Τὸ σχοινὶ τοῦ Πατριάρχη

Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης: «Κατὰ τὴν ἔναρξιν τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος κατεῖχε τὸν Πατριαρχικὸν θρόνον ὁ Γρηγόριος ὁ Ε΄, ὅστις, ὡς ἀνώτατος πνευματικὸς Ἄρχων τῶν ἁπανταχοῦ Ἑλλήνων, ἐκράτει ἀνὰ χείρας πάντα τὰ μυστηριώδη νήματα τῆς μεγάλης Ἑλληνικῆς συνωμοσίας καὶ διετέλει ἐν πλήρῃ γνώσει τῶν ἀκαταπαύστων καὶ ἀκατανοήτων ἐκείνων ἐνεργειῶν, δι’ ὧν οἱ Φιλικοὶ ὠργάνιζον καὶ προπαρασκεύαζον τὴν ἐπανάστασιν.

Δοθέντος τοῦ συνθήματος καὶ μόλις κροτήσαντος τοῦ πρώτου πυροβόλου, ἡ Ὀθωμανικὴ ἀρχὴ, θέλουσα δι’ ἑνὸς φοβεροῦ κτυπήματος ἢ νὰ καρατομήσῃ ἀμέσως τὸν ἀγῶνα ἢ νὰ ἐμπνεύσῃ εἰς τοὺς πρωταθλητὰς αὐτοῦ τοιοῦτον τρόμον, ὥστε νὰ παραλύσῃ τὴν πρώτην ἀκατάσχετον ὁρμήν του, ἀνενδοιάστως συνέλαβε κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως τὸν Πατριάρχην καὶ, μετὰ μυρίας ἠθικάς καὶ φυσικάς βασάνους, ἀπηγχόνισεν αὐτὸν ἐπὶ παρουσία τῶν μεγάλων Χριστιανικῶν τῆς Εὐρώπης Δυνάμεων, ποταπῶς τότε καὶ ἀνάνδρως περιποιούμενων τὸν ἡγεμονεύοντα Μαχμούτ, λάθρα δὲ ὑποδαυλιζουσῶν ἴσως καὶ τὴν καθ’ ἡμῶν λύσσαν του.

Τὸ ἱερὸν λείψανον τοῦ μεγάλου τῆς Ἑλλάδος ἐθνομάρτυρος ἔμεινε, τρεῖς ὅλας ἡμέρας, κρεμάμενον ἐπὶ τῆς ἀγχόνης, ὕστερον δὲ παρεδόθη εἰς χείρας τοῦ μαινομένου ὄχλου τῶν δημίων καὶ, διασυρθὲν καθ’ ὅλας τὰς ρύμας καὶ τὰς ἀγυιὰς τοῦ Βυζαντίου, ὡς τί θνησιμαῖον ἀνάξιον ἐνταφιασμοῦ, ἐρρίφθη εἰς τὰ βάθη τοῦ Βοσπόρου. Ἀλλ’ ὁ Θεὸς ὁ Ὕψιστος παρέλαβεν αὐτὸ ἐκ τῶν κόλπων τῆς θαλάσσης καὶ τὸ διεπιστεύθη εἰς χείρας τῆς ὀρθοδόξου τῆς Ρωσίας, ἥτις ἀπέδωκεν αὐτῷ τιμὰς αὐτοκρατορικὰς καὶ λατρείαν ἀνάλογον πρὸς τὸν τερατώδη ὄγκον τοῦ διαπραχθέντος στυγεροῦ κακουργήματος καὶ τῆς ὑψηλῆς θέσεως, ἥν κατεῖχεν ἐν τῷ πληρώματι τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀπαγχονισθεῖς Ποιμενάρχης».

Τὸ 1871, τὰ ὀστὰ τοῦ Γρηγορίου μεταφέρθηκαν ἀπὸ τὴν Ὀδησσὸ στὴν Ἀθῆνα καὶ ἐναποτέθηκαν σὲ μαρμάρινη λάρνακα, ποὺ βρίσκεται μέχρι καὶ σήμερα στὴ Μητρόπολη Ἀθηνῶν.

Τὴν 1η Φεβρουαρίου τοῦ 1872, ἡ Πρυτανεία τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου, μὲ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε στὸν Ἀ. Βαλαωρίτη, ζητοῦσε ἀπὸ τὸν ποιητὴ νὰ γράψει ποίημα γιὰ τὸν Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, τὸ ὁποῖο θὰ ἐκφωνοῦσε ὁ ἴδιος τὴν 25η Μαρτίου, στὰ ἀποκαλυπτήρια τοῦ ἀνδριάντα ποὺ εἶχε στηθεῖ πρὸς τιμήν του μπροστὰ ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο, κατασκευὴ Γ. Φυτάλη, μὲ τὴν συνδρομὴ τοῦ ἐθνικοῦ εὐεργέτη Γ. Ἀβέρωφ.

Ἔτσι, ὁ ποιητής μας ἐπιδόθηκε στὴν συγγραφὴ τοῦ γνωστοῦ ποιήματος «ὁ ἀνδριὰς τοῦ ἀοιδίμου Γρηγορίου τοῦ Ε΄, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως».

Ὁ ποιητής, ἔχοντας ἑτοιμάσει τὸν διθύραμβο γιὰ τὸν Πατριάρχη, μεταβαίνει στὴν Ἀθῆνα. Καὶ σύμφωνα μὲ ὁμιλία τοῦ Ἀκαδημαϊκοῦ Παύλου Νιρβάνα, στὸν Φιλολογικὸ Σύλλογο «Παρνασσός» (Ἀθῆνα 1916), τὴν παραμονὴ τῆς 25ης Μαρτίου 1872 στὸ σπίτι τοῦ Θ. Ὀρφανίδη, ὁ ποιητὴς διάβασε σὲ φιλικὸ κύκλο τὸ ποίημά του. Ἦταν δὲ τόσο «κυριευμένος ἀπὸ τὸν πατριωτικὸ καὶ ποιητικό του ἐνθουσιασμό, ὥστε σὲ μίαν ἀκράτητη χειρονομία, ἔριξε κάτω ἕνα πολύτιμο βάζο καὶ τὸ ἔκανε κομμάτια. Ὁ ποιητὴς δὲν κατάλαβε τίποτε. Τόσος, ὅμως, ἦταν καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς ποὺ εἶχε ἀνάψει γύρω του, ὥστε καὶ κανένας ἄλλος δὲν κατάλαβε τὴν καταστροφή… Τὸ σπασμένο βάζο βρίσκεται ἀκόμα, σὰν εὐλαβητικὸ κειμήλιο, στὴν οἰκογένεια Ὀρφανίδη… Ὅμως, τὴν ἄλλη μέρα, ἕνα πολυτιμότερο βάζο ραγίστηκε μπροστὰ στὸ ἄγαλμα τοῦ Πατριάρχη. Ἦταν ἡ καρδιὰ τοῦ ποιητῆ…»

Εἶναι γνωστὸ ὅτι, τὴν ἡμέρα τῆς ἀπαγγελίας τοῦ ποιήματος, ὁ Βαλαωρίτης ὑπέστη τὸ πρῶτο καρδιακὸ ἐπεισόδιο.

Σὲ ἐπιστολή του ἀπὸ τὴν «Ἁγία Μαῦρα», μὲ ἡμερ/νὶα μετὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1878 καὶ παραλήπτη φιλικὸ πρόσωπο στὸ Παρίσι, ἀναφέρει: «….Ἡ ἐξαιρετικὴ ἔξαψις, ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ὁποίας ἔζησα ἐπὶ δυὸ μῆνες (ἡ περίοδος συγγραφῆς τοῦ ποιήματος), ἡ νευρικὴ κόπωσις τῆς ἀπαγγελίας, ἡ ὁποία διήρκεσε ἐπὶ μίαν ὧραν, μὲ τόνον φωνῆς ἱκανὸν νὰ φέρει τοὺς στίχους μου μέχρι καὶ τῶν πλέον ἀπομεμακρυσμένων σημείων τῆς πλατείας τοῦ Πανεπιστημίου, ἡ μέθη τοῦ ἀπροσδοκήτου θριάμβου, αἱ κραυγαί, οἱ λυγμοί, αἱ φρενιώδεις ἐπευφημίαι ἑνὸς λαοῦ, ὁ ὁποῖος διὰ πρώτην φορᾶν ἤκουεν εἰς γλῶσσαν, τὴν ὁποίαν ἠδύνατο νὰ κατανοήσει, τὴν αἱματηρὰν ἱστορίαν τῆς ἐθνικῆς του ἀναγεννήσεως, ὅλα αὐτὰ ἔδωσαν τὴν χαριστικὴν βολὴν εἰς τὰ πτωχά μου νεῦρα καὶ, ὅταν κατῆλθον τοῦ βήματος, δυὸ ἰατροὶ διαπίστωσαν, ὅτι ἡ καρδίαν μου εἶχε ἑκατὸν ἑξήντα στίξεις τὸ λεπτόν! »

Ἡ συμπερίληψη τοῦ Πατριάρχη στὸ πάνθεον τῶν ἡρώων τῆς Ἐπανάστασης συνδεόταν μὲ τὴν ταύτιση Ἑλληνισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας, τὸ αἴτημα γιὰ ἐθνικὴ ἑνότητα καὶ τὴν ἀλυτρωτικὴ διάθεση τῆς ἐποχῆς. Στὶς 8 Ἀπριλίου 1921, ἁγιοκατατάχθηκε ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ  ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 10  Ἀπριλίου.

Τὸ σχοινὶ τοῦ Πατριάρχη

Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;… Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,
τὰ φτερωτά σου τὰ ὄνειρα;… Γιατί στὸ μέτωπό σου
νὰ μὴ φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσὲς ἀχτίδες,
ὅσαις μᾶς δίδ᾿ ἡ ὄψη σου παρηγοριαὶς κ᾿ ἐλπίδαις;…
Γιατί στὰ οὐράνια χείλη σου νὰ μὴ γλυκοχαράζῃ,
πατέρα, ἕνα χαμόγελο;… Γιατί νὰ μὴ σπαράζῃ
μέσα στὰ στήθη σου ἡ καρδιά, καὶ πῶς στὸ βλέφαρό σου
οὔτ᾿ ἕνα δάκρυ ἐπρόβαλε, οὔτ᾿ ἔλαμψε τὸ φῶς σου;…

Ὁλόγυρά σου τὰ βουνὰ κ᾿ οἱ λόγγοι στολισμένοι
τὸ λυτρωτή τους χαιρετοῦν… Ἡ θάλασσ᾿ ἀγριωμένη
ἀπὸ μακρὰ σ᾿ ἐγνώρισε καὶ μ᾿ ἀφρισμένο στόμα
φιλεῖ, πατέρα μου γλυκέ, τὸ ἐλεύθερο τὸ χῶμα,
ποὺ σὲ κρατεῖ στὰ σπλάγχνα του… Θυμᾶται τὴν ἡμέρα,
πατέρα μου, σ᾿ ἐδέχτηκε… Θυμᾶται στὸ λαιμό σου
τὸ ματωμένο τὸ σχοινί, καὶ στ᾿ ἅγιο πρόσωπό σου
τ᾿ ἄτιμα τὰ ραπίσματα,… τὸ βόγγο, τὴ λαχτάρα,
τοῦ κόσμου τὴν ποδοβολή…. Θυμᾶται τὴν ἀντάρα,
τὴν πέτρα ποὺ σοῦ ἐκρέμασαν, τὴ γύμνια τοῦ νεκροῦ σου,
τὸ φοβερὸ τὸ ἀνέβασμα τοῦ καταποντισμοῦ σου…

Δὲν ἐλησμόνησε τὴ γῆ ποὺ σὤγινε πατρίδα,
Οὔτε τὸ χέρι ποὺ εὔσπλαχνο μ᾿ ὁλόχρυση χλαμύδα
Τὴ σάρκα σου ἐσαβάνωσε τὴ θαλασσοδαρμένη
Ὅταν, Πατέρα μου, ἄκαρδοι, γονατισμέν᾿ οἱ ξένοι
Τὸ αἷμα σου ἔγλυφαν κρυφὰ ῾ς τὰ νύχια τοῦ φονιᾶ σου…
Τώρα σὲ βλέπει γίγαντα, πατέρα, ἡ θάλασσά σου…
Τὸ λείψανό σου τὸ φτωχό, τὸ ποδοπατημένο,
Τ᾿ ἀνάστησε ἡ ἀγάπη μας κ᾿ ἐδῶ μαρμαρωμένο
Θὰ στέκῃ ὁλόρθο, ἀκλόνητο, κ᾿ αἰώνια θὰ νὰ ζήσῃ,
Νἆναι φοβέρα ἀδιάκοπη ῾ς Ἀνατολὴ καὶ Δύση…

Πενήντα χρόνοι πέρασαν σὰν νἄτανε μιὰ μέρα!…
Γιὰ σᾶς ποὺ εἶσθε ἀθάνατοι φεύγουν γλυκαῖς, Πατέρα
Πετοῦν οἱ ὧραις ἄμετραις ῾ς τοῦ τάφου τὸ λιμάνι…
Γιὰ μᾶς… καὶ μόνη μιὰ στιγμὴ ἀρκεῖ νὰ μᾶς μαράνῃ…
Πενήντα χρόνοι ἐπέρασαν κι᾿ ἀκόμ᾿ ἡ ἀνατριχίλα
βαθειὰ μᾶς βόσκει τὴν καρδιά… Μὲ τὰ χλωρὰ τὰ φύλλα
ἀνθοβολεῖ κι᾿ ὁ τάφος σου καὶ ‘ς τὸ μνημόσυνό σου
ὑψώνεται ‘ς τὸν οὐρανὸ τὸ νεκρολίβανό σου
μὲ τῶν ἀνθὼν τὴν μυρωδιὰ καὶ μὲ τὸ καρδιοχτύπι
τοῦ κόσμου, ποὺ ἐζωντάνεψες… Γέροντα, τί σοῦ λείπει;…
Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;… Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου;…
Ποιὸς εἲν᾿ ὁ πόθος σου ὁ κρυφὸς καὶ ποιὸ τὸ μυστικό σου;…

Εἶχαν ξυπνήσει ἀνέλπιστα οἱ νεκρωμένοι δοῦλοι…
Κι᾿ ἀπὸ τὸ γέρο Δούναβη ὡς τ᾿ ἄγριο Κακοσούλι
Ἔβραζε γῆ καὶ θάλασσα… σεισμός, φωτιά, τρομάρα,
Σπαθὶ καὶ ξεθεμέλιωμα καὶ δάκρυ καὶ κατάρα…
Ἐβρόντουν κι᾿ ἄστραφταν παντοῦ τα κλέφτικα λημέρια
Γοργὰ τοῦ Χάρου ἐθέριζαν τ᾿ ἀχόρταγα τὰ χέρια
Κ᾿ ἦτον ὁ πόλεμος χαρά, τὰ φονικὰ παιχνίδια…
Μὲ μιᾶς θολώνουν τοῦ Ὄλυμπου τὰ χιονισμένα φρύδια
Καὶ μαῦρα νέφη ἁπλώνονται ῾ς τοῦ Κίσσαβου τὴ ράχη.
Ἀνατριχιάζουν τὰ κλαριὰ καὶ τὰ νερὰ κ᾿ οἱ βράχοι
Μένουν παράλυτα, νεκρά, σὰν νἆχε διαπεράσει
Κρυφὸ μαχαίρι αὐτὴ τὴ γῆ κ᾿ ἐσκότωσε τὴν πλάση…

Εἶχε προβάλει ἀπὸ μακρὰ πουλὶ κυνηγημένο
Σὰ σύγνεφο μὲ τὸ βοριᾶ καὶ μαυροφορεμένο,
Σκοτείδιασε τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ πλατειὰ φτερά του,
Καὶ μὲ φωνὴ ποὺ ἐξέσχιζε σκληρά τα σωθικά του,
Ἐρέκαξε κ᾿ ἐμούγκρισε… «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!…
Ἀπ᾿ ἄκρη ῾ς ἄκρη ὁ χαλασμός… Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχην!»…

Τοῦ μυστικοῦ διαλαλητῆ πέφτει ῾ς τὴ γῆ ῾ς τὸ κῦμα
Τὸ φλογερὸ τὸ μήνυμα κι᾿ ἀπὸ ἕνα τέτοιο κρῖμα
Ἐφύτρωσε ἄσβεστη φωτιὰ καὶ μὲ τὴ δύναμή σου
Ἐθέριεψε, ἐζωντάνεψε τ᾿ ἄτιμο τὸ σχοινί σου
Κ᾿ ἔγεινε φίδι φτερωτὸ ῾ς τὸν κόρφο τοῦ φονιᾶ σου…
Καλόγερε, πῶς δὲν ξυπνᾷς νὰ ἰδῇς τὰ θαύματά σου;…

Ἀναστηλώνεται ὁ Μοριᾶς… ἡ Ρούμελη μουγκρίζει…
Ἱδρώνουν αἷμα τὰ βουνά, τὸ δάκρυ πλημμυρίζει…
Παντοῦ παράπονο βαθύ, κι᾿ ἀλαλαγμοὶ καὶ θρῆνοι…
Διαβαίνει ἡ μαύρ᾿ ἡ ἄνοιξη… τὰ ρόδα μας, οἱ κρίνοι
Λησμονημένοι τήκονται καὶ τὰ πουλιὰ σκασμένα
Ἀφήνουν ἔρμη τὴ φωλιὰ καὶ φεύγουνε ῾ς τὰ ξένα…
Σ᾿ τοῦ Γερμανοῦ τὸ μέτωπο κρυφὰ γλυκοχαράζει
Τοῦ Γένους τὸ ξημέρωμα… Πᾶσα ματιά του σφάζει…
Διωγμέν᾿ ἀπὸ τὸν Κάλαμο, μὲ τὴν ψυχὴ ῾ς τὸ στόμα,
Χιλιάδες γυναικόπαιδα δὲ βρίσκουν φοῦχτα χῶμα
Νὰ μείνουν ἀκυνήγητα καὶ ὁ Χάρος δεκατίζει…
Ρυάζεται ὁ Βάλτος, σὰ θεριὸ τὴ χαίτη του ἀνεμίζει…
Φλόγα παντοῦ καὶ σίδερον… δὲν θ᾿ ἀπομείνῃ λόθρα…
῾ς τὴν Κιάφα νεκρανάσταση…῾Σ τοῦ Πέτα καταβόθρα…
Πέτρα δὲ μένει ἀσάλευτη… κλαρὶ χωρὶς κρεμάλα…
Ἐρημιὰ καὶ ξεθεμέλιωμα ῾ς τὴν Τρίπολη, ῾ς τοῦ Λάλα…
Κι᾿ ὅταν τὸ χέρι ἐχόρταινε καὶ ἔπεφτε στομωμένο
Νὰ ξανασάνῃ τὸ σπαθὶ ῾ς τὴ θήκη ξαπλωμένο,
Ἐφώναζε ὁ ἀντίλαλος… «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!…
Ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη ὁ χαλασμός… Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη!».

Φριμάζουν τὰ Καλάβρυτα… Καπνίζει τὸ Ζητούνι…
κ᾿ ἡ Μάνη ἡ ἀνυπόμονη τεντώνει τὸ ρουθοῦνι
Σὰν τὸ καθάριο τ᾿ἄλογο, νὰ μυρισθῇ τ᾿ ἀγέρι
Ποὺ, ταχυδρόμος τ᾿ οὐρανοῦ, μὲ τὰ φτερά του φέρει
Τοῦ Διάκου τὴ σπιθοβολὴ καὶ τὴν ἀναλαμπή του…
Ὁ γυιὸς τ᾿ Ἀνδρούτζου ῾ς τὴ Γραβιὰ στηλώνει τὸ κορμί του
Κ᾿ ἐπάνω του, σὰν νἄτανε θεόκτιστο κοτρώνι,
Συντρίβεται ἡ Ἀρβανητιὰ μὲ τὸν Ὁμὲρ Βρυώνη…
Φεγγοβολοῦν τὰ πέλαγα ῾ς τὴν Τένεδο, ῾ς τὴν Σάμο
Καὶ κάθε κῦμα πὤρχεται νὰ ξαπλωθῇ ῾ς τὸν ἄμμο
Ξερνώντας αἷμα καὶ φωτιά, φωνάζει… «Πολεμάρχοι!…
Ἐκδίκηση… ἄσπλαχνη… παντοῦ… Κρεμοῦν τὸν Πατριάρχη!».

Τὸ Σούλι τὸ ἀνυπόμονο ψηλὰ ῾ς τὸ Καρπενήσι
Τοῦ Βότζαρή σου τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ σὲ προσκυνήσῃ
Σοῦ στέλλει αἱματοστάλαχτη… ῾Σ τὸν τάφο του κλεισμένο
Τὸ Μισολόγγι σκέλεθρο, γυμνό, ξεσαρκωμένο,
Δὲν παραδίδει τἄρματα, δὲν γέρνει τὸ κεφάλι…
Κρατεῖ γιὰ νεκροθάφτη του τὸ Χρῆστο τὸν Καψάλη,
Τὸ ράσο τοῦ Δεσπότη του φορεῖ γιὰ σάβανό του,
Καὶ φλογερὸ μετέωρο πετᾷ ῾ς τὸν οὐρανό του
Καὶ θάφτεται ὁλοζώντανο… ῾Σ τὸ διάβα του τρομάζουν
Τ᾿ ἀστέρια ποὺ τὸ κύτταζαν, καὶ ταπεινὰ μεριάζουν…
Κλαρὶ δὲ φαίνεται χλωρὸ καὶ τὸ στερνὸ χορτάρι
Πὤμεν᾿ ἀκόμα πράσινο, τ᾿ ἀράπικο ποδάρι
Τὸ μάρανε, τὸ σκότωσε… Χορτάσαν οἱ κοράκοι…
῾Σ τὴ Ράχοβα, ῾ς τὸ Δίστομο μὲ τὸν Καραϊσκάκη
Ἀδελφωμένο πολεμᾷ τῆς Λιάκουρας τὸ χιόνι…
Θερίζει τ᾿ ἄσπλαχνο σπαθὶ κι᾿ ὁ πάγος σαβανώνει…

Πλαταίνει πάντα ἡ ἐρημιὰ καὶ τὸ σχοινί σου σφίγγει
Τοῦ λύκου μας τοῦ ἑφτάψυχου τ᾿ ἀχόρταγο λαρύγκι…
Ὁ κόσμος ἀνταριάζεται… Καὶ τὰ σκυλόδοντά του
Ξερριζωμένα πνίγονται μὲ τὰ ρυασήματά του
῾Σ τοῦ Ναβαρίνου τὰ νερά… καὶ φεύγει… Ἀνάθεμά τον!…
Ἐσκόρπισαν τὰ σύγνεφα μὲ τ᾿ ἀστραπόβροντά των
Καὶ κούφια ἀπέμεινε ἡ βοὴ τοῦ μαύρου καταρράχτη…
Μ᾿ αὐτά… μ᾿ αὐτὰ τὰ κόκκαλα, τὰ τρίμματα, τὴ στάχτη
Ἐχτίσαμε, πατέρα μου, τὴ πτωχικὴ φωλιά μας.

Κ᾿ ἐκεῖθε ἐφύτρωσε ἡ μυρτιὰ καὶ τὰ δαφνόκλαρά μας,
Π᾿ ἀνθοβολοῦν τριγύρω σου. Γιατί τὰ δάχτυλά σου
Ἀκίνητα δὲν εὐλογοῦν τὰ μαῦρα τὰ παιδιά σου;…
Σ᾿ τ᾿ ἀνδρειωμένα σπλάχνα σου, μακρὰν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα
Ἐρρίζωσε τόσο βαθειά τοῦ Χάρου ἡ φαρμακάδα,
Π᾿ οὔτε τοῦ Ρήγα ἡ συντροφιά, καλόγερε, δὲ φθάνει
Τὰ σφραγισμένα χείλη σου ν᾿ ἀνοίξῃ νὰ γλυκάνῃ…
Οὔτε τὸ φῶς τὸ ἀκοίμητο ποὺ ῾ς τὸ πλευρό σου χύνει
Αὐτό μας τὸ περήφανο, τὸ φλογερὸ καμίνι;…
Οὔτε, τὰ δέντρα, τὰ πουλιά, τὰ πράσινα χορτάρια…
Οὔτε τὰ βασιλόπουλα, τοῦ θρόνου μας βλαστάρια,
Ποὺ θἄρχωνται νὰ χαιρετοῦν τοῦ ποιητοῦ τὴ λύρα,
Καὶ νὰ ρωτοῦν πῶς ἔγεινε τὸ ράσο σου πορφύρα;…

Τί θέλεις, γέροντ᾿, ἀπὸ μᾶς;… Δὲ νοιώθεις μιὰ ματιά σου
Πόσαις θὰ ἐφλόγιζε καρδιαὶς κι᾿ ἀπὸ τὰ σωθηκά σου
Πόση θὰ ἐβλάσταινε ζωή;… Πῶς δὲν ξυπνᾷς, πατέρα;…
Δὲ φέγγει μεσ᾿ ῾ς τὸ μνῆμα σου οὔτε μιὰ τέτοια μέρα;…

Τὸ μάρμαρο μένει βουβό… καὶ θὲ νὰ μείνει ἀκόμα,
Ποιὸς ξέρει ὡς πότ᾿ ἀμίλητο τὸ νεκρικό σου στόμα…
Κοιμᾶται κι ὀνειρεύεται καὶ τότε θὰ ξυπνήσῃ,
Ὅταν στὰ δάση, στὰ βουνά, στὰ πέλαγα, βροντήσῃ
Τὸ φοβερό μας κήρυγμα… «Χτυπᾶτε, πολεμάρχοι!
Μὴ λησμονεῖτε τὸ σχοινί, παιδιά, τοῦ Πατριάρχη!».