Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 29 Ὀκτωβρίου 2023, Ζ΄ Λουκᾶ (Λουκ. η΄ 41-56)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ, ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.

῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.

ΓΙΑ ΝΑ ΕΝΩΘΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ

«Ἥψατό μού τις»

Κόσμος πολὺς εἶχε περικυκλώσει τὸν Κύριο. Ἀνάμεσά τους καὶ μιὰ γυναίκα ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ ἀθεράπευτη αἱμορραγία ἐπὶ δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια. Εἶχε ξοδέψει ὅλα τὰ χρήματά της στοὺς γιατρούς. Κανένας ἄνθρωπος ὅμως δὲν μπόρεσε νὰ τῆς χαρίσει τὴν ἴαση. Τελευταία της ἐλπίδα ὁ Ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, ὁ Χριστός. Εἶχε ἀκούσει γιὰ τὰ ἐντυπωσιακὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε καὶ γι᾿ αὐτὸ εἰσχώρησε μέσα στὸ πλῆθος θέλοντας νὰ Τὸν πλησιάσει. Τῆς ἀρκοῦσε νὰ ἀγγίξει μόνο τὴν ἄκρη τοῦ ἱματίου του. Καὶ πράγματι, τὴ στιγμὴ ποὺ ἄγγιξε τὸ ἔνδυμα τοῦ Κυρίου, ἡ ἀσθένειά της θεραπεύθηκε.

Τὸ φρόνημα τῆς αἱμορροού­σας, ὅ­πως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, μᾶς διδάσκει πῶς πρέπει κι ἐμεῖς νὰ προσεγγίζουμε τὸν Κύριο, ἰδιαιτέρως μάλιστα ὅταν προσερχόμαστε στὸ Μυστήριο τῆς θεί­ας Εὐχαριστίας, ὥστε Ἐκεῖνος νὰ εἰσέρχεται μέσα μας καὶ νὰ χαρίζει ζωὴ στὴν αἱμορροούσα ψυχή μας.

1. Μὲ ἀκλόνητη πίστη

Πλῆθος κόσμου εἴπαμε ὅτι εἶχε περικυκλώσει τὸν Χριστό. Τὸν ἔσπρωχναν. Τὸν ἄγγιζαν μὲ τὰ χέρια τους, χωρὶς ὅμως νὰ Τὸν ἀγγίζουν μὲ τὴν καρδιά τους. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές του, ὅτι κάποιος μὲ ἄγγιξε. Μέσα σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος μία αἱμορροούσα γυναίκα μόνο Τὸν πλησίασε μὲ τὸ σωστὸ φρόνημα. Τὸ πρῶτο στοιχεῖο ποὺ εἶχε, ἦταν ἡ ἀκλόνητη πίστη. Ἦταν ἀπολύτως βέβαιη ὅτι ὁ Κύριος εἶχε τὴ θεία δύναμη νὰ τὴ θεραπεύσει. Δὲν ἀμφέβαλλε ὅτι καὶ μόνο τὴν ἄκρη τῶν ἱματίων του νὰ ἀγγίξει, θὰ σωθεῖ. Τὸ ἄγγιγμα αὐτὸ δὲν ἦταν μιὰ ἁπλὴ ἐπαφὴ τοῦ χεριοῦ της, ἀλλὰ μιὰ βαθιὰ ὁμολογία πίστεως στὴ θεία προέλευσή του.

Στὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας πρέπει νὰ προσερχόμαστε μὲ παρόμοια ἀκλόνητη πίστη. Διότι δὲν ἔχουμε ἐνώπιόν μας ἄρτο καὶ οἶνο, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ. Θαυμάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τοῦτο ἐκεῖνο τὸ σῶμά ἐστι τὸ ᾑμαγμένον, τὸ λόγχῃ πληγέν, καὶ τὰς σωτηρίους πηγὰς ἀναβλύσαν, τὴν τοῦ αἵματος, τὴν τοῦ ὕδατος τῇ ­οἰκουμένῃ πάσῃ» (PG 61, 203). Εἶναι, δηλαδή, ἐκεῖνο τὸ ματωμένο Σῶμα, ποὺ πληγώθηκε ἀπὸ τὴ λόγχη καὶ ἀνέβλυσε τὶς σωτήριες πηγὲς τοῦ αἵματος καὶ τοῦ ὕδατος γιὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα ἀναπαύεται ὁ σαρκωθεὶς καὶ σταυρωθεὶς καὶ ἀναστὰς Κύριος· ὁ Ἅγιος τῶν ἁγίων.

Σημειώνει πολὺ ὄμορφα ὁ ἅγιος Ἰωάν­νης τῆς Κρονστάνδης: «Ὅσο εἶναι βέβαιο ὅτι ἀναπνέω ἀέρα, τόσο βέβαιο εἶναι ὅτι, ὅταν μεταλαμβάνω, δέχομαι μέσα μου τὸν ἴδιο τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν πνευματικό μου ἀέρα, τὴ ζωή μου, τὴ χαρά μου, τὴ σωτηρία μου» (Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου, σελ. 517). Μὲ ἀκλόνητη πίστη λοιπὸν νὰ προσερχόμαστε, προκειμένου νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν ἄπειρο Θεό.

2. Μὲ βαθιὰ συστολὴ

Ἡ αἱμορροούσα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου πλησίασε τὸν Κύριο καὶ μὲ εὐλάβεια, μὲ δέος, μὲ συστολή. Δὲν εἶχε τὴν παρρησία νὰ σταματήσει τὴν πορεία του, νὰ σταθεῖ μπροστά Του, νὰ ἀγγίξει τὸ Σῶμα του. Οὔτε ἀπὸ μακριὰ ἔστω νὰ Τοῦ ἐκθέσει τὸ πρόβλημά της. Ἀλλὰ σιωπηλὰ προσπάθησε νὰ Τὸν προσεγγίσει ἀπὸ πίσω καὶ νὰ ἀγγίξει μόνο τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του. Κι ὅταν ἀποκαλύφθηκε τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς καὶ δὲν μποροῦσε πλέον νὰ παραμείνει στὴν ἀφάνεια, Τὸν πλησίασε τρέμοντας ἀπὸ φόβο καί, ἀφοῦ ἔπεσε γονατιστὴ μπροστά Του, διηγήθηκε ὅ,τι τῆς εἶχε συμβεῖ.

Μὲ βαθιὰ εὐλάβεια ἂς προσ­ερχό­μα­στε κι ἐμεῖς γιὰ νὰ μεταλάβουμε τὸ Ἄχραντο Σῶμα καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου μας. Ἡ εὐλάβεια αὐτὴ θὰ ἐκφράζεται καὶ μὲ τὴ σεμνὴ στάση τοῦ σώματός μας. Πρωτίστως ὅμως θὰ ἐπιβεβαιώνεται μὲ τὴν ἐσωτερικὴ συν­τριβὴ τῆς καρδιᾶς μας, μὲ τὸ ἱερὸ δέος καὶ τὸν βαθὺ σεβασμὸ ποὺ θὰ αἰσθανόμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Νὰ μὴν προσερχόμαστε μὲ ἐσωτερικὸ θάρρος καὶ ἀέρα, θεωρώντας ὅτι τὸ ἀξίζουμε ὡς βραβεῖο τοῦ νομιζόμενου ἀγώνα μας. Ἀλλὰ «μετὰ φόβου Θεοῦ», ὅπως μᾶς προσκαλεῖ ὁ ἱερέας. Μὲ τὴ συναίσθηση ὅτι μᾶς δωρίζεται χωρὶς νὰ τὸ ἀξίζουμε· μᾶς προσφέρεται χωρὶς νὰ τὸ διεκδικοῦμε· μᾶς χαρίζεται χωρὶς νὰ τὸ δικαιούμαστε. «Χαίρων τε καὶ τρέμων ἅμα τοῦ πυρὸς μεταλαμβάνω», σημειώνει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος σὲ κάποια ἀπὸ τὶς εὐχὲς τῆς θείας Μεταλήψεως. Μὲ χαρὰ καὶ ἱερὸ φόβο νὰ μεταλαμβάνουμε «τὸ πῦρ» τῆς Θεότητος.

Ὅταν μὲ ἀκλόνητη πίστη καὶ βαθιὰ συστολὴ μετέχουμε στὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, τότε ὄχι ἁπλῶς Τὸν ἀγ­γίζουμε, ἀλλὰ γινόμαστε ἕνα μὲ τὸν Ζωοδότη Χριστό. Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα του ἑνώνονται μὲ τὴν ὕπαρξή μας. Εἰσέρχεται, κατοικεῖ μέσα μας Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ «Ὢν» καὶ χαρίζει ζωὴ στὴν αἱμορροούσα ψυχή μας.