Ὁμιλία εἰς τὴν παραβολὴν τοῦ Ἀμπελῶνος

Μὲ παρακινεῖ πρὸς λόγον ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ὁ ὁποῖος δὲν ἀπεχωρίσθη ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ Πατρὸς καὶ μὲ τρόπον ἀνέκφραστον ἐκυοφορήθη στὴν μήτραν τῆς Παρθένου· αὐτὸς μολονότι ἔγινε πρὸς χάριν μου ὡσὰν ἐμένα, εἶναι ἀπαθὴς ὡς πρὸς τὴν Θεότητα, καὶ περιεβλήθη σῶμα ὁμοιοπαθὲς μὲ τὸ ἰδικόν μου· αὐτὸς ποὺ ἐπιβαίνει σὲ ἅρματα Χερουβικὰ καὶ ἀνέβη σὲ πῶλον ὄνου, ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης, αὐτὸς ποὺ ἐπευφημεῖται ἀπὸ τὰ Σεραφὶμ ὡς ἅγιος μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα, ἀποδέχεται τὰ ψελλίσματα τῶν παιδιῶν ἀπὸ τὴν ἄκακο γλώσσα τους. Αὐτός, ἐνῶ εἶναι Θεός, ἔλαβε τὴν μορφὴ τοῦ δούλου καὶ διατηρεῖ αὐτὴν τὴν μορφὴ τοῦ δούλου στὸ διηνεκὲς· ὡς Θεὸς εἶναι ἄϋλος καὶ ἀόρατος, ἀλλὰ ἐδέχθη νὰ λάβη σῶμα ὁρατὸν καὶ ψηλαφητὸν· ἦλθεν ἑκουσίως πρὸς τὸ Πάθος, γιὰ νὰ μᾶς χαρίση τὴν ἀπάθειαν. Διότι ἐπειδὴ εἶδε τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν του, τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖον ἔπλασε κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσί του, νὰ ἔχη δελεασθῆ ἀπὸ τὴν ἀπάτη τοῦ ὄφεως, νὰ ἔχη παραβῆ τὴν ἐντολήν του, νὰ εἶναι ὑποδουλωμένος στὴν φθορὰ καὶ ὑπεύθυνος γιὰ τὸν θάνατο, δὲν ἄντεξε ὁ φύσει συμπαθὴς τὴν στέρησι τοῦ ποθουμένου, ἀλλὰ μὲ πολλοὺς τρόπους τὸν ἐκάλεσε πρὸς ἐπιστροφὴν καὶ μετάνοιαν.
Τὸν ἐπαίδευσε ὡς δοῦλον ἀχάριστον, ὡς νηπιόφρονα «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» καὶ ἐμηχανεύθη κάθε τρόπον, ὥστε νὰ ἀποτινάξη τὴν δουλείαν τοῦ τυράννου καὶ νὰ ἐπανέλθη στὸν Πλαστουργόν του. Ἀλλ’ ἦταν ἀδύνατον νὰ ἐπιστρέψη, ἀφοῦ μιὰ γιὰ πάντα εἶχεν ὑποδουλωθῆ πλήρως στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν εἶχε συζευχθῆ μὲ τὴν προαίρεσί του. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ ὑπεράγαθος Δεσπότης, ἀναλαμβάνει τὴν φύσι μας, ἐπειδὴ εἶδεν ὅτι εἶχεν ἐξασθενήσει.
 

Βλέποντας δηλαδὴ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀπειθῆ στὶς ἐντολὲς καὶ τὰ σωτήρια προστάγματα, τί λέγει; Πρέπει νὰ παιδαγωγήση μὲ ἔργα αὐτὸν ποὺ εὑρίσκεται σὲ ἄγνοια. Πρέπει νὰ τὸν χειραγωγήση στὶς ἀρετές, ὥστε νὰ τὶς συνηθίση καὶ νὰ τὶς ἐπιτελῆ μόνος του. Πρέπει νὰ γίνω ὁρατὸς καὶ ἔτσι νὰ θεραπεύσω τὸν ἀσθενῆ. Πρέπει νὰ ἐπαναφέρω κοντά μου τὸ πλανώμενον πρόβατον καὶ νὰ τὸ ὁδηγήσω πρὸς τὴν ἀρχικήν του διαμονὴ στὸν Παράδεισο. Πῶς ὅμως θὰ τὸν ἐπιστρέψω ἂν δὲν μὲ ἰδῆ; Πῶς θὰ ὁδηγήσω αὐτὸ ποὺ δὲν παρακολουθεῖ τὰ βήματά μου;

Γι’ αὐτὸ ἔγινεν ἄνθρωπος, γιὰ νὰ διδάξη ἐμπράκτως μὲ αὐτὰ ποὺ ἔπραξε καὶ ἔπαθε αὐτὸν ποὺ τὸ ἀγνοοῦσε, μὲ ποῖον τρόπον νὰ ἐργάζεται τὴν ἀρετὴν· ὥστε βλέποντάς τον νὰ κατεβαίνη κατ’ οἰκονομίαν πρὸς χάριν μας ἀπὸ τὶς πατρικὲς ἀγκάλες στὴν γῆ, νὰ ἔλθωμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν προαίρεσί μας ἀπὸ τὴν μητέρα μας γῆ πρὸς αὐτὸν· ἐφανέρωσε ἔτσι τὸν ὑπερβολικὸν πλοῦτον τῆς πρὸς ἐμᾶς ἀγάπης του. Διότι κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ δείξη μεγαλυτέραν ἀγάπην ἀπὸ αὐτὸν ποὺ θυσιάζει «τὴν ψυχὴν του ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ».

Πῶς ὅμως θὰ δείξη τὴν ἀγάπη του, αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ψυχή; Γι’ αὐτὸ ἀναλαμβάνει σάρκα, γιὰ νὰ «ὀφθῇ ἐπὶ γῆς καὶ τοῖς ἀνθρώποις συναναστραφῇ». Γι’ αὐτὸ ἀναλαμβάνει ψυχή, γιὰ νὰ τὴν θυσιάση ὑπὲρ τῶν φίλων του. Καὶ φίλους ἐννοῶ ὄχι αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦν, ἀλλὰ αὐτοὺς ποὺ ἐκεῖνος ποθεῖ. Διότι ἐμεῖς τὸν ἐμισήσαμε, τὸν ἀπαρνηθήκαμε καὶ γίναμε δοῦλοι σὲ ἄλλον. Αὐτὸς ὅμως ἔμεινε σταθερός, ἔχοντας ἀμετάβλητον τὴν πρὸς ἡμᾶς ἀγάπην του.

Γι’ αὐτὸ καὶ ἔτρεξε κοντά μας. Ἦλθε σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐμισοῦσαν. Κατεδίωξε αὐτοὺς ποὺ ἀπεμακρύνοντο, καὶ ὅταν τοὺς ἔφθασε δὲν τοὺς ἤλεγξε μὲ σκληρότητα, δὲν τοὺς ἐπανέφερε κοντά του μὲ μαστίγιον, ἀλλὰ ἔπραξε σὰν ἕνας ἄριστος ἰατρὸς ποὺ ἐνῶ ὑβρίζεται, ἐμπτύεται καὶ ραπίζεται ἀπὸ κάποιον μανιακόν, τοῦ προσφέρει τὶς θεραπευτικές του ὑπηρεσίες. Προσέφερε στὴν φύσι τῆς ἀνθρωπότητος τὴν πλέον ἀποτελεσματικὴν θεραπεία, τὸ δραστικώτερον καὶ παντοδύναμον φάρμακο, τὴν ἴδια τὴν θεότητά του. Αὐτὴ ἀνέδειξε τὸ ἀσθενικόν μας σαρκίον δυνατώτερον ἀπὸ τὶς ἀόρατες δυνάμεις.

Ὅπως δηλαδὴ ὁ σίδηρος εἶναι ἀπλησίαστος ὅταν ἑνωθῆ μὲ τὴν φωτιάν, ἔτσι καὶ τὸ χόρτο τῆς ἰδικῆς μας φύσεως ἐπειδὴ ἡνώθη μὲ τὸ πῦρ τῆς θεότητος ἔγινε ἀπλησίαστον ἀπὸ τὸν διάβολο. Καὶ ἐπειδὴ «τὰ ἐνάντια τῶν ἐναντίων ἰάματα», κάθε πάθος δηλαδὴ θεραπεύεται μὲ τὸ ἀντίθετό του, καθὼς λέγουν οἱ μαθηταὶ τῶν ἰατρῶν, καταβάλλει καὶ ὁ Θεὸς «τὰ ἐνάντια διὰ τῶν ἐναντίων»: Τὴν ἡδονὴ μὲ τὶς ὀδύνες, τὴν ὑπερηφάνεια μὲ τὴν ταπείνωσι. Διότι ὄχι μόνον ἐταπείνωσε τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ νὰ γίνη ἄνθρωπος ἐνῶ κατεῖχε τὸν πλοῦτον τῆς Θεότητος, ἀλλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπος ἔζησε μὲ ταπείνωσι.

Πράγματι: ποῖος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὑπῆρξε τόσον ταπεινός; Διότι «οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίναι». Δὲν εἶχεν ὑποζύγιον, οὔτε δεύτερον ὑποκάμισον, οὔτε ἄλλον χιτώνα. «Λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει». «Ὡς ἀρνίον ἄκακον ἤγετο (ὡδηγεῖτο) τοῦ θύεσθαι, οὐκ ἐρίζων, οὐδὲ κραυγάζων»· τὸν ἐρράπιζαν καὶ ἔδιδε προθύμως τὴν σιαγόνα σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐκτυποῦσε· «οὐκ ἀπέστρεφε τὸ πρόσωπόν του ἀπὸ αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων». Ἐνῶ τὸν ἀποκαλοῦσαν Σαμαρείτη καὶ δαιμονισμένον καὶ τὸν κατεδίωκαν, αὐτὸς τὰ ὑπέμενε, ὥστε νὰ ἀκολουθήσωμε κι ἐμεῖς τὰ βήματά του.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπιτελοῦσε μὲ τὴν εὐδοκίαν τοῦ Πατρός. Ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶναι Υἱὸς ἰδικὸς του μονογενὴς καὶ ὁμοούσιος, μᾶς ἐγνώρισε τὴν ἀγάπην τοῦ Πατρός. Διότι τόσον πολύ μᾶς ἠγάπησεν ὁ Θεὸς καὶ Πατήρ, ὥστε ἔδωσε τὸν μονογενῆ Υἱόν του ὡς λύτρον ὑπὲρ ἡμῶν. Ὦ ἀγάπη ἀνυπέρβλητος! Τὸν Υἱὸν του τὸν μονογενῆ ἔδωσε, τὸν συμβασιλέα του, πρὸς χάριν δούλων παρηκόων, πρὸς χάριν τῶν ἐχθρῶν ποὺ τὸν ἐβλασφημοῦσαν, ἐλάτρευαν τὸν νοητὸν ἐχθρὸ καὶ αὐτὸν ἀνεκήρυτταν Θεόν. Ὦ βάθος πλούτου τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ! Δὲν προέβαλε ἀντίστασιν ὅμως ὁ μονογενὴς Υἱός, δὲν ἠθέτησε τὴν πατρικὴν βουλή. Διότι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἦταν ἡ βουλὴ καὶ ἡ θέλησις τοῦ Πατρός.

Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ἐπειδὴ ἦταν κοινωνὸς καὶ μέτοχός τῆς φύσεως ἐκείνου (μία εἶναι ἡ φύσις τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ), ὑπηρετεῖ τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς σὰν ἰδικό του καὶ γίνεται ἄνθρωπος, καὶ γίνεται ὑπήκοος στὸν Πατέρα μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ, θεραπεύοντας ἔτσι τὴν ἰδικὴ μας παρακοήν. Ἐπείγεται λοιπὸν πρὸς τὸ Πάθος καὶ βιάζεται νὰ πιῆ τὸ ποτήριον τοῦ θανάτου, τὸ σωτήριον γιὰ ὅλον τὸν κόσμο. Ἔρχεται πεινασμένος γιὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ δὲν εὑρίσκει σ’ αὐτὴν καρπὸν· διότι αὐτὴν ὑποδηλώνει παραβολικῶς τὸ δένδρον τῆς συκῆς… Σ’ αὐτὴν τὴν συκῆν, τὴν φύσι τῆς ἀνθρωπότητος, ἦλθεν ὁ Σωτὴρ ὁδηγούμενος ἀπὸ τὴν πείνα του· καὶ ζητοῦσε ἀπὸ αὐτὴν τὸν γλυκύτατον καρπόν, δηλαδὴ τὴν γλυκυτάτη γιὰ τὸν Θεὸν ἀρετήν, ποὺ εἶναι ἡ προϋπόθεσις τῆς σωτηρίας. Δὲν εὑρῆκε ὅμως καρπόν, ἀλλὰ μόνον φύλλα, τὴν τραχυτάτην καὶ μοχθηροτάτην ἁμαρτίαν καὶ τὰ κακὰ ποὺ φυτρώνουν ἀπὸ αὐτήν. Γι’ αὐτὸ τὴν ἐπιτιμᾶ λέγοντας «οὐκ ἔτι ἔκ σοῦ καρπὸς ἐλεύσεται». Διότι ἡ σωτηρία δὲν θὰ προέλθη ἀπὸ ἄνθρωπον, οὔτε ἡ ἀρετὴ προέρχεται ἀπὸ ἀνθρωπίνην δύναμι. Ἐγὼ θὰ πραγματοποιήσω τὴν σωτηρίαν, χαρίζοντας διὰ τοῦ πάθους μου τὴν ἀνάστασι· σᾶς ἁπαλλάσω δωρεὰν ἀπὸ τὴν τόσο σκληρὰ ζωήν. Πράγμα ποὺ βεβαίως ἔκαμε.

Ἔπειτα, ὁλοκληρώνοντας ἐμπράκτως τὴν παραβολήν, εἰσέρχεται στὸν ναόν, ἐπισκεπτόμενος τὸν πατρικὸν οἶκον, καὶ εὑρίσκει ἐκεῖ τοὺς κακοὺς γεωργούς, τοὺς ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐκάθισαν μὲν στὸν θρόνον τοῦ Μωϋσέως, ἀπεδείχθησαν ὅμως λύκοι μὲ ἔνδυμα προβάτου· αὐτοὶ ὁμοιάζουν μὲ τὴν ἄκαρπον συκῆν, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν τὸν γλυκύτατον καρπόν, ἀλλὰ μόνο τὴν τραχύτητα τῶν φύλλων. Πρόσεχε λοιπὸν τὴν τραχύτητα τῆς γλώσσης τους: «Ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; Καὶ τὶς σοι ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν ταύτην»; Βλέπεις ἀκαρπίαν ψυχῆς καὶ ἀπιστίας; Ἀντὶ νὰ εἰποῦν «εὖγε, διδάσκαλε ἀγαθέ, ποὺ ἀνέστησες τὸν Λάζαρο νεκρὸν τετραήμερον, ποὺ ἐδίδαξες τοὺς χωλοὺς νὰ βαδίζουν σωστά, ποὺ ἐδώρησες στοὺς τυφλοὺς τὴν δύναμη τῆς ὁράσεως, ποὺ ἐθεράπευσες τοὺς παραλυτικοὺς καὶ μᾶς ἀπήλλαξες ἀπὸ ὅλες τὶς ἀσθένειες, ποὺ ἐξεδίωξες τοὺς δαίμονες, ποὺ διδάσκεις τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, αὐτοὶ λέγουν «ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς;» Ὦ ἀχάριστοι! Καὶ ἂν σᾶς εἰπῆ θὰ πιστεύσετε; Ἀφοῦ στὸν Ἰωάννην, πρὸς τὸν ὁποῖον ἐτρέχατε σὰν ρεῦμα ποταμοῦ καὶ ἐξομολογούμενοι τὶς ἁμαρτίες σας ἐθεωρούσατε ὅτι ἐλαμβάνατε τὸ βάπτισμα, δὲν ἐπιστεύσατε, θὰ πιστεύσετε τώρα ἂν σᾶς εἰπῶ ἐγώ;

Ὦ γενεὰ πονηρὰ καὶ ἄπιστος! Σεῖς εἶσθε οἱ πονηροὶ γεωργοί, οἱ ὁποῖοι κατατρώγετε τὸν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου Σαβαώθ. Ποῖον ἀπὸ τοὺς Προφῆτες δὲν ἐφονεύσατε; Σᾶς ἔστειλεν ὁ Πατὴρ τοὺς δούλους μου τοὺς Προφῆτες, γιὰ νὰ σᾶς ζητήσουν τὸν καρπὸν τοῦ ἀμπελῶνος. Ἐξερρίζωσα τὸν ἀμπελώνα μου ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, χρησιμοποιώντας τὸν Μωϋσῆ, καὶ τὸν ἐφύτευσα σὲ γόνιμον γῆν, ἀφοῦ ἐξέβαλα τὰ ἔθνη ποὺ τὴν ἐκατοικοῦσαν καὶ σᾶς τὴν ἐκληροδότησα, συμφώνως μὲ τοὺς κανόνες τῆς κληροδοσίας. Ἐφύτευσα τὶς ρίζες του μὲ τὸν νόμο καὶ τὸν λόγο τῶν Προφητῶν καὶ γέμισε ὅλη τὴν γῆ· τὰ κλήματά του ἔφθασαν ἕως τὴν θάλασσαν καὶ οἱ παραφυάδες του κατέλαβαν τοὺς ποταμοὺς τῶν ἐθνῶν. Ἐσεῖς ὅμως κατηδαφίσατε τὸν φράκτη του, τὴν βοήθεια τοῦ νόμου, καὶ τώρα τὸν τριγοῦν οἱ δαίμονες ποὺ βαδίζουν στὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς, ἀφοῦ τὸν εὑρίσκουν ἀφύλακτον· ὁ ληστής, ὁ ἀγροιόχοιρος τοῦ δάσους τὸν ἐλεηλάτησε καὶ τὸν κατέφαγε τὸ ἄγριο μοναχικὸ θηρίο.

Αὐτοῦ τοῦ καλοῦ ἀμπελῶνος ποὺ εἶχα φυτεύσει, τοῦ καρποφόρου καὶ ἀληθινοῦ, σᾶς ἐζητήθη ὁ καρπὸς ἀπὸ τοὺς δούλους μου, τοὺς Προφῆτες, καὶ σεῖς ἄλλον τὸν ἐρραπίσατε, ἄλλον τὸν κατεδικάσατε σὲ λάκκο γεμάτο βοῦρκο, καὶ ἄλλον τὸν ἐλιθοβολήσατε. Ἰδοὺ λοιπόν, ἦλθα ἐγὼ ὁ Ἴδιος ὁ Υἱὸς καὶ κληρονόμος: σεβασθῆτε τὴν ἰδιότητα τοῦ Υἱοῦ, ἐντραπῆτε τὸ ἀξίωμά μου, τὸ ὅτι ἔχω μίαν καὶ τὴν αὐτὴν φύσι μὲ τὸν Πατέρα. «Ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν ἐμοὶ» καὶ ὅμως κατῆλθα κοντά σας. Εὐσπλαγχνίζομαι τὸν ἀμπελώνα μου. Ἂν καὶ κατέβηκα στὴ γῆν, ὡστόσο παραμένω στὴν αὐλὴ τοῦ Πατρός μου. Ἀποδώσετέ μου τὸν καρπὸν τοῦ ἀμπελῶνος μου.

Ἀλλὰ ὄντως, ἐσεῖς σὰν κακοὶ γεωργοὶ θὰ ὁλοκληρώσετε τὸ ἔργο τῶν πατέρων σας. Ἐκεῖνοι ἔγιναν προφητοκτόνοι, σεῖς θὰ γίνετε θεοκτόνοι. Διότι στὴν κακίαν εἶσθε γενναιόδωροι. Ἐγὼ εἶμαι ὁ κληρονόμος, ὁ λίθος ὁ ἀκρωγωνιαῖος· ἂν καὶ σεῖς θὰ μὲ ἀπορρίψετε, θὰ συντριβῆτε, ἐνῶ ἐγὼ θὰ συνενώσω τοὺς δύο λαούς, τὰ διεστῶτα, τὰ ἐπίγεια μὲ τὰ ἐπουράνια. Μὲ ἐμένα οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ γίνουν μία Ἐκκλησία, καὶ ἐνῶ εἶσθε ἐχθροὶ μὲ τὸν Πατέρα μου, θὰ συμφιλιωθῆτε μαζί του. Θὰ σᾶς εἰρηνεύσω καὶ θὰ κάμω σπονδὲς εἰρήνης τὸ αἷμα μου, ποὺ θὰ χυθῆ γιὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ κόσμου.

Ἐνῶ ὑπαινίσσετο αὐτὰ μὲ παραβολές, δὲν τοὺς ἔπειθε. Διότι προετίμησαν νὰ κλείσουν τοὺς ὀφθαλμούς τους, ὥστε νὰ μὴ βλέπουν καὶ τὰ ὦτα τους, ὥστε νὰ μὴν ἀκοῦν. Γι’ αὐτὸ δὲν ἀνέτειλε γι’ αὐτοὺς τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὦ παράλογος πώρωσις τῶν ἀνιέρων ἱερέων! Οἱ ἴδιοι κατεδίκαζαν τοὺς ἑαυτοὺς των, μὴ γνωρίζοντας τί λέγουν.

Πράγματι οἱ ἴδιοι ὑπέγραψαν τὴν καταδίκη τους. Διότι ὅταν ἠρωτήθησαν «τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις», χωρὶς νὰ τὸ θέλουν ἀπεκρίθησαν ἀληθῶς: «Κακούς, κακῶς ἀπολέσει αὐτούς». Εἶναι ὄντως δίκαιον νὰ πάσχη ὅποιος ἔγινε κακὸς μὲ τὴν ἰδικὴ του προαίρεσι. «Τὸν δὲ ἀμπελώνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσι τὸν καρπὸν ἐν καιρῷ». Ὡς ἱερεῖς ποὺ ἦσαν καὶ εἶχαν τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, προφητεύουν καὶ χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὰ ἀληθινά. Πράγματι ὁ ἀμπελώνας, ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου, παρεχωρήθη στοὺς γεωργοὺς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀπέδωσαν στὸν Δεσπότην ἄφθονον καὶ πλούσιον καρπόν. «Εἰς γὰρ πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ρήματα αὐτῶν». «Ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά». Αὐτοὶ ἐπήγαιναν ὡς πρόβατα μεταξὺ τῶν λύκων καὶ μετέβαλαν τοὺς λύκους σὲ πρόβατα· τοὺς ἐθνικοὺς δηλαδὴ οἱ ὁποῖοι στὴν ἀρχὴ τοὺς κατεδίωκαν, τοὺς μετέτρεψαν σὲ πρόβατα Χριστοῦ καὶ ἐδημιούργησαν «τῷ Κυρίῳ λαὸν περιούσιον (ἐκλεκτόν), ζηλωτὴν καλῶν ἔργων».

Ἐλᾶτε λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσοι ἐλάβαμε τὸ ὄνομα τῆς πίστεως, ὅσοι ἔχουμε ἀξιωθῆ νὰ ὀνομαζώμεθα λαὸς τοῦ Χριστοῦ, ἂς μὴν ἀθετήσωμε τὴν κλῆσι μας, ἂς μὴ καταρυπώσωμε τὴν πίστι μὲ ἄτοπα ἔργα. Δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ ὀνομαζώμεθα πιστοί, ἀλλὰ ἂς δείξωμε τὴν πίστι μας μὲ ἔργα.

Ἕνας πατέρας εἶχε, λέγει, δύο υἱούς, καὶ εἶπε στὸν ἕνα «πορεύου, ἐργάζου εἰς τὸν ἀμπελῶνα» καὶ ἐκεῖνος ὑπεσχέθη μέν, ἀλλὰ δὲν ἐξεπλήρωσε τὴν ὑπόσχεσι. Ἔπειτα λέγει καὶ πρὸς τὸν ἄλλον τὸ ἴδιο. Ἐκεῖνος ἠρνήθη μὲν μὲ τὰ λόγια, ἐξετέλεσε ὅμως τὴν προσταγή. Καὶ ἔτσι ὁ μὲν πρῶτος κατηγορεῖται, ἐνῶ ὁ δεύτερος ἐπαινεῖται.

Καὶ ἐμεῖς λοιπὸν ἂς ἐνθυμηθοῦμε ποῖον ἀποτασσόμεθα καὶ μὲ ποῖον συντασσόμεθα στὸ βάπτισμα. Ἀποταχθήκαμε τὸν διάβολον καὶ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ καὶ κάθε τρόπον προσκυνήσεώς του· ἂς τηρήσωμε τὴν ἀποταγὴν αὐτήν, ἂς μὴ ἐπιστρέψωμεν ὅπως ὁ σκύλος στὸν ἐμετόν μας. Ἔργα τοῦ διαβόλου εἶναι: μοιχεῖες, πορνεῖες, ἀκαθαρσίες, φθόνοι, ἔριδες, φιλονεικίες, ὑποκρίσεις, ὑποκρισίες, καταλαλιές, εἰρωνεῖες, θυμοί, μνησικακίες, κατακρίσεις, βλασφημίες, ἐπωδές, ἐπιλαλιές. Τὰ σημάδια τῆς ἀπιστίας εἶναι: ἀσπλαγχνίες, προσκολλήσεις στὰ κτίσματα, φιληδονίες, φιλαργυρίες, διασκεδάσεις καὶ μέθες. Ἡ πομπὴ τοῦ διαβόλου εἶναι: ὑπερηφάνειες, κενοδοξίες, ἡ οἴησις, ἔπαρσις, ἀλαζονεία, ἐπίδειξις, ὁ καλλωπισμὸς τοῦ σώματος.

Ἀφοῦ ἀρνηθοῦμε κάθε σχέσι μὲ ὅλα αὐτά, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσι ποὺ ἐδώσαμε στὸν Χριστόν, ἂς ποθήσωμε τὶς ἀντίθετες πρὸς αὐτὰ ἀρετὲς· τὴν ἁγνείαν, τὴν σωφροσύνην, τὴν πτωχείαν, τὴν ὑπομονήν, τὴν εἰρήνην, τὴν ἀγάπην, τὴν συμπάθειαν, τὴν ἐλεημοσύνην, τὴν προσφορὰ σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκην, τὴν σεμνὴν ἐμφάνισι, τὴν συστολὴ καὶ τὸ κόσμιον βάδισμα, τὸν ἀληθινὸν λόγον, τὴν ταπείνωσι καὶ ἐπάνω ἀπ’ ὅλα τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ, ὥστε γινόμενοι κοινωνοὶ τῶν παθημάτων του, νὰ συμμετάσχωμε καὶ στὴν δόξαν του, προσφερόμενοι στὸν Θεὸν καὶ Πατέρα θυσία ζωντανὴ καὶ ἄμωμο, στὴν Ἐκκλησίαν τῶν πρωτοτόκων, ὅπου εἶναι ἡ κατοικία τῶν εὐφραινομένων.

Θὰ στρέψω τώρα πρὸς ἐσένα τὸν λόγον μου, νύμφη τοῦ Χριστοῦ ψυχή, ποὺ σὲ ἔχει ἀπὸ παλαιὰ ποθήσει ὁ Χριστός: πόθησε ἀξίως αὐτὸν ποὺ σὲ ἐπόθησε· ἄνοιξε διάπλατα σ’ αὐτὸν τὰ βάθη τῆς καρδίας σου γιὰ νὰ κατοικήση μέσα σου ὁ Χριστός, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα. Ἀπομάκρυνε ἀπὸ αὐτὴν ὁ,τιδήποτε χοϊκὸν καὶ γήϊνο γιὰ νὰ εὕρη χῶρον ὁ Θεὸς νὰ ἔλθη μέσα της. Διότι ἕνας οἶκος δὲν ἠμπορεῖ νὰ ὑποδεχθῆ συγχρώνως χῶμα καὶ πνοὴ τοῦ ἀέρος. Ὅσον χῶμα βάζεις μέσα, τόσον ἀέρα ἀπομακρύνεις· καὶ ὅσον ἐπιτρέπεις στὰ γήϊνα νὰ κατοικήσουν στὴν καρδιά σου, τόσον ἐκδιώκεις τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.

Ἀπὸ ποῦ προέρχονται οἱ πορνεῖες; ἀπὸ ποῦ οἱ μοιχεῖες; ἀπὸ ποῦ οἱ ἔριδες, οἱ φιλονεικίες, οἱ φθόνοι, οἱ φόνοι καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τῶν κακῶν; ὄχι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν τῶν γηΐνων; Ἀπομάκρυνε ἐντελῶς τὴν κενοδοξίαν, τὴν μητέρα τῆς ἀπιστίας. Ὁ Χριστὸς λέγει «οὐ δύνασθε πιστεύειν εἰς ἐμέ, δόξαν παρὰ ἀνθρώπων λαμβάνοντες». Ἐξόρισε ἀπὸ τὴν καρδιά σου κάθε οἴησιν, ὑπερηφάνειαν, ἔπαρσιν. Διότι «ἀκάθαρτος παρὰ Κυρίῳ πᾶς ὑψηλοκάρδιος». «Ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται Κύριος, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν».

Ἀπαρνήσου κάθε αὐθάδειαν καὶ αὐταρέσκειαν γιὰ νὰ ὑποτάσσεσαι στὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτὸς θὰ σὲ ὁδηγήση στὸν λιμένα τοῦ θελήματός του. Μὴ βάλης ἄλλον νυμφίον στὸν νυμφικὸν θάλαμον τῆς καρδιᾶς σου. Διότι ὁ νυμφίος σου Χριστός, ἂν εὕρη μέσα κάποιον ἄλλον, τὸν ζηλεύει, ὁ γλυκύτατος, ὁ μόνος ποθητός, ποὺ εἶναι ὅλος γλυκασμός, ὅλος ἐπιθυμία.

Μόνον σ’ αὐτὸν ἄνοιξε τὴν καρδία σου καὶ βόησέ του: «τετρωμένης καρδίας εἰμι ἐγώ», μὲ ἐξέβαλε ὁ πόθος σου ἀπὸ τὰ λογικά μου, Δέσποτα. Εἶμαι αἰχμάλωτος στὸν ἔρωτά σου. Εἴσελθε στὸν θάλαμόν σου· θὰ φιλήσω τὰ ἴχνη τῶν ποδῶν σου. Διότι δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ εἰπῶ «φίλησόν με ἀπὸ φιλημάτων στόματός σου». Κατοίκησε καὶ περιπάτησε μέσα μου, σύμφωνα μὲ τὴν ἀψευδῆ σου ἐπαγγελίαν καὶ κάνε με ναὸν τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Κατακυρίευσε τὴν καρδία μου, Δέσποτα, γίνε σὺ ὁ μοναδικὸς κληρονόμος της καὶ «μονὴν παρ’ ἐμοὶ ποίησαι, ἅμα σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι». Πλάτυνε τὸ μερίδιόν σου μέσα μου, τὶς ἐνέργειες τοῦ Παναγίου Πνεύματος. «Σὺ γὰρ Θεός μου καὶ δοξάζω σε, σὺν τῷ ἀνάρχω σου Πατρί, ἅμα τῷ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμὴν.