε ὁ Ἰησοῦς στράφηκε πρός αὐτόν καί εἶπε: Σήμερα μέ τήν ἐπίσκεψή μου στό σπίτι αὐτό ἦλθε ἡ σωτηρία τόσο στόν οἰκοδεσπότη ὅσο καί στούς δικούς του. Καί ἔπρεπε νά σωθεῖ καί ὁ ἀρχιτελώνης αὐ­τός, διότι κι αὐτός εἶναι γιός καί ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, ὅπως κι ἐσεῖς πού διαμαρτύρεσθε. Καί σ’ αὐτόν λοιπόν ἔδωσε ὁ Θεός τήν ὑπόσχεση τῆς σωτηρίας. 10 Ἔπρεπε λοιπόν νά συντελέσω στή σωτηρία αὐτή τοῦ Ζακχαίου, διότι ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε ἀπό τόν οὐ­ρανό στή γῆ γιά ν’ ἀναζητήσει καί νά σώσει ὅλη τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα, πού σάν χαμένο πρόβατο κινδύνευε νά πεθάνει μέ­σα στήν ἁμαρτία.