Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 14 Ἰανουαρίου 2024, Κυριακῆς μετὰ τὰ Φῶτα (Ἐφεσ. δ΄ 7-13)

Aδελφοί, ἑνὶ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. διὸ λέγει· ἀναβὰς εἰς ὕψος ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις. τὸ δὲ ἀνέβη τί ἐστιν εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς; ὁ καταβὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα. καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάν­τες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΘΕΟΣ

«…μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες… εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ».

Βαθιὲς καὶ σημαντικὲς ἀλήθειες μᾶς ἀναφέρει ὁ θεόπνευστος ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα ἀπὸ τὴν πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολή του. Κάνει λόγο γιὰ τὰ ποικίλα χαρίσματα, τὰ ὁποῖα χορηγεῖ ὁ Κύριος στοὺς ἀνθρώπους. Ἑστιάζει δὲ ἰδιαιτέρως τὸ βλέμμα του στὰ χαρίσματα ποὺ Ἐκεῖνος χορηγεῖ μέσα στὴν Ἐκκλησία μας, γιὰ νὰ καταλήξει νὰ μᾶς ὑπενθυμίσει τὸν ὕψιστο προορισμὸ ποὺ ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι στὴ ζωὴ αὐτή.

Ποιός εἶναι λοιπὸν ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ πῶς μποροῦμε νὰ φθάσουμε μὲ ἀσφάλεια σ᾿ αὐτόν; Αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα θὰ μᾶς ἀπασχολήσουν στὴ συνέχεια.

1. Ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου

Στὸ ἱερὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ προφήτης Μωυσῆς μᾶς περιγράφει τὴ δημιουργία τῆς κτίσεως ἀπὸ τὸν Θεό. Μᾶς ἐξιστορεῖ ἐπιπλέον μὲ πόσο μοναδικὸ καὶ ξεχωριστὸ τρόπο ἀπ᾿ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη Δημιουργία ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο. «Κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν» (Γεν. α΄ 27), μᾶς πληροφορεῖ. Δηλαδή, τὸν ἔπλασε σύμφωνα μὲ τὴ δική του εἰκόνα. Τοῦ χάρισε τὰ δικά του θεϊκὰ χαρακτηριστικά: τὴ λογική, τὴ δύναμη νὰ δημιουργεῖ, νὰ ἐξουσιάζει καὶ τὴν ἐλευθερία νὰ ἐπιλέγει. Μαζὶ δὲ μὲ τὰ θεϊκὰ αὐτὰ στοιχεῖα τῆς εἰκόνας του τοῦ χάρισε καὶ μία ὑψηλὴ προοπτική: νὰ φθάσει στὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γεν. α΄ 26), νὰ ὁμοιάσει δηλαδὴ στὸν Θεό. «Θεοῦ κτίσμα τυγχάνων καὶ θεὸς εἶναι κεκελευσμένος» (ΕΠΕ, 6, 210) ὁ ἄνθρωπος, σημειώνει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχει διαταχθεῖ νὰ γίνει ἕνας μικρὸς θεὸς κατὰ Χάριν.

Παρ᾿ ὅλο ποὺ ἔπεσε στὴν ἁμαρτία καὶ ἀμαυρώθηκε ἡ θεϊκὴ αὐτὴ εἰκόνα, ὁ ἄνθρωπος, ὁ προορισμός του παραμένει ὁ ἴδιος. Αὐτὸ τὸν ὕψιστο προορισμὸ μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας ὅτι σκοπός μας εἶναι νὰ φθάσουμε «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». Νὰ γίνουμε δηλαδή, ἀπὸ πνευματικὰ νήπια ποὺ εἴμαστε, τέλειοι καὶ νὰ ἀποκτήσουμε τὴν πνευματικὴ ὡριμότητα τοῦ Χριστοῦ· νὰ φθάσουμε στὴν πνευματικὴ τελειότητα τοῦ Χριστοῦ.

Ἀσύλληπτες οἱ πνευματικὲς διαστάσεις τοῦ ἀνθρώπου! Σὲ τί ὕψος μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος! Ἐμεῖς οἱ πτωχοί, οἱ φθαρτοί, οἱ χωματένιοι καὶ πεπερασμένοι ἄνθρωποι νὰ γίνουμε ὅμοιοί Του, συγ­κληρονόμοι τῆς οὐράνιας Βασιλείας του, συμβασιλεῖς του! Εἶναι ὅμως ἐφικτὸ αὐτό; Ποιό εἶναι ἀλήθεια τὸ μέσο γιὰ νὰ φθάσουμε στὸν ἀνώτερο αὐτὸ προορισμό μας;

2. Τὸ ἐργαστήρι τῶν Ἁγίων

Τὸ μέσο αὐτὸ εἶναι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση τους οἱ Πρωτόπλαστοι στὸν Παράδεισο τῆς Ἐδὲμ ἀπολάμβαναν τὴν κοινωνία τους μὲ τὸν Θεό. Εἶχαν ροπὴ πρὸς τὸ ἀγαθό, πρὸς τὸ καλό, πρὸς τὴν ἀρετή. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχασαν μὲ τὴν παρακοή τους στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τότε ὁ ἀγώνας ὅλων μας γιὰ τὴν πνευματικὴ τελείωση καὶ ὁμοίωσή μας μὲ τὸν Κύριο εἶναι δυσκολότερος. Ὁ ἄνθρωπος ἑλκύεται πλέον ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. «Ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ» (Γεν. η΄ 21). Ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἀκόμη ἡλικία του ρέπει πρὸς τὸ κακό.

Μέσα ὅμως στὸ ἱερὸ καθίδρυμα τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται καὶ πάλι στὸν χαμένο προορισμό του, νὰ ὁμοιάσει μὲ τὸν Θεό. Μέσῳ τῆς Ἐκ­κλησίας ἐργάζεται ὁ Θεὸς τὴ σωτηρία μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας. Σ᾿ αὐτὸ συντελοῦν τὰ χαρίσματα ποὺ χορηγεῖ ὁ Κύριος μέσα σ᾿ αὐτή. Γι᾿ αὐτὸ ἔθεσε στὴν Ἐκκλησία του τοὺς οἰκονόμους τῆς Χάριτός του – τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς ἱερεῖς, τοὺς θεολόγους, τοὺς κήρυκες τοῦ θείου λόγου του – «πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον δια­κονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ». Στὸν ἱερὸ χῶρο της ὅ­λοι οἱ πιστοὶ διακριτικὰ καὶ ἀθόρυβα ἁ­γιάζονται, οἰκοδομοῦνται, ὁδηγοῦνται στὴν κατὰ τὸ δυνατὸν τελειοποίησή τους, αὐξάνουν πνευματικὰ «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». Λατρεύουν μὲ τὴν καρδιά τους τὸν ἀληθινὸ Θεό, μελετοῦν τὸν θεῖο λόγο του, μετέχουν στὰ ἱερὰ Μυστήρια: ἐξομολογοῦνται τὰ ἁμαρτήματά τους καὶ λαμβάνουν τὴν ἄφεση, μεταλαμβάνουν δὲ τὸ θεωμένο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἑνώνονται μαζί Του. Γεννιοῦνται ἔτσι οἱ Ἅγιοι, τὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου, τὸ ἀγλάισμα ὅλης τῆς οἰκουμένης!

Στὸ ξεκίνημα τῆς νέας χρονιᾶς ἂς ἀναλογισθοῦμε τὸν ὑψηλὸ προορισμό μας, ποὺ εἶναι ὁ ἁγιασμός μας, ἡ ὁμοίωσή μας μὲ τὸν Θεό. Ἂς πάρουμε δὲ τὴν ἀπόφαση νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ἱερὴ αὐτὴ κλήση, ποὺ μᾶς ἔχει ἀπευθύνει ὁ Κύριος, κι ἂς ζήσουμε ὡς ἐνεργὰ μέλη τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Αὐτὴ εἶναι τὸ μοναδικὸ μέσο γιὰ τὴ σωτηρία μας· ἡ μόνη ἀσφαλὴς σταθερὰ στὸν διαρκῶς μεταβαλλόμενο κόσμο μας.